Ἡ
Γερόντισσα Μακρίνα εἶχε, ἐπίσης, τό
χάρισμα τῆς προσευχῆς, τήν ὁποία ἤδη
ἀπό μικρό παιδί εἶχε «ἐγκολπωθῆ».
Στήν προσευχή ἡ ψυχή της εὕρισκε τήν
ἀνάπαυσι καί σέ αὐτήν ἐμπιστευόταν
ὅλα τά αἰτήματά της. Κάποτε ζήτησε μέ
δάκρυα ἀπό τόν Θεό νά τῆς δείξη πῶς
πρέπει νά προσεύχεται, οὕτως ὥστε ἡ
προσευχή ἐνώπιόν Του νά εἶναι καθαρή
καί ἀπηλλαγμένη ἀπό τήν οἴησι, γιά νά
μπορῆ ἀνεμπόδιστα ὁ προσευχόμενος νά
ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Ἐκεῖνο τό βράδυ
τῆς παρουσιάσθηκε Ἄγγελος Κυρίου μέ
ὁλόλευκη στολή, ὁ ὁποῖος τήν δίδαξε
πῶς πρέπει νά προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος
ἀναλόγως πρός τίς πνευματικές καταστάσεις
του.
Συμφώνως
μέ τίς ὑποδείξεις τοῦ Ἀγγέλου, ὅταν
ἡ ψυχή αἰσθάνεται τήν τελεία ἀγάπη
πρός τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος ὑψώνει τά
χέρια του ψηλά.
Ὅταν
κυριαρχοῦν ἐντός του ἡ ταπείνωσι καί
ἡ μνήμη τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, ὁ ἄνθρωπος
σταυρώνει τά χέρια καί σκύβει τό κεφάλι.
Ὅταν
ἡ ψυχή ἀπό τόν πόλεμο τῶν παθῶν νοιώθη
τήν ἄκρα ταπείνωσι, τότε ὁ ἄνθρωπος
προσεύχεται μέ τά χέρια πίσω, σάν
κατάδικος.
Κατόπιν
ὁ Ἄγγελος ἄρχισε νά προσεύχεται
γονατισμένος καί νά κλαίη σάν νά ἀγκάλιαζε
τά πόδια τοῦ Χριστοῦ, δεικνύων πώς,
ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναισθάνεται τήν
μηδαμινότητά του, προσεύχεται ἔτσι καί
βιώνει ἀνεκλάλητη χαρά καί παράκλησι
ἀπό τόν Θεό.
Στήν
συνέχεια ἐμφανίσθηκε μία τεράστια
κλῖμαξ, πού στεκόταν στόν ἀέρα· τά δέ
σκαλοπάτια της εἶχαν μεγάλη ἀπόστασι
μεταξύ τους. Ὁ Ἄγγελος τῆς εἶπε νά τόν
ἀκολουθήση καί κρατῶντας την ἀπό τό
χέρι ἄρχισαν νά τά ἀνεβαίνουν. Σιγά-σιγά
τούς περιέβαλε ἕνα πυκνό, μελανό καί
ψηλαφητό σκότος πού μύριζε θειάφι. Καθώς
ἀνέβαιναν, ὁλοένα καί περισσότερο
δυσκολευόταν ἡ Γερόντισσα στήν ἀναπνοή.
Ἔφθασαν τέλος στίς φυλακές, ὅπου
εὑρίσκονταν οἱ ἄνθρωποι μέ τά θανάσιμα
ἁμαρτήματα. Στόν ἀπαράκλητο ἐκεῖνο
τόπο μέ τό βαθύ σκοτάδι, κυριαρχοῦσαν
τά μουγκριτά τῶν κολασμένων πού ἡ ὅψι
τους ἦταν φρικτή. Ἀπό παντοῦ ἀκούγονταν
θρῆνοι καί οἰμωγές. Αὐτόν τόν θρῆνο
ἡ Γερόντισσα δέν μπόρεσε ποτέ σέ ὅλη
της τήν ζωή νά τόν ξεχάση.
Μετά
ἀπό αὐτή τήν ἐμπειρία πού βίωσε, ὅταν
συνῆλθε, κατελήφθη ἀπό κλαυθμό. Ἐπί
δέκα ἡμέρες δέν μποροῦσε νά σταματήση
τά δάκρυά της. Αἰσθανόταν ἀφ᾿ ἑνός
τήν εὐφροσύνη τῆς ἀγγελικῆς παρουσίας
καί τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀγγέλου περί
προσευχῆς ἀφ᾿ ἐτέρου τό πένθος ἀπό
τήν θεωρία τῆς Κολάσεως. Μετά ἀπό αὐτήν
τήν ἐπίσκεψι αἰσθανόταν στήν προσευχή
της περισσότερη κατάνυξι, δέν εἶχε κατ᾿
αὐτήν τήν αἴσθησι τοῦ χρόνου καί τά
δάκρυά της ἔρρεαν ἄφθονα.
Πολιτευομένη
ἡσυχαστικῶς καί ἀσκοῦσα ἀδιαλείπτως
τήν «εὐχή», ἡ Γερόντισσα Μακρίνα
προσευχόταν γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους
καί ἰδιαιτέρως γιά ὅσους εἶχε γνωρίσει
ἐν ὅσῳ ζοῦσε στόν κόσμο. Μέ πολύ πόνο
εὐχόταν ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν
τῶν κεκοιμημένων, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν
ἐξομολογηθῆ, κυρίως θανάσιμα ἁμαρτήματα.
Μία τέτοια περίπτωσι, γιά τήν ὁποῖα
παρακαλοῦσε καί ἄλλους ἀνθρώπους νά
προσεύχωνται ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς
ψυχῆς της, ἦταν ἡ Γλυκερία, μία γνωστή
της ἀπό τά νεανικά της χρόνια. Ἡ Γλυκερία
στήν Κατοχή δέν ἄντεξε τήν πεῖνα καί
γιά νά ἐπιβιώση ἄρχισε νά κάνη στήν
ζωή της παραχωρήσεις μέχρι πού κατέληξε
στήν ἁμαρτία. Ἡ Γερόντισσα μέ πολλή
θλῖψι διερωτᾶτο σέ τί κατάστασι
εὑρίσκεται ἡ ψυχή τῆς Γλυκερίας, ἡ
ὁποία εἶχε κοιμηθῆ. Ἕνα βράδυ, ὕστερα
ἀπό ἔντονη προσευχή, εἶδε ἕνα πύρινο
ποταμό καί στό μέσο του πάνω σέ μία
σχεδία διέκρινε τήν Γλυκερία, πού φώναζε
πρός τήν Γερόντισσα ἐκλιπαρῶντας την
γιά προσευχή καί βοήθεια: «Βοήθησέ
με, Γερόντισσα, καίγομαι!». Αὐτή ἡ
εἰκόνα τῆς Κολάσεως καί οἱ ἀπεγνωσμένες
κραυγές τῆς Γυκερίας δέν ἔφυγαν ποτέ
ἀπό τόν νοῦ τῆς Γερόντισσας καί ἡ
προσευχή της γινόταν μέ πολύ πόνο ψυχῆς
καί συντριβή γιά τήν ἀνάπαυσι ἀνθρώπων,
πού ἔφευγαν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο
ἀνεξομολόγητοι καί ἀτακτοποίητοι
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Διαρκής
μέριμνα καί διακαής πόθος τῆς Γερόντισσάς
μας ἦταν ἡ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων
καί πρωτίστως τῶν μοναζουσῶν.
Τέλος
καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό τό βιβλίο: "Λόγια καρδιᾶς"
τῆς Γερόντισσας Μακρίνας
Ἀπό τό βιβλίο: "Λόγια καρδιᾶς"
τῆς Γερόντισσας Μακρίνας
Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου