Σελίδες

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Ὁ ἁγιασμός τῆς ψυχῆς, α' μέρος

Ταλαίπωρη ψυχή, γνώρισε τήν ὑπόστασί σου, πόσο εὐγενικά δημιουργήθηκες ἀπό τόν Θεό! Κατάλαβέ το ὅτι εἶσαι ἀθάνατη, ὅτι δέν θά πεθάνης ποτέ, ὅτι ἔχεις τό προνόμιον τῆς ἀθανασίας. Δέν εἶσαι σάν τό σῶμα πού κάποια μέρα θά πεθάνη, θά φθαρῆ καί θά γίνη σκωλήκων τροφή, τῆς φθορᾶς καί τῆς δυσωδίας. Βέβαια κι αὐτό θά ἀναστηθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἄν τό σῶμα δέν ἔχη δεχθῆ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή αὐτή, ἀνάστασίς του θά εἶναι κολαστική.
Ψυχή, εἶσαι κάτι οὐράνιο, κάτι πάρα πολύ ὡραῖο, εὐγενικό· ἔχεις δημιουργηθῆ κατά ἰδιαίτερον τρόπον ἀπό τόν Θεό. Θά ἀφήσης τόν κόσμο καί θά ἀπέλθης πρός Αὐτόν, ὅπως καί ὁ Χριστός λέγει: «Ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον καί πάλιν ἀφίημι τόν κόσμον καί πορεύομαι πρός τόν Πατέρα» (Ἰω. Ιστ΄: 28). Ἡ πατρίδα σου δέν εἶναι ἐδῶ κάτω· ἡ πατρίδα σου, ψυχή, εἶναι στόν οὐρανό, γιατί εἶσαι ἄφθαρτη· καί ἐκεῖνα, πού ὑπάρχουν ἐκεῖ, δέν ἀλλοιώνονται, δέν χάνουν τήν πολυτέλειά τους, τήν ὀμορφιά τους, τό κάλλος, τήν εὐωδία, τήν θεία χάρι.

Σ᾿ αὐτήν τήν πατρίδα κατοικοῦν Ἄγγελοι καί Ἅγιοι καί ὅ,τι οὐράνιο καί πολυτελέστερο ἔχει ὁ Θεός. Τά ἔχει ὅλα καλοτοποθετήσει ἐκεῖ, ὅπως καί ἐδῶ ὅλα ἔχουν τά κάλλη τους· ὁ ἥλιος, τό φεγγάρι, τά ἄστρα, οἱ ἐποχές, τά ζῶα τῆς θαλάσσης καί τῆς γῆς, τά πτηνά, ὁ ἄνθρωπος καί τόσα ἄλλα, ὅλα ἔχουν τήν ὀμορφιά τους καί τήν σοφή τοποθέτησι ἀπό τόν Θεό. Ὅλα μαζί συνθέτουν μία ἁρμονία καί ἔχουν τέτοια τάξι, πού δίνει πολλή εὐχαρίστησι καί χαρά στόν ἄνθρπωπο πού τά ἀπολαμβάνει. Ἰδιαίτερα τήν ἄνοιξι, ὅταν βγῆ κανείς πρός τά ἔξω καί δῆ τό πράσινο, τά λουλούδια, τά ὡραῖα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά φαντασθῆ πόσο ὡραῖα θά εἶναι τά ἄφθαρτα, τά αἰώνια, τά ἀτελεύτητα, τά ἀναλλοίωτα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Αὐτῆς τῆς ἄνω πατρίδος, τῆς ἄνω Βασιλείας θά γίνη πολίτης, θά γίνη κληρονόμος ὁ ἄνθρωπος – ψυχῇ τε καί σώματι – μέ τήν εὐγένεια πού εἶναι προικισμένος, ὅταν ἐδῶ κάτω θά ἔχη τακτοποιηθῆ μέ τόν Θεόν. Τότε θά ἔχη ὅλο τό δικαίωμα νά κερδίση τήν αἰώνια ζωή.
«Ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς», εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. Στ΄: 12) πρός τόν Τιμόθεον, δηλαδή κράτα καλά τήν αἰώνια ζωή, γιά νά μή τήν χάσης.
Πῶς ὅμως κρατάει κανείς τήν αἰώνια ζωή; Ὅταν συνεχῶς τήν μελετᾶ, τήν δουλεύει στό μυαλό του καί στήν καρδιά του γεννᾶται ἡ ἐπιθυμία της. Ἡ ἐπιθυμία της γίνεται βοήθεια, γιά νά προσέχη τήν ζωή του ἐδῶ κάτω, ὥστε νά κερδίση τά ἄνω. Ὅταν κανείς προσέχη τήν ὑγεία του, παίρνει ὅλα τά μέτρα νά μή τήν χάση. Κι ὅταν θέλη νά κερδίση κάτι, καταβάλλει κάθε καλή προσπάθεια καί ἀγῶνα ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς κατακτήσεώς του. Ἔτσι λοιπόν κι ἐμεῖς, ὅταν σκεπτόμαστε τήν ἄλλη ζωή καί τήν πιστεύουμε ἀπόλυτα, ὁπωσδήποτε ἔχουμε διάθεσι γιά ἀγῶνα τῆς κατακτήσεώς της.
Ἕνα τροπάριο λέγει: «Πρόσεξε νά μή σέ τραβήξουν τά γήινα καί φθαρτά, καί προσηλωθῆς σ᾿ αὐτά καί χάσης τά αἰώνια». Τό μικρότερο (τό σῶμα) νά μή κερδίση τό εὐγενέστερο, τό μεγαλύτερο (τήν ψυχή), ἀλλά ἡ ψυχή νά κερδίση καί τό σῶμα. Πῶς τό κερδίζει ἡ ψυχή τό σῶμα; Ὅταν ἀγωνίζεται κανείς νά καθαρίση τόν ἔσω ἄνθρωπο, κερδίζει καί τό σῶμα, γιατί κι αὐτό μέ τόν ἀγῶνα τῆς ψυχῆς ἁγνίζεται, γίνεται καθαρότερο.
Ἄν ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καθαρή, καί τά λόγια του θά εἶναι σεμνά καί οἱ διάφορες κινήσεις καί ὅλα τά αἰσθητήρια τοῦ σώματος θά λειτουργοῦν κατά τήν καθαρότητα καί ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς. Ἐάν αὐτή δέν εἶναι ἐντάξει, ὅλα τά αἰσθητήρια θά παράγουν ὑλικό ἁμαρτωλό, πρᾶγμα τό ὁποῖον θά μᾶς ἐμποδίση στήν σωτηρία. Γι᾿ αὐτό λέγει ὁ Χριστός: «Κοίταξε, ἄνθρωπε, νά καθαρίσης τό ἔσωθεν τοῦ ποτηρίου σου, διότι ὅταν τό καθαρίσης, καί τό ἔξωθεν θά εἶναι καθαρό· ἄν τό μέσα τό ἀφήσης ἀκάθαρτο καί τό ἐξωτερικό θά εἶναι βρώμικο». Ἔτσι καί τό σῶμα μαζί μέ τήν ψυχή, ὅταν καθαρθῆ, θά τύχη τῆς ἀφθάρτου ἀναστάσεως ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσίᾳ.
Ὅταν ἡ φωνή τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ θά δώση τό σύνθημα γιά τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν καί θά σαλπίσουν οἱ σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων, θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί ἀπό τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καί ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα θά ἀποδώσουν τούς νεκρούς καί οἱ ψυχές θά βροῦν πάλι τά σώματά τους, ὄχι φθαρτά καί ὑλικά, ἀλλά ἀφθαρτισμένα πλέον, ὅπως ἀκριβῶς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάστασι.
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι προμήνυμα καί προάγγελος τοῦ ὅτι καί οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, ὄχι ὅμως, ὅπως σπείρονται ἐδῶ κάτω στόν τάφο, ἀλλά «ἐν ἀφθαρσίᾳ καί πνευματικότητι». Καί οἱ νεφέλες θά ἁρπάξουν ὅσους εἶναι γιά σωτηρία καί θά τούς σηκώσουν πρός συνάντησιν τοῦ κατερχομένου Κριτοῦ ζώντων καί νεκρῶν. «Ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α΄ Θεσ. Δ΄: 17).
Στήν προσευχή μας νά ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς δώση τήν σωστή φώτισι, νά γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας, νά γνωρίσουμε «τήν θείαν εὐγένειαν», ὅπως γράφει καί ὁ ψαλμωδός καί νά σκεπτώμεθα: «Ὥστε εἶμαι οὐράνιο πρᾶγμα; Ἔχω τόση σχέσι μέ τόν Θεό;»
Καί βέβαια· διότι «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ ἐπλάσθημεν. «Κατ᾿ εἰκόνα» διά τό νοερόν καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν», διά τό «ἐξομοιωθῆναι τῷ Θεῷ» κατά τό δυνατόν διά τῆς ἀρετῆς. Ὁ Θεός ἔχει τίς ἀρετές ἀπό φύσεως, ἐνῷ ἐμεῖς τίς ἀποκτοῦμε, ὅταν ἀγωνιζώμεθα μέ τήν βοήθεια καί τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς τίς ἔχουμε κατά εὐλογίαν Θεοῦ, διότι ἐμεῖς εἴμεθα δημιουργημένοι «ἐν χρόνῷ», ἐνῷ ὁ Θεός εἶναι ἄχρονος. Νά προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά ἀξιοποιήσουμε αὐτήν τήν «θείαν εὐγένειαν», τήν θεία καταγωγή μας καί αὐτήν τήν ψυχή μας τήν τόσο ἀπό Θεοῦ χαριτωμένη καί εὐλογημένη νά τήν φορτώσουμε, ὅσο μποροῦμε μέ ἀρετές. Νά τήν θρέψουμε, νά τήν ποτίσουμε, νά τήν ἐνδύσουμε, νά τήν καλλωπίσουμε, ὥστε στά μάτια τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχή μας νά εἶναι ὄμορφη.
Ἡ προσευχή, ἡ ὑμνολογία, ὁ ἐκκλησιασμός, οἱ μετάνοιες, κυρίως ἡ ἱερά ἐξομολόγησις καί ἡ Θεία Κοινωνία, ἡ βοήθεια πρός τούς ἄλλους μέ κάθε τρόπο καί ἰδιαίτερα μέ ἔργα ἀγάπης, πού θά ξεκινοῦν ἀπό τήν καρδιά καί ὄχι ἀπό ὑπερηφάνεια καί ἐγωϊσμό, εἶναι ἀγαθές πράξεις πού βοηθοῦν στόν καλλωπισμό τῆς ψυχῆς.
Σέ ὅλα ὅμως νά ἔχουμε τό ταπεινό φρόνημα ὅτι ὅ,τι κάναμε, τό κάναμε, διότι μᾶς τό ἔδωσε ὁ Θεός. «Τί δέ ἔχεις οὐκ ἔλαβες; εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβώνς;» (Α΄ Κορ. δ΄ : 7). Ὅ,τι ἔχουμε, τό ἔχουμε ἀπό τόν Θεό.
Σοῦ εἶπε ὁ λογισμός ὅτι μέ τό χέρι σου βοήθησες; Ἔ, ὡραῖα, τό χέρι δέν σοῦ τό ἔδωσε ὁ Θεός;
Μέ τό στόμα εἶπες καλό λόγο; Ἔσωσες κάποιον ἄνθρωπο μέ τήν καλή συμβουλή; Μή καυχᾶσαι. Καί τόν λόγο καί τό στόμα σοῦ τά ἔδωσε ὁ Θεός.
Μέ τά πόδια ἔτρεξες καί ἐξυπηρέτησες; Καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Μέ τήν καρδιά σου, μέ τήν ἐσωτερική σου φωνή καί τόν ἐνδιάθετο λόγο ὑμνολόγησες τόν Θεό, ἤ σκέφθηκες ἀγαθό γιά τόν Θεό καί γιά τόν πλησίον; Ἡ καρδιά καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι.
Μήπως ἐσύ πού γεννήθηκες τό ἤθελες; Ὁ Θεός σέ ἔφερε στό «εἶναι». Ἀφοῦ ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καί τόν Θεό πρέπει νά δουλεύουν, τότε ἐσύ τί προσφέρεις στόν Θεό;
Γι᾿ αὐτό εἶπε καί στούς μαθητάς του ὁ Χριστός ὅτι· «καί ἄν ὅλα τά διατεταγμένα τοῦ νόμου κάνετε, νά γνωρίζετε ὅτι εἶσθε ἁπλοῖ καί τιποτένιοι (ἀχρεῖοι) δοῦλοι μου (Λουκ. Ιζ΄: 10). Σᾶς ἔδωσα καί δίνετε. Ἄν δέν σᾶς ἔδινα, δέν θά εἴχατε νά δώσετε. Τό ἀγαθό δέν τό κρύψατε, ἀλλά τό μεταδώσατε, τό πολλαπλασιάσατε».Ἐκεῖνο ἑπομένως πού ἀμείβεται εἶναι ἡ καλή προαίρεσι, ὅπως καί μέ τά τάλαντα.
Στόν ἕνα ἔδωσε ἕνα, στόν ἄλλον δύο, στόν ἄλλον πέντε. Ἀπαιτοῦσε καί ἀπό τούς τρεῖς τόν διπλασιασμό· ὁ ἕνας νά τά κάνη δέκα, ὁ δεύτερος τέσσερα καί ὁ τρίτος δύο. Οἱ δύο βέβαια τά διπλασίασαν, ἐνῷ ὁ ἕνας τό ἔκρυψε καί εἶπε: «Ὁ κύριός μου εἶναι σκληρός καί καλύτερα νά τό κρύψω καί ὅταν θά ἔλθη, νά τοῦ τό δώσω». Ἐκεῖνος κατακρίθηκε σάν τεμπέλης καί ὀκνηρός, διότι τό ἔθαψε, ἐνῷ οἱ ἄλλοι δύο δούλεψαν τά τάλαντα καί βρῆκαν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι κι ἐμεῖς· ὅ,τι τάλαντο μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά τό πολλαπλασιάσουμε.
Μᾶς ἔδωσε τόν λόγο; Νά ποῦμε δυό λόγια παρηγορητικά.
Μᾶς ἔδωσε μιά δύναμι σωματική; Νά ἐξυπηρετήσουμε ἕναν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἀδύναμος.
Σέ ἄλλον ἔδωσε κάποιο ἄλλο χάρισμα· νά ἐπισκέπτεται τούς ἀσθενεῖς, νά ἐξυπηρετῆ, καί ἔτσι νά δουλέψη.
Σέ ἄλλον ἔδωσε τήν κλῆσι νά δουλέψη μέσα στό γάμο· νά βοηθήση τόν ἄνδρα ἤ τήν γυναῖκα καί τά παιδιά.
Σέ ἄλλον ἔδωσε τήν κλῆσι νά γίνη μοναχός καί νά Τόν δουλέψη μέ τήν ἄσκησι.
Σέ ἄλλον ἔδωσε κάποια οἰκονομική ἄνεσι, γιά νά βοηθήση καί ἄλλους οἰκονομικά. Νά μεταχειρισθῆ τόν πλοῦτο μόνο γιά τά ἀναγκαῖα καί νά μή κολλήση ἡ καρδιά του σ᾿ αὐτόν. Νά οἰκονομηθῆ αὐτός καί νά οἰκονομήση καί τόν ἄλλον, πού εἶναι ἀδύνατος, ἀπό τήν εὐλογία πού ἔδωσε ὁ Θεός.
Στόν καθένα ἔδωσε κάποιο χάρισμα, κάποια κλῆσι καί καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ὑπηρετήση τό « -θεῖον», γιά νά φανῆ εὐγνώμων διά τῆς πράξεως. Δι᾿ αὐτῆς τῆς εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό σώζεται ἀπό τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός τήν δέχεται σάν δούλεψι πρός Αὐτόν κι ἔρχεται καί ἀνταποκρίνεται μέ τίς δωρεές, πού χαρίζει καί τήν κατ᾿ ἐξοχήν δωρεά τῆς Βασιλείας Του καί τῆς Ἄνω Πατρίδος.
Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι νά φωτισθοῦμε, νά μή μᾶς πλανέψη ὁ κόσμος, νά μή μᾶς τραβήξουν τά γήινα πράγματα καί προσκολληθοῦμε σ᾿ αὐτά, νά μή μᾶς βαρύνουν τά πράγματα τοῦ παρόντος αἰῶνος καί τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλά νά ἀγκιστρωθοῦμε στά ἐπάνω, στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ κάτω στήν γῆ, εἴτε ἀπό ἀσθένεια εἴτε ἀπό τό γῆρας, ἀπό τό πολυχρόνιον τῆς ζωῆς ἀλλοιώνεται. Γεννιέται μικρό βρέφος, μετά γίνεται παιδί, ἔφηβος, μεγαλώνει καί τελικά καταλήγει στόν Θεό. Αὐτές οἱ ἀλλαγές τῆς ἡλικίας ἀλλοιώνουν γενικά τόν ἄνθρωπο καί καταλήγει νά ὡριμάση πέρα γιά πέρα καί νά πέση σάν τό σῦκο.
Ὅπως ἀλλοιώνεται ὅμως σωματικά, ἔτσι ἀλλοιώνεται καί ψυχικά. Ἄν μέν πλησιάζη τόν Θεό, δέχεται τά ἀπό Θεοῦ. Ψηλαφοῦμε ἕνα σῶμα καί λέμε ὅτι εἶναι ζεστό, εἶναι κρύο· ἕνα ροῦχο ὅτι εἶναι μαλακό ἤ ἕνα ἔπιπλο ὅτι εἶναι σκληρό. Μόλις τό ἀκουμπήσουμε, νοιώθουμε τίς ἰδιότητες αὐτοῦ τοῦ πράγματος. Ἔτσι καί ψυχικά, ὅταν ἐγγίζουμε τόν Θεό σωστά, νοιώθουμε, γευόμαστε τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν προσευχώμαστε, νοιώθουμε φερ᾿ εἰπεῖν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν χαρά τοῦ Θεοῦ, τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, τήν σοφία τοῦ Θεοῦ, τό εὔσπλαχνον τοῦ Θεοῦ· ἔτσι γινόμαστε κι ἐμεῖς εὔσπλαχνοι, φωτισμένοι, γινόμαστε κι ἐμεῖς ἐν ἀγάπῃ καί ἁγιαζόμεθα. Ὅπως ὁ Θεός εἶναι ἁγνός, ἁγνός γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος, γιατί παίρνει τήν δύναμι αὐτή ἀπό τόν Θεό καί ἁγνίζει τόν ἑαυτό του. Ἔτσι καλλωπίζεται σιγά – σιγά ἡ ψυχή του μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὅμως ψυχικά ὁ ἄνθρωπος πέση στήν ἁμαρτία καί κυλισθῆ στόν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, ἡ ψυχή του γίνεται δύσμορφη, λερώνεται, ἀποδίδει δυσοσμία ἄσχημη καί οἱ ἄγγελοι φεύγουν ἀπό κοντά του, γιατί δέν μποροῦν νά ἀνεχθοῦν τήν δυσωδία της.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Συνεχίζεται...

Ἀπό τό βιβλίο: τέχνη τῆς σωτηρίας
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος
Τόμος α΄
Κεντρική διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου