Ἐκεῖνοι πού μποροῦν, πράττουν. Ἐκεῖνοι πού δέν μποροῦν, σχολιάζουν. Ποιοί
κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία, ὅτι ἀπαιτεῖ τυφλή ὑπακοή στό δόγμα της; Ἐκεῖνοι πού πιστεύουν στίς
χειρότερες ἐφημερίδες, στά ἐντελῶς διεστραμμένα καί
παραπλανητικά κανάλια τῶν τηλεοράσεων καί πιό συχνά στίς πιό γελοῖες δεισιδαιμονίες.
Ποιοί
κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία, ὅτι ὑποβιβάζει τόν ἄνθρωπο; Ἐκεῖνοι πού διεκδικοῦν τόν πίθηκο γιά πατέρα,
τήν τύχη γιά δάσκαλο, τήν ἡδονή γιά κανόνα τῆς ζωῆς, τό μηδέν γιά τέλος.
Ποιοί
κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία, πώς δέν εἶναι ἐπιεικής; Ὅσοι δέν ἐπιτρέπουν σέ κανέναν, νά ἔχη ἄλλη γνώμη ἀπό τήν δική τους.
Κατηγοροῦν ἐπισκόπους, παπᾶδες, μοναχούς, ἀλλά ποιό τό ὄφελος; Ἡ λάσπη πού ρίχνουμε στούς
ἄλλους, λερώνει μόνον τόν ἑαυτό μας. Εἰρωνεύονται καί χλευάζουν
ταπεινούς ἀνθρώπους, γνησίους
Χριστιανούς πού ἀγωνίζονται γιά τήν πίστη
τους. Εἶπε Γέρων: «Ὅποιος μιλᾶ μέ καταφρόνηση γιά ταπεινό ἄνθρωπο, εἶναι σάν νά ἄνοιξε τό στόμα του ἐναντίον τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ»
Σέ μία λαϊκή ἐξέγερση, ὁ λαός εἶχε πετροβολήσει ἕνα ἄγαλμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οἱ αὐλικοί, τότε, συνέστησαν
στόν Μέγα Κωνσταντῖνο, νά προβῆ σέ παραδειγματική τιμωρία. «Ἔγκλημα διέπραξαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί», τοῦ εἶπαν. «Τόλμησαν νά λιθοβολήσουν τό σεπτό πρόσωπό
σου». «Μά, τί λέτε;» εἶπε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μέ ἀγαθότητα, φέρνοντας
συγχρόνως τά δάκτυλά του στό πρόσωπό του. «Ἐγώ, δέν νοιώθω καμμία πληγή στό μέτωπό μου τούς
συγχωρῶ ὅλους».
Κάποιος,
κουτοπόνηρος, πλησίασε ἕναν ἀσκητή καί τόν ρώτησε: «Τί
εἶναι Γέροντα γιά τόν Θεό
1.000 χρόνια;» «Ἕνα λεπτό τῆς ὥρας, παιδί μου», ἀποκρίθηκε ὁ ἀσκητής.... «Καί τί εἶναι μία βαλίτσα χρυσάφι;»
«τίποτε, μία δραχμή», εἶπε ὁ ἀσκητής. «Τότε,
παρακάλεσε, Γέροντα, τόν Θεό νά μοῦ δώση μία δραχμή!...».
Τόν
λοξοκοίταξε ὁ ἀσκητής, σιώπησε, καί σέ
λίγο τοῦ ἀπάντησε:
«Τό εἶπα στόν Θεό καί μοῦ εἶπε νά περιμένης ἕνα λεπτό τῆς ὥρας!..».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου