Σελίδες

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Μέσα στό δάσος Κεφ. 9

Ὁσίου Ἀμβροσίου
    «Μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός.
    Γνῶτε ἔθνη καί ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός».
Διαρκώς τό ἔργο τοῦ στάρετς Ἀμβροσίου ἔπαιρνε μεγάλες διαστάσεις. Μερικοί διακονηταί τοῦ ἦταν τώρα ἀπαραίτητοι πιό πολύ ἀπό κάθε ἄλλο. Γιά ἕνα διάστημα ὁ μοναχός πού τόν ὑπηρετοῦσε ἔλειψε ἀπό κοντά του γιατί ἔτυχε νά ἀρρωστήση. Τήν περίοδο αὐτή ἀκριβῶς παρουσιάσθηκαν δύο καινούργιοι δόκιμοι στήν Σκήτη. Ἦταν ἐκλεκτοί σέ ὅλα του, καί τούς προσσέλαβε ὁ στάρετς στό κελλί του. Χρόνια πολλά στάθηκαν πλάϊ του καί προσέφεραν τίς ὑπηρεσίες τους. Ὁ ἕνας μάλιστα ἐξ αὐτῶν, ὁ π. Ἰωσήφ, ἔμελε νά τόν διαδεχθῆ στό στάρτσεστβο.
Ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους πού βοηθοῦσαν στό κελλί τοῦ στάρετς ἀνῆκε καί ὁ Κωνσταντῖνος Ζέντεργολμ, πού τότε εἶχε ἀσπασθῆ τόν μοναχισμό καί ὠνομάσθηκε Κλήμης. Δέν ἦταν τυχαῖο πρόσωπο. Εἶχε σπουδάσει στό Πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας, σημείωσε μεγάλη ἐπίδοσι στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλολογία καί ἦταν ὀνομαστός ἀνάμεσα στούς κύκλους τῶν ἐπιστημόνων. Ὁ στάρετς δέν μποροῦσε νά βρῆ ἱκανώτερο γραμματέα ἀπ᾿ αὐτόν.

Ἔλεγε κάποιος Πατήρ: «Ἐάν μή ἑψηθῶμεν διά τῶν πειρασμῶν, Θεῷ ἡδύτατος ἄρτος γενέσθαι οὐ δυνάμεθα» (Ὅσιος Ἀνδρέας διά Χριστόν Σαλός). Τόν στάρετς Ἀμβρόσιο στήν ἡλικία τῶν πενηνταέξι ἐτῶν καί ἑξῆς τόν ταλαιπώρησαν ὑπερβολικοί πειρασμοί ἀσθενειῶν. Κυριολεκτικά τόν ἔψησαν στόν κλίβανο τοῦ πόνου. Ἀπό τήν τελευταία ἑβδομάδα τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1868, μέχρι τήν ἀρχή τοῦ Ὀκτωβρίου ὑπέφερε ἀπό συνεχεῖς αἱμορραγίες. Ἦταν πρώτη ἐμφάνισις τῆς μάστιγος αὐτῆς, ὁποία κατά διαλείμματα τόν ἐπισκεπτόταν καί στά ἑπόμενα ἔτη. Στίς ἀρχές τοῦ Νοεμβρίου ἀπό τίς αἱμορραγίες καί ἕνα δυνατό κρυολόγημα ἔπαθε φλεγμονή στό δεξιό του μάτι, πρᾶγμα πού τόν ὑπεχρέωσε ἐπί δύο μῆνες νά μήν διαβάζη τίποτε. Πολλά δεινά παρουσιάσθηκαν.
Στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ζίζντρι, δύο ὧρες μακρυά ἀπό τήν Ὄπτινα, ὑπῆρχε μία περιοχή πού ἀνῆκε στό Μοναστήρι. Προσφερόταν καί γιά ψάρεμα. Ὁ στάρετς Ἀμβρόσιος καί παλαιότερα ἐπισκεπτόταν τό μέρος αὐτό τά καλοκαίρια· τώρα δέ μέ τίς καινούργιες δοκιμασίες τῆς ὑγείας του ἦταν ἐπιτακτική ἀνάγκη νά μεταφερθῆ σ᾿ αὐτή τήν ἐξοχή. Ἐκτός ἀπό τόν ποταμό καί τήν πεδιάδα συναντοῦσες ἐκεῖ καί πυκνό δάσος. Μέσα σ᾿ αὐτό ὑπῆρχε ἕνα ἐρημικό κελλί πού ἀνῆκε ἐπίσης στήν Μονή καί ὠνομαζόταν Ἀριστάρχοβοϊ – ὁ πρῶτος του μοναχός ἦταν κάποιος π. Ἀρίσταρχος. Ἄρεσε πολύ στόν στάρετς τό κελλί αὐτό καί δέν ἄργησε νά γίνη ἔνοικός του. Γιά ἕνα – δύο ἄτομα ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε. Ἄρχισαν ὅμως νά καταφθάνουν πολλοί ἐπισκέπτες, ὁπότε ἡ στενότης τοῦ χώρου δημιουργοῦσε προβλήματα. Κάτι ἔπρεπε νά γίνη. Νά δοθῆ μία λύσις.
Πιό μακρυά, σέ ἀπόστασι ἑξακοσίων μέτρων περίπου, ὑπῆρχε χῶρος ἰδεώδης. Ἄν μποροῦσε νά κτισθῆ ἐκεῖ ἕνα εὐρύχωρο ἐρημητήριο!... Τοποθεσία ἐξαιρετική! Γύρω-γύρω δάσος πυκνότατο καί στήν μέση ἕνα μικρό λειβάδι. Καί ἡσυχία ἄκρα! Σωστό βασίλειο τῆς γαλήνης.
Τά ἀφωσιωμένα πνευματικά τέκνα τοῦ στάρετς ἀνέλαβαν νά πραγματοποιήσουν τήν ἰδέα του. «Ἐμπρός», ἔλεγαν, «νά ξεκουράσουμε τόν μπάτουσκα. Νά φτιάξουμε ἕνα καλό κελλί. Νά βοηθήσουμε νά ἀναλάβη ἡ ὑγεία του. Ἄν μᾶς λείψη, ἄν τόν χάσουμε, ποῦ ἀλλοῦ θά βροῦμε τέτοιον πνευματικό πατέρα»;

Μέσα σέ λίγους μῆνες ἡ περιοχή ἔγινε ἀγνώριστη. Στό ἄλλοτε ἐρημικό λειβάδι πρόβαλε ἕνα ζηλευτό ἡσυχαστήριο. Μέ ὅλα τά ἀπαραίτητα κτίσματα, μέ μάνδρα, μέ μικρό κῆπο, μέ ἐνυδρεῖο. Ἔξω ἀπό τήν μάνδρα φυτεύθηκαν συκιές, φραγκοσταφυλιές καί χαμοκερασιές. Ὅλα τακτοποιημένα καί καλλωπισμένα. Ὅ,τι καλύτερο μποροῦσε νά γίνη, μέσα στά πλαίσια βέβαια τά μοναχικά.
Στά μέσα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1870, ὁ π. Ἀμβρόσιος μαζί μέ τούς διακονητάς του ἐγκατέλειψε τό Ἀριστάρχοβοϊ καί ἐγκατεστάθηκε ἐδῶ. Στά ἐγκαίνια τῆς Ὄπτινα, ἔγινε ἁγιασμός, διαβάσθηκαν οἱ σχετικές εὐχές ἀπό τό Μέγα Εὐχολόγιο, προσφέρθηκε ἕνα κέρασμα καί ὅλοι εὐχήθηκαν καλή διαμονή. Ὁ στάρετς ἐζήτησε ἰδιαίτερα στίς προσευχές του τήν προστασία τῆς Θεοτόκου, τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου.
Στήν περίοδο πού σχεδιαζόταν – ἕνα χρόνο ἐνωρίτερα – τό νέο αὐτό οἴκημα, ἀναφέρεται τό ἑπόμενο χαριτωμένο περιστατικό.
Ἦταν 2 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα σημαντική, γιατί ἑώρταζε ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Καλούγας. Ὁ στάρετς βρισκόταν στόν χῶρο αὐτόν περιστοιχισμένος ἀπό τόν π. Ἰωσήφ, τόν π. Κλημη, τόν π. Μιχαήλ Στρούκωφ καί τόν μικρό Εὐγένιο, γυιό τοῦ τελευταίου – πατέρας καί παιδί ἐγκατέλειψαν τόν κόσμο καί ἀσπάσθηκαν τήν μοναχική ζωή.
  • Ἐδῶ, ἀδελφοί μου, τούς λέει, ἄν θέλη ὁ Θεός θά κτίσουμε ἕνα ἐρημητήριο. Ἄς εὐλογήση κάποιος, παρακαλῶ, τό μέρος.
Ὅλοι ἀπόρησαν. Τί ἦταν αὐτοί μπροστά στόν στάρετς γιά νά δίνουν εὐλογίες; Ποιός θά τολμοῦσε νά προβῆ σέ τέτοια ἐνέργεια; Ἀλλά καί ἐκεῖνος δέν ἄργησε νά βρῆ λύσι. Πιάνει τό δεξί χέρι τοῦ μικροῦ Εὐγενίου τό ὑψώνει καί εὐλογεῖ τρεῖς φορές τόν τόπο, ἐνῶ συγχρόνως τόν ἔβαλε νά ἐπαναλαμβάνη τήν φράσι:
«Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Αγίου Πνεύματος. Ἀμήν. Θεός ἄς εὐλογήση τήν διαμονή μας ἐδῶ».
Στήν καρδιά τοῦ στάρετς ἔλαμπε τό φῶς τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑψοποιοῦ αὐτῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία χαριτώνει τόν ἄνθρωπο. Μία λάμψι ἀπό τό φῶςαὐτό, τήν διακρίνουμε καί στό περιστατικό πού διηγηθήκαμε: Ἀφοῦ δέν ὑπῆρχαν μεγαλύτεροί του νά δώσουν τήν εὐλογία, κατέφυγε στούς ὑποτακτικούς του· καί ἀφοῦ αὐτοί ἀρνήθηκαν, στράφηκε στόν μικρό Εὐγένιο. Πίστευε πώς ὁ Θεός θά τά πρόσεχε τά λόγια τοῦ ἀθώου αὐτοῦ παιδιοῦ.
Τήν περίοδο τοῦ καλοκαιριοῦ ὁ π. Ἀμβρόσιος παρέμενε κατά κανόνα στό ἐρημητήριο. Μόνο μερικές Κυριακές ἤ μεγάλες ἑορτές ἐπέστρεφε στήν Σκήτη, γιατί ἔπρεπε, ἐκτός τῶν ἄλλων, νά ἐξομολογήση τόν Προϊστάμενο, τούς Ἱερεῖς καί τούς Διακόνους πού θά λειτουργοῦσαν.
Σύν τῷ χρόνῳ τό μονοπάτι πού ὡδηγοῦσε στό κελλί του ἄρχισαν νά τό συχνοδιαβαίνουν πολλοί. Ἦταν ἕτοιμοι νά ἀναζητήσουν παντοῦ τόν στάρετς χωρίς νά ὑπολογίσουν τήν ἀπόστασι τόν κόπο. Ἀρκεῖ νά τόν ἔβλεπαν, νά ἔπαιρναν τήν εὐλογία του, νά ἄκουγαν τίς συμβουλές του, καί ὅλη κούραση θά ἐλησμονεῖτο. «Ὑπετέμνετο γάρ τήν ἐπί τοῖς ἀλγεινοῖς αἴσθησιν πόθος τῆς ἀρετῆς τοῦ ἀνδρός», ὅπως θά ἔλεγε Ὅσιος Νεῖλος γιά κάποια ἀντίστοιχη περίπτωσι.
π. Κλήμης βρισκόταν συχνά στό ἐρημητήριο. Βοηθοῦσε τόν πνευματικό του πατέρα σέ γραφικές ἐργασίες. Στίς ἐλεύθερες ὧρες εἰσχωροῦσε στό δάσος καί βυθιζόταν ἐκεῖ στήν ἀνάγνωσι κάποιου Πατερικοῦ βιβλίου. Εἶχε πάντοτε μαζί του κι᾿ ἕνα πρωτότυπο ραβδί πού δίπλωνε καί γινόταν κάθισμα. Τήν σιγή τοῦ δάσους τήν διετάρασσαν μόνο τά βήματα τῶν πολυαρίθμων ἐπισκεπτῶν πού βάδιζαν πρός τό κελλί τοῦ στάρετς. νεκρά καί στεῖρα ἔρημος ἄρχισε νά ζωντανεύη. Συνεπαρμένος ἀπό τό γεγονός αὐτό λόγιος μοναχός ἀναφωνοῦσε κάθε τόσο μέ ἐνθουσιασμό:

«Ἐξήνθησεν ἔρημος ὡσεί κρίνα».
Δέν ἦταν μόνο ὁ π. Κλήμης πού ἐξυμνοῦσε τό θαῦμα τῆς ἐρήμου. Κάποιος ἄλλος λογιώτερος καί ἐπισημότερος ἀπ᾿ αὐτόν εἶχε νά πλέξη περισσότερα ἐγκώμια. Πρόκειται γιά τόν Λεόντιεφ – ἀπό τά πιό ἐκλεκτά θηράματα πού συνέλαβαν τά δίχτυα τοῦ π. Ἀμβροσίου.
Ὁ Κωνσταντῖνος Λεόντιεφ, ἱατρός, διπλωμάτης, στοχαστής, ἱστορικός, γόνιμος συγγραφεύς ἀνήκει στά πιό πρωτότυπα καί ταλαντοῦχα πνεύματα τῆς ἐποχῆς του. Στήν ψυχική του πορεία γνώρισε ἔντονα τήν τυραννία τοῦ διχασμοῦ. Ἡ πίστις, πού φύτευσε μέσα του ἡ εὐσεβής οἰκογένειά του, ἔσβησε ἀπό τόν ἄνεμο τῆς δυτικῆς ἀθεΐας. Ἡ παγανιστική του προσήλωσις στήν ὡραιότητα τοῦ κτιστοῦ ὄντος καί στίς σαρκικές ἀπολαύσεις ἀλλοίωσαν ἐντελῶς τήν πνευματική του ὑπόστασι. Ἐν συνεχείᾳ ὅμως ὡς πρόξενος σέ διάφορες ἑλληνικές πόλεις, πού κατείχοντο τότε ἀπό τούς Τούρκους, ἄρχισε νά αἰχμαλωτίζεται ἀπό τόν ἑλληνισμό τοῦ Βυζαντίου. Τό πέρασμά του ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἡ διαμονή του στήν Κωνσταντινούπολι τοῦ ἄνοιξαν νέους ὁρίζοντες. Δέν εἶναι λίγα τά συγγράμματά του, στά ὁποῖα παρουσιάζεται, ἐν ἀντιθέσει πρός τούς πανσλαβιστάς, ὑμνητής τοῦ Βυζαντινοῦ πνεύματος.
Στά σαραντατέσσερά του χρόνια ἐγκαταλείπει τήν θέσι τοῦ προξένου καί ξεκινᾶ γιά τήν Ὄπτινα ἀναζητῶντας τήν εἰρήνη. Εἶχε ἀκούσει πολλά γιά κάποιον στάρετς περιβόητο, γιά τήν ἀρετή καί τήν σοφία του. Ὁ στάρετς ὅμως τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν στό κελλί τοῦ δάσους. Ἔτσι τά βήματα τοῦ μεγάλου στοχαστοῦ κατευθύνθηκαν πρός τό ἐρημικό μονοπάτι πού χανόταν μέσα στό ἥσυχο δάσος.
Γιά μιά ψυχή εὐαίσθητη καί στοχαστική, ὅπως τοῦ Λεόντιεφ, ἡ πορεία αὐτή ἦταν σπάνια εὐλογία. Μέσα σ᾿ αὐτή τήν μαγευτική ἡσυχία θά συναντοῦσε σέ λίγο τόν ὅσιο Γέροντα! Ἡ ἀγωνία του καί ἡ χαρά του βρίσκονταν σέ ἔντασι. Τό ἐρημητήριο τοῦ φάνηκε σάν πρωτεύουσα στήν χώρα τῆς γαλήνης. Ἀλλά τί θέαμα ἦταν αὐτό πού ἀντίκρυσε! Πλῆθος κόσμου, μικροί, μεγάλοι, ἐπίσημοι, ἄσημοι, χωρικοί, ὁ καθένας μέ τόν καημό του, τό πρόβλημά του καί τόν πόνο του... Ὅλοι ἀναζητοῦσαν νά ξεδιψάσουν κοντά στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.
Σεισμός, κοσμογονική ταραχή σημειώθηκε στήν ψυχή τοῦ Λεόντιεφ.
  • Νά, ἀνεφώνησε, ἡ ἀληθινή Ὀρθοδοξία! Νά ἡ ἀληθινή Ρωσία· φτωχή, ἁμαρτωλή, συγχρόνως ὅμως ἁγία καί διψασμένη γιά τήν ἀλήθεια.
Αὐτό ζητοῦσε. Ὅλες του οἱ πνευματικές ἀγωνίες, ὅλοι του οἱ ἀσίγαστοι πόθοι βρῆκαν τελικά τήν ἐκπλήρωσί τους. Ἄν ὑπῆρχε περίπτωσις ν᾿ ἀποχωρισθῆ κάποιος τόν θησαυρό πού ἀνεκάλυψε, τότε θά ἀπομακρυνόταν καί ὁ Λεόντιεφ ἀπό τόν π. Ἀμβρόσιο.
Στά σαρανταέξι του χρόνια, ἀποδεσμευμένος ἀπό κάθε ἐγκόσμιο δεσμό – ἐχώρισε καί τήν γυναῖκα του, κατόπιν κοινῆς συμφωνίας – ἐγκατεστάθη κοντά του. Ἔξω ἀπό τόν περίβολο τῆς Σκήτης, πλάϊ στό κελλί τοῦ στάρετς ἀνηγέρθη τό δικό του οἴκημα, «τό σπίτι τοῦ πρόξενου» ὅπως ὠνομάσθηκε. Τό 1890, στήν ἡλικία τῶν πενηνταεννέα ἐτῶν, μέ τήν εὐλογία τοῦ π. Ἀμβροσίου ἐκάρη μοναχός στήν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου μέ τό ὄνομα Κλήμης.
Ὁ Λεόντιεφ ἄφησε πίσω του πολύτιμες συγγραφές, οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν ἀκόμη προσεχθῆ καί ἐκτιμηθῆ ὄσο τούς ἀξίζει.
Ἦταν νά θαυμάζη κανείς βλέποντας τά πλήθη τῶν Χριστιανῶν νά τρέχουν στό κελλί τοῦ δάσους. Μεγάλος μαγνήτης ἡ ἁγιότης! Γιά τήν ὑγεία ὅμως τοῦ ἀσθενικοῦ στάρετς ἡ πολυκοσμία αὐτή εἶχε δυσάρεστες συνέπειες.
«Ἡ ὑγεία μου», ἔγραφε ὁ ἴδιος στόν Ἐπίσκοπο τοῦ Ταμπώφ Πέτρο, «τώρα χειροτέρευσε ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Αὐτό τό καλοκαίριτοῦ 1871δέχθηκα στό ἡσυχαστήριό μου πολυάριθμες ἐπισκέψεις. Κουράσθηκα καί ἐξαντλήθηκα ὑπερβολικά. Ἀπό τόν Αὔγουστο ἔπεσα στό κρεββάτι καί φοβερή πάθησίς μου, οἱ αἱμορραγίες, μέ ταλαιπώρησαν ἐπί ἕνα μῆνα».
Αὐτή τήν φορά οἱ ἰατρικές ἐντολές ὑπῆρξαν αὐστηρές. Μία πινακίδα ἀναρτήθηκε στήν πόρτα τοῦ ἐρημητηρίου πού ἔδειχνε τήν κρισιμότητα τῆς καταστάσεώς του. «Οἱ ἰατροί», γραφε, «ἀπαγορεύουν στόν στάρετς νά δέχεται ἐπισκέψεις».
Ἔρχονταν ὧρες πού ἡ ἀρρώστια τοῦ ἔφερνε ὀδυνηρούς πόνους. Κάποια νύχτα τόσο ὑπέφερε πού νόμιζε ὅτι τελειώνει πιά ἡ ζωή του. Φρόντιζε ὅμως νά τά ἀποκρύπτη ὅλα, γιά νά μή στενοχωρῆ καί τούς ἄλλους. Μόνο μετά ἀπό καιρό τά ἀπεκάλυπτε. Τούς ἔλεγε:
  • Τότε σᾶς ἔκρυψα τίς ὀδύνες μου. Τώρα θά σᾶς τίς πῶ γιά νά ξαλαφρώσω.

Στό ἴδιο δάσος πού εἶχε τό ἐρημητήριό του ὁ στάρετς, σέ ἀπόστασι ἑνός χιλιομέτρου ἀσκήτευε καί ὁ π. Ἐλισσαῖος, μία μορφή ἀπό τίς πιό εὐλογημένες πού πέρασαν ἀπό τήν Ὄπτινα. Γεμᾶτος εἰρήνη, ἀθωότητα καί ἁπλώτητα, ταπεινός καί πλήρης θείας χάριτος.
Τήν καλοκαιρινή περίοδο πού ὁ π. Ἀμβρόσιος γινόταν γείτονάς του, τόν ἐπισκεπτόταν συχνά καί τοῦ ἔδινε ἰδιαίτερη χαρά. Ἐπίσκεψις τοῦ π. Ἐλισσαίου ἐσήμαινε πνευματική εὐφροσύνη. Σάν νά ἐρχόταν στό πρόσωπο τοῦ κουρασμένου στάρετς δροσερή αὔρα.
  • Πενήντα δύο ὁλόκληρα χρόνια ὁ π. Ἐλισσαῖος ἔκανε ὑποτακτικός στήν Ὄπτινα καί ἡ ταπείνωσίς του ἔμεινε παροιμιώδης.
  • Ἐλα, πάτερ Ἐλισσαῖε, τοῦ ἔλεγε ὁ Ἡγούμενος Ἰσαάκιος, ἑτοιμάσου νά σέ κάνουμε μικρόσχημο μοναχό, νά σοῦ φορέσουμε τόν μανδύα.
  • Ὄχι. Ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος γι᾿ αὐτό.
  • Ἐλα τότε νά σέ κάνουμε ρασοφόρο.
  • Ὄχι. Ἐγώ οὔτε γιά ρασοφόρος εἶμαι ἄξιος, ἀπαντοῦσε πάλι ταπεινά.
Ὁ Ἡγούμενος τοῦ μιλοῦσε τότε μέ αὐστηρότητα:
  • Ἀφοῦ ἀρνεῖσαι, θά σέ στείλουμε νά ὑπηρετῆς συνεχῶς στήν κουζίνα.
  • Νά μέ στείλετε. Γιά μένα αὐτό θά εἶναι ἡ ρασοφορία.
  • Θά σέ κανονίσουμε μέ πολλές μετάνοιες.
  • Νά μοῦ τόν βάλετε αὐτόν τόν κανόνα. Γιά μένα αὐτό θά εἶναι ὁ μανδύας.
Ἔτσι ἀντιμετώπιζε τά πράγματα ὁ ταπεινός π. Ἐλισσαῖος καί περνοῦσαν οἱ δεκαετίες, ἐγήρασε καί καμμία προαγωγή δέν πῆρε. Ἔμεινε γιά πάντα δόκιμος. Οἱ ἀδελφοί ὅμως τόν ἐσέβονταν ὑπερβολικά καί τόν ἀποκαλοῦσαν «πάτερ», παρ᾿ ὅλο πού δέν εἶχε καρῆ μοναχός. Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του τά πέρασε στό δάσος, ἄλλοτε σ᾿ ἕνα δικό του μικρό κελλί καί ἄλλοτε στό φυλάκιο, γιατί ἔκανε καί χρέη δασοφύλακος.
Ἀπομονωμένος μέσα στό ἥσυχο δάσος καί βυθισμένος στήν προσευχή, ἐξαϋλώθηκε. Τόση παιδική καί ἀγγελική χάρι εἶχε ἐπάνω του, ὥστε καί τά ζῶα τοῦ δάσους τόν ἀγαποῦσαν. Σκηνές ἀπό τήν ἐρημική ζωή του θά ἀποτελοῦσαν τά πιό ἐκλεκτά θέματα ἑνός ζωγράφου.
Τόν χειμῶνα – τί ἀνεπανάληπτη σκηνή! – ἔβγαινε ἔξω ἀπό τό κελλί του, ἔρριχνε στό κεφάλι του, στούς ὤμους του, στά γένεια του καί στά χέρια του κανναβούρι καί ἔδινε τό σύνθημα:
  • Πτίτσκι, πτίτσκι, πτίτσκι! (Πουλάκια, πουλάκια, πουλάκια!).
Καί ἀμέσως ἀκούγονταν ἀναρίθμητα φτερουγίσματα καί σφυρίγματα χαρᾶς. Τό κεφάλι του, τό πρόσωπό του, τά χέρια του γέμιζαν πουλιά. Ὁ χαριτωμένος ἐρημίτης, οἱ φτερωτοί φίλοι του πού τσιμποῦσαν μέ λαιμαργία τούς σπόρους, τό χιόνι πού ἔπεφτε, τά λευκοντυμένα δένδρα... ὅλα μαζί θύμιζαν εἰκόνες τοῦ Παραδείσου. Σκηνή ἐδεμική! Πολλοί ἀδελφοί τῆς Μονῆς πού ἔτυχε νά ἀπολαύσουν αὐτό τό θέαμα νόμιζαν πώς ἀντίκρυζαν θεϊκή ὀπτασία.
Κάποια φορά προχωρῶντας ὁ π. Ἐλισσαῖος στό δάσος βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ λύκους τόν προσπέρασαν σάν γνώριμο φίλο τους χωρίς νά τόν ἐνοχλήσουν καθόλου! Στόν εἰρηνικό ἐρημίτη, ἔμψυχα, ἄψυχα, ἥμερα, ἄγρια, ὅλα τοῦ φέρονταν εἰρηνικά. «Εἰρήνευσον ἐν σεαυτῷ, γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «καί εἰρηνεύσει σοι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ».
Στά ἑβδομηνταπέντε του χρόνια ἀρρώσησε βαρειά, προσεβλήθη ἀπό παράλυσι, καί μετεφέρθη στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Λίγο πρίν κοιμηθῆ τόν ἐπισκέφθηκε κάποιος μοναχός.
  • Κάνε ὑπομονή, πάτερ Ἐλισσαῖε, τοῦ εἶπε, καί ὁ Κύριος θά σοῦ χαρίση τήν αἰωνία παρηγορία.
  • Δόξα τῷ Θεῷ ἀπήντησε ἐκεῖνος. Μήπως σ᾿ αὐτή τήν ζωή δέν μέ παρηγοροῦσε; Μέ ἀξίωσε νά τόν ἀγαπῶ, νά τόν ὑμνῶ καί νά τόν δοξάζω. Καί ἐδῶ μέ τόν Θεόν, καί ἐκεῖ μέ τόν Θεόν. Παντοῦ καλά εἶναι.
  • «Μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. Γνῶτε ἔθνη καί ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός».
Αὐτός ὑπῆρξε ὁ π. Ἐλισσαῖος. Δόξα στήν ἁγία Ὄρθοδοξία μας πού κρύβει στούς κόλπους της τέτοιες ἀγγελόμορφες ὑπάρξεις. Ἄς δώσουμε κι᾿ ἐμεῖς τήν καρδιά μας σ᾿ αὐτήν, ἄς τρυγήσουμε τούς οὐράνιους θησαυρούς της, καί τότε ἡ ζωή μας θά μεταβληθῆ σ᾿ ἕνα δοξολογικό ᾆσμα, ὅπως καί τοῦ π. Ἐλισσαῖου.

Τῷ Θεῷ δόξα!
Ἀμήν!

Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει «ὁ Θεός μεθ᾿  ἡμῶν»


Ἀπό τό βιβλίο:Ο ΟΣΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου