Σελίδες

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Ἁλυσόδετος στή Μεσοποταμία,ΚΕΦ. Δ΄ μέρος ε΄ (τελευταῖο)

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Εἶτε τόν πῆγαν διά ξηρᾶς διασχίζοντας ὁλόκληρη τή Μ. Ἀσία ἀπό Βορρᾶ ὡς Νότο, εἴτε τόν ἐπιβίβασαν ἁλυσόδετο σέ κάποιο καράβι ἀπό αὐτά πού μετέφεραν ἐμπορεύματα ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στά λιμάνια τῆς νοτιοανατολικῆς Μ. Ἀσίας, καί στίς δύο περιπτώσεις μπορεῖ ν᾿ ἀναλογιστῆ κανείς τί ὑπέρφερε ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Μέγας Κυρηναῖος ὅμως ἦταν συνέχεια κοντά του καί τοῦ χάριζε τίς μυστικές θεῖες παρηγορίες Του. Τοῦ ἁπάλυνε τόν κόπο καί τόν πόνο τῆς ἀδύναμης σάρκας καί τῆς εὐαίσθητης ἀνθρώπινης ψυχῆς του.
Δέν γνωρίζουμε σέ ποιά περιοχή ἤ σέ ποιά πόλη τῆς Μεσοποταμίας ἐξορίστηκε. Ἴσως στήν Μαρτυρούπολη ἤ στήν Νίσιβη. Τό πιθανότερο εἶναι νά φυλακίστηκε σέ κάποιο ἀπό τά σαράντα ἰσχυρά κάστρα πού εἶχαν χτίσει οἱ Βυζαντινοί στήν ἀκριτική αὐτή περιοχή στό νοτιοανατολικό τμῆμα τῆς Βυζαντινῆς ἐπικράτειας. Ἀπό τόν φόβο τῶν Περσῶν εἶχαν ὀχυρώσει πολύ καλά τήν χώρα.

Τό πνευματικό ὅμως κλῖμα τῆς Μεσοποταμίας καί εἰδικά στήν περιοχή τῆς Νισίβεως ἦταν φιλορθόδοξο καί φιλικό. Ἀπό τό δεύτερο κιόλας μετά Χριστόν αἰῶνα ὑπῆρχε ἀκμαία Χριστιανική Ἐκκλησία καί ὀργασμός ἀνοικοδομήσεως χριστιανικῶν ναῶν. Ἐκεῖ συνέβαινε καί τό ἑξῆς συγκινητικό: μιλοῦσαν τήν ἀραμαϊκή γλῶσσα, τή γλῶσσα πού ἀνθρωπίνως μιλοῦσε ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός. Μόλις πρίν δύο χρόνια περίπου εἶχε κοιμηθεῖ ὁ ἁγιώτατος Ἐπίσκοπος Νισίβεως Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος εἶχε λάβει μέρος στήν Α΄! Οἰκουμενική Σύνοδο καί εἶχε ἀποδειχθεῖ κι ἐκεῖνος ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Τό πνευματικό αὐτό κλῖμα, πού εὐωδίαζε εὐσέβεια καί Ὀρθοδοξία, “ὀσφράνθηκε” ἡ ψυχή τοῦ μαρτυρικοῦ Παῦλου καί ἀγαλλίασε. “Φτασμένος” καί μέ βιώματα θείας ἀγάπης καί τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ζοῦσε ἐκεῖ τό μυστήριο τῆς ἐν φυλακῇ μυστικῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί ἀγαλλιάσεως.
Μπορεῖ ὁ κτιστός ὑλικός ἥλιος νά μήν ἔφθανε στό μισοσκότεινο καστροειδές οἴκημα πού ἦταν περιορισμένος ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὁ πνευματικός ἄνθρωπος πού ἔκλεινε μέσα στό ἀσθενικό του σαρκίο, λουζόταν κυριολεκτικά μέσα στή ζωογόνο θαλπωρή τῆς Χάριτος.
Εἶναι ἀλήθεια πώς σωματικά ὑπέφερε, ἀφρόντιστος καί μέ μεταχείριση σάν νά ἦταν ἕνας συνιθισμένος κατάδικος. Κι ἐνῶ μόλις καί ἄφηνε τή μέση ἡλικία, εἶχε ἐλαφρῶς κυρτώσει ἀπό τά ἀλεπάλληλα βάσανα καί τό λιπόσαρκο πρόσωπό του εἶχε γίνει ἀκόμη πιό ὀστεῶδες. Μέσα στά μάτια του ὅμως, σ᾿ αὐτά τά μάτια πού ἀντιφέγγιζε τό φῶς ἑνός ἄλλου κόσμου, ἔβλεπε κανείς τήν αἰώνια ἄνοιξη, πού χαρίζει ἡ Θεία Ἀγάπη.
Στή Μεσοποταμία δέν ἔμεινε πολύ ὁ Ἅγιος. Μέ τή μεσολάβησι τοῦ Κώνσταντος, (τοῦ Ὀρθοδόξου ἀδελφοῦ τοῦ Κωνσταντίου), μέ προτροπή τοῦ ἁγιωτάτου Ἐπισκόπου Ρώμης Ἰουλίου καί κυρίως μέ τό ἐναγώνιο κάλεσμα τοῦ πολύπαθου καί εὐσεβοῦς λαοῦ καί κλήρου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ὁ Κωνστάντιος βρισκόταν πάλι στήν Ἀντιόχεια ἀπασχολημένος μέ τίς ἀτέλειωτες ἐπιχειρήσεις κατά τῶν Περσῶν, ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη γιά δεύτερη φορά μετά ἀπό ἐξορία, πιστός στήν ἀπόφασή του νά μήν ἀφήση, ὅσο θά ζοῦσε, τή θέση τοῦ Ποιμένος τῆς Βασιλεύουσας στά χέρια ἐχθρῶν τοῦ Κυρίου του.
Τή γενναιότητά του καί τό ἀγωνιστικό του φρόνημα καθώς καί τήν ψυχική ἀντοχή του τή θαύμαζε ὄχι μόνο τό Βυζάντιο, ἀλλά ὁλόκληρος ὁ τότε χριστιανικός κόσμος. Μαζί μέ τόν Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας, μέ τόν ὁποῖο εἶχε στενό ἀδελφικό σύνδεσμο, συμπορεύονταν τόν Γολγοθᾶ τους μέ ὑπομονή ἀλλά καί μέ εὐλογημένη ἐπιμονή, πού εἶχε ξεπεράσει κάθε ὅριο ἡρωϊσμοῦ.
Ἡ Κωνσταντινούπολη μέ τόν ἱερό Παῦλο καί ἡ Ἀλεξάνδρεια μέ τόν μεγάλο της Ἀθανάσιο εἶχαν γίνει οἱ δύο πόλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, γύρω ἀπό τούς ὁποίους κινοῦνταν καί συγκρατοῦνταν οἱ ἀριστοκράτες τοῦ Πνεύματος, οἱ κατέχοντες τό “πλήρωμα τῆς ἀληθείας”, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τοῦ τότε κόσμου.
Ἡ ὁμοψυχία καί οἱ κοινοί σκληροί ἀγῶνες μέ τόν Ἀθανάσιο ξεκούραζαν τόν Παῦλο. Αὐτή ἡ κοινή πορεία καί ἡ ἀνάβαση στόν πολύμοχθο δρόμο τοῦ ὑψηλοῦ τους καθήκοντος δημιουργοῦσε στούς δύο Μεγάλους τῆς Ὀρθοδοξίας μία ἰδιαίτερη ἀνακούφιση καί παράκληση. Τελικά δέ εὐδόκησε ὁ Θεός νά συναντηθοῦν καί νά γνωριστοῦν καί προσωπικά, ἐνῶ ἦσαν καί οἱ δύο ἐξόριστοι στή Δύση.
Ἡ ὑποδοχή τοῦ Παύλου στή Βασιλεύουσα ἦταν κάτι τό ἀπερίγραπτο. Γιά λίγο ὁ πόνος μετατράπηκε σέ ἀγαλλίαση. Ὁ καλός Ποιμένας ξεχνώντας τή δική του κακουχία καί τά βάσανα τῆς δεύτερης ἐξορίας, πού εἶχαν ἀφήσει ἀνεξάλειπτα στίγματα στό σῶμα καί στήν ψυχή του, φρόντισε μέ μεγάλη στοργή τό ταλαιπωρημένο καί πληγωμένο Ποίμνιό του. Παρηγόρησε, στήριξε, νουθέτησε.
  • Θαρσεῖτε”, ἔλεγε, ὁ Κύριος ἐγγύς”. “Δριμύς ὁ χειμών ἀλλά γλυκύς ὁ Παράδεισος”...
συνεχίζεται....

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.




Ἀπό τό βιβλίο:ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Διατίθεται εἰς τήν Ἱεράν Μονήν
Παναγίας Βαρνάκοβας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος
Εὐπάλιον – Δωρίδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου