Η
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΜΕ
ΤΟ
ΟΝΟΜΑ
ΤΟΥ
ΙΗΣΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΥ
μέρος δ΄
μέρος δ΄
Στόν
πνευματικό
ἀγῶνα,
κατά
τούς
Πατέρες,
θά
δώσουμε:
- Στό σῶμα τόν κάματο, μέ τίς κατά δύναμιν στρωτές μετάνοιες, τήν ὀρθοστασία, τά σταυρωτά κομποσχοίνια, τόν πρόθυμο χειρωνακτικό κόπο μαζί μέ τήν Εὐχή, γιά νά περιορίσουμε, ὅσο τό δυνατόν περισσότερο, τό αἴσθημα τῆς σωματικῆς ἀναπαύσεως. Αὐτά ἰσχύουν γι᾿ αὐτούς πού ἔχουν ὑγεία. Οἱ μεγάλοι στήν ἡλικία, οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ἀνήμποροι, θά δώσουν λίγα, ὅσα μποροῦν, ἀλλά μέ τόν νοῦ καθαρό καί τήν καρδιά γεμάτη πίστι καί ἀγάπη.
- Στήν ὅρασι θά δώσουμε τήν ἀγρυπνία, τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἰδιαιτέρως τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τοῦ Ψαλτηρίου.
- Στήν ἀκοή θά δώσουμε τήν ἀκρόασι τοῦ θείου λόγου καί τῆς ἱερᾶς ψαλμωδίας.
- Στήν ὄσφρησι δέν θά δώσουμε μόνο τήν μυρωδιά ἀπό τό θυμίαμα, ἀλλά θά δώσουμε καί τήν Εὐχή. Καί αὐτή θά μᾶς ἀνταποδώση θεία ὄσφρησι, μέ οὐράνια εὐωδία. Θά μυρίζουμε δηλαδή τόν οὐρανό!
- Στήν γεῦσι θά δώσουμε τήν ἐγκράτεια καί τήν κατά δύναμι νηστεία. Καί δι᾿ αὐτῆς, κατόπιν, πνευματικά, θά ἀποκτήσουμε γεῦσι ἀθανασίας καί αἰωνιότητος.
- Στήν ἁφή θά δώσουμε ἡσυχία, κόπο καί πόνο, μέ κάποιες μορφές τραχύτητος καί κακοπάθειας. (Μέ τήν σύμφωνη πάντοτε γνώμη τοῦ Πνευματικοῦ ὁδηγοῦ).
Ἡ
ζωή
τῶν
ὁσίων
Ἀσκητῶν
Πατέρων
καί
Μητέρων
τῆς
ἐρήμου,
τῶν
ὀρέων
καί
τῶν
σπηλαίων
τῆς
γῆς,
εἶναι
κυρίως
ἡ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ.
Εἶναι
τό
“μάννα”,
πού
τρέφει
τήν
ψυχή
τους.
Εἶναι
τό
ὀξυγόνο
της.
Χωρίς
αὐτή
δέν
ὑπάρχει
ἄσκησις
καί
πνευματική
ζωή.
Ὁ
δρόμος
τοῦ
Θεοῦ
εἶναι
εὔκολος
μέ
τήν
Χάρι
Του
καί
δύσκολος
μέ
τά
πάθη
μας,
ἀφοῦ
«στενή
ἡ
πύλη
καί
τεθλιμμένη
ἡ
ὁδός
ἡ
ἀπάγουσα
εἰς
τήν
ζωήν»
(Ματθ.
Ζ΄:
14),
εἰς
τήν
βασιλείαν
τῶν
Οὐρανῶν.
Ἔτσι,
γιά
νά
γίνη
ὁ
δρόμος
Του
βατός,
ἀπαιτεῖται
νά
σηκώνουμε
καθημερινά
τόν
σταυρό
τῶν
παθῶν
καί
τῶν
πειρασμῶν,
διά
τῆς
Χάριτός
Του,
κατά
τό
ἁγιογραφικό:
«Ὄστις
θέλει
ὀπίσω
μου
ἀκολουθεῖν,...
ἀράτω
τόν
σταυρόν
αὐτοῦ,
–«καθ
᾿
ἡμέραν»
(Λουκ.
Θ΄:
23)–
καί
ἀκολουθείτω
μοι»
(Μαρκ.
Η΄:
34).
Αὐτόν
τόν
σταυρό
μέ
ἄκρα
αὐταπάρνησι
σήκωσε
καί
ἡ
ἐρημῖτις
Φωτεινή,
πού
ἀσκήτευε
στήν
ἔρημο
τοῦ
Ἰορδάνου
μέχρι
ττό
1915
καί
θά
παρέμενε
ἕνα
ἀπό
τά
ἄγνωστα
μυρίπνοα
κρίνα
τῆς
ἐρήμου,
ἄν
ἡ
πρόνοια
τοῦ
Θεοῦ
δέν
τήν
ἀπεκάλυπτε
στόν
ἀείμνηστο
πατέρα
Ἰωακείμ
Σπετσιέρη.
«Ἐκστατικός
ἀτένιζα,
γράφει
ὁ
πατήρ
Ἰωακείμ
πρός
τό
πρόσωπο
τῆς
Φωτεινῆς,
πού
δέν
ἔμοιαζε
μέ
πρόσωπο
ἀνθρώπου,
ἀλλά
ἀγγέλου.
- Πές μου, Φωτεινή, ὅταν προσεύχεσαι, ἄναψε ποτέ στήν καρδιά σου τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί στό ὁποῖο ἀναφερόμενος ὁ Κύριος λέγει: «πῦρ ἦλθόν βαλεῖν ἐπί τήν γῆν, καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη»;
- Ὦ! Τό πῦρ αὐτό πάντα ὑπάρχει στήν καρδιά μου. Πολλές φορές δέ μέ καταφλέγει τόσο τήν ὥστε ἄν ὑπῆρχε τώρα διωγμός, θά ἔτρεχα στό μαρτύριο καί θά ἔχυνα καί τήν τελευταία ρανίδα τοῦ αἵματός μου γιά τόν Χριστό. Τί νά πῶ γι᾿ αὐτό τό θεῖον πῦρ; Δέν ἔχει ὅρια! Λειώνει τήν καρδιά μου καί μή μπορῶντας νά σταθῶ πέφτω στά γόνατα καί προσκυνῶ καί κλαίω καί φωνάζω: «Χριστέ μου, Σωτῆρα μου, Λυτρωτά μου, Νυμφίε μου, ζωή μου, ὕπαρξίς μου» καί ἄλλα πολλά πού μοῦ ὑπαγορεύει τή στιγμή ἐκείνη ἡ θερμή πρός τόν Ἰησοῦ μου ἀγάπη.
- Αἰσθάνεσαι κάποια ἐσωτερική ἀλλοίωσι τήν στιγμή ἐκείνη;
- Μοῦ φαίνεται ὅτι βλέπω στό βάθος τῆς καρδιᾶς μου τόν Σωτῆρα μας νά μοῦ λέει: «Μή φοβάσαι! Ἐγώ εἶμαι ἐδῶ!» Καί ταυτόχρονα θυμᾶμαι τόν λόγο Του «καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰωάν. Ιδ΄: 23). Τότε κλίνω τήν κεφαλή μου πρός τό στῆθος καί λέγω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν, με», χωρίς νά σκέπτωμαι τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τόν γλυκύτατο Ἰησοῦ. Κι ἀφοῦ συσταλῆ ἡ φλόγα ἐκείνη, ἐγείρομαι καί ψάλλω κάποιο τροπάριο ἤ ψαλμό καί κατόπιν ἀσχολοῦμαι μέ σωματικές ἐργασίες.
- Πές μου, Φωτεινή, ὅταν κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἁρπάζεται ὁ νοῦς σου, τί βλέπεις;
- Ὦ! μέ ρωτᾶς γιά τά ἄρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ; Πίστεψέ με, τήν στιγμή ἐκείνη δέν βρίσκομαι σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο κι ἄς εἶναι τό σῶμα μου στήν γῆ. Δέν βλέπω τίποτε τό ὑλικό καί δέν αἰσθάνομαι κανένα ἀπό τά γήϊνα γιατί τό πνεῦμα μου βρίσκεται ἐντός τοῦ θείου Φωτός καί ἀκούει ὄχι μέ τά σωματικά αὐτιά ἀλλά μέ τά πνευματικά, τά οὐράνια τάγματα πού ψάλλουν τόν Τρισάγιο ὕμνο καί λέγουν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ». Ὁ νοῦς μου τότε βρίσκεται στήν θεωρία αὐτή, ἡ καρδιά μου φλέγεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ καί μαζί μέ τόν Παῦλο ἀναφωνῶ: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Ὅταν ἔλθω δέ στόν ἑαυτό μου ἀπό τήν θεία θεωρία, ἐξακολουθεῖ νά καίγεται ἡ καρδιά μου ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας καί τά μάτια μου χύνουν δάκρυα ἀπό τόν πόθο τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ. Ἔπειτα, συλλογιζόμενη τήν μηδαμινότητά μου, ἐκπλήττομαι κατανοοῦσα τήν ἄπειρον ἀγάπη τοῦ οὐρανίου Πατρός πρός τό πλάσα Του, τόν ἄνθρωπο.
- Δέν φοβᾶσαι, Φωτεινή, τίς πανουργίες τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι μεταχειρίζονται κάθε τέχνη, γιά νά πλανήσουν τούς δούλους τοῦ Θεοῦ;
- Ναί, φοβᾶμαι, ἀλλά ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος, πού βλέπει τήν ἀδυναμία μου, μέ ἐνισχύει καί γίνονται ἄφαντοι, γιατί ἔχω ἰσχυρό μου καταφύγιο τήν προσευχή. Μόλις νοιώσω τήν ἐπίθεσι τῶν λογισμῶν, ἀμέσως ἀρχίζω ἔντονα τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Μάλιστα πολλές φορές τήν φωνάζω κιόλας δυνατά. Ἄν βρισκόταν κάποιος ἐκείνη τήν στιγμή ἔξω ἀπό τήν σπηλιά μου, θά μέ ἄκουγε νά φωνάζω: «Ἰησοῦ μου, ἔλεος!»
- Καί μέ τήν Εὐχή αὐτή ἐξαφανίζονται οἱ πονηροί λογισμοί;
- Ἀμέσως ἐξαφανίζονται, γιατί οἱ δαίμονες τρέμουν τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Εἶχα ὅμως καί τήν ὑπόσχεσι τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας σ᾿ ἕνα ἀποκαλυπτικό ὄνειρο ὅτι θά μεσιτεύη γιά μένα, νά μέ ἐνισχύη ὁ Κύριος στόν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως» (Ἀρχ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Ἡ ἐρημῖτις Φωτεινή, Βόλος 1955, σελ.. 64-65).
Ἀλήθεια!...
ἡ
Ὁσία
Μαρία
ἡ
Αἰγυπτία,
πού
ὑπῆρξε πρότυπο
μετανοίας
ἀνά
τούς
αἰῶνες,
πῶς
περνοῦσε τίς
ἀτέλειωτες
νύχτες
καί
ἡμέρες
γιά
49
ὁλόκληρα
χρόνια;
Ἀσφαλῶς
μέ
προσευχή.
Προσευχή
ἀληθινή.
Προσευχή
συνεχῆ
καί
ἀδιάκοπη.
Μέ
ποιά
δύναμι,
ἄραγε,
ἔκανε
τούς
σκληρους
ἀσκητικούς
ἀγῶνες
της,
πού
μόνο
σέ
ἄνδρες
ταιριάζουν;
Μέ
τήν
βοήθεια
καί
τήν
Χάρι
τοῦ
Θεοῦ,
πού
τήν
ἐνίσχυαν
ἀπό
τίς
ἀδιάλειπτες
προσευχές
της
καί
τήν
ζωντανή
της
πίστι.
Καί
πῶς
ἄντεξε
γιά
πέντε
δεκαετίες
νά
ζήση
μέσα
στήν
“ἔρημο”,
τελείως
μόνη
καί
χωρίς
καμμιά
ἀνθρώπινη
παρηγοριά
καί
παρουσία;
Τήν
ἀντοχή
τήν
ἔπαιρνε
κάθε
μέρα
ἀπό
τήν
Χάρι
τοῦ
Θεοῦ,
διά
μέσου
ὅμως
τῶν
ἀδιαλείπτων
προσευχῶν
της
καί
τῆς
ὁλόθερμης
ἀγάπης
της
πρός
Αὐτόν.
Ὁλόκληρη
ἡ
πενηντάχρονη
ἀσκητική
της
ζωή
ὑπῆρξε
ζωή
προσευχῆς
καί
μετανοίας.
Ἡ
προσευχή
της
ἦταν
γι᾿
αὐτήν
τροφή
καί
ὕδωρ.
Ἡ
προσευχή
τῆς
ἔδωσε
τήν
μακροχρόνια
εὐδόκιμη
ὑπομονή,
τήν
ἀντοχή
καί
τήν
θεϊκή
παρηγοριά.
Ἡ
πρώτη
μετάνοιά
της
στόν
Ναό
τῆς
Ἀναστάσεως
στά
Ἱεροσόλυμα
γέννησε
τήν
ὁλοκάρδια
προσευχή
της
πρός
τόν
Ἰησοῦν
Χριστόν...
Ἡ
θερμή
καί δυνατή
προσευχή
της
κατέστη μέ
τήν σειρά
της
μητέρα
ὄχι
μόνον
τῆς
συνεχοῦς
μετανοίας
της,
ἀλλά
καί
ὅλων
τῶν
ἄλλων
ἀρετῶν,
πού
καλλιεργήθηκαν,
ἐν
Ἁγίῳ
Πνεύματι,
μέσῳ
τῆς
προαιρέσεως
καί
τῶν
πολλῶν
ἀσκητικῶν
ἀγώνων
της.
Πρέπει
νά
τονίσουμε
ὅτι
ἡ
πνευματική
προσευχή
εἶναι
οὐράνιο
δῶρο,
πού
μᾶς
ἐδόθη
ἀπό
τό
ἔλεος
καί
τήν
ἀγάπη
τοῦ
Θεοῦ.
Καί
ὀφείλουμε
νά
μήν
τό
περιφρονήσουμε,
νά
μήν
τό
κρύψουμε
στήν
γῆ,
νά
τό
φυλάξουμε,
νά
τό
ἀξιοποιήσουμε
καί
νά
τό
καλλιεργήσουμε,
γιατί
αὐτό
τό
δῶρο
μᾶς
ἑνώνει
μέ
τόν
Θεόν!
Αὐτό
τό
δῶρο
κάνει
θαύματα!
Αὐτό
φωτίζει
τόν
σκοτισμένον
μας
νοῦ
καί
δυναμώνει
τήν
ἀσθενική
μας
θέλησι.
Μόνον
διά μέσου τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς
προσευχῆς μπορεῖ ὁ χριστιανός νά
“μεγαλώση”καί νά φθάση «εἰς μέτρον
ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»
(Ἐφ.
Δ΄:
13).
Δηλαδή, νά παύση νά εἶναι μωρό καί
νήπιο, νά ὡριμάση πνευματικά. Γι᾿ αὐτό
ὀφείλει νά σταματήση νά πίνη μόνο
γαλατάκι ἤ νά τρώη τίς “σουπίτσες”
τῆς νερόβραστης ἠθικολογίας τῶν ἡμερῶν
μας. Πρέπει νά μάθη νά τρώη σιγά-σιγά
τήν στερεά τροφή τῆς διδακαλίας τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἰδικώτερα
τῶν Νηπτικῶν, καθαριζόμενος πρῶτα ἀπό
τά πάθη, φωτιζόμενος ἐν συνεχείᾳ ἀπό
τή Χάρι τοῦ Θοῦ καί πορευόμενος ἐν
Χριστῷ πρός τήν τελείωσι, τόν ἁγιασμό
καί τήν θέωσι. Νά ἔχη δηλαδή πλήρη
συναίσθησι ὅτι ἐμφορεῖται ἀπό τό
Ἅγιον Πνεῦμα καί ὅτι βιώνει τούς
ἀνεκλάλητους στεναγμούς Του ἐντός τῆς
καρδίας του.
Πνευματική
προσευχή, βέβαια δέν εἶναι ἡ προσευχή
τοῦ “ἄντε, πότε θά τελειώσουμε”. Οὔτε
ἐκείνη πού γίνεται μηχανικά, παπαγαλίζοντας
καί τροχάδην, ἀλλά ἐκείνη πού
χαρακτηρίζεται ἀπό δίψα καί ἀπό ἀκόρεστη
πεῖνα γιά θεοκοινωνία καί πνευματική
Λατρεία.
Ἐμεῖς
ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, μετά τό
ἅγιο Βάπτισμά μας στό ὄνομα τοῦ Πατρός
καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί τήν τριπλῆ κατάδυσι μέσα στό νερό
τῆς κολυμβήθρας, ἔχουμε ἐντός τῆς
καρδιᾶς μας καί μέσα στό σῶμα μας, σέ
ὁλόκληρο δηλαδή τόν ψυχοσωματικό μας
κόσμο, τό Ἅγιον Πνεῦμα καί εἴμεθα ναός
τοῦ Θεοῦ. Τό νοιώθουμε ἄραγε αὐτό;
Βεβαιώνουμε ἤ μᾶλλον βιώνουμε βαθειά
μέσα μας αὐτή τήν θεία παρουσία; Τήν
καταλαβαίνουμε; Μιά ἔγκυος γυναῖκα
εἶναι ἀπολύτως βεβαία, μετά τόν πέμπτο
μῆνα τῆς κυήσεως ὅτι μέσα της κυοφορεῖται
μιά νέα ζωή, ἕνα ἔμβρυο. Νοιώθει τά
σκιρτήματά του. Καί πολλές φορές ἐρωτᾶται:
“Κλωτσάει, κλωτσάει”; Ἐμεῖς μποροῦμε
νά βεβαιώσουμε ὅτι μέσα μας κυοφορεῖται
ἡ αἰώνιος ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Νοιώθουμε τά σκιρτίματα αὐτῆς τῆς
αἰωνίου ζωῆς; Ἔχουμε τήν αἴσθησι ὅτι
εἴμεθα ναός τοῦ Θεοῦ; Καί ὅτι αὐτός
ὁ ναός εἶναι τό σῶμα μας, πού ὀφείλει
νά εἶναι ἅγιο, ἀγνό καί πάλλευκο ἀπό
κάθε μολυσμό;
Οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν σειρά
τους μᾶς βεβαιώνουν ὅτι ἀποκλείεται
ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός νά μήν καταλαβαίνη
καί νά μήν ἔχη τήν αἴσθησι ὅτι εἶναι
ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Ἐάν δέν τό
νοιώθη αὐτό, σημένει ὅτι ὑπάρχει
ἀλλοίωσις τῶν πνευματικῶν του αἰσθήσεων
ἀπό τά πάθη. Καί ὡς παράδειγμα ἀναφέρεται
ὁ ἥλιος πού λάμπει στόν καταγάλανο
οὐρανό. Ἐάν ἐμεῖς, ἐλεύθεροι καί μέ
τήν θέλησί μας, εἰσέλθουμε σ᾿ ἕνα
κατασκότεινο ὑπόγειο, χωρίς καμμιά
χαραμάδα φωτός, θά ποῦμε ὅτι φταίει ὁ
ἥλιος ἤ ἐμεῖς, πού διαλέξαμε τό σκοτάδι;
Τό ἴδιο συμβαίνει καί σέ κάθε ἄνθρωπο
χριστιανό, πού διαλέγει τό σκοτάδι τῆς
ἁμαρτίας ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό
φωτοπέλαγος τῶν θείων ἀρετῶν. Πῶς
λοιπόν σέ μιά τέτοια σκοτεινιασμένη
καί βρώμικη ἀπό τά πάθη καρδιά θά
συμμαρτυρήση τό Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι
ἐνοικεῖ ἐντός της; Γι᾿ αὐτό καί εἴμεθα
ὅλοι μας, καί πρῶτος ἐγώ, πάμπτωχοι
ἀπό τά ἐνεργήματα τῶν θείων χαρισμάτων.
Πτωχοί, πάμπτωχοι ἀπό τήν πνευματική
νοερά λατρεία.
Ἐπομένως,
ἡ ἀληθινή προσευχή εἶναι καί πνευματική
Λατρεία καί ἐπιπλέον ἀποκαλύπτει ποιά
σχέσι ἔχουμε μέ τόν Θεόν:
- μέ ἐχθρικό τρόπο σχετιζεται μέ τόν Θεόν ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι πολέμιος καί βλάσφημος τῆς Ἐκκλησίας μας.
- Μέ ἀλλοπρόσαλλο τρόπο σχετίζεται μέ τόν Θεόν ὁ χριστιανός ἐκεῖνος, πού εἶναι ἀδιάφορος γιά τήν σωτηρία του.
- Καί μέ ἀπαράδεκτο τρόπο σχετίζεται μέ τόν Θεόν ἐκεῖνος ὁ χριστιανός, πού θέλει νά ἔχη σχέσεις συναλλαγῆς μαζί Του: “ Ἔκανα σήμερα κάποιο καλό; Ἀντάμειψέ με! Εἶπα ἕνα «Πάτερ ἡμῶν»; Λύσε μου τά προβλήματα! Ἔκανα μιά ἐλεημοσύνη; Στρῶσε τίς δουλειές μου! “ Αὐτή εἶναι ἡ στάσις τῶν περισσοτέρων μας! Ὁ Θεός ἀμείβει ἀκόμα καί τήν προσφορά «ποτηρίου ψυχροῦ ὕδατος» (Ματθ. Ι΄: 42), ἀλλά ὅταν αὐτό γίνεται ἀνοιχτόκαρδα· «ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός» (Β΄ Κορ. θ΄:7).
Οἱ
σχέσεις μας ὅμως πρός τόν Θεόν καί τόν
πλησίον πρέπει νά εἶναι σχέσεις ἀγάπης
καί πνευματικῆς λατρείας, μέσα ἀπό τήν
ἀδιάλειπτη προσευχή, τά σωστικά Μυστήρια
καί τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν Του. Ἄλλωστε,
«ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τας ἐμάς
τηρήσατε» (Ἰωάν.
Ιδ΄:
15),
καί τότε «ὁ μένων ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν
αὐτῷ οὗτος φέρει καρπόν πολύν» (Ἰωάν.
Ιε΄:
5).
Ἔτσι
λοιπόν ἔχουμε αἴσθησι τῆς ζωντανῆς
παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά
μας κι αὐτή ἡ αἰσθησις
- εἶναι πνευματική λατρεία,
- εἶναι προσευχή ἀληθινή,
- εἶναι πίστις ζωντανή,
- εἶναι ταπείνωσις καί συντριβή,
- εἶναι δύναμις τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ.
Στίς
μέρες μας, δυστυχῶς, ἔχει ἐκλείψει
κατά πολύ ἡ προσευχή (πολύ δέ περισσότερο
ἡ Εὐχή) ἀπό τούς σημερινούς νεοέλληνες
Ὀρθοδόξους χριστιανούς, ἔστω κι ἄν
ἐκκλησιάζωνται ἤ τηροῦν κάποια τυπικά
καθήκοντα. Γιατί προσευχή, χωρίς
πνευματική καί μυστηριακή Λατρεία πρός
τόν Θεόν τῆς Ἀγάπης, εἶναι σκέτος
παραλογισμός καί πολυλογία χωρίς οὐσία.
Εἶναι στεῖρα καί ἄγονη στούς καρπούς
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ψυχρή καί ἀδιαφορή,
ἀνωφελής καί σκοτισμένη.
Καί
δικαιολογούμαστε –ἡ δικαιολογία εἶναι
ὁ δικηγόρος τοῦ διαβόλου– ὅτι ἡ Νοερά
προσευχή δέν εἶναι γιά τήν ἐποχή μας
καί γιά τά μέτρα μας. Λέμε ψέματα στόν
ἑαυτό μας! Δέν μποροῦμε, γιατί ΔΕΝ
θέλουμε. Γιατί δέν καταβάλλουμε
ἔστω καί μικρή πνευματική προσπάθεια
γιά τήν σωτηρία μας. Γιατί δέν χρησιμοποιοῦμε
βία πνευματική στόν ἑαυτό μας γιά νά
καταπολεμήσουμε τά πάθη μας. Δέν πιέζουμε
τόν ἑαυτούλη μας, πού εἶναι καλοπερασάκιας,
νά μάθη νά ζορίζεται γιά νά μελετᾶ τόν
λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά προσεύχεται
ἀληθινά.
Τό
1960
ἐπισκεπτόμενος
τό
Ἅγιον
Ὄρος
φιλοξενήθηκα
στό
Κονάκι
τῆς
ἱερᾶς
Μονῆς
Γρηγορίου ἀπό τόν τότε ἡγούμενο αὐτῆς,
Γέροντα Βησσαρίωνα.
Σέ
κάποιο μοναχό τῆς συνοδείας του ἔκανα
λόγο γιά τήν Νοερά προσευχή, λαμβάνοντας
ἀφορμή ἀπό τό βιβλίο “Οἱ περιπέτειες
ἑνός προσκυνητοῦ”, πού ἐπανειλημμένως
εἶχα διαβάσει, κι ἐκείνος μοῦ ἀπήντησε
ὅτι: «αὐτά δέν εἶναι γιά σᾶς πού ζῆτε
στόν κόσμο», ἀλλά μοῦ διηγήθηκε κάτι
πού ἄκουσε πρίν λίγο καιρό γιά κάποιο
ἄγνωστο ἡσυχαστή, πού ζοῦσε σέ μά
σπηλιά κοντά στό ἀσκητήριο τοῦ ὁσίου
Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου. (Τό ὄνομά του ὅμως
δέν τό ἐγνώριζε).
Αὐτός
ὁ ἁγιασμένος ἡσυχαστής ζοῦσε μέ
παντελή πτωχεία (ἀληθινός ἀκτήμων!!!).
Ἦτο καί βάδιζε πάντοτε ξυπόλητος, χωρίς
καλογερικό σκοῦφο στό κεφάλι καί γιά
ροῦχα φοροῦσε κάτι χιλιομπαλωμένα
ράσα πού δέν ἦσαν ἰκανά οὔτε νά τόν
σκεπάσουν οὔτε καί νά τόν φυλλάξουν
ἀπό τίς δριμύτατες παγωνιές.
Κάποτε
πέρασαν δύο μοναχοί ἀπό τό εὐλογημένο
αὐτό μέρος καί χάνοντας τό μονοπάτι
βρέθηκαν στό σπήλαιο τοῦ ἀγνώστου
αὐτοῦ ἐρημίτου.
Τόν
συνάντησαν τοῦ ἔβαλαν μετάνοια καί
παρατήρησαν ὅτι ὁ ἀσκητής κρατοῦσε
στά χέρια του ἕνα κοινό Ψαλτήρι πού τό
διάβαζε διαρκῶς καί χωρίς διακοπή ἐνῶ
ἐφαίνετο καθαρά πώς ἡ καρδιά του
ἐδονεῖτο ἀπό τήν νοερά ἐργασία τῆς
προσευχῆς στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ
νοερά ἐνέργεια τῆς Εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ,
ὡς ἄρρητος εὐωδία ἦτο διάχυτος σ᾿
ὅλη τήν ἀτμόσφαιρα ἀφήνοντας κατάπληκτους
τούς δύο μοναχούς. Ἰδιαιτέρως ἐξήρχετο
ἀπό τό εὐλογημένο ἡμίγυμνο σῶμα του,
ἀπό τό κουρελιασμένο ράσο του καί ἀπό
τό στόμα του ὅταν γιά λίγο μίλησε.
Τά
πάντα γύρω ἀπό τόν ἀσκητή καί τήν σπηλιά
του ἦταν καλυμμένα ἀπό τήν ζῶσα ἐν
αἰσθήσει ψυχῆς παρουσία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τοῦ Ὁποίου ἡ θεϊκή ἀκατάληπτη
ἄϋλη ἀκτινοβολία ἐξήρχετο ἀπό τό
μέρος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀσκητοῦ.
- Φαίνεται, μοῦ εἶπε ὁ συνομιλητής μου μοναχός, πώς εἶχε τήν Νοερά καρδιακή προσευχή.
Ὁ
ἀσκητής ἐντελῶς ἀπροσόκητα εἶπε
στούς δύο ὁδοιπόρους μοναχούς ὅτι μέσα
του εἶχε κάποιο φόβο μήπως κριθῆ ἀπό
τόν Θεό γιά τό πάθος τῆς ἰδιοκτησίας,
ἀφοῦ κρατῶντας τό Ψαλτήρι στήν κατοχή
του δέν ἦτο ἀπελευθερωμένος παντελῶς
ἀπό τά γήϊνα.
Ἔτσι
παρέδωσε τό μοναδικό του κτῆμα, τό
Ψαλτήρι, στούς δύο μοναχούς καί μέ θερμά
δάκρυα τούς παρεκάλεσε νά τό κρατήσουν
γιά νά τόν ἐνθυμοῦνται.
Ὅταν
ὁ ὅσιος αὐτός ἀσκητής καί ἐργάτης
τῆς Νοερᾶς προσευχῆς προέβλεψε τόν
θάνατό του πῆγε στόν πατέρα Νήφωνα, πού
ἦτο ἱερεύς καί ἀσκήτευε κοντά στήν
σπηλιά τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου
στήν βίγλα, παρακαλῶντας τον θερμά νά
κάνη Θεία Λειτουργία γιά νά κοινωνήση
τῶν ἀχράντων Μυστηρίων διότι πλησίαζε
τό τέλος του.
Ὁ
πατήρ Νήφων δέχθηκε ὁλοπρόθυμα καί τό
ἴδιο βράδυ μετά τήν καθιερωμένη ἀγρυπνία
ἐτέλεσε τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας
ὅπου ὁ ἀνώνυμος αὐτός ἐργάτης τῆς
Νοερᾶς ἡσυχίας μετά πολλῶν δακρύων,
χαρᾶς καί δοξολογίας κοινώνησε τῶν
Ἀχράντων Μυστηρίων.
Μετά
τήν λῆψι τοῦ Ἀντιδώρου καί χωρίς νά
παρακαθήση στήν πρωϊνή λιτή τράπεζα
εὐχαρίστησε γιά τήν μεγάλη Δωρεά καί
ἀποχώρησε, ἱκετεύοντας τόν πατέρα
Νήφωνα νά τόν μνημονεύη στίς προσευχές
του.
Δέν
πρόλαβε νά φθάση στήν σπηλιά του καί
ἐκοιμήθη στό μέσο περίπου τῆς διαδρομῆς.
Τόν βρῆκαν περαστικοί μοναχοί μέ τά
χέρια σταυρωμένα στό στῆθος ἀπ᾿ ὅπου
καί ἐξήρχετο οὐράνιος εὐωδία. Ἄς
ἔχουμε τήν εὐχή του (προσωπικές
σημειώσεις).
Τῷ
Θεῷ
πρέπει
δόξα
τώρα
καί
πάντοτε
καί
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
συνεχίζεται...
Ἀπό
τό
βιβλίο:
"
Ἡ
«Εὐχή
μέσα
στόν
κόσμο
"
Πρωτ.
Στεφάνου
Κ.
Ἀναγνωστόπουλου
Ἐκδ.
Γ.
Γκέλμπεσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου