Σελίδες

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Ἐξήγηση τῆς ΣΤ' και Ζ΄ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.Ἀνδρέα Θεοδώρου

   
 Ἀνδρέας Θεοδώρου

Ἐξήγηση τῆς ΣΤ΄ὠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου

«Την θείαν ταύτην και πάντιμον τελούντες εορτήν οι θεόφρονες, της Θεομήτορος, δεύτε τας χείρας κροτήσωμεν, τον εξ αυτής τεχθέντα, Θεόν δοξάζοντες».
(Την θεία αυτή και πάντιμη εορτή της Θεομήτορος τελούντες οι θεόφρονες, ελάτε να κροτήσουμε τα χέρια, δοξάζοντες αυτόν που γεννήθηκε απ’ αυτήν.)

Οι πιστοί νοιώθουν βαθιά την ανάγκη να γιορτάζουν την Παναγία τους. Με θεόφρονα λογισμό και με χαρά πανηγυρική κροτούν τα χέρια, για να δοξάσουν τον εξ αυτής τεχθέντα Θεό. Μητέρα και Υιός βρίσκονται αδιάσπαστα ενωμένοι στην ευσέβεια και τη λατρεία της Ορθοδοξίας. Όχι βέβαια ότι η Παναγία λατρεύεται όπως και ο άναρχος Θεός. Αυτό θ’ αποτελούσε ειδωλολατρεία. Η Παναγία, παρά τη μεγάλη χάρη της, παρά το σημαντικότατο μέρος που διαδραμάτισε στο θεανθρώπινο μυστήριο, δεν παύει να είναι άνθρωπος, πλάσμα Θεού όπως και τα υπόλοιπα ανθρώπινα πλάσματα. Ο Χριστός λατρεύεται κατ’ αξίαν ως Θεός, ως ο απειροδύναμος πλάστης και Κύριος του σύμπαντος. Αυτόν προσκυνούν γη και ουρανοί, τα ορατά και τα αόρατα, ολόκληρη η πλάση. Την Παναγία όμως δεν τη λατρεύουμε όπως και τον Υιό της. Την τιμούμε όμως και τη δοξάζουμε, όσο τούτο μπορεί ν’ αποδοθεί σε πλάσμα πε­περασμένο και κτιστό. Η δόξα της Παρθένου είναι πάντοτε δόξα κατά μετοχήν. Είναι η ανάκλαση της δόξας του Θεού, το αντιφέγγισμα του θεανθρώπινου Τόκου της στη θεοχώρητη υπόστασή της. Η Μητέρα δόξασε τον Υιό, ως δούλη ταπεινή και υπηρέτης του θείου θαύματος. Και ο Υιός δοξάζει την Μητέρα, ως την απαστράπτουσα πύλη, από την οποίαν πέρασε για να εισέλθει στον κόσμο και να σώσει τον άνθρωπο. Ω δίδυμο θεοδύναμο, εόρτιας χαράς και πανηγύρεως! Αξίωσε και μας τους μηδαμινούς να βρίσκουμε στην καρδιά μας λόγους υμνητικούς του άφθιτου μεγαλείου σου και να μετάσχουμε, έστω και σε απειροελάχιστο βαθμό, στη μακάρια δόξα σου.

*

«Παστάς του Λόγου αμόλυντε, αιτία της των πόντων θεώσεως, χαίρε Πανάχραντε, των Προφητών περιήχημα· χαίρε των Αποστόλων, το εγκαλλώπισμα».
(Χαίρε, Πανάχραντε, γιατί αναδείχτηκες αμόλυντη παστάδα του Λόγου και υπήρξες θεωτική αιτία των πάντων. Χαίρε, συ που έγινες ο στόχος του προφητικού λόγου και το σεμνό εγκαλλώπισμα των Αποστόλων.)
Ένα θαυμάσιο τροπάριο, στο οποίο ο εμπνευσμένος ποιητής εκφράζει άριστα την καρδιά της λυτρωτικής πίστεως της Εκκλησίας. Αναπολεί την Παρθένο και ο κάλαμός του παίρνει φωτιά. Η καρδιά του φλογίζεται στο καμίνι της θείας αλήθειας και ο νους του απογειώνεται σε σφαίρες ένθεου λυρισμού. Χαιρετίζει την Πανάχραντη Κόρη. Την παραβάλλει με παστάδα στην οποίαν ο ουράνιος Νυμφίος παντρεύτηκε την Εκκλησία του, ενώθηκε μυστικά, αγάπησε και αγίασε το μυστικό σώμα του, την άφθαρτη σάρκα του. Στους γάμους αυτούς βλέπει τη θέωση του κόσμου, της οποίας την αιτία αποδίδει στην περίσεμνη Κόρη. Γιατί στην ένωση Θεού και ανθρώπου που έγινε στην ολοκάθαρη μήτρα της, γεννήθηκε η νέα πλάση, η πνευματική ανακαίνιση της κτίσεως, η οποία προβάλλει από την Παρθένο αγλαϊσμένη και άφθαρτη, χωρίς την ακαθαρσία και τη μελάνωση της φθοράς, αστράφτουσα τη φωτοειδή αίγλη της θείας ενέργειας. Γίνεται άνθρωπος ο Θεός και θεοποιείται ο άνθρωπος. Κατεβαίνει στη γη ο Πλάστης και ανεβαίνει στον ουρανό το πλάσμα του. Όλ’ αυτά δεν θα γίνονταν, αν δεν υπήρχε ο τόπος της συναντήσεως, τον οποίον καθόρισε η απειρόσοφη πρόνοια του Θεού, η παστάδα η ολοκάθαρη και αγνή για να τελεσθούν οι γάμοι του κόσμου με τον Θεό.
Στη συνέχεια ο ποιητής χαιρετίζει την Πανάχραντη Κόρη ως το περιήχημα των Προφητών και το εγκαλλώπισμα των Αποστόλων. Ως το επίκεντρο δηλαδή της παλαιάς και της νέας θείας οικονομίας. Γιατί ο προφητικός λόγος στόχευε στην ανάδειξη του μυστηρίου του Χριστού, στην καρδιά του οποίου καθόταν η περίσεμνη Κόρη, που ο Θεός θέλησε σαν απαραίτητη συνθήκη της θείας ενανθρωπήσεως. Και οι προφήτες τραγουδούσαν το θαύμα της Παρθένου, εκστασιαζόμενοι στην απειρία του μυστηρίου της εν ανθρώποις ευδοκίας του αποίητου τής κτίσεως.
Αλλά και στους Αποστόλους στους οποίους έφθασαν οι καιροί της θείας ευδοκίας, η απείρανδρη Κόρη απετέλεσε την ομορφιά και το στολίδι του έργου τους. Και αυτοί τίμησαν την Παναγία, τη Μητέρα του Πλάστη τους, τη Μάνα του θείου Διδασκάλου, τις χάρες της οποίας έζησαν στη γη και από την οποίαν αντλούσαν δύναμη στο έργο διακονίας του Επείρανδρου Τόκου της.
*

«Εκ σου η δρόσος απέσταξε, φλογμόν πολυθεΐας η λύσασα· όθεν βοώμεν σοι· χαίρε ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών, Παρθένε, προεθεάσατο».
(Από σένα έσταξε η δροσιά, η οποία έσβησε της πολυθεΐας τη φωτιά- για τούτο σου φωνάζουμε δυνατά· χαίρε, Παρθένε, συ που είσαι ο πόκος (το μαλλί), τον οποίον προείδε ο Γεδεών)
Από τήν Παρθένο στάλαξε η δροσιά του παναγίου Πνεύματος, η οποία έσβυσε το πυρωμένο καμίνι της ειδωλολατρείας. Στην πολυθεΐα οδηγήθηκαν οι άνθρωποι μετά την απομάκρυνσή τους από τον αληθινό Θεό. Με τον Θεό συνομιλούσαν οι πρώτοι άνθρωποι στον Παράδεισο. Είχαν πνευματική επικοινωνία μαζί του. Τον γνώριζαν και τον λάτρευαν σαν Πατέρα. Αφότου όμως η Εύα λοξοδρόμησε και έστησε αφτί σε κάποιον ξένο, ξεχνώντας το Θεό, και αφότου τρύγησε το δέντρο της παρακοής, τρώγοντας τον καρπό της γνώσεως του καλού και του κακού, ο άνθρωπος αποτραβήχτηκε από τον Πλάστη του, ακούγοντας μέσα του άλλες ξένες και αλλότριες φωνές. Στράφηκε προς τα κτίσματα, στα οποία έθεσε την καρδιά του και τα λάτρεψε. Προσκύνησε είδωλα άψυχα και άφωνα, φτάνοντας έτσι στο αποκορύφωμα της έσχατης εξαθλιώσεως και αμαρτίας του. Η ειδωλολατρεία τον έζωσε με τις φλόγες της από παντού, κατατρώγοντας τις φθαρμένες σάρκες του. Του ζόφωσε τον νου, του σκότισε το μυαλό, θάμπωσε το αλλοτινό πλάσμα το ωραίο και θεόμορφο. Στην κατάσταση αυτή τον συνάντησε μια μέρα ο Θεός, ντυμένος τον άνθρωπο στην ταπεινή Κόρη του Ιωακείμ και της Άννας. Και εκεί, στη μήτρα της Πανάγνου, συντελέστηκε το μέγα θαύμα. Η βροχή της χάριτος που ανέβλυζε από την πηγή του Πνεύματος, η δροσιά του Θεού, έπεσε στο καμίνι της αμαρτίας το θεριεμένο και ανελέητο, έσβυσε τις τεράστιες φλόγες του, διέλυσε το φλογμό της πολυθεΐας, χαρίζοντας στον άνθρωπο και πάλι τη θεογνωσία, που είχε και έχασε, το φως της ζωής και της αλήθειας και της χαράς.
Τη δροσιά της χάριτος της Μαρίας προείδε ο Γεδεών στον πόκο (το μαλλί), που αν και ξηρός, γέμισε από δροσιά, σημείο δηλωτικό του θαύματος του Θεού. Ο ένδροσος πόκος ήταν συγχρόνως και προαγγελτικός του θαύματος της Παρθένου. Η μήτρα της, χωρίς καμία άλλη παρέμβαση, αλλά μόνο από το άρρητο θαύμα του Θεού, κατακλύστηκε από τη δημιουργική δρόσο της ενέργειας του παναγίου Πνεύματος, για να συλληφθεί μέσα της ο Θεός, ώστε η Παρθένος να γίνει Μητέρα, να δώσει ζωή στον ποιητή της ζωής και κτίστη των απάντων.
*

«Ιδού σοι, χαίρε κραυγάζομεν, λιμήν ημίν γενού θαλαττεύουσι, και ορμητήριον, εν τω πελάγει των θλίψεων, και των σκανδάλων πάντων, του πολεμήτορος».
(Να, σου φωνάζουμε δυνατά, χαίρε. Γίνε λιμάνι σε μας που δερνόμαστε στη θάλασσα της ζωής και ορμη­τήριο στο πέλαγος των θλίψεων και όλων των σκανδάλων, με τα οποία μας πολεμά ο εχθρός διάβολος.
Στο τροπάριο αυτό ο ποιητής ζητά τη βοήθεια της Θεοτόκου. Τη ζωή την παραβάλλει με θάλασσα αφρισμένη και άγρια, την οποία με κίνδυνο διαπλέουν οι άνθρωποι, και η οποία κάθε στιγμή απειλεί να ανατρέψει το πλοίο  της ζωής και να θάψει στα σκοτεινά βάθη της τους ναυαγούς. Την παρομοιάζει με πέλαγος θλίψεων, με τις οποίες είναι ζυμωμένη η ζωή μας από τη στιγμή που θ’ αντικρύσουμε το φως της ζωής, μέχρις ότου τούτο σβηστεί στα σκοτεινά τοιχώματα του τάφου. Και οι θλίψεις μεν είναι ωφέλιμες στη λυτρωτική οικονομία του Θεού, διότι «διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού», η δε θλίψη «υπομονήν κατεργάζεται, η υπομονή δοκιμήν, η δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει». Στον κόσμο θα έχουμε θλίψεις μας δήλωσε ο Σωτήρας. Παρά ταύτα η θλίψη, και σε όσες περιπτώσεις είναι υπερβολική, μπορεί να αφανίσει τον άνθρωπο, όπως τα κύματα του πελάγους μπορούν να καταπιούν τον άνθρωπο, όταν αυτός αφεθεί αβοήθητος στα υγρά τους εναγκαλίσματα.
Οι πιστοί βέβαια Χριστιανοί δεν φοβούνται τις θλίψεις· μάλιστα καυχώνται γι’ αυτές, σαν σημάδι της εύνοιας και της αγάπης του Θεού, γιατί πιστεύουν ότι μόνο μέσω αυτών θα εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών. Αγωνίζονται εναντίον των θλίψεων στο όνομα του Κυρίου, ο οποίος νίκησε τη μεγάλη θλίψη του κόσμου, έχοντας παράλληλα σύμμαχό τους και την αγία Θεοτόκο. Τη Μάνα, της οποίας την καρδιά διαπέρασε η ρομφαία της λύπης, και η οποία νοιώθει τον πόνο των παιδιών της και θέλει να τα βοηθήσει να τον ξεπεράσουν.
Παράλληλα με τις θλίψεις της ζωής και τους καθημερινούς περισπασμούς, οι άνθρωποι δοκιμάζουν και την πικρότητα των σκανδάλων, τα οποία ο εχθρός του Θεού σπείρει στη ζωή τους, με σκοπό να τους δηλητηριάσει και να τους αφανίσει. Υπάρχουν δε πολλά είδη σκανδάλων. Σκάνδαλα ατομικά, οικογενειακά, κοινωνικά, με απολογισμό ποταμούς αιμάτων και δάκρυα. Σκάνδαλα που συντρίβουν ατομικές υπολήψεις, οικογενειακές τιμές, ονόματα χρηστά· αναστατώνουν την Εκκλησία, σκοτώνουν την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων μπλέκουν τον άνθρωπο σε περιπέτειες, τον απομακρύνουν από τον Θεό, τον οδηγούν σε ηθικές πτώσεις, τον κουρελιάζουν και τον εξευτελίζουν. Οι ευσεβείς και ενάρετοι πιστοί φοβούνται τα σκάνδαλα, τη φοβερή ώρα του πειρασμού, γιατί το διακυβευόμενο είναι η σωτηρία της ψυχής τους, η βασιλεία του Θεού. Και εδώ η Μητέρα του Θεού είναι η προστάτιδα των πιστών και η βοηθός. Και σ’ αυτήν απευθύνονται τα πνευματικά παιδιά της για να πάρουν ενίσχυση και δύναμη στις παγίδες και τα σκάνδαλα, που τόσο έντεχνα στήνει στη ζωή ο εφευρέτης του ψεύδους και της ανομίας· αυτός που πρώτος έστησε την παγίδα και σκανδάλισε την Εύα στο πρώτο ρόδισμα της ιστορίας της ανθρωπότητας.
*

«Χαράς αιτία χαρίτωσον, ημών τον λογισμόν του κραυγάζειν σοι· χαίρε η άφλεκτος βάτος, νεφέλη ολόφωτε η τους πιστούς απαύστως επισκιάζονσα».
(Εσύ που είσαι αιτία χαράς, γέμισε με χαρά το λογισμό μας για να σου φωνάζουμε δυνατά· χαίρε, άφλε­κτη βάτος, και ολόφωτη νεφέλη, που αδιάκοπα επισκιάζει τους πιστούς.)
Η Παρθένος Μαρία αναδείχτηκε η μεγάλη του κόσμου χαρά. Γέννησε την πηγή της χαράς, τον Υιό του Θεού, που είναι το θεμέλιο του κόσμου, η αρχή και το τέλος του σύμπαντος. Η μεγάλη χαρά ιδιαίτερα είναι η νίκη κατά της αμαρτίας, που είναι σώμα ξένο προς τη φύση που βγήκε από τα χέρια του Θεού καθαρή και άσπιλη, το καρκίνωμα της κτίσεως, στο οποίο υποδουλώθηκε τόσο ο άνθρωπος, όσο και η εξωτερική φύση, ο υλικός και ορατός κόσμος. Στην αμαρτία υπάρχει η πίκρα της φθοράς, η οδύνη του θανάτου, η νέκρωση, η δυστυχία και η αθλιότητα. Όταν δε αρθεί η αμαρτία, ο κόσμος βρίσκει τον κανονικό του ρυθμό, η φύση μπαίνει στην αληθινή της τροχιά· τη θέση της πίκρας και της οδύνης καταλαμβάνει η χαρά της ζωής, το ξαλάφρωμα της κουρασμένης και φορτισμένης ψυχής, το γέλιο της δικαιωμένης συνειδήσεως, η χαρά της σωτηρίας και της αναστημένης ελπίδας. Και όλα αυτά συνέβησαν στην ταπεινή Κόρη, όπου ο Θεός ανάστησε τον άνθρωπο για να είναι παντοτεινά γεμάτη η χαρά και η ευδαιμονία του.
Συμμετοχή στη μεγάλη αυτή χαρά της Παρθένου ζητούν οι πιστοί, οι οποίοι χαιρετίζουν το θαύμα της με εικονικές αναλογίες, παρμένες από την Παλαιά Διαθήκη. Τη χαιρετίζουν ως «άφλεκτον βάτον», που είδε ο Μωϋσής στο όρος Χωρήβ, και που, ενώ ήταν ζωσμένη από φλόγες, δεν κατεκαίετο. Έτσι και στη Θεοτόκο Μαρία, η φωτιά του Θεού, η οποία την περιέβαλε, δεν κατέστρεψε τη φύση της και δεν αλλοίωσε την ακεραιότητά της. Ούτε και ο Λόγος, ο οποίος προήλθε σωματικά απ’ αυτήν, κατέστρεψε την παρθενία της. Η απερινόητή του γέννηση κατέλειπε την τεκούσαν αδιάφθορη.
Την χαιρετίζουν επίσης ως «νεφέλην ολόφωτον». Έτσι, όπως η νεφέλη τον παλαιό καιρό οδηγούσε τους Εβραίους στη γη των Πατέρων τους, έτσι και η νεφέλη της Θεοτόκου, επισκιάζουσα τους πιστούς, τους καθοδηγεί στην πορεία τους προς την άνω Ιερουσαλήμ, την πόλη του Θεού, την πόλη των θείων υποσχέσεων και των επαγγελιών, που  ρέει το μέλι και το γάλα της θείας βασιλείας.

Ἐξήγηση τῆς Ζ΄ὠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου

  «Οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν Κτίσαντα· ἀλλὰ πυρὸς ἀπειλὴν ἀνδρείως πατήσαντες, χαίροντες ἔψαλλον· Ὑπερύμνητε, ὁ τῶν Πατέρων Κύριος καὶ Θεός, εὐλογητὸς εἶ».

Οἱ θεόφρονες (Τρεῖς Παῖδες) δὲν θέλησαν νὰ λατρεύσουν τὰ κτίσματα ἀντὶ τοῦ Κτίσαντος· ἀλλὰ ἀψηφίσαντες μὲ ἀνδρεία τὴν ἀπειλὴ τοῦ τυράννου, μὲ χαρὰ ἔψαλλαν· Ὑπερύμνητε Πατέρα, Κύριε καὶ Θεέ, εἶσαι εὐλογημένος.

Ὁ ποιητὴς ἀνατρέχει στὴν Π. Διαθήκη γιὰ νὰ συναντήσει ἐκεῖ τούς ἁγίους Τρεῖς Παῖδες καὶ νὰ δείξει τὴ δύναμη τῆς πίστεως στὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ κατακόβει καὶ συντρίβει τὴν εἰδωλικὴ μανία ἐκείνων ποὺ εἰδωλοποιοῦν τὸν ἑαυτό τους, καταφρονώντας καὶ βρίζοντας τὸν ἅγιο Θεό. Οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι Ἰσραηλίτες νέοι, ὁ Σεδράχ, ὁ Μισὰχ καὶ ὁ Ἀβδεναγώ (Ἀνανίας, Μισαὴλ καὶ Ἀζαρίας), ἦσαν οἱ μόνοι ποὺ δὲν γονάτισαν σὲ μία δεδομένη στιγμὴ νὰ προσκυνήσουν τὴν εἰκόνα τὴ χρυσή τοῦ Ναβουχοδονόσορα. Εἶχαν παραβεῖ τὸ πρόσταγμα τοῦ τυράννου, πιστεύοντας καὶ λατρεύοντας τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεὸ τῶν Πατέρων τους. Ὁ ὑπερφίαλος βασιλιᾶς γέμισε ἀπὸ θυμὸ γιὰ τὴν αὐθάδεια τῶν Νέων. Καὶ θέλησε νὰ ἐφαρμόσει τὸ νόμο ποὺ ὁ ἴδιος ἔφτιαξε, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον κάθε ἕνας ποὺ θὰ παρέβαινε τὴν προσταγή του νὰ τὸν λατρεύσει ὡς Θεό, ἀρνούμενος νὰ προσκυνήσει τὴν εἰκόνα του, νὰ ρίχνεται σὲ πυρωμένο καμίνι ζωντανός. Οἱ Παῖδες ρίχτηκαν «στὴν κάμινο τοῦ πυρὸς τὴν καιομένη». Ὁ ἀνόητος βασιλιᾶς εἶχε τὴ δύναμη νὰ τὸ κάνει. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πετύχει ἦταν νὰ βλάψει τὴ ζωὴ τῶν εὐσεβῶν Νέων. Ἡ φωτιὰ ἄναβε, ἀνέβαινε πέρα ἀπὸ τὸ στόμιο τῆς καμίνου· τὰ παιδιὰ ὅμως μέσα δὲν κατακαίονταν. Ἡ φωτιὰ δὲν τὰ ἔβλαπτε. Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε στὸ καμίνι καὶ μετέτρεπε τὴ φλόγα του σὲ πνεῦμα δροσιᾶς, σὲ δροσερὴ αὔρα, ἡ ὁποία δρόσιζε τοὺς γενναίους ἀθλητές, ποὺ πλημμυρισμένοι ἀπὸ χαρὰ ἔψαλλαν καὶ δοξολογοῦσαν τὸν ὑπερύμνητο καὶ εὐλογημένο Θεὸ τῶν Πατέρων τους. Τὸ θαῦμα ἦταν συντριπτικὸ γιὰ τὸν ἀνόητο ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τελικὰ ἀναγνώρισε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ.

Τὸ γεγονὸς φυσικὰ δὲν ἦταν ἄσχετο μὲ τὸ θεομητορικὸ θαῦμα τῆς Παρθένου. Ὅπως εἴδαμε καὶ στὴν καιόμενη ἀλλὰ μὴ κατακαιόμενη βάτο, ὅπου τὸ γεγονὸς προτύπωνε τὸν ἄφθορο Τόκο τῆς Παρθένου, ἔτσι κι’ ἐδῶ ἡ φωτιὰ ποὺ ἔζωνε τοὺς Τρεῖς Παῖδες χωρὶς νὰ τοὺς κατακαίει, προτύπωνε τὴν ἄφθορη γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία δὲν κατέστρεφε τὴν παρθενία τῆς ὑπεραγίας Μητέρας του, δηλώνοντας παράλληλα τὴ συντριπτικὴ δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὶς εἰδωλικὲς δυνάμεις τῶν ἀνθρώπων τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀνομίας.

*

«Ἀνυμνοῦμεν σε, βοῶντες· Χαῖρε ὄχημα, Ἡλίου τοῦ νοητοῦ· ἄμπελος ἀληθινή, τὸν βότρυν τὸν πέπειρον, ἡ γεωργήσασα, οἶνον στάζοντα, τὸν τὰς ψυχάς εὐφραίνοντα, τῶν πιστῶς σὲ δοξαζόντων».

Σὲ ἀνυμνοῦμε καὶ σοῦ φωνάζουμε δυνατά. Χαῖρε ὄχημα Ἡλίου τοῦ νοητοῦ· ἀληθινὴ ἄμπελος, ἡ ὁποία καρποφόρησε τὸ ὥριμο σταφύλι ποὺ ἀποστάζει ζωὴ καὶ γλυκαίνει τὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ μὲ πίστη σὲ δοξάζουν.

Καὶ ἡ ἀνύμνηση συνεχίζεται. Ἡ Παναγία χαιρετίζεται ὡς «ὄχημα Ἡλίου τοῦ νοητοῦ»· ὄχημα ποὺ χρησιμοποίησε ὁ «ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων φερόμενος», γιὰ νὰ κατέβει στὴ γῆ καὶ νὰ συναντήσει τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο· ὄχημα θεῖο καὶ ἀστραφτερὸ ποὺ καθοδηγοῦσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Στὴ συνέχεια χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ποιητὴ μία ἄλλη ἀναλογία πολὺ ἐκφραστική του θείου μυστηρίου. Ἡ Παναγία παρομοιάζεται μὲ ἄμπελο ἀληθινή, ἀπὸ τὴν ὁποία βλάστησε τὸ σταφύλι τὸ ὥριμο, τὸ τσαμπί, ποὺ καλλιέργησε ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς στὸν ἀγρὸ τῆς χάριτος τῆς Ὑπερευλογημένης. Τὸ σταφύλι ἀπὸ τὸ ὁποῖο βγαίνει τὸ κρασί, τὸ ὁποῖο γλυκαίνει αὐτὸν ποὺ τὸ πίνει, εὐφραίνει τὴν ψυχή του καὶ τὸν ὁδηγεῖ σὲ θείους καὶ ἄρρητους ἐκστασιασμούς, στὴ μέθη τοῦ πνεύματος ποὺ ἁρπάζει τὸ νοῦ στὴν ἄρρητη χαρά, στὸ συνεπαρμὸ τῶν μυστηρίων τῆς θείας βασιλείας. Καὶ τὸ σταφύλι αὐτὸ ποὺ φύτρωσε στὴ μυστικὴ ἄμπελο τῆς Παρθένου εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος της δόξας, πού πῆρε τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς Παρθένου γιὰ νὰ στήσει τὴ δική του ἀνθρώπινη σκηνή, τὸ δικό του ἀμπέλι καὶ νὰ μαζέψει σ’ αὐτὴν τὰ λογικὰ κλήματα, τοὺς πιστούς, νὰ τὰ περιποιηθεῖ καὶ νὰ τὰ συνάψει στὸ μυστικὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του. Νὰ τοὺς δώσει νὰ πιοῦν τὸ αἷμα, τὸ ποτὸ τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς, ποὺ μεθάει τὸν ἄνθρωπο στὴν παράδοξη ἐκείνη ἐκστατικὴ νηφαλιότητα, στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γλυκαίνεται, βγαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις του, συγκινεῖται καὶ χάνεται στὴν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ, γίνεται κι’ αὐτὸς Θεός, πετυχαίνοντας τὸ θεοδύναμο στόχο τῆς ὑπάρξεώς του. Τὸ κρασὶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ θεμέλιο, ἡ ζωὴ καὶ ἡ χαρὰ τοῦ σύμπαντος, γιατί σ’ αὐτὸ συμπυκνώνεται ὁλόκληρη ἡ λυτρωτικὴ οἰκονομία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ.

*

"Ἰατήρα, τῶν ἁπάντων ἡ κυήσασα, χαῖρε θεόνυμφε· ἡ ράβδος ἡ μυστική, ἄνθος τὸ ἀμάραντον, ἡ ἑξανθήσασα· χαῖρε Δέσποινα, δι’ ἧς χαρᾶς πληρούμεθα, καὶ ζωὴν κληρονομοῦμεν".

Χαῖρε, Θεόνυμφε, σὺ ποὺ γέννησες τὸν ἰατρὸ τῶν ἀνθρώπων· σὺ ποὺ εἶσαι ἡ μυστικὴ ράβδος, ἀπὸ τὴν ὁποία βλάστησε τὸ ἀμάραντο ἄνθος· χαῖρε, Δέσποινα, διὰ τῆς ὁποίας γεμίζουμε ἀπὸ χαρὰ καὶ κληρονομοῦμε τὴν αἰώνια ζωή.

Ὁ φωτεινὸς χῶρος τῆς Ὑπεραγίας εἶναι τὸ παγκόσμιο ἰατρεῖο, στὸ ὅποιον ἡ ἀσθενήσασα πρὸς θάνατο φύση τῶν ἀνθρώπων βρίσκει τὴν ἴαση καὶ τὴ θεραπεία της. Νόσος εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία προκαλεῖ κακοπάθεια καὶ θάνατο. Τὸ δηλητήριο τῆς παρακοῆς εἶναι δραστικότατο καὶ σὲ περίπτωση ποὺ δὲν ἀφαιρεθεῖ, θὰ ὁδηγήσει τὴν ὕπαρξη στὴν καταστροφὴ καὶ τὸ θάνατο. Εἶναι ἡ φθορὰ ποὺ σιγὰ-σιγὰ κατατρώγει τὴ φύση καὶ τὴν ὁδηγεῖ σὲ ἀποδιοργάνωση καὶ ἐξόντωση. Τὸ ζήτημα εἶναι φοβερὸ καὶ τεράστιο. Ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτὸ ποὺ χαλάει ὅ,τι ἔπλασε ὁ Θεός, αὐτὸ ποὺ ἐναντιώνεται στὴν ἀπειρόσοφή του ἐνέργεια καὶ ἀφανίζει τὴ δημιουργία. Καὶ ὅπως, γιὰ νὰ ζήσει ὁ σωματικὸς ὀργανισμὸς πρέπει ν’ ἀφαιρεθεῖ ἀπ’ αὐτὸν ἡ ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωρεῖ καὶ τὸν βασανίζει, Ἔτσι γιὰ νὰ ζήσει καὶ ἡ ψυχὴ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ ξένο καὶ φθοροποιὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ κόλλησε στὴν πλάση ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἰατρὸς δὲ τῆς φύσεως εἶναι ὁ Χριστός, πού, γιὰ νὰ γιατρέψει τὸ πλάσμα του ἀπὸ τὴ νόσο τῆς ἁμαρτίας, ἄφησε τὸν οὐρανὸ καὶ ἔστησε τὸ ἰατρεῖο του στὴ γῆ στὰ φωτεινὰ διαμερίσματα τῆς Παρθένου. Ἐκεῖ μάζεψε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν πληγωμένος καὶ ἑτοιμοθάνατος, καθάρισε τὶς πληγές του μὲ τὴ δραστικὴ δύναμη τῆς χάριτός του καὶ ἐνεφύσησε στὸ σχεδὸν νεκρωμένο σῶμα του καὶ πάλι ζωή, πολὺ ἀνώτερη καὶ ὀμορφότερη ἀπὸ τὴν πρώτη ποὺ εἶχε στὸν ἐπίγειο Παράδεισο καὶ ἔχασε στὴ συνέχεια μὲ τὴν τραγικὴ περιπέτεια τῆς ἀποστασίας του. Ἰατρός, ἰατρεῖο καὶ φάρμακα συνιστοῦν τὸ ἐσώτερο βάθος τοῦ θεομητορικοῦ θαύματος.

Στὴ συνέχεια ἡ Παρθένος παρομοιάζεται μὲ «ράβδον μυστικήν, ἑξανθήσασαν ρόδον τὸ ἀμάραντον». Ἡ παρομοίωση εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη καὶ ἀναφέρεται στὴ ράβδο τοῦ Ἀαρών, τὴν ὁποίαν κατ’ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἔθεσαν μαζὶ μὲ ἕνδεκα ἄλλες στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, καὶ ἡ ὁποία ἂν καὶ ξηρή, ἔβγαλε ἄνθος, σημεῖο ὅτι ἀπὸ τὸν οἶκο Λευὶ ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ λαμβάνεται τὸ ἱερατεῖο τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ἡ Παρθένος Μαρία χρημάτισε ράβδος νοητή, ἡ ὁποία, ἂν καὶ ἀκατέργαστη ἀπὸ ἀνθρώπινη δύναμη, ἔβγαλε τὸν ἀνθὸ τῆς ζωῆς, τὸ λουλούδι τὸ ἀμάραντο, τοῦ ὁποίου ἡ χάρη καὶ ἡ ὀμορφιὰ ἀνέδειξε τὸν Μέγαν Ἀρχιερέα τῆς φύσεως, τὸν ἀρχηγὸ τῆς πίστεως Ἰησοῦ, τὸν διφυῆ Υἱὸ τῆς Παρθένου καὶ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γεμίζει τὴ ζωή μας ἀπὸ χαρὰ καὶ μᾶς κάνει κληρονόμους τῆς αἰώνιας ζωῆς.

*

"Ρητορεύουσα, οὐ σθένει γλώσσα, Δέσποινα, ὑμνολογῆσαί σε· ὑπὲρ γὰρ τὰ Σεραφείμ, ὑψώθης κυήσασα, τὸν Βασιλέα Χριστόν· ὅν ἱκέτευε, πάσης νῦν βλάβης ρύσασθαι, τοὺς πιστῶς σὲ προσκυνοῦντας".

Γλώσσα ἀνθρώπινη, Δέσποινα, καὶ στὸ πιὸ μεγάλο ρητορικό της φτερούγισμα δὲν μπορεῖ ἐπάξια νὰ σὲ ὑμνολογήσει· διότι, μὲ τὸ νὰ γεννήσεις τὸν Βασιλέα Χριστόν, ὑψώθηκες πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ Σεραφείμ. Αὐτὸν ἱκέτευε νὰ σώσει τώρα ἀπὸ κάθε βλάβη αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη σὲ προσκυνοῦν.

Τὸ μυστήριο τῆς Παρθένου εἶναι μέγα καὶ ὑψηλό. Ὑπερβαίνει κάθε κτιστὴ δυνατότητα, γιατί εἶναι μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δὲ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη, ἀπερίληπτη καὶ ἀπερινόητη, ἔτσι καὶ τὸ μυστήριό του εἶναι σὲ ἴσο μέτρο ἀκατάληπτο καὶ ἀκατανόητο. Ὁ ποιητὴς τὸ ὁμολογεῖ ἀπερίφραστα. Καμιὰ γλώσσα ἀνθρώπινη, καμιὰ λέξη καὶ κανένα ρητορικὸ σχῆμα, δὲν μποροῦν νὰ σὲ ὑμνολογήσουν ἐπάξια. Δέσποινα, ἀνακράζει, διότι, μὲ τὸ νὰ γεννήσεις τὸν Χριστόν, ὑψώθηκες πιὸ πάνω καὶ ἀπὸ τὰ Σεραφείμ, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὸν ἄϋλο θρόνο του στὸν οὐρανό. Καὶ τὰ μὲν Σεραφεὶμ φέρουν στὰ φτερὰ τους τὴν ἄϋλη δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀνυμνώντας τὸ μεγαλεῖο του καὶ θαυμάζοντας τὴ μεγαλοπρέπειά του. Ἡ Παρθένος ὅμως δὲν φέρει ἁπλά μέσα της τὴ θεία ἐνέργεια, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὴν ἄπειρη οὐσία καὶ ὑπόστασή του καὶ τὸ πλήρωμα τῆς θείας του ἐνέργειας, σωματικῶς, δηλαδὴ ἑνωμένες ἀδιάστατα καὶ ἀδιάσπαστα στὴ μήτρα της μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τῆς χάρισε τὸ ἄπειρο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ διαφορὰ εἶναι πραγματικὰ μεγάλη, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία τιμᾶται ὑπὲρ τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ὡς βασίλισσα τῶν ἀγγέλων.

Ὁ ποιητὴς καταθέτει ταπεινὰ τὰ ὅπλα. Δηλώνει ὅτι, ὄχι μονάχα αὐτός, ἀλλ’ οὔτε καὶ καμιὰ ἄλλη ἀνθρώπινη γλώσσα, καὶ ἡ πλέον προικισμένη μὲ δύναμη ρητορική, δὲν μπορεῖ νὰ τῆς προσφέρει ὕμνο ἀντάξιο τοῦ μεγαλείου της. Αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ τῆς προσφέρει εἶναι λίγα λόγια ταπεινὰ καὶ φτωχικά, τὰ ὁποῖα ἐκφράζει ἡ γλώσσα ἀπὸ μία καρδιὰ φλεγόμενη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν ἁγνὴ Θεομήτορα. Καὶ τὰ ὁποῖα μὲ τὴ σειρὰ τους στρέφονται σὲ προσευχὴ πρὸς τὴν Παναγία νὰ ἱκετεύσει τὸν Υἱό της νὰ σώζει ἀπὸ κάθε βλάβη, σωματικὴ καὶ ψυχική, ὅλα τὰ παιδιά της ποὺ τῆς ἀπονέμουν τιμητικὴ προσκύνηση καὶ τὴν ὑμνολογοῦν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας τους.

*

"Ἰκετεύομεν, οἱ δοῦλοι σου καὶ κλίνομεν, γόνυ καρδίας ἡμῶν· κλῖνον τὸ οὖς σου, Ἁγνή, καὶ σῶσον τοὺς θλίψεσι, βυθίζομενονς ἡμᾶς· καὶ συντήρησον, πάσης ἐχθρῶν ἁλώσεως, τὴν σὴν Πόλιν, Θεοτόκε".

Σὲ ἱκετεύουμε οἱ δοῦλοι σου καὶ κλίνομε μπροστά σου τὸ γόνυ τῆς καρδιᾶς μας. Ἄνοιξε τὸ οὖς σου, Ἁγνή, καὶ σῶσε ὅλους ἐμᾶς ποὺ βυθιζόμαστε στὶς θλίψεις. Καὶ προφύλαξε ἀπὸ κάθε ἅλωση ἐχθρική, τὴ δική σου πόλη, Θεοτόκε.

Καὶ στὸ τροπάριο αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἴδια ἱκεσία πρὸς τὴ Θεοτόκο, νὰ σώζει τὰ παιδιά της ἀπὸ τὶς θλίψεις τῆς ζωῆς, στὶς ὁποῖες καθημερινὰ βυθίζονται. Ἐπίσης γίνεται δέηση νὰ σώζει ἡ Παναγία τὴν Πόλη της, δηλαδὴ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ κάθε ἐχθρικὴ ἅλωση. Ὁ Βυζαντινὸς Ἑλληνισμὸς εἶχε ζήσει πολὺ ἔντονα τὸν κίνδυνο ποικίλων ἐχθρικῶν ἐπιθέσεων κατὰ τῆς Πρωτεύουσας τοῦ Κράτους, τὴν ὁποίαν περικύκλωναν γιὰ νὰ τὴν κυριεύσουν. Σ’ ἕνα τόσο μεγάλο κίνδυνο ἡ βυζαντινὴ ψυχὴ στρεφόταν πάντοτε μὲ εὐλάβεια πρὸς τὴν ὑπέρμαχο Στρατηγὸ καὶ τῆς ζητοῦσε βοήθεια στὶς κρίσιμες ἐθνικὲς ὧρες του. Σὲ μία τέτοια κρίσιμη ὥρα ποὺ ἡ Πόλη διαφυλάχτηκε ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τῶν Ἀβάρων καὶ Περσῶν, οἱ Ἕλληνες τῆς Πόλεως ἀπέδωσαν τὴ σωτηρία της καὶ ἔψαλλαν τὰ νικητήρια στὴν ὑπέρμαχο Στρατηγό, τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

(Ἀπό τό βιβλίο:  «Χαῖρε Νύμφη, Ἀνύμφευτε», ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας)

     (Πηγή ηλ. κειμένου: imaik.gr)

http://www.alopsis.gr/alopsis/wdh_z.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου