Σελίδες

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Γεώργιος Παπαζάχος. Συνέντευξη στὸν Κλεῖτο Ἰωαννίδη (Μέρος Β΄)

Κ. Ι.: Εἶναι ἐκπληκτικὰ αὐτά, ποὺ μᾶς εἴπατε, κύριε Παπαζάχο. 
Γ.Π.: Αὐτὴ ἡ ἱστορία, ἡ ἀφήγησή της, ὑπῆρξε, ὅπως σᾶς εἶπα, ἡ πρώτη μου ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸ Γέροντα Πορφύριο. 
Κ. Ι.: Πολὺ σπουδαία ἀμοιβή, πράγματι. 
 Γ.Π.: Καὶ ξέρετε, κύριε Ἰωαννίδη, τί μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ὅταν πρωτάκουσα αὐτὴ τὴν ἱστορία καί, φυσικά, κάθε φορὰ ποὺ τὴ θυμοῦμαι; Ἡ Σαμαρείτιδα. Κι αὐτή, ὅπως ὅλοι ξέρουμε, ὅταν ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε τὴ ζωή της, συγκλονισμένη ἀπ’ αὐτὰ ποὺ τῆς εἶπε, ἄφησε τὴ στάμνα της στὸ πηγάδι καὶ πῆγε τρέχοντας στὴν πόλη κι ἔλεγε σ’ ὅποιον συναντοῦσε: «Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα, κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ μυστικὰ καὶ ἰδιαίτερά μου. Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;» Καὶ βγῆκαν οἱ Σαμαρεῖτες ἀπὸ τὴν πόλη καὶ πῆγαν νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό.
 Κ. Ι.: Πολὺ ὡραία αὐτὴ ἡ παρομοίωση, ποὺ κάνατε, διότι καὶ τὸ Γέροντα Πορφύριο ὁ Χριστὸς φώτιζε κι ἔλεγε αὐτά, ποὺ ἔλεγε. 
Γ.Π.: Ἔζησα τόσο πολὺ τὸ Γέροντα Πορφύριο, ποὺ μόνο αὐτοὶ ποὺ ἔζησαν κοντά του μποροῦν νὰ μὲ καταλάβουν σ’ αὐτά, ποὺ λέω. Πᾶμε πίσω, λοιπόν, στὴν πρώτη ἐκείνη ἡμέρα, ποὺ τὸν γνώρισα. Τὸν ρώτησα πότε γιὰ πρώτη φορὰ κατάλαβε ὅτι κάτι παράξενο συνέβαινε μέσα του· μία δύναμη ἐξ ὕψους, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ νιώθει ἀλλιώτικα ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Σᾶς μεταφέρω τὴν ἀπάντησή του: «Ὅταν ἤμουν στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἤμουν στὸ κελὶ μὲ δύο Γεροντάδες κι ἔκανα τυφλὴ ὑπακοὴ καὶ στοὺς δύο καὶ τοὺς ἀγαποῦσα πάρα πολύ. Μία φορὰ ἔφυγαν οἱ Γεροντάδες μου ἀπὸ τὸ κελὶ καὶ πῆγαν ἔξω στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐξομολογήσουν ἀνθρώπους. Μοῦ εἶπαν, λοιπόν, ὅτι, μιὰ καὶ τὴν Κυριακὴ δὲν θὰ εἴχαμε Θεία Λειτουργία στὸ κελί μας, νὰ πάω στὸ Κυριακὸ νὰ κοινωνήσω. Πράγματι, τὴν Κυριακὴ πῆγα καὶ κοινώνησα. Φεύγοντας ἀπ’ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψω στὸ κελί μας, ἤμουν τόσο συγκινημένος, τόσο χαρούμενος, ποὺ εἶχα πάρει μέσα μου τὸ Χριστό, ὥστε φώναζα: ‘Δόξα σοὶ ὁ Θεός, δόξα σοὶ ὁ Θεός. Ἐσὺ ὁ Πανάγιος, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἦρθες πάλι καὶ μπῆκες ὁλόκληρος μέσα μου, μέσα σ’ ἐμένα τὸ φτωχὸ Νικήτα . Σὲ μιὰ στιγμή, λοιπόν, νιώθω νὰ περπατῶ, ὄχι ὅπως περπατοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ ὅπως οἱ ἀστροναῦτες· νὰ πατῶ ἐδῶ καὶ νὰ βρίσκομαι πέρα, δέκα μέτρα μακριά. Ἔνιωθα σὰν νὰ μὴν εἶχα βάρος, σὰν νὰ ἤμουν ἀπὸ βαμβάκι. Τρόμαξα κι ἐγὼ ὁ ἴδιος. Κι ἔτσι ὅπως ἤμουν, κοίταξα τὸ βουνὸ καὶ ἀπο­σβολωμένος διαπίστωσα ὅτι μποροῦσα νὰ βλέπω μέσα ἀπὸ τὸ βουνό, διὰ μέσου τοῦ βουνοῦ. Σὰν νὰ ἦταν γυάλινο τὸ βουνό, ἔβλεπα τί γινόταν πίσω ἀπὸ τὸ βουνό. Εἶδα τοὺς Γέροντές μου, ποὺ ἐπέστρεφαν ἀπὸ ἕνα μονοπάτι. Τοὺς ἔβλεπα, ἐνῶ αὐτοὶ ἦταν πίσω ἀπὸ τὸ βουνό. Εἶπα ‘τί παράξενα πράγματα εἶναι αὐτά, Θεέ μου, σήμερα’ καὶ κάθησα καὶ περίμενα νὰ δῶ ἂν πράγματι ἔρχονταν οἱ Γεροντάδες μου. Ἤθελα νὰ βεβαιωθῶ ὅτι πράγματι τοὺς εἶχα δεῖ πίσω ἀπὸ τὸ βουνό. Καί, πράγματι, κάποια στιγμὴ τοὺς εἶδα νὰ φτάνουν στὴ στροφὴ ἐκείνη, ἀπ’ ὅπου πλέον ἦταν ὁρατοὶ ἀπ’ ὅλους».
 Κ. Ι.: Ἀπέκτησε, δηλαδή, τὸ διορατικὸ χάρισμα ἀμέσως.
 Γ.Π.: Ἀκριβῶς. Ἔτρεξε ἀμέσως κοντά τους καὶ τοὺς ἐξομολογήθηκε κλαίοντας τί τοῦ συνέβαινε. Ἐκεῖνοι τὸν καθησύχασαν καὶ τοῦ εἶπαν νὰ ἐντείνει τὴν προσευχή του. 
Κ. Ι.: Κι ἂν δὲν κάνω λάθος, ὁ Γέρων Πορφύριος – τότε μοναχὸς Νικήτας – ἦταν μόνο δεκαεπτὰ ἐτῶν. 
Γ.Π.: Τὸ 1993, ποὺ πῆγα στὰ Καυσοκαλύβια, οἱ πατέρες ἐκεῖ τῆς Σκήτης μὲ πῆραν καὶ μοῦ ἔδειξαν τὸ ἀκριβὲς σημεῖο, ὅπου εἶχε συμβεῖ τὸ τόσο θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός. Κι ὅποιος καθήσει ἐκεῖ γιὰ κάμποση ὥρα, τὸν τυλίγει μία εὐωδία. Ὅταν, σὲ ἡλικία εἰκοσιενὸς ἐτῶν, ἔγινε ἱερέας καί, στὴ συνέχεια, στὰ εἰκοσιτρία του, πνευματικός, ὅσους πήγαιναν κοντά του γιὰ νὰ ἐξομο­λο­γηθοῦν, δὲν τοὺς κοίταζε κατάματα, ὅπως μου ἔλεγε ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ μὴν αἰσθάνονται ἄβολα. Τοὺς ἔριχνε μόνο μιὰ ματιὰ τὴν ὥρα, ποὺ ἔμπαιναν καὶ μετὰ ἔσκυβε τὸ κεφάλι του. Καί, πολλὲς φορές, πρὶν ἀκόμη ἀρχίσουν νὰ τοῦ μιλοῦν, τοὺς ἔλεγε ἐκεῖνος: «Κοίταξε, ἀπὸ τὸ χαρτάκι, ποὺ ἔγραψες, μόνο τὸ τρία καὶ τὸ πέντε εἶναι ἁμαρτίες· τὰ ἄλλα δὲν εἶναι ἁμαρτίες. Πές μου, λοιπόν, γιὰ τὸ τρία καὶ τὸ πέντε καί, ἅμα μᾶς μείνει χρόνος, μοῦ λὲς καὶ γιὰ τὰ ἄλλα». 
Κ. Ι.: Κι αὐτὰ τοὺς τὰ ἔλεγε, ὑποθέτω, πρὶν ἐκεῖνοι προλάβουν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν τσέπη τους ἢ ἀπὸ τὴν τσάντα τους τὸ χαρτί, ποὺ κρατοῦσαν μὲ τὶς σημειώσεις.
 Γ.Π.: Φυσικά. Κι ἔβγαιναν ἔξω οἱ ἄνθρωποι ἐντυπωσιασμένοι ἀπὸ τὸ τόσο δυνατὸ διορατικὸ χάρισμά του, τὸ διατυμπάνιζαν καὶ νὰ ὁ κόσμος νὰ μαζεύεται καὶ νὰ τρέχει νὰ ἐξομολογηθεῖ στὸ Γέροντα Πορφύριο.
 Κ. Ι.: Εἶστε ἀληθινὸ «Γεροντικὸ» ὅσον ἀφορᾶ τὸ Γέροντα Πορφύριο, κύριε Παπαζάχο. Κι ἐμεῖς ἀνυπομονοῦμε πόσα θὰ προλάβετε νὰ μᾶς πεῖτε. 
Γ.Π.: Πράγματι, τί νὰ σᾶς πρωτοπῶ. Καὶ θέλω νὰ σᾶς πῶ πολλά, ὅσο ἀκόμη ἔχω τὴ μνήμη. Γιατί, ἂν κάποτε χάσω τὴ μνήμη μου, θὰ ξεχαστοῦν αὐτά. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχαστοῦν. Ὁ Γέρων Πορφύριος δὲν ἄφησε γραπτὰ ὁ ἴδιος. Ἔτσι, λοιπόν, ἂν τὰ πνευματικὰ παιδιά του δὲν τὰ ποῦμε αὐτά, γιὰ νὰ καταγραφοῦν, θὰ ξεχαστοῦν. Θὰ σᾶς ἀφηγηθῶ τώρα ἕνα γεγονός, ποὺ δείχνει πόσο ἔντονα ζοῦσε ὁ Γέρων Πορφύριος τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Ἦταν, ὅπως μου εἶπε ὁ ἴδιος, Μεγάλη Πέμπτη καὶ διάβαζε ἕνα ἀπὸ τὰ Εὐ­αγγέλια στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου στὴν Πολυκλινικὴ τῶν Ἀθη­νών2. Ὅταν ἔφτασε στὶς φράσεις «ἠλί, ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί; τουτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;» σήκωσε τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶδε τὸν Κύριο ἐσταυρωμένο, νὰ στάζουν τὰ αἵματά του. Τὸν πῆραν τότε τὰ κλάματα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ διαβάσει οὔτε λέξη παρακάτω. Ἔκλεισε τὸ Εὐαγγέλιο, μπῆκε στὸ Ἱερό, ἄφησε τὸ Εὐαγγέλιο ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ γονάτισε. Ἔμεινε ἔτσι λίγη ὥρα, σκέφτηκε ὅτι τὸν περίμενε τὸ ἐκκλησίασμα, ἔδωσε θάρρος στὸν ἑαυτό του, σηκώθηκε, ἔριξε λίγο νερὸ στὰ μάτια του καὶ ξανα­βγῆκε ἔξω νὰ συνεχίσει τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου. Κι ὅταν βγῆκε ἔξω, εἶδε ὅτι ὅλος ὁ κόσμος ἔκλαιε. 
Κ. Ι.: Εἶναι ἐκπληκτικό. 
Γ.Π.: Καὶ συνέχισε: «Ἀλλὰ ποῦ εἶσαι, Γιῶργο, μὴ βγεῖς ἔξω στὸν κόσμο καὶ πεῖς ὅτι αὐτὸ ἦταν θαῦμα. Τὸ φαντάστηκα μὲ τὸ μυαλό μου, ἐπειδὴ τὸ διάβαζα ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ Εὐαγγέλιο». 
Κ. Ι.: Ἄν μου ἐπιτρέπετε, κύριε Παπαζάχο, προσωπικὰ ἔχω τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς βοήθησε καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ Γέροντα Πορφύριο καὶ πῆγε δύο χιλιάδες σχεδὸν χρόνια πίσω καὶ πράγματι εἶδε, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, τὸν Ἐσταυρωμένο. 
Γ.Π.: Ὅπως μου τὰ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ἔτσι ἀκριβῶς σᾶς τὰ λέω, κύριε Ἰωαννίδη. Ὁ Γέρων Πορφύριος διάβαζε πολὺ ἀργὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, μία-μία λέξη κι ἐξηγοῦσε γιατί: — Αὐτὰ δὲν τὰ διαβάζουμε γιὰ τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς τὰ ξέρει. Αὐτὰ τὰ διαβάζουμε, γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε στὸ Θεό. Καὶ δὲν τὰ λέμε ἄψε σβῆσε νὰ τελειώνουμε, ἀλλὰ τὰ λέμε ἀργά-ἀργά, γιὰ νὰ τὰ ζοῦμε. Μία φορὰ πῆγα στὸ Γέροντα μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Μόλις μὲ εἶδε, μοῦ εἶπε: — Ἄσε βρὲ τὸ καρδιογράφημα σήμερα. Σήμερα εἶναι Ἀνάσταση. Κάθησε νὰ σοῦ πῶ. Ξέρεις τὸ τροπάριο, ποὺ λέει «θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν»; — Τὸ ξέρω, Γέροντα. — Πέστο. Ἄρχισα νὰ τὸ λέω. Ὅταν τελείωσα, μοῦ εἶπε: — Τὸ κατάλαβες; — Τὸ κατάλαβα. Πετάγεται τότε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του καὶ μοῦ λέει: — Τίποτε δὲν κατάλαβες. Τὸ εἶπες σὰν βιαστικὸς ψάλτης. Τί μπορεῖ νὰ κατάλαβες ἀπ’ αὐτό; Ξέρεις τί σημαίνει «θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν»; Σημαίνει ὅτι ἐκεῖ, ποὺ εἴμαστε καταδικασμένοι γιὰ τὸν αἰώνιο θάνατο, ὁ Θεὸς μᾶς πῆρε καὶ μᾶς ἔβγαλε ἀπέναντι, στὴν αἰώνια ζωή, γεφυρώνοντας ἔτσι ἕνα χάσμα αἰώνων. Αἰῶνες ὁλόκληρους ὁ κόσμος δὲν μποροῦσε νὰ περάσει στὴ σωτηρία. Κατάλαβες, λοιπόν, τί ἔκανε ὁ Χριστός; Ποιός μποροῦσε νὰ νεκρώσει τὸ θάνατο; Κανένας. Μόνον ὁ Χριστός μας. Καὶ τώρα ἐορτάζομεν «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν» καὶ «σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον». Ξέρεις τί θὰ πεῖ «σκιρτῶντες»; Θὰ πεῖ χοροπηδώντας. Ἔχεις δεῖ τὰ κατσικάκια ἔξω στὰ χωράφια, μαζὶ μὲ τὴ μητέρα τους, ποὺ πηδᾶνε καὶ πίνουν λίγο γάλα ἀπὸ τὴ μητέρα τους καὶ ξαναπηδᾶνε; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκίρτημα. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ψάλλουμε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ νὰ σκιρτοῦμε, νὰ χοροπηδοῦμε. «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν». Δὲν ὑπάρχει χαρὰ μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτή. Μοῦ ἔδωσε καὶ μία συμβουλὴ σχετικὰ μ’ αὐτὸ τὸ τροπάριο: — Ὅταν ἔχεις ἀθυμία, ὅταν εἶσαι στενοχωρημένος γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο, κάθησε καὶ πὲς ἀργὰ αὐτὸ τὸ τροπάριο. Συγκέντρωσε τὸ νοῦ σου σ’ αὐτά, ποὺ λέει τὸ τροπάριο. Κι ἅμα δὲν ἀλλάξει ἀμέσως ἡ διάθεσή σου, ἔλα νὰ μοῦ τὸ πεῖς. Καί, πράγματι, τὸ ἔχω δοκιμάσει, κύριε Ἰωαννίδη. Σκέφτομαι τοὺς στίχους τοῦ τροπαρίου καὶ λέω στὸν ἑαυτό μου: «Τί προβλήματα ἔχεις; Ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἀνέστη. Δὲν ὑπάρχουν προβλήματα».
 Κ. Ι.: Αὐτὴ τὴν ἀναστάσιμη χαρὰ μᾶς μετέδιδε πάντοτε ὁ Γέρων. 
Γ.Π.: Καὶ φεύγαμε γεμάτοι. 
Κ. Ι.: Ἐγὼ ἔνιωθα νὰ πετῶ, φεύγοντας ἀπὸ κοντά του. 
Συνομιλητής: Γεώργιος Παπαζάχος, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: Γεροντικὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος

Άγιος Πορφύριος http://www.porphyrios.net/%ce%b3%ce%b5%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b6%ce%ac%cf%87%ce%bf%cf%82-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%ad%ce%bd%cf%84%ce%b5%cf%85%ce%be%ce%b7-%cf%83%cf%84%e1%bd%b8%ce%bd-2/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου