Σελίδες

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Δόλος, κεφ. Ε', μέρος β'

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Εἶχε σκοτεινιάσει πιά γιά τά καλά, ὅταν στόν τεράστιο αὐλόγυρο τῶν Κωνσταντινείων ἀνακτόρων ἀκούστηκαν ὁμιλίες καί ὁ ὑπόκωφος καλπασμός ἀλόγων. Ὅλοι ἠλεκτρίστηκαν. Ἄλλοι κρυφοκοίταζαν πίσω ἀπό τίς θολωτές καμάρες καί ἄλλοι πίσω ἀπό τά πανύψηλα πετρόκτιστα παράθυρα τῶν ἀνακτόρων. Οἱ ἄνδρες, πού φρουροῦσαν τήν κεντρική μεγαλόπρεπη πύλη, βιάστηκαν νά προχωρήσουν πρός τήν ἐξωτερική, σάν νά δινόταν μάχη καί ἔσπευδαν σέ βοήθεια. Ἀκόμη καί ἡ αὐτοκράτειρα τράβηξε διακριτικά τή βαρειά χρυσοκέντητη κουρτίνα τοῦ κοιτῶνα της, γιά νά ἰδῆ τόν Πατριάρχη, γιατί εἶχε πληροφορηθεῖ κι ἐκείνη τήν ἐντολή τοῦ συζύγου της.

Πράγματι σέ λίγο μιά κλειστή ἅμαξα μέ συνοδεία ἱππέων σταμάτησε μπροστά στήν κεντρική πύλη τῶν ἀνακτόρων. Τό ὁλόγιομο φεγγάρι ἐκείνης τῆς νύχτας, καθώς καί τά μεγάλα φανάρια τῆς Πύλης, ἔριχναν ἀρκετό φῶς στή σκηνή.
Ἀπό μέσα βγῆκε μέ ἤρεμες κινήσεις ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ. Νηφάλιος καί κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν συναισθημάτων του περίεφερε τό βλέμμα στούς ἀνθρώπους, πού τόν περιέβαλαν. Οἱ περισσότεροι ἦσαν ταραγμένοι καί ἀνήσυχοι.
Ὁ ἱερός Παῦλος εἶχε ἔρθει ἄλλη μία φορά στό παλάτι. Τώρα ὅμως τόν ὁδήγησαν σέ ἄλλα μέρη τοῦ παλατιοῦ καί σέ ἄγνωστες αἴθουσες. Ὅσοι τόν εἶδαν ἐκεῖνο τό βράδυ ἄθελά τους, θαύμασαν τή Χάρη καί τή θελκτική ἱεροπρέπεια, πού τοῦ χάριζε ὁ Θεός.
Μήπως ἤξερε τί θά γινόταν αὐτή τή νύχτα μέσα στά ἀνάκτορα; Ἄν ὁ Κωνστάντιος εἶχε δώσει ἐντολή νά δολοφονηθῆ χωρίς νά πάρη εἴδηση κανείς ἀπ᾿ τό λαό; Τοῦ ἦσαν ἄγνωστοι οἱ σκοποί τῶν ἐχθρῶν του. Αὐτό πού τοῦ χάριζε γαλήνη, ἦταν τό ὅτι εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἐντελῶς τή ζωή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Σέ μιά ἀπόμερη αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων, ὅπου τόν πῆγαν, ξαναζωντάνεψε τό πραιτώριο τοῦ Πιλάτου. Οἱ στρατιωτικοί πού τόν φρουροῦσαν, τόν κοίταζαν ἐχθρικά, ἴσως γιατί πίστευαν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ αἴτιος τῶν ταραχῶν, πού κάθε τόσο ξεσποῦσαν στήν πόλη.
Οἱ εὐνοῦχοι μέσα στίς πολυτελεῖς μεταξωτές στολές τους δέν ἔχασαν τήν εὐκαιρία νά χύσουν ἐπάνω του τό δηλητήριο τῆς κακίας τους. Δέν εἶχαν λόγους νά τόν μισοῦν. Τόν μισοῦσαν γιά τό μοναδικό λόγο ὅτι ἦταν ἀκέραιος, ἁγνός καί δίκαιος, ἐνῶ ἐκεῖνοι τά ἀντίθετα. Ἔτρεφαν τό προαιώνιο μίσος τῶν φαύλων ἀπέναντι στούς δίκαιους.
Ὁ ἀρχηγός τῆς Βασιλικῆς φρουρᾶς, γιά νά δώση ἐπισημότητα στήν ἄθλια αὐτή “παρασυναγωγή”, διάβασε μέ στόμφο τή διαταγή τοῦ Βασιλιᾶ γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τή Βασιλεύουσα. Τελειώνοντας πρόσθεσε μέ ἀρκετή εἰρωνεία κοιτώντας ὑπεροπτικά:
  • Λυπούμεθα, Πατριάρχα τῶν Ὀρθοδόξων, διότι ἠναγκάσθημεν νά προβῶμεν εἰς τοιαύτην ἐνέργειαν, δεσμευτικήν τῆς ελευθερίας σας, ἀλλά θά ἔπρεπε νά εἴχατε ἐννοήσει ἤδη ὅτι ἡ ἐμμονή εἰς τάς παραδόξους θρησκευτικάς ἀντιλήψεις σας καί ἡ συνεχής ἀντίθεσίς σας πρός τόν Κράτιστον Βασιλέα σᾶς κατέστησαν ἐπικίνδυνον ἐχθρόν τοῦ λαοῦ. Ὡς ἐκ τούτου ἀπεφάσισεν ὅπως σᾶς ἀπομακρύνη ἐκ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου καί αὐτῆς τῆς Βασιλευούσης.
Ὁ θεῖος Παῦλος στούς λόγους αὐτούς σήκωσε τό διεισδυτικό του βλέμμα καί τόν κοίταξε κατά πρόσωπον ἀπαντώντας ἄφοβα καί σχεδόν αὐστηρά:
  • Ἄρχοντά μου, φέρεσθε ὡσάν νά μήν ὑπάρχη Θεός, “Ὅς τά πανθ᾿ ὁρᾶ”. Δολίως μέ ἀπηγάγατε ἀποστεροῦντες τό ποίμνιον τοῦ Ποιμένος του. Ὀνομάζετε τήν ἁγίαν καί ἀμώμητον Ὀρθόδοξον Πίστιν “παράδοξον θρησκευτικήν ἀντίληψιν” καί χαρακτηρίζετε ἐμέ τόν ἴδιον ὡς ἐχθρόν τοῦ λαοῦ. Ἐχθρός τοῦ λαοῦ ὅμως εἶναι ὅποιος τόν παραπλανᾶ καί τόν ἀποπροσανατολίζει ἀπό τήν Ἀλήθειαν, δηλαδή ἀπό τόν Χριστόν καί Θεόν.
Στίς τελευταῖες αὐτές φράσεις τοῦ Πατριάρχου ὁ ἀρειανόφρονας ἀξιωματοῦχος ἔσφιξε τά χείλη του ὀργισμένος καί ἐκανε ἀπότομα νόημα στούς φρουρούς νά τόν πάρουν ἀμέσως ἀπό μπροστά του. Δέν ἄντεχε τό αὐστηρό καθαρό του βλέμμα. Πλήγωνε τή συνείδησή του πιό ὀδυνηρά καί ἀπό μαχαίρι.
Ἐκεῖνοι τόν ὁδήγησαν καί πάλι στήν ἅμαξα καί διασχίζοντας τή Βασιλεύουσα, πού ἡσύχαζε ἀνύποπτη γιά τό δράμα τοῦ Πατριάρχη της, κατευθύνθηκαν πρός τά δυτικά...
Εἶχε ἀρχίσει τό λυκαυγές ν᾿ ἀχνοροδίζη στόν ὁρίζοντα, ὅταν ἡ ἔφιππη συνοδεία μέ τόν ἡρωϊκό Παῦλο πλησίασε τά τεράστια πετρόκτιστα τείχη τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, πού προστάτευαν τή χώρα ἀπό τά δυτικά. Στήν πανύψηλη καί μεγαλόπρεπη Χρυσῆ Πύλη, ὅπως τήν ὀνόμαζαν, σταμάτησαν.
Ὁ ἅγιος ὠχρός ἀπό τήν ἀγρυπνία καί τήν ταλαιπωρία, χωρίς νά διακόψη τή γλυκειά ἐσωτερική προσευχή τῆς ψυχῆς του, κοίταξε ἔξω ἀπό τό μικρό παραθυράκι τῆς ἅμαξας, γιά νά προσανατολισθῆ. Ἀντίκρυσε τά Κωνσταντίνεια τείχη καί τήν Πύλη καί κατάλαβε πώς τόν ἔβγαζαν ἔξω τῶν ὁρίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πρός τά δυτικά.
Οἱ φρουροί ὕστερα ἀπό μιά σύντομη συνομιλία, πού εἶχαν μέ τούς συνοδούς ἀξιωματικούς, ἔσπευσαν ν᾿ ἀνοίξουν τίς βαρειές σιδερόπορτες τῆς Χρυσῆς Πύλης. Καθώς τίς ἄνοιγαν, ἔτρεμε ὁ τόπος ἀπό τό σκληρό κρόπο τους.
Ὁ Παῦλος αἰσθάνθηκε ἕναν ὀξύ πόνο στήν ψυχή του στή σκέψι ὅτι καί πάλι διώκετο ἔξω ἀπό τήν ἀγαπημένη του πόλη. Καί πάλι βρέθηκε “πάσχων ἔξω τῆς παρεμβολῆς”. Ποῦ τόν πήγαιναν; Τό ἀγνοοῦσε. Τό παρήγορο ἦταν ὅτι τόν ὁδηγοῦσαν πρός κατοικημένα μέρη καί γνωστά.
Εὐχαρίστησε ὁλόψυχα τό Θεό καί ἀφέθηκε νά ἐλαφροκοιμηθῆ μέ σκληρό νανούρισμα τό ρυθμικό τράνταγμα τῆς ἅμαξας...

συνεχίζεται....

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Ἀπό τό βιβλίο:ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Διατίθεται εἰς τήν Ἱεράν Μονήν
Παναγίας Βαρνάκοβας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος
Εὐπάλιον – Δωρίδος




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου