Σελίδες

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

«Ὅ,τι καί ἄν συμβῆ, ὅ,τι καί νά γίνη, ὅ,τι, ὅ,τι, μή κρίνετε! «Μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε».»

Διδαχές

τῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας

27 Δεκεμβρίου 1983

Ἡ ἀρχή τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν δέν ὑπάρχει φόβος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή μας εἴμαστε σάν νεκροί ἄταφοι. Ἔλειψε φόβος τοῦ Θεοῦ; Ἔλειψαν τά πάντα, δέν ὑπάρχει ἐκεῖνο τό οὐράνιο μεγαλεῖο, σύμπνοια, ἀγάπη, φωτισμός, ἁγιασμός πού πρέπει νά ὑπάρχουν. Τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεῦματος «ἐστίν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια...»1. Ὅταν ὑπάρχη τό Πνεῦμα τῆς Χάριτος μέσα στήν ψυχή μας, θά προσέξουμε πῶς θά μιλήσουμε, θά προσέξουμε τήν παρρησία, τήν ὀργή, τόν θυμό, τήν κατάκρισι. Ὅλα αὐτά μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Θεό. Εἴδατε πού λέει στό Εὐαγγέλιο «μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε»; Τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα αὐτό εἶναι. Τό πιό φοβερό ἀπό τά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα εἶναι κατάκρισις! «Μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε». Ὅ,τι καί ἄν συμβῆ, ὅ,τι καί νά γίνη, ὅ,τι, ὅ,τι, μή κρίνετε! Θυμᾶστε στό Γεροντικό2 πού ἀναφέρει γιά ἕνα μοναχό πού ἦταν ἀμελής στά καθήκοντά του;
Δέν ἔκανε τίποτε, ἀλλά δέν ἔκρινε καί κανένα. Ἀρρώστησε βαρειά καί ἦταν πολύ γαλήνιος καί περίμενε εἰρηνικά τόν θάνατο. Ἦρθαν καί οἱ ἀδελφοί νά τόν παρηγορήσουν.
  • Τί ἔκανες, ἀδελφέ, καί εἶσαι τόσο ἤρεμος; Τόν ρώτησε ὁ Γέροντας.
  • Τίποτε δέν ἔκανα μέχρι σήμερα, μόνο δέν ἔκρινα κανένα· τίποτε δέν ἔκανα γιά τόν Θεό. Μόνο αὐτό ἔκανα, νά μή κατακρίνω κανένα.
Ἐκτός ἀπό τήν κατάκρισι νά προσέχουμε νά μή μεταφέρουμε λόγια, καί ἰδίως νά προσέξουμε τό θέμα τῆς διαβολῆς. κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν δικό του κόσμο. Τώρα, πῶς πολιτεύεται κάθε ἄνθρωπος, εἶναι θέμα συνειδήσεως. Γιατί, ὅταν ἔρχεται καμμία φορά πώρωσις τῆς συνειδήσεως, δέν μπορεῖ νά καταλάβη κανείς, ἔχει βαθύ ὕπνο καί λέει «τά κάνω ὅλα καλά, ὅλα θεάρεστα, δέν μέ ἐλέγχει συνείδησί μου». Ἀλλά, ὅταν ἄνθρωπος εἶναι πνευματικός καί ἀδιαλείπτως προσεύχεται καί παρακαλῆ τόν Θεό, δέν εἶναι δυνατόν νά μή φωτίση Θεός τό σκότος μέσα στήν ψυχή του καί νά μη ἀνοίξουν οἱ ὀφθαλμοί τῆς ψυχῆς του. Εἶναι ἀδύνατον νά μή δῆ τόν ἑαυτό του ποῦ ἔπεσε, ποῦ τραυματίστηκε. Νά μή δῆ ποιόν λύπησε εἴτε μέ μία κίνησί του εἴτε μέ τόν λόγο του εἴτε μέ τήν συμπεριφορά του εἴτε μέ ὁτιδήποτε. Εἴπαμε καί ἄλλοτε ὅτι ὅταν ὑπάρχη ἐξωτερική κατάκρισις, ὑπάρχει καί ἐσωτερική κατάκρισις. ἐξωτερική κατάκρισις πολλές φορές ζημιώνει τούς πάντες· ἐσωτερική θά ζημιώση τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο πού κατακρίνει. Ἀλλά αὐτό εἶναι μεγαλύτερο ἁμάρτημα.
Ὅταν ὁ Θεός ζήτησε ἀπό τόν Μωυσῆ νά χτυπήση τόν βράχο, (εἴδαμε τόν βράχο ὅταν πήγαμε στούς ἁγίους Τόπους), ἀντιλόγησε μέσα στήν ψυχή του λέγοντας:
«Μπορεῖ νά βγῆ νερό ἀπό τόν βράχο αὐτό;»3.
Καί ἄκουσε φωνή ἀπό τόν Κύριον πού τοῦ εἶπε ὅτι γιά τήν ἀντιλογία αὐτή θά στερεῖτο τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας4. Γιά μιά ἐσωτερική ἀντιλογία ἔχασε τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας! Λοιπόν σέ ἐμᾶς, σ᾿ ἐμένα δηλαδή, πόσοι λογισμοί περνοῦν τήν ἡμέρα ἀπό τόν νοῦ μας εἴτε ἀντιλογίας εἴτε κατακρίσεως; Πόσες φορές κρίνομε καί κατακρίνομε καί ἔχομε τόν ἑαυτό μας ὑπεράνω ὅλων; Ὅταν σκεπτώμαστε «ἐγώ εἶμαι καλύτερη καί δέν μέ φτάνει κανείς», αὐτό λοιπόν εἶναι μεγαλυτέρα ζημία στήν ψυχή μας. Αὐτό εἶναι ὑπερηφάνεια, ἐσωτερική, μυστική. Ἐάν δέν ταπεινώσουμε τόν ἑαυτό μας νά ποῦμε ὅτι εἴμαστε ἕνα σκουληκάκι, ἕνα βρώμικο σκουλήκι πού δέν ἔχει οὐδεμία ἀξία καί ἄν σκεφθοῦμε: «πῶς θά προσβάλω, θά κατακρίνω, θά πῶ γιά τόν ἄλλον», δέν μπορεῖ νἀρθῆ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἅμα θά κοιτάζουμε τόν ἑαυτό μας, ἀποκλειστικά τόν ἑαυτό μας, θά βλέπουμε ὅτι εἴμαστε πάντα φταῖχτες. Ἐμεῖς πού ἔχουμε στερεές βάσεις ἀπό ἁγίους ἀνθρώπους, πού ἀκοῦμε τόσους λόγους, τόσες νουθεσίες, θά πέσουμε στόν ἀγῶνα πάνω κάποια στιγμή, ἀλλά νά λέμε:
«Ἔπεσα, Γερόντισσα, ἔπεσα, αὐτό τό σφάλμα ἔκανα, σ᾿ αὐτό μέ νίκησε ὁ πειρασμός, ἐκεῖνο μέ πολέμησε· σ᾿ αὐτό μέ ἔρριξε ὁ διάβολος, στή μνησικακία, στόν θυμό, στήν ὀργή, στήν ἐσωτερική κατάκρισι, στήν ὑπερηφάνεια».
Τότε θά δοῦμε, πῶς θά ἐνεργήση Χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ὅταν ἔρχεται Χάρις τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἔρχεται ἕνα φῶς οὐράνιο καί ἀσύλληπτο στήν ψυχή του. Πῶς βλέπουμε τό φῶς; Μπορεῖ νά κολλήση ἕνα ζουζουνάκι πάνω; Μπορεῖ νά κολλήση ὁτιδήποτε πάνω; Ὄχι! Θά καῆ! Τά ἔντομα στέκονται ἀπό μακριά καί βλέπουν τό φῶς καί δέν τό πλησιάζουν. Ἔτσι γίνεται καί ὅταν τό φῶς τῆς Χάριτος κατοικήση μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου· τά πάθη στέκουν μακριά.
..........
Ὅπως προσπαθοῦμε νά ἐξοικονομήσουμε χρόνο, γιά νά κάνουμε κάτι πού θέλουμε ἐμεῖς καί βρίσκουμε τήν ὥρα, ἔτσι θά βροῦμε χρόνο νά κάνουμε καί αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Καί γιά προσευχή θά βροῦμε καί γιά τήν Ἀκολουθία καί γιά τήν Παράκλησι καί γιά τό Ἀπόδειπνο. Ὅταν ἐμεῖς ἔχουμε ἔρωτα Χριστοῦ στήν ψυχή μας, εἶναι ἀδύνατον ὁ Θεός νά μή μᾶς δώση φτερά Ἀγγέλων καί πνευματική δύναμι, νά μπορέσουμε νά ἀγωνιστοῦμε. Μᾶς ἀπασχολεῖ τί ἔκανε ὁ ἄλφα, τί ἔκανε ὁ βῆτα· τελειώνουν αὐτά τά πράγματα; Οὔτε θά τελειώσουν! Τί διαβάζουμε στό Γεροντικό; Τί λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος5; Δίχως πειρασμό, δέν δύναται κανείς νά σωθῆ, μά κανείς. Καί ἄν δέν ἔχουμε πόλεμο ἀπό πουθενά, θά ἐπιτρέψη ὁ Θεός καί θά στείλη ἕνα Ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ νά μᾶς πολεμάη, νά μᾶς παιδεύη. Ἄγγελο ἐξ οὐρανου θά στείλη ὁ Θεός, γιά νά ἔχουμε πειρασμό· δίχως πειρασμό δέν γίνεται ὁ ἄνθρωπος νά σωθῆ. Νά τό πάρουμε εἴδησι αὐτό τό πρᾶγμα, ἐδῶ εἶναι ἡ κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος· δέν θά δοῦμε χαρά πλήν τῆς χαρᾶς τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν δέν αἰσθανώμαστε τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ μας, δέν μποροῦμε νά ὑπερπηδήσουμε ὁποιονδήποτε πειρασμό μᾶς δίνει εἴτε ὁ ἕνας εἴτε ὁ ἄλλος. Φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχή καί μᾶς ἐνοχλεῖ τό κάθε τί, εἴτε ἐκεῖνος μέ τόν λόγο του εἴτε μέ τήν συμπεριφορά του. Ἐμεῖς τί πρέπει νά κάνουμε;
Προσευχή!
«Κύριε, βοήθησε τόν δοῦλο Σου, ἐνίσχυσε τόν δοῦλο Σου. Ὅπως ζητῶ νά θεραπεύσης τά τραύματά μου τά μεγάλα, ἔτσι βοήθησε καί θεράπευσε τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ μου. Καί αὐτή θέλει νά σωθῆ, νά πάη στόν Παράδεισο, βοήθησέ την, Χριστέ μου».
Δέν ξέρετε τί παρρησία λαβαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εὔχεται γιά τόν ἄλλο. Δέν ξέρετε τί Χάρι λαβαίνει, ὅταν ἔχη στήν προσευχή του τόν ἄνθρωπο πού τόν λύπησε. Θυμᾶμαι τόν πατέρα μου πού ἔλεγε:
«Παιδί μου, τό μεγαλύτερο κακό νά σοῦ κάνη κάποιος, ἐσύ θά τοῦ κάνης τό μεγαλύτερο καλό πού ὑπάρχει. Ἀγάπη, ἐσύ ἀγάπη θά δείχνεις καί θά πληρωθῆς καλά ἀπό τόν Θεό».
Ὅ,τι μᾶς εἶπε, ἤμουν μικρό παιδάκι τότε, καί τά θυμᾶμαι. Ἔλεγε: «Ἀγάπη, παιδάκι μου!», καί τό τύπωσα καλά στόν νοῦ μου. Καί ὅπως, βέβαια, καί ὁ Γέροντας μᾶς λέει συνεχῶς:
«Χωρίς ἀγάπη, εἴτε ἄσκησι νά κάνουμε εἴτε ἀγρυπνίες νά κάνουμε, τίποτε δέν κερδίζουμε».
Ὅταν θά πᾶμε νά κάνουμε προσευχή, πρέπει νά μή ὑπάρχη τίποτε μέσα μας γιά τόν πλησίον, τόσος δά μῶμος νά μή ὑπάρχη. Δηλαδή, τό μυαλό μας πρέπει νά τό ἔχουμε ἀκηλίδωτο, νά μή ὑπάρχη καμμιά κηλιδίτσα μέσα, γιά νἀρθῆ ἡ Χάρις, γιά νἀρθῆ ἡ οὐράνια δρόσος, γιά νἀρθῆ ἡ οὐράνια φλόγα. Ἐκεῖ πού θά κάθεται κανείς, θά λέη:
«Πώ, πώ, ἐδῶ ὑπάρχει φωτιά, τά πόδια μου σάν νά καίγωνται, πῶς γίνεται, ἀπό ποῦ βγαίνει αὐτό τό πρᾶγμα;». Θά αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τήν φλόγα τήν οὐράνια νά βγαίνη ἀπό τήν μύτη, ἀπό τά αὐτιά, ἀπό τό στόμα νά βγαίνη, ἀπό τόν λάρυγγα νά βγαίνη. Ἀπό ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος. Γι᾿ αὐτό τῶν Ἁγίων ἁγίαζαν καί εὐωδίαζαν ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος τους. Ἀλλά, ὅταν ὑπάρχη μέσα στήν ψυχή, ἔστω καί ἕνα πραγματάκι κατά τοῦ ἀδελφοῦ, ἔστω καί κάτι μικρό, ὅπως εἶναι μία μῦγα, ὅπως εἶναι ἕνα φτερό ἀπό μῦγα, ἔστω καί ἕνα μαμουδάκι, ἔστω, ἔστω, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη ἡ προσευχή!


Προσοχή καί στήν μεταφορά τῶν λόγων. Πολλές φορές ἀπό χείλη σέ χείλη ὁ λόγος μετατρέπεται. Λέμε κάτι, ὁ ἕνας τό ἀκούει ἀλλιῶς, ὁ ἄλλος τό ἀκούει ἀλλιῶς, καί σερβίρεται διαφορετικά ἀπό τόν καθένα. Ποιό εἶναι τό σωστό; Ὁ λόγος ὁ κακός κρεμάει καί ξεκρεμάει, δικάζει καί ξαναδικάζει τόν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτό νά προσέχουμε καί νά λέμε:
«Ἄκουσα καλά μέ τά αὐτιά μου; Καί ἄν μοῦ τό σφύριξε ὁ διάβολος μέ τόση ζωντάνια μέσα στά αὐτιά μου;».
Ἀμέσως λοιπόν τό κάθε πρᾶγμα νά τό ἐξετάζουμε, ἄν εἶναι σωστό. Ἔστω καί ἄν εἶναι ἀλήθεια, εἶναι κατά Θεόν νά τό μεταφέρω; Γιατί, ὅπως ἔχουμε ξαναπεῖ, ἄλλος ἄνθρωπος ἔχει τήν πέννα, ἄλλος ἔχει τόν λόγο, ἄλλος ἔχει τήν συμπεριφορά. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο τῶν μυστηρίων, οὔτε γράφεται οὔτε λέγεται! Μυστήριο τῶν μυστηρίων! Νά παρακαλοῦμε τόν Θεό, νά μᾶς δώση νῆψι στήν ψυχή μας, νά μᾶς ἀνοίξη τά μάτια τῆς ψυχῆς μας καί νά μᾶς δώση φωτισμό, νά βλέπουμε κατά πάντα τόν ἑαυτό μας. Νά τοῦ λέμε:
«Γιά ἔλα δῶ, τί ἔκανες σήμερα, πῶς ἄρχισες τήν προσευχή, τί εἶπες, πῶς κινήθηκες, ἔκανες τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔκανες ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός;».
Ἔτσι θά βρίσκουμε ποῦ πέσαμε, γιά νά γράψουμε τό βράδυ τούς λογισμούς μας. Ὅταν εἶναι μετρημένες οἱ λέξεις πού μιλᾶμε, οἱ συζητήσεις μας μετρημένες καί δέν ἀργολογοῦμε καί πιάσουμε τήν «εὐχή» δυνατά καί τήν κρατήσουμε στήν χούφτα μας καί δέν ἀφήνουμε νά ξεφύγη οὔτε δευτερόλεπτο ἡ «εὐχή» ἀπό τό στόμα μας, τότε θά δοῦμε τί διαφορά θά ἔχουμε στήν ψυχή μας. Ἐκεῖ πού θά στεκώμαστε, τά μάτια θά τρέχουν, μία οὐράνια δύναμι θά μᾶς συγκρατῆ καί θά μᾶς λέη ὁ Χριστός:
«Κάθησε ἐδῶ πέρα νά μοῦ πῆς δυό λογάκια, νά σέ ἀκούω. Ἐγῶ θά σέ ἀκούσω, εἶσαι παιδί μου, σ᾿ ἀγαπῶ, σέ πονῶ· κάτσε νά μοῦ πῆς δυό λογάκια νά ξεκουρασθῆ ἡ καρδούλα σου· κάθησε νά μέ ἀγαπήσης ὅπως σέ ἀγαπῶ καί ᾿ γώ».
Μᾶς παρακαλάει, ἔχει τίς ἀγκάλες ἀνοικτές:
«Ἐλᾶτε, τέκνα μου, ἐλᾶτε, παιδιά μου, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, εἶστε τά ἀγαπημένα, γιά σᾶς σταυρώθηκα».
Τί ἀγάπη, τί ἔλεος! Γι᾿ αὐτό πολλοί Ἅγιοι δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Γιατί δέν μποροῦσαν; Ὅποιος αἰσθανθῆ τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά πῆ λέξι γιά τόν ἄλλο, εἶναι ἀδύνατον νά πῆ λέξι, ὅ,τι κακό καί νά τοῦ ἔκανε, ὅποια συμπεριφορά καί νά τοῦ ἔδειξε. Μόνο γιά τόν ἑαυτό του λέει:
«εἶμαι ἀμελής, εἶμαι ράθυμος».
Καί ἄν κάποιος θά τοῦ κάνη κάτι, θά πῆ: «δέν ξέρω, ἐάν μοῦ τό ἔκανε ἔτσι».
Οἱ Ἅγιοι ἔχουν αὐτή τήν ἀμφιβολία πάντα καί τούς δικαιολογοῦν ὅλους. Καί θά δῆτε, ὁ ἄνθρωπος πού αἰσθάνθηκε τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, νά συγκρατῆ τή γλῶσσα του καί νά προσέχη νά μή ἐλέγχη τόν ἄλλο. Γιατί, ὅταν προσέχη τήν συνείδησί, του, δέν θά ἐλέγχη τόν ἄλλο. Ἡ συνείδησις τόν συγκρατεῖ καί ἔτσι περνάει εὐχάριστα τήν ζωή του καί εἶναι χαρούμενος. Τί ὡραία ἡ ἕνωσι, τί ὡραία ἡ ἀγάπη, τί ὡραία ἡ καλή συμπεριφορά, τί ὡραία ἡ εὐγένεια!


Περπατᾶς στήν ἐκκλησία σιγά-σιγά, στίς μύτες, ἀνοίγεις τήν πόρτα ἀθόρυβα, γιατί ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἄλλος ἄνθρωπος συγκεντρώνεται, προσπαθεῖ νά συγκεντρώση τόν ἑαυτό του ὅσο τό δυνατόν, νά πλησιάση τόν Θεό, καί δέν θέλεις νά τόν διακόψης. Ἡ κάθε ἄτακτη κίνησι πού γίνεται στήν ἐκκλησία ἀποσπᾶ τήν διάνοια τοῦ προσευχομένου, δίνει αἰτία στόν διάβολο νά γίνη θόρυβος, γιά νά χάση ἡ κάθε ἀδελφή τήν ἕνωσι τοῦ νοῦ της μέ τόν Θεόν. Εἶναι πολύ σπουδαῖο πρᾶγμα αὐτό καί πρέπει νά τό προσέχουμε. Ὁ ἄνθρωπος πού προσέχει, αἰσθάνεται τήν «εὐχή». Εἴδατε, ὅταν πᾶμε στό νοσοκομεῖο, προσέχουμε νά μή κάνουμε θόρυβο καί ἄν ὑπάρχη ἀσθενής πού εἶναι βαρειά, νά μή τόν ξυπνήσουμε, νά μή τόν ἐνοχλήσουμε. Ἔτσι πρέπει νά γίνεται καί στό Μοναστήρι. Γιατί καί ἐδῶ εἶναι νοσοκομεῖο καί πρέπει νά προσέχουμε. Νά προσπαθοῦμε καί ἐμεῖς νά συγκεντώνουμε τόν λογισμό μας, γιατί εἶναι τόσο δύσκολο νά ἑνώση ὁ ἄνθρωπος τόν νοῦ του μέ τόν Θεό. Εἶναι λιγάκι κόπος αὐτό τό πρᾶγμα καί ἡ κάθε κίνησι ἀποσπᾶ τήν προσοχή καί δυσκολεύει τήν ἕνωσι μέ τόν Θεό.
Ἕνα νεράκι ἅμμα θά δώσουμε στόν ἄλλο, κάτι πού θά κάνουμε στόν ἄλλο, κάτι πού θά κάνουμε στό Μοναστήρι, θά μᾶς τό πληρώση ὁ Θεός. Νά μή τό κάνουμε μέ γογγυσμό, νά μή τό κάνουμε ἀγγαρεία· καί νά λέμε:
«αὐτή τήν ὥρα δέν εἶναι ἡ Γερόντισσα, ἀλλά ὁ Θεός πού μᾶς προστάζει νά κάνουμε αὐτό τό διακόνημα».
Χωρίς ἀντιλογία, χωρίς θυμό, χωρίς ὀργή, χωρίς τίποτε, «νἆναι εὐλογημένο, εὐλόγησον». Ἄν ἀγωνιζώμαστε ἔτσι, θά μᾶς δώση ὄχι δύναμι, ὄχι κουράγιο, φτερά θά μᾶς δώση ὁ Θεός. Δίνει φτερά καί δίνει δυνάμεις πνευματικές, γιά νά ἐργαστοῦμε τό θέλημά Του. Ὁ Θεός δέν θέλει οὔτε μουρμοῦρες οὔτε φωνές καί συζητήσεις οὔτε λόγια· θέλει εὐγένεια καί σιωπή. Ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Νεκτάριος «...τό “διατί” καί πᾶσα ἀντιλογία, ἀπέστω μακράν τῶν χειλέων σου, τό “παρακαλῶ” νά προηγῆται ἐν πάσαις ταῖς περιπτώσεσιν, ὁ λόγος νά ἐξέρχεται μέ τό μέλι, ἡ χείρ νά ἅπτεται τῆς ἀδελφῆς μέ τό βαμβάκι, μή λάλει ἐν τραχύτητι, ἀλλ᾿ ἐν ἐπιεικείᾳ, διότι ἡ πρώτη κωλύει τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ...».


Μᾶς ἐξέλεξε καί μᾶς πῆρε ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τήν βρωμιά τοῦ κόσμου, ἀπό ὅλα τά κακά καί μᾶς ἔφερε στό περιβόλι αὐτό τῆς Παναγίας. Τό Μοναστήρι ἔχει πολλή Χάρι. Ὅποια ἀδελφή ἔχει ἀγάπη στήν Παναγία, θά τήν ἀξιώνη ἡ Παναγία ὀφθαλμοφανῶς νά Τήν βλέπη μπροστά της καί θά τήν προστατεύη καί θά τήν νουθετῆ. Ἐδῶ εἶναι τό σπίτι τῆς Παναγίας· ὅ,τι κάνουμε, μᾶς τά γράφει. Τίποτε, μά τίποτε δέν πηγαίνει χαμένο. Νά μή ἔχουμε μεμψιμοιρίες: «γιατί νά τό κάνω ἐγώ, ποῦ πῆγε ἐκείνη, γιατί ἐκείνη δέν τό κάνει;». Αὐτά εἶναι ἀτελείωτα. Ὅποια μπορέση καί ἐργαστῆ κρυφά, χωρίς νά περιμένη ἐδῶ ἀμοιβές, θά βρῆ τίς οὐράνιες. Εἴδατε τί ἔκανε ὁ ἅγιος Νεκτάριος; Σηκωνόταν τήν νύχτα καί ἔκανε τοῦ κόσμου τίς δουλειές στήν Ριζάρειο σχολή, σηκωνωνόταν καί ἔκανε τήν ἐργασία τοῦ καθαριστῆ πού ἦταν ἄρρωστος.
Ἐμεῖς τί θά προσφέρουμε στόν Θεό;
Ποῦ εἶναι ἡ ἄσκησίς μας;
Ποῦ εἶναι ἡ χαμαικοιτία μας;
Ποῦ εἶναι τό μαξιλάρι τό πέτρινο, τό ἀχυρένιο στρῶμα;
Ποῦ εἶναι τά μουσκεμένα κουκιά, ποῦ εἶναι τά μουσκεμένα φασόλια;
Ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα φοβερό Κριτή, ἀλίμονό μας! Καί ὅταν θἄρθη ἡ ὤρα μας, ἄντε θά πάρουμε τό ντουρβαδάκι μας καί νά ἀνεβαίνουμε τήν κλίμακα. Ἐκεῖ λοιπόν θά μᾶς περδικλώνουν οἱ οὐρές τῶν δαιμόνων καί ἄν δέν εἴμαστε καλά ἐφοδιασμένες γιά τήν ἀνάβασι,, θά μᾶς ρίχνουν στήν ἀφάνεια. Μή γένοιτο, νά μή μᾶς τό δώση ὁ Θεός! Ἔστω καί ὅσο εἶναι ἡ μύτη ἀπό βελόνι, σιγά-σιγά νά ἀνεβαίνουμε καί ὄχι νά κατεβαίνουμε. Ἔρχεται ἕνας λογισμός; Ἀμέσως νῆψι, νῆψι. Ἔχουμε τόσα ὡραῖα βιβλία, τόσους Λόγους, τόσα ὄμορφα πράγματα πού μᾶς ἀνοίγουν τήν διάνοια κάθε μέρα.
Ἡ ἀπροσεξία εἶναι ἁμαρτία. Στό κάθε διακόνημα ὅλα νά γίνωνται μέ προσοχή. Εἴδατε τί ὄμορφα πού τά λέει ὁ Στουδίτης6; Νά γίνωνται ὅλες οἱ δουλειές μέ πολλή προσοχή. Εἶναι ὡραῖο, ὅταν πῆς: «Τώρα πάω νά διακονήσω Ἀγγέλους». Θά κάνης τόν σταυρό σου λέγοντας, «δι᾿ εὐχῶν τῶν Προεστώτων μου θά ἀγωνισθῶ μία ἑβδομάδα, θά κάνω ὑπακοή καί ἄς κουρασθῶ· τό κάνω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νά ἀναπαύσω τίς ἀδελφές». Τότε ὁ Θεός θά σοῦ δώση πολλή δύναμι, μεγάλη χαρά στήν ψυχή σου.

.........
Αὐτά εἶχα νά σᾶς πῶ. Συγγνώμη, ἄν σᾶς ἔθλιψα ὅλο τό χρόνο. Συγγνώμη, ἐάν σᾶς λύπησα, ἐάν σᾶς ἔβλαψα ἀπό ἀπροσεξία, ἐάν δέν σᾶς ἐπιμελήθηκα ψυχικῶς, σωματικῶς, ἐάν σᾶς παρώργισα καί δέν ἔκανα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σᾶς ζητῶ συγγνώμη μέ ὅλη τήν καρδιά μου, καί ᾿ γώ σᾶς λέω συγχωρημένα καί λελυμένα ὅ,τι κάνατε. Εὔχωμαι νά γίνει Φάτνη ἡ καρδούλα μας καί ὁ Χριστός μας νἀρθῆ νά κατοικήση, νά Τόν αἰσθανθοῦμε στήν καρδιά μας μέσα, νά Τόν γευτοῦμε καί ᾿ μεῖς, γιατί πρέπει νά Τόν γευτοῦμε. Ὁ Θεός δίνει τήν δωρεά Του πλούσια στόν κάθε ἄνθρωπο, δέν μᾶς στερεῖ τίποτε. Εὔχομαι, δι᾿ εὐχῶν τοῦ Γέροντος, νά καρποφορήσουν ὅλα αὐτά μέσα στήν ψυχή μας, νά βάλουμε μία καλή ἀρχή. Νά προσέξουμε τόν ἑαυτό μας ὅσο τό δυνατόν, νά κάνουμε τυφλή ὑπακοή, γιά νά μᾶς συγχωρήση ὁ Θεός καί ἄς μᾶς δώση αὐτή τήν εὐλογημένη οὐράνια κατάστασι.

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Κεντρική διάθεσις:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό
τό βιβλίο: "Λόγια καρδιᾶς"
COPYRIGHT 2012
Ἱ.
Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.

Εὐχαριστοῦμε θερμά   Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου καί τήν Γερόντισσα γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
1Γαλ. Ε΄ : 22-23.
2Θεοδώρα Χαμπάκη, Ἡγουμένη Ἱ. Μ. Ὁσίου Θεοδοσίου, Γεροντικόν, ἐκδ. «Λυδία», Θεσσαλονίκη 2002, σ. 429.
3Πβ. Ἀριθ. Κ΄ : 10.
4Πβ. Ἀριθ. Κ΄ : 12.
5Βλ. ό Γεροντικόν, ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (ε΄),ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961, σ. 1.
6Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου