Σελίδες

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ἡ Τελευταῖα χαρά, κεφ.Ζ μέρος β' (τελευταῖο)


ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Μέσα στά ἑπόμενα δύο χρόνια ὁ ἱερός ἄνδρας δούλεψε μέ ταχύ ρυθμό γιά τήν καλλιέργεια τοῦ παραμελημένου καί καταπατημένου ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Κι αὐτό γιατί κατά τή διάρκεια τῆς τετραετοῦς ἐξορίας του οἱ ἐχθροί τῆς Πίστεως ἔσπειραν ἀρκετά ζιζάνια. Κοντά του εἶχε ἐκλεκτούς συνεργάτες – ἱερεῖς καί λαϊκούς. Καί ὅπως πάντα “τούς ἀγαπητούς καί ἐνθέρμους περί τήν Πίστιν” Νοταρίους, Μαρκιανό καί Μαρτύριο.
Περί τά μέσα τοῦ 350 μ.Χ., ἀρχή καλοκαιριοῦ, ὁ Παῦλος φιλοξενοῦσε ἕναν ἀγαπητό Ἐπίσκοπο ἀπό αὐτούς, πού εἶχαν ἀναδειχθῆ στίς δύσκολες περιστάσεις ὑπέρμαχοι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Ἕνα βράδυ ἀλλησμόνητο σέ ὀμορφιά καί γαλήνη, ἐνῶ τό θερμό ἀεράκι τῆς προχωρημένης ἄνοιξης ἔφερνε τίς εὐωδίες ἀπό τίς ἀνθισμένες βραγιές τοῦ Πατριαρχικοῦ κήπου, δειπνοῦσε μέ τόν γηραιό Ἐπίσκοπο, τούς δύο Νοτάριους καί τρεῖς εὐσεβεῖς ἄρχοντες τῆς Βασιλεύουσας.

Στή λιτή ἀλλά ἀρχοντική αἴθουσα τοῦ δείπνου πολύφωτες λυχνίες ἔριχναν γλυκό καί κατανυκτικό φῶς στούς ἐκλεκτούς συνδαιτημόνες. Πρόσωπα ἱλαρά, εὐγενικά, πραγματικές εἰκόνες τοῦ Πανυπέρκαλλου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ὁ Παῦλος σ᾿ αὐτή τή γλυκύτατη ἀνάπαυλα τῆς ἀνηφορικῆς πατριαρχικῆς του πορείας ἔνοιωθε παρηγορημένος καί εὐτυχισμένος μέσα στήν εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης.
Ὁ γενναῖος ἀδελφός Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος εἶχε “πάθει” κι αὐτός ὑπέρ Χριστοῦ, τά δύο του πνευματικά τέκνα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦσαν τήν “ἐν Κυρίῳ “ καύχησή του ἀλλά καί ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί τέλος οἱ τρεῖς φιλόχριστοι ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἔτρεφαν γιά τό σεπτό πρόσωπό του υἱκή ἀφοσίωση καί ἀγάπη, ἀποτελοῦσαν τήν ἀδελφική ὁμήγυρη ἐκείνης τῆς βραδυᾶς.
Καί οἱ ἠρωϊκώτερες ψυχές καί οἱ γενναιότεροι τῶν ἁγίων χρειάζονται τά διαλείμματα αὐτά τῆς ἀγάπης καί τῆς θαλπωρῆς τῶν ἀφοσιωμένων σ᾿ ἐκείνους ψυχῶν, γιά νά θεραπεύονται οἱ πληγές, πού τούς ἀνοίγουν οἱ φθονεροί καί οἱ σκληροί.
Μιά τέτοια εὐτυχισμένη ἀνάπαυλα ζοῦσε ἐκεῖνο τό βράδυ καί ὁ Παῦλος, πού ἀπό τόν καιρό πού πάτησε τό πόδι του στήν Βασιλεύουσα, κυριολεκτικά θηριομαχοῦσε μέ τή λερναία ὕδρα τῶν αἱρέσεων, μέ τά φίδια τοῦ φθόνου καί μέ τούς θρασεῖς λέοντες τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας. Χιλιοτραυματισμένη ἡ εὐγενική ψυχή του δεχόταν ἀδιόρατα τό βάλσαμο τῆς θεϊκῆς εἰρήνης ἐκεῖνης τῆς βραδυᾶς καί τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης τῶν συνδαιτημόνων του.
Ἀφοῦ ἔφαγαν τό λιτό βραδινό τους, ἄρχισαν νά συζητοῦν κάνοντας μιά ἀνασκόπηση γύρω ἀπό τήν κατάσταση. Θυμήθηκαν πολλά ἀπό τά περασμένα γεγονότα, τούς διωγμούς καί τίς περιπέτειες, ἀλλά καί τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί τήν πρόνοιά Του γιά ὅλους τούς ἀγωνιζομένους ὑπέρ τῆς Ἀληθείας.
Ὁ ἱερός ἄνδρας συγκινήθηκε καί μεταξύ ἄλλων εἶπε:
  • Ὅ,τι ὑπέστην γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μου, αὐτό καί μόνο θεωρῶ ὡς ὑπερτάτη καταξίωση τῆς ζωῆς μου. Τά παθήματα διά τόν Κύριον ἀποτελοῦν ἀνεκτίμητον θησαυρόν, πού μοῦ χάρισε ἡ ἀγάπη Του. Εἴθε νά μέ ἀξίωνε καί εἰς ἀντιπροσφοράν ζωῆς...
Οἱ δύο Νοτάριοι ἀκούγοντας αὐτούς τούς λόγους ἀλλοιώθηκαν κατά τήν ὄψη. Τό ἔμπειρο μάτι τοῦ Πατριάρχη τό εἶδε καί μειδιώντας εὐχαριστημένος τούς εἶπε μέ πατρική στοργή:
  • Ὦ, τέκνα μου! Ἴσως μᾶς καταστήση ἀξίους...
Οἱ δύο χριστιανοί ἄνδρες κατέβασαν μέ συστολή τά ἱλαρά πρόσωπά τους. Ὁ πνευματικός τους πατέρας εἶχε συλλάβει γιά μιά ἀκόμη φορά τόν ἅγιο πόθο, πού ἔκαιγε μυστικά καί στίς δικές τους ψυχές...
Ἐνῶ ἡ ὥρα εἶχε προχωρήσει καί ἑτοιμάζονταν ν᾿ ἀποσυρθοῦν, γιά μιά στιγμή ἄκουσαν καλπασμούς ἀλόγων ἔξω ἀπό τό Πατριαρχικό μέγαρο. Ἀλληλοκοιτάχτηκαν μέ ἀπορία· ποιός μποροῦσε νά εἶναι τέτοια ὥρα;
  • Ἴσως εἶναι οἱ Βασιλικοί Ταχυδρόμοι, εἶπε ὁ Παῦλος, ἀπαντώντας στίς σκέψεις τους.
Δέν πέρασε ὅμως πολλή ὥρα καί τό βαρύ βελούδινο παραπέτασμα τῆς αἴθουσας τραβήχτηκε, γιά νά φανῆ ἡ ἀγαθή φυσιογνωμία τοῦ γηραιοῦ θυρωροῦ τῶν Πατριαρχείων. Φαινόταν ἔκπληκτοςς καί μαζί ἀνήσυχος.
Ἀφοῦ ὑποκλίθηκε μέ σεβασμό μπροστά στόν Πατριάρχη, εἶπε:
  • Παναγιώτατε, Σᾶς ζητοῦν.
  • Ποῖοι; ἐρώτησε ἐκεῖνος ἤρεμα.
  • Ἀνώτατοι ἀξιωματικοί, ἀλλά εἶναι κάπως διαφορετικά ντυμένοι ἀπό τούς δικούς μας. Θαρρῶ, πρέπει νά εἶναι ἀπό τήν Ἑσπερία.
Ὁ Παῦλος τινάχτηκε ἐλαφρά.
  • Μήπως εἶναι ἀπεσταλμένοι τοῦ Βασιλέως Κώνσταντος; διερωτήθηκε καί σηκώθηκε ἀπό τή θέση του.
Ἔκαναν εὐχαριστήρια Προσευχή καί, ἀφοῦ τούς εἶπε νά μή φύγουν, ἀλλά νά τόν περιμένουν ἐκεῖ, κατευθύνθηκε πρός τό γραφεῖο του.
Οἱ Νοτάριοι μέ τόν Ἐπίσκοπο καί τούς ὑπολοίπους, ἀνήσυχοι κάπως περίμεναν τήν ἐπιστροφή του. Πέρασε ἀρκετή ὥρα, ὥσπου νά ἐπιστρέψη ὁ Πατριάρχης. Διερωτῶντο τί νά ἐσήμαινε ἡ νυκτερινή αὐτή ἐπίσκεψη τῶν στρατιωτικῶν τῆς Δύσεως.
Ἐπιτέλους ὁ Παῦλος ξαναγύρισε κοντά τους, ἀλλά ἦταν ὠχρός καί δακρυσμένος. Μέ τό κεφάλι σκυμένω ἐλαφρά ἀπό τή θλίψη τούς ἀνήγγειλε ἥσυχα:
  • Ἀδελφοί μου, ὁ αὐτοκράτωρ Κώνστας δολοφονήθηκε!
Ὅλοι ἔμειναν ἀκούγοντας τήν δυσάρεστη εἴδηση. Γνώριζαν πόσο πολύ εἶχε συμπαρασταθεῖ στόν Πατριάρχη καί πόσο τοῦ ἦταν ἀγαπητός.
  • Πότε συνέβη, Παναγιώτατε καί ἀπό ποίους; ἐρώτησε πρῶτος ὁ Ἐπίσκοπος, μόλις συνῆλθαν ἀπό τήν ἔκπληξη.
Ὁ Πατριάρχης δέν ἀπάντησε ἀμέσως. Ὕστερα ἀπό μιά μικρή σιωπή, ἀφοῦ κυριάρχησε πάνω στά συναισθήματά του, ἐξήγησε ὅτι οἱ ἀξιωματικοί πού ἦρθαν, ἦσαν τῆς προσωπικῆς φρουρᾶς τοῦ Κώνστα καί ἀφοσιωμένοι σ᾿ αὐτόν μέχρι τέλους. Κινδύνευσαν κι αὐτοί θανάσιμα ἀπό στασιαστές, οἱ ὁποῖοι κατάφεραν νά σκοτώσουν τελικά τόν αὐτοκράτορα. Κυνηγημένοι ἔφθασαν μέχρι τή Βασιλεύουσα, γιά νά ἐνημερώσουν τόν Κωνστάντιο καί τόν ἀγαπητό του φίλο, τόν Πατριάρχη. Καί τελείωσε ὁ Παῦλος μέ αὐτά τά λόγια κουνώντας πικραμένος τό κεφάλι του:
  • Καί νά σκεφθῆ κανείς ὅτι αὐτοί, πού τόν δολοφόνησαν, ἦταν πρόσωπα τῆς ἐμπιστοσύνης του καί συνεργάτες του! Ὁ Μαγνέτιος καί ὁ Μαρκελῖνος! Πρίν φύγω, τόν εἶχα προτρέψει νά προσέξη τά πρόσωπα τοῦ περιβάλλοντός του, ἀλλά φαίνεται δέν πρόσεξε... Ὅμως τώρα θά ἔλθουν οἱ ἀξιωματικοί νά μᾶς ποῦν περισσότερα.
Πράγματι, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ἔλεγε τά λόγια αὐτά, ὁ θυρωρός τῶν Πατριαρχείων ὁδήγησε τούς δύο ἀξιωματικούς τοῦ Κώνστα στήν αἴθουσα.
Φαίνονταν ταλαιπωρημένοι καί ὠχροί. Ἡ ὄψη τους ἦταν ὄψη ἀνθρώπων, πού εἶχαν ἔλθει ἀντιμέτωποι πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τό θάνατο. Πολύ συγκινημένοι ἀφηγήθηκαν τά περιστατικά τῆς δολοφονίας τοῦ Κώνστα. Δολοφονήθηκε, ἐνῶ προσπαθοῦσε νά διαφύγη ἀπό τά Πυρρηναῖα ὄρη σάν ἁπλός πολίτης, πετώντας τά βασιλικά διάσημα. Ἦταν μόνο τριάντα χρόνων!
Ὅταν ἀπεσύρθησαν οἱ στρατιωτικοί γιά νά ἀναπαυθοῦν, ὁ Πατριάρχης εἶπε λυπημένος:
  • Ἀδελφοί μου, ὁ ἐπί γῆς προστάτης τῶν Ὀρθοδόξων ἐξέλιπεν. Ὁ Θεός ἄς ἀναπαύση τήν ψυχή του, διότι, ἄν καί ἴσως σάν ἄνθρωπος ἔκανε λάθη, ὅμως ὑπερμάχησε μέ ἱερόν ζῆλον ὑπέρ τῆς Ἀληθείας, ἥτις εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις. Συμπαρεστάθη θερμῶς εἰς τούς δεδιωγμένους ἕνεκεν Κυρίου καί τούς ἀνέπαυσεν, ὅπως καί ἐμέ τόν ταπεινόν.
Στά λόγια αὐτά ἕνα δάκρυ ἔτρεξε ἀπό τά μάτια τοῦ θείου Παῦλου καί αὐλακώνοντας τό ἀσκητικό πρόσωπό του, κρύφτηκε μέσα στήν ἀσημένια γενειάδα του – δῶρο ἐκλεκτό γιά τό νεκρό φίλο! Τελειώνοντας εἶπε προφητικά:
  • Ὕστερα ἀπό αὐτό τό θάνατο νά ἀναμένετε πολλάς ἐξελίξεις. Ἡ ἀπειλή τοῦ ἀειμνήστου Κώνσταντος ἐξέλιπεν διά τόν Κωνστάντιον. Ὁ λέων ἐλύθη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἴη μεθ᾿ ἡμῶν, τέκνα μου.
Τοῦ φίλησαν τό χέρι καί ὁ καθένας ἀποσύρθηκε στό “ταμεῖον” του γιά τή νυκτερινή προσευχή.
Ὅ Πατριάρχης ἐκεῖνο τό βράδυ ἀγρύπνησε προσευχόμενος. Εἶχε ἀρχίσει νά ζῆ τήν ἀγωνία τῆς προσωπικῆς του “Γεσθημανῆς”. Εἰρήνευσε ὅμως, ὅταν ἡ ψυχή του εἶπε τά λόγια τοῦ Κυρίου του “γενηθήτω, Πάτερ, ὡς Σύ θέλεις...”

συνεχίζεται....

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Ἀπό τό βιβλίο:ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Διατίθεται εἰς τήν Ἱεράν Μονήν
Παναγίας Βαρνάκοβας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος
Εὐπάλιον – Δωρίδος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου