Πῶς λυτρώθηκε ἕνας ἐργάτης ἀπό τόν Θάνατο.
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ ΓρηγοριάτουΚαί τότε οἱ Πέρσες δέν ἐνίκησαν μέν τούς Ἕλληνες, ἐπῆραν ὅμως πλῆθος αἰχμαλώτων τούς ὁποίους ἔστελλαν κατόπιν σέ καταναγκαστικές ἐργασίες. Γιά νά χαθοῦν, τούς ἔβαλαν καί ἐργάζοντο σέ μία σήραγγα μέ σκοπό νά φτιάξουν μία στέρνα.
Στήν σήραγγα αὐτή ἔστειλαν νά ἐργασθοῦν πολλοί αἰχμάλωτοι, ἔτσι ὥστε, ὅταν κατολισθήση ἡ σήραγγα νά γίνη ὁ τόπος αὐτός καί ὁ τάφος τους. Τότε δέν ὑπῆρχε ἕνας ἔμπειρος μηχανικός γιά νά κτίση καλά τήν σήραγγα, ὅπως γίνεται σήμερα.
Οἱ δυστυχισμένοι ἕλληνες αἰχμάλωτοι ἐργάζοντο σκληρά, διότι εἶχαν κοντά τους καί τούς ἐπιστάτες τους. Καί ὅταν εἶχαν φθάσει σέ μιά ἀρκετά μεγάλη ἀπόστασι σκάβοντας μέσα στήν γῆ, μιά καλή ἡμέρα, ἐνῶ ἐργάζοντο, βρρρρρ.
Ἔπεσε ἡ σήραγγα καί τά χώματα ὅλα ἐπάνω τους. Ἀπέθαναν σχεδόν ὅλοι. Ἀλλά, κατ᾿ οἰκονομία Θεοῦ, στό βάθος τῆς σήραγγας, ἔπεσαν δύο μεγάλοι βράχοι ταυτόχρονα. Στάθηκαν ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλον μέ ἑνωμένες τίς κορφές τους, ὁπότε ἔμεινε κενό τό κάτω μέρος ἀνάμεσά τους. Καί ἐκεῖ μποροῦσαν νά σωθοῦν πολλοί, ἀλλά μόνο ἕνας βρέθηκε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο.
Ἀλλά καί ποιό τό ὄφελος; Ἔμενε μόνος του μέσα στό σκοτάδι. Κρύο, σκοτάδι καί ὑγρασία, διότι ἦταν στήν κοιλιά τοῦ βουνοῦ.
Σκεπτόταν μόνος του: «Ἄρα γε θά μέ βγάλουν ἀπό ἐδῶ μέσα αὐτοί οἱ εἰδωλολάτρες; Ἄν ὑπῆρχε τρόπος νά γνωστοποιηθῆ σέ κάποιον ἡ σωτηρία μου, θά ἐφρόντιζαν νά πετάξουν τά χώματα καί νά μέ βγάλουν.
Ἄν κανείς δέν σκέπτεται ὅτι μπορεῖ νά εὑρεθοῦν καί ζωντανοί μερικοί, τότε ποιό τό ὄφελος νά ἐλπίζω; Ἄλλωστε, γι᾿ αὐτό μᾶς ἔφεραν ἐδῶ γιά νά μᾶς θανατώσουν. Θά μείνω ἐλπίζοντας μόνο στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἰδεμή θά πεθάνω ἐδῶ ἀπό τό κρῦο, τήν δίψα, τήν πεῖνα καί τό πηκτό σκοτάδι». Ἔτσι, ἄρχισε νά προσεύχεται δυνατά.
Ὅταν ἐτελείωσε ὁ πόλεμος, ἕνας ἀπό τούς στρατευμένους ἐπιστρέφοντας στό χωριό του μετά τήν συντριβή καί ἧττα τῶν Περσῶν, μία γυναῖκα τόν ἐρώτησε:
-Τόν ἄνδρα μου δέν τόν εἶδες πουθενά;
Αὐτός τῆς εἶπε: «Ὁ ἄνδρας σου πιάσθηκε ἀπό τούς Πέρσες μαζί μέ ἄλλους καί πιστεύω ὅτι ἔχει πεθάνει».
Ἡ πιστή ἐκείνη γυναῖκα ἐγνώριζε τό τυπικό γιά νά κάνη κηδεία κόλλυβα κ.λπ.. Ἀλλά τί σκέφθηκε; Θά τοῦ κάνω κόλλυβα, ἐάν μάθω ὅτι ἀπέθανε καί κατόπιν θά τοῦ κάνω τά μνημόσυνα καί τό 40ήμερο. Καί τί ἔκανε κατόπιν ἡ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναῖκα;
Ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ ἄνδρας της ἀπέθανε, ἄρχισε νά πηγαίνη στήν ἐκκλησία πρόσφορο, ἕνα μπουκάλι κρασί (νᾶμα) καί μερικά κεράκια γιά νά κάνη τήν μνημόνευσι. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοσις καί ὁ ἱερεύς ἔκανε τήν μνημόνευσι τῶν νεκρῶν.
Ἐκεῖνο τόν καιρό αὐτός ὁ καημένος στεκόταν στήν προσευχή μέσα στήν σπηλιά τῆς σήραγγας, περιμένοντας ὥρα τήν ὥρα νά πεθάνη. Ἔπαιρνε τήν τελευταία του ἀναπνοή μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό σκοτάδι, ὅταν ἔκανε καί τήν τελευταία του προσευχή: «Κύριε, ἐάν Ἐσύ ἐφρόντισες νά σωθῶ κάτω ἀπ᾿ αὐτές τίς δύο πέτρες, Ἐσύ καί πάλι, ἐάν θέλης, μπορεῖς νά μέ βγάλης ἀπό ἐδῶ μέσα. Ἄς γίνη ὅμως τό θέλημά Σου». Προσευχόταν ὁ καημένος μέ ὅλη του τήν καρδιά μέσα σ᾿ αὐτό τό σκοτάδι, παρότι ἤξερε ὅτι σέ λίγο δέν θά ζῆ πιά.
Ἐνῶ ἀκόμη προσευχόταν, ξαφνικά εἶδε καί ἦλθε δίπλα του ἕνας νέος, πού εἶχε στό χέρι του ἕνα μπουκαλάκι κρασί, μερικά ἀναμμένα κεριά καί ἕνα πρόσφορο.
Εἶχε σχεδόν λιποθυμήσει. Δέν μποροῦσε νά σταθῆ στά πόδια του. Ἦταν πεθαμένος ἀπό τήν πεῖνα.
-Σήκω, ἀδελφέ, καί πάρε νά φᾶς πρόσφορο, νά πιῆς καί κρασί. Σοῦ ἔφερα καί ἀρκετά κεράκια ἀναμμένα.
Ὁ καημένος ἐξεπλάγη πού εἶδε αὐτόν τόν νεαρόν:
-Κύριε, Ἐσύ εἶσαι ὁ Σωτήρας μας Χριστός;
-Ὄχι. Ἐγώ εἶμαι ὁ φύλακας ἄγγελος τῆς ζωῆς σου κι αὐτά σοῦ τά ἔστειλε ἡ γυναῖκα σου σήμερα στήν ἐκκλησία καί ὁ Θεός μέ διέταξε, ἐπειδή εἶσαι στήν ζωή, νά σοῦ τά φέρω. Ἐάν ἤσουν νεκρός, θά ἤσουν τώρα μέσα στό αἰώνιο φῶς. Ἀλλά, ἐπειδή εἶσαι στήν ζωή, ὁ Θεός μ᾿ ἔστειλε νά σ᾿ἐνισχύσω μέ τήν τροφή αὐτή.
Αὐτός δέν τολμοῦσε νά ἀγγίξη αὐτά. Καί ὁ ἄγγελος τῆς ψυχῆς του, τοῦ εἶπε:
-Ἔε, σέ παρακαλῶ πάρε νά ἐνισχυθῆς γιά νά μή πεθάνης.
Αὐτός ἐπῆρε κουράγιο καί ἄρχισε νά τρώγη. Καί πάλι σκεπτόταν μέσα στό μυαλό του: «Ἡ γυναῖκα μου μοῦ κάνει τά μνημόσυνα, κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξι, δηλαδή τίς 40 ἡμέρες. Τώρα ξέρω ὅτι μετά ἀπό 40 ἡμέρες ἦλθε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ σέ μένα. Ἀλλά, μετά ἀπό σήμερα τί θά γίνη μέ μένα;
Δέν εἶδε πάλι τόν ἄγγελο του. Τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε πάλι ὁ ἄγγελος καί τοῦ ἔφερε τήν ἴδια τροφή. Ἔτσι ἐπέρασαν ἄλλες 20 ἡμέρες
Στίς 20 ἡμέρες ἡ γυναῖκα του, ἔχοντας πολλή πτώχεια στό σπίτι, διότι εἶχε καί παιδιά, ἐπῆγε ν᾿ ἀφήση τήν ἀγελάδα της στό κοπάδι. Καί πηγαίνοντας τήν ἀγελάδα τό πρωΐ, τό κοπάδι ἤδη εἶχε φύγει ἀπό τό χωριό κι ἔπρεπε τώρα νά τήν πάη στήν πεδιάδα, ὅπου εἶχε φθάσει τό κοπάδι. Τήν μετέφερε μακριά, ἀλλά ἤθελε νά πάη καί στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἄργησε πολύ καί εἶπε μέ τό μυαλό της: «Ἄσε, θά πάω μέ τά ἀναγκαῖα στήν ἐκκλησία αὔριο, διότι σήμερα δέν ἔχω καιρό». Καί τήν ἴδια ἡμέρα δέν ἔφερε τίποτε στόν ἐργάτη αὐτόν ὁ Ἄγγελος.
Καί ἄρχισε νά κλαίη καί νά λέγη:
-Ἀλλοίμονο σέ μένα! Ἴσως ἡ γυναῖκα μου ἐξέχασε σήμερα νά μοῦ στείλη κάτι. Ὁπότε τώρα θά ἀποθάνω ἀπό τήν πεῖνα!
Ἀλλά ἡ δυστυχισμένη ἐκείνη γυναῖκα, δέν ἐπῆγε τά ἀναγκαῖα στήν ἐκκλησία, τά ἐπῆγε ὅμως τήν δεύτερη ἡμέρα.
Καί πάλι τήν δεύτερη ἡμέρα ἦλθε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἔφερε περισσότερα κεριά, δύο μπουκάλια κρασί, δύο πρόσφορα. Καί τοῦ εἶπε:
-Ἡ γυναῖκα σου χθές ἦταν μέ τήν ἀγελάδα στό κοπάδι καί δέν εἶχε χρόνο νά πάη στήν ἐκκλησία, ἀλλά σήμερα μετέφερε δύο πρόσφορα καί δύο μπουκάλια κρασί καί ἐγώ τά ἔφερα ὅλα σέ σένα.
Καί χάρηκε πολύ αὐτός ὁ χριστιανός, ὅταν εἶδε ὅτι ἡ γυναῖκα του ἔχει στόν νοῦ της νά κάνη κάθε ἡμέρα μνημόσυνα.
Ἔκανε τήν προσευχή του καί ἔφαγε. Καί δέν εἶδε τόν Ἄγγελο γιατί ἤδη εἶχε φύγει.
Μετά σκεπτόταν: «Κύριε καί Θεέ μου, ἐάν τόσο ἔλεος καί εὐσπλαγχνία δείχνεις σέ μένα πού εἶμαι ἐδῶ κάτω στά χώματα! Πῶς νά Σέ εὐχαριστήσω ἐγώ; Τί ἠμπορῶ ἐγώ, ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, νά κάνω γιά Σένα γιά νά σ᾿ εὐχαριστήσω; Καί μετά σκεπτόταν: «Τώρα ἡ καημένη ἡ γυναῖκα μου κάνει τά μνημόσυνά μου κάθε ἡμέρα μέχρι τίς 40 ἡμέρες. Μετά ἀπό τήν προθεσμία αὐτή, τί θά κάνω ἐγώ ἐδῶ; Πῶς θά ζήσω; Θά ἀποθάνω....
Καί πάλι ἔλεγε μέσα του: «Ἐσύ, Κύριε, πού ἔβαλες στήν σκέψι τῆς γυναίκας μου νά μοῦ μεταφέρη πρόσφορο καί κρασί στήν ἐκκλησία, βοήθησέ νά βγῶ κι ἀπό ᾿δῶ μέσα, διότι Ἐσύ μπορεῖς νά κάνης τά πάντα. Ἐνῶ, ἐάν θ᾿ἀποθάνω στίς 40 ἡμέρες, συγχώρεσέ με γιά τίς ἁμαρτίες μου».
Ἔτσι ἡ γυναῖκα του συνέχιζε κάθε ἡμέρα νά κάνη τά μνημόσυνά του καί ὁ Ἄγγελος τά ἐπήγαινε νά ζήση στήν σπηλιά του, κάτω ἀπό τά χώματα.
Μετά ἀπό 40 ἡμέρες, ἐνῶ στεκόταν σέ προσευχή, ἦλθε ὁ Ἄγγελός του μέ μία φλογίνη ρομφαία. Διέσχισε τό βουνό στά δύο, ἐπῆρε τόν ἐργάτη καί τόν μετέφερε στό σπίτι του, στήν Ἑλλάδα, ἀκριβῶς ἔξω ἀπό τό σπίτι του.
Ἐκείνη τήν στιγμή μόλις ἐπέστρεφε ἡ γυναῖκα του ἀπό τήν ἐκκλησία. Ὅταν τόν εἶδε, ἔβαλε τίς φωνές λέγοντας:
-Ἀλλοίμονό μου, ποιός εἶναι αὐτός;
Ὅταν τόν εἶδε καλά ὅτι ἦταν ὁ ἄνδρας της, ἄρχισε νά κλαίη. Τόν ἐρώτησε:
-Ἄνθρωπέ μου, ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; Ἐγώ ἄκουσα ὅτι ἤσουν πεθαμένος καί σοῦ ἔκαμα μνημόσυνα ἐπί 40 ἡμέρες κάθε ἡμέρα!
Αὐτός τῆς εἶπε: -Μά τήν ἀλήθεια, μεγάλη καλωσύνη ἔδειξες σέ μένα! Καί τῆς εἶπε ἀκριβῶς, τί τοῦ συνέβη. Καί οἱ δυό τους ἐχάρησαν καί ἐξεπλάγησαν.
Ὅταν ἀκούσθηκε καί ἀλλοῦ αὐτό τό θαῦμα, ὁ ἱερεύς ἐκάλεσε αὐτόν τόν στρατιώτη νά ὑπάγουν μαζί στόν ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς καί νά τοῦ εἰπῆ τά πάντα ἀπό τήν ἀρχή, ὅπως συνέβησαν. Καί τοῦ διηγήθηκε τά πάντα ἀπό τήν ἀρχή. Ἔτσι ἀπό τότε γράφθηκε αὐτή ἡ ἱστορία γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς τί δύναμι πού ἔχει ἡ προσευχή.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, πόσες ἄραγε φορές προσευχήθηκαν καί θυσιάσθηκαν γιά ἐμᾶς οἱ γονεῖς μας, ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα μας; Πόσες φορές μέ τήν προσευχή καί τά δάκρυα τους μᾶς ἐπανέφεραν πάλι τήν ὑγεία μας, μᾶς ἐβοήθησαν στίς δυσκολίες της ζωῆς μας, μᾶς ἐνίσχυσαν στήν πίστι καί μᾶς ἐκράτησαν μέ τίς συμβουλές τους κοντά στόν Χριστό; Νά προσευχώμεθα καί ἐμεῖς για τούς γονεῖς μας, γιά τούς ἀσθενεῖς καί γι᾿ αὐτούς πού εἶναι σέ κινδύνους. Νά προσευχώμεθα γιά τούς πτωχούς, γιά τά ὀρφανά, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά τούς ζωντανούς καί τούς ἀποθαμένους, γιά τήν διατήρησι τῆς ἁγίας Πίστεώς μας καί εἴθε ὅλους μας νά μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη πατρική Του ἀγάπη. Ἀμήν.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
25 Σεπτεμβρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου