Σελίδες

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Ἡ πρώτη ἐξορία, κεφ. Γ' μέρος α'

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΟΥΔΕΝ ΓΛΥΚΥΤΕΡΟΝ
ΩΣ ΤΟ ΠΑΣΧΕΙΝ ΥΠΕΡ ΧΡΙΣΤΟΥ ”

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Βαθειά χαράματα τῆς ἑπομένης ἡμέρας, πολύ πρίν ὑποχωρήσει τό σκοτάδι τῆς νύχτας, οἱ ἐχθροί τοῦ Παῦλου μέ τήν πρόθυμη βοήθεια τοῦ Βασιλιᾶ προχώρησαν στήν ἐκτέλεση τοῦ σχεδίου τους. Ἔπρεπε ν᾿ ἀπομακρυνθῆ ἀπό τή Βασιλεύουσα πρίν ν᾿ ἀνατείλη ἥλιος. Πρίν ξυπνήση ἐπικατάρατοςγι᾿ αὐτούς ὄχλος, πού θά ἐμπόδιζε τίς ἐγκληματικές τους ἐνέργειες. Ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ σκότους, ἔτσι κι αὐτοί, διάλεξαν τή νύχτα γιά νά κάνουν πράξη τήν παράνομη καί ἄδικη ἀπόφασή τους.
Πατριάρχης, παρ᾿ ὅλη τήν ἀγωνία καί τόν πόνο τῆς προηγουμένης ἡμέρας, τώρα ἡσύχαζε μέ τή γλυκειά γαλήνη αὐτῶν, πού ἔχουν ἥσυχη τή συνείδησή τους. Ἀφοῦ ἐπί ὥρα πολλή εἶχε προσευχηθεῖ μπροστά στά πανάχραντα πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου Σωτῆρα κι ἄφησε τόν πόνο του νά ξεχυθῆ ἐνώπιον του, ἀφοῦ ψυχή του πῆρε τίς μυστικές γλυκύτατες διαβεβαιώσεις τῆς Θείας Ἀγάπης, τώρα ἡσύχαζε...

Οἱ δρόμοι τῆς Βασιλεύουσας ἐκείνη τήν ὥρα ἦσαν ἐντελῶς ἔρημοι καί σκοτεινοί. Τά περισσότερα φανάρια εἶχαν σβήσει. Τό μόνο πού ἀχνοφώτιζε ἦταν τό χλωμό φεγγάρι, πού ἐκείνη τήν προχωρημένη ὥρα ἀσήμωνε τήν κοιμισμένη Πόλη καί τά ἥσυχα νερά τοῦ Βοσπόρου...
Μέσα στήν παρθενική ἡσυχία τῆς νύχτας ἀκούστηκαν ξαφνικά καλπασμοί ἀλόγων καί σκληρός ἦχος ἀπό τροχούς μιᾶς ἅμαξας. Πρῶτος πού ἄκουσε τό θόρυβο ἦταν ἀγαθός θυρωρός τοῦ Πατριαρχείου, πού κοιμόταν σέ μιά καμαρούλα τοῦ ἰσογείου. Ἀνασηκώθηκε ἀνήσυχος καί προσπάθησε νά καταλάβη τί γινόταν. ἅμαξα φάνηκε ὅτι σταμάτησε μπροστά στίς πύλες τοῦ Πατριαρχείου. Ἀκούστηκαν βαρειές ἀνδρικές φωνές νά συζητοῦν χαμηλόφωνα.
φύλακας σηκώθηκε γρήγορα. Κατάλαβε ὅτι κάτι συνέβαινε, ἀλλά δέν ἤξερε τί ἀκριβῶς. Δέν πρόλαβε νά καλοσκεφτῆ κι ἀκούστηκε δυνατό χτύπημα στήν βαρειά ξύλινη πόρτα τῆς κεντρικῆς πύλης. Συγχρόνως μιά σκληρή φωνή ἔλεγε:
  • Ἀνοίξτε, ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως!
θυρωρός τρόμαξε, ἀλλά δίσταζε ν᾿ ἀνοίξη. Ἔπρεπε νά δώση ἐντολή Πατριάρχης. Στό μεταξύ ὅμως εἶχε ξυπνήσει καί Διάκονος, ὁποῖος ἀνέβηκε τίς σκάλες γιά νά τόν εἰδοποιήση. Μόλις ὅμως πλησίασε τό πατριαρχικό κατάλυμμα, ἄκουσε ἔπληκτος τήν ἤρεμη φωνή του νά τοῦ λέη:
  • Διάκονε, ἀνοῖξτε καί πεῖτε τους νά περιμένουν λίγο!
Πατριάρχης εἶχε ξυπνήσει πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους καί ἦταν σάν νά εἶχε προαισθανθεῖ τά γεγονότα! Σέ λίγο ἕνας ἀξιωματικός μέ ὑπεροπτικό ὕφος στεκόταν μπροστά του. Τοῦ διάβασε βιαστικά τήν ἀπόφαση τῆς ἐξορίας του ὑπογεγρραμμένη ἀπό τούς ἀρειανούς Ἐπισκόπους καί τό Βασιλιά. Στίς πύλες περίμενε μιά ὁμάδα ἀπό πάνοπλους στρατιῶτες.
Παῦλος ἄκουγε, ἀλλά παρέμενε γαλήνιος. Τό περίμενε, ἀλλά εἶναι ἀλήθεια ὄχι τόσο γρήγορα. Κοίταξε τόν ἀξιωματικό καί τόν ρώτησε:
  • Πότε πρέπει νά φύγω καί γιά ποιό μέρος;
Ἐκεῖνος ἀπάντησε μόνο στό πρῶτο ἐρώτημα:
  • Θά φύγετε ἀμέσως! Τόν τόπο θά τόν μάθετε ἀργότερα.
Πατριάρχης βέβαια δέν ἦταν τελείως ἀνέτοιμος. Εἶχε κάνει τίς περισσότερες προετοιμασίες. Ἄλλωστε τί πράγματα νά πάρη; Λίγα ροῦχα, μερικές εἰκόνες καί βιβλία τοῦ ἀρκοῦσαν. Διάκονος μέ τό φύλακα προσπάθησαν νά τόν βοηθήσουν δακρυσμένοι ἀπ᾿ τή θλίψη, ἐνῶ ἀξιωματικός παρακολουθοῦσε ἄγρυπνα τίς κινήσεις τους.
Στό μεταξύ οἱ δύο Νοτάριοι ἀπό τό παράπλευρο οἴκημα πῆραν εἴδηση αὐτά πού γίνονταν καί ταραγμένοι μαζί μέ μερικούς ἄλλους στενούς συνεργάτες τοῦ Πατριάρχη πλησίασαν τήν κεντρική πύλη, μέ σκοπό νά μποῦν μέσα. παρουσία τόσων στρατιωτῶν τούς ἔδωσε νά καταλάβουν τί συνέβαινε.
  • Παίρνουν τόν Πατριάρχη μας!, φώναξε μέ πόνο Μαρκιανός καί ἐπιχείρησε νά περάση ἀνάμεσα ἀπό τή φρουρά. Ἕνα τεῖχος ὅμως ἀπό λόγχες τοὔφραξε τό δρόμο. Δέν ἐπέτρεψαν σέ κανένα νά μπῆ μέσα. Τό Μαρτύριο, πού ἐπέμενε περισσότερο, τόν ἔσπρωξαν βάρβαρα καί σήκωσαν κατεπάνω του ἀπειλητικά τίς λόγχες!
Ἐν τῷ μεταξύ ἐπάνω ἑτοιμασία τελείωνε.
  • Παιδί μου, παρακάλεσε θεῖος Παῦλος τόν Διάκονο, βάλε καί τό χονδρό φαιλόνιον μαζί μου. Χειμών ἔρχεται καί οἱ τόποι τῆς ἐξορίας εἶναι πάντοτε μακράν. Βάλε καί τάς περγαμηνάς, κάλαμον καί μελάνι.
Στό τέλος ἀποσύρθηκε γιά λίγα λεπτά στό παρεκκλήσιο γιά τήν τελευταία προσευχή πρίν τό ταξίδι τῆς ἐξορίας. Ἐκεῖ γέμισε δάκρυα τά πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου.
  • Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, Κύριε, Τόν ἱκέτευσε. Συνόδευσόν με ἐν τῇ ἐξορία μου διά τό Ὄνομά Σου τό ἅγιον πάσχω. Σκέπασον ὑπό τήν κραταιάν σκέπην Σου τό ποίμνιόν Σου καί τήρησον τήν πρός Σέ πίστιν του κραταιάν καί ἀλώβητον.
Ἐνῶ ἔβγαινε ἀπό τό παρεκκλήσιο, ψυθύρισε στό Διάκονο:
  • Πίσω ἀπό τήν εἰκόνα τῆς ἁγίας Προθέσεως ἔχω τρεῖς ἐπιστολάς. Φρόντισε, παιδί μου, νά παραδοθοῦν στούς Νοταρίους. τρίτη ν᾿ ἀναγνωσθῆ κρυφίως εἰς ὅλους τούς πιστούς.
Σέ λίγο θεσπέσιος Παῦλος ὁδηγήθηκε στήν κλειστή ἅμαξα πού περίμενε κάτω. Ποῦ θά πήγαιναν; Ἄγνωστο.

Οἱ Νοτάριοι. Καί οἱ ἄλλοι στενοί συνεργάτες του δέν μπόρεσαν νά πλησιάσουν, οὔτε κἄν γιά νά τοῦ φιλήσουν γιά τελευταία φορά τό χέρι. Πατριάρχης ἔκανε τόν Σταυρό του κοιτάζοντας πρός τή μεγάλη ἐκκλησία, πού σκοτεινός της ὄγκος φάνταζε μεγαλόπρεπος μέσα στό σκοτάδι. Σήκωσε τό χέρι του, τούς εὐλόγησε καί μπῆκε ἀποφασιστικά στήν ἅμαξα.
Ἔπρεπε νά βαδίση μέ καρτερία τό δρόμο τῆς ἐξορίας, ὅπως τό ἐπέτρεψε Θεός. Ἄλλωστετί γλυκύτερον ὡς πάσχειν ὑπέρ Χριστοῦ; Εἶχε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν ἀλάθητο Θεό.
Σέ λίγο συνοδεία χάθηκε μές στό σκοτάδι...
συνεχίζεται....

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Ἀπό τό βιβλίο:ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Διατίθεται εἰς τήν Ἱεράν Μονήν
Παναγίας Βαρνάκοβας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος
ΕὐπάλιονΔωρίδος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου