Σελίδες

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Γεώργιος Παπαζάχος. Συνέντευξη στὸν Κλεῖτο Ἰωαννίδη (Μέρος Α΄)

Κ. Ι.: Εἶναι μεγάλη ἡ χαρά μας, ποὺ ἔχουμε μαζί μας τὸν ἐπίκουρο Καθη­γη­τὴ τῆς καρδιολογίας κ. Γεώργιο Παπαζάχο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε θεράπων ἰατρὸς τοῦ Γέροντος Πορφυρίου γιὰ δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια. 
Γ.Π.: Δική μου ἡ χαρά, ποὺ μοῦ δίνετε τὴν εὐκαιρία νὰ πῶ λίγα πράγματα γιὰ τὸ μακαριστὸ Γέροντα. Οἱ καρδιολόγοι κάμνουμε πάντα στοὺς ἀσθενεῖς μας ψηλάφηση τῆς καρδιακῆς ὤσεως. Βάζουμε, δηλαδή, τὸ χέρι μας ἐπάνω στὸ ἀριστερὸ προκάρδιο καὶ ψηλαφοῦμε πῶς κτυπᾶ ἡ καρδιά. Ἐγὼ πάντοτε ἀγκάλιαζα τὸ Γέροντα Πορφύριο, ἔβαζα τὸ ἕνα χέρι μου στὸ ἀριστερὸ προκάρδιό του καὶ τὸ ἄλλο στὴν καρωτίδα, προκειμένου νὰ ἐξετάσω καὶ τὴν καρωτιδικὴ ὤση. Βέβαια, αὐτὰ εἶναι τυπικὰ πράγματα, ποὺ τὰ κάμνουμε σ’ ὅλους τους ἀσθενεῖς. Προκειμένου, ὅμως, γιὰ τὸ Γέροντα Πορφύριο, ἔκαμνα κάτι τὸ «πονηρό». Ἔβαζα τὰ χέρια μου ἐπάνω του περισσότερη ὥρα ἀπ’ ὅση χρειαζόμουν, γιὰ νὰ τὸν ἐξετάσω, ἔχοντας τὴν αἴσθηση ὅτι ψηλαφοῦσα ἕνα αὐριανὸ ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. 
Κ. Ι.: Εἶναι πολὺ ἐμφανὴς ἡ συγκίνησή σας, κύριε Παπαζάχο, βλέπω τὰ δάκρυα στὰ μάτια σας. Κι αὐτὸ κάνει ἀκόμη πιὸ ἔντονη καὶ τὴ δική μου συγκίνηση. 
Γ. Π.: Πρὶν προχωρήσουμε, ὅμως, παρακάτω, νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, κύριε Ἰωαννίδη, νὰ πῶ ὅτι πιθανῶς νὰ ὑπάρχουν κάποιοι, ποὺ νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ συνομιλίες γιὰ Γέροντες κι ἄλλα ἀνάλογα θέματα. Πρέπει νὰ σᾶς ὁμο­λογήσω ὅτι παλιὰ κι ἐμένα μ’ ἐνοχλοῦσαν. «Δὲν ἤσουν πιστός;» θὰ διερωτηθεῖ κάποιος. Ἀπαντῶ· βαπτισμένος ἤμουν, ἀγαποῦσα τὸ Θεό, πήγαινα στὴν ἐκκλησία. Πρέπει, ὅμως, νὰ ξεκαθαρίσω κάτι. Ἡ πίστη μου ἦταν πίστη λογική. Δεχόμουν, δηλαδή, μέσα στὴν ψυχή μου αὐτό, τὸ ὁποῖο δεχόταν ἡ λογική μου. Μποροῦσα, γιὰ παράδειγμα, νὰ δώσω ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς μου, προσφέροντας στὸν ἄλλο ἄνθρωπο, διότι λογικὰ ἤξερα ὅτι αὐτὸ εἶναι καλό, εἶναι σωστό, εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ γίνει. Βεβαίως νὰ δώσω χρήματα, ἂν εἶχα περισσότερα, στὸν πιὸ φτωχό, σ’ αὐτὸν ποὺ πεινοῦσε, γιατί εἶναι ἕνα ἔργο ποὺ τὸ θέλει ὁ Θεός. Τὸ ἔβρισκα, λοιπόν, λογικὸ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἔκαμνα. Ἔκαμνα ὅ,τι ἀνταποκρινόταν στὴ λογική. Μοῦ ἔλειπε ἡ πίστη ποὺ ἔχει ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ χωριοῦ, ἡ πίστη ποὺ δέχεται τὸ θαῦμα. Αὐτὸ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τὸ δεχθῶ. Ἄλλο νὰ λὲς καὶ νὰ παραδέχεσαι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνα ἱστορικὸ πρόσωπο, ὅτι δηλαδὴ γεννήθηκε κι ἔζησε ἐδῶ στὴ γῆ. Αὐτὸ ὅλοι τὸ γνωρίζουν κι ὅλοι τὸ παραδέχονται. Τί ἀμφισβητεῖται; Ἀμφισβητοῦν τὸ ἂν ἀναστήθηκε. Πίστη, λοιπόν, ἔχει αὐτός, ποὺ πιστεύει στὴν ἀνάσταση, στὸ θαῦμα. Γιατί τὰ λέω αὐτά; Διότι, ἂν αὐτὸς ποὺ θ’ ἀκούσει ἢ θὰ διαβάσει αὐτὰ ποὺ λέω, δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν πίστη, τότε θὰ νομίσει ὅτι ἐμένα μοὺ ἔχει σαλέψει τὸ λογικό, ὅτι δὲν εἶμαι στὰ καλά μου. Ἄν, ὅμως, ἔχει τὴν ἁπλὴ πίστη νὰ δεχθεῖ τὸ θαῦμα, τότε θὰ δεχθεῖ αὐτά, ποὺ θ’ ἀκούσει στὴ συνέχεια ἀπὸ ἐμένα γιὰ τὸ Γέροντα Πορφύριο. Θὰ διερωτηθεῖ ἴσως κάποιος. Ἕνας γιατρός, ἕνας ἐπίκουρος καθηγητὴς πανεπιστημίου, νὰ κάθεται νὰ μιλᾶ γιὰ πράγματα, ποὺ ἔκανε ἕνα γεροντάκι; Δὲν εἶναι ὑποτιμητικὸ αὐτό; Τοῦ ἀπαντῶ· εἶναι, ἀκριβῶς, τὸ ἀντίθετο. Διότι τὸ γεροντάκι αὐτὸ ἦταν ἕνας πραγματικὰ ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βοήθησε κι ἐμένα νὰ δεχθῶ τὴν πίστη αὐτὴ τῶν θαυμάτων, γεγονὸς πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή μου. 
Κ. Ι.: Πότε καὶ κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες γνωρίσατε, κύριε Παπαζάχο, τὸ Γέροντα Πορφύριο; Γ.Π.: Ὁ Γέρων Πορφύριος ὑπῆρξε ὁ συμπαθέστερος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχω γνωρίσει. Ἐκεῖνος τὸ θέλησε νὰ εἶμαι ὁ γιατρός του. Ὅταν τὸν Αὔγουστο τοῦ 1978, δεκατέσσερα σχεδὸν χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του, ὑπέστη ἔμφραγμα τοῦ μυοκαρδίου καὶ νοσηλεύθηκε στὴν Ἀθήνα, μὲ κάλεσε κάποιος συνάδελφος, Καθηγητὴς τῆς Ἰατρικῆς, πνευματικὸ τέκνο του, νὰ πάω νὰ τὸν δῶ. Εἶχα ἀκούσει γι’ αὐτόν, ἀλλὰ δὲν τὸν εἶχα γνωρίσει μέχρι τότε. Πῆγα, λοιπόν, στὸ σπίτι, στὸ ὁποῖο τὸν φιλοξενοῦσαν κι ἐκεῖ τὸν γνώρισα πρώτη φορά. Ἦταν κοντόσωμος, μ’ ἕνα γλυκύτατο πρόσωπο, γαλανὰ μάτια καὶ πλούσια γενειάδα. Ὅταν τελείωσα τὴν ἐξέταση, μοῦ εἶπε: — Ἐμεῖς οἱ δύο, Γιωργάκη μου, θὰ τὰ πᾶμε καλά. Ὅταν ἑτοιμαζόμουν νὰ φύγω, εἶπε στὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ μὲ πληρώσουν. Διαμαρτυρή­θη­κα: «Τί λέτε, Γέροντα; Ἀπὸ ἐσᾶς νὰ πάρω χρήματα; Ποτέ». «Τότε», λέει ὁ Γέροντας, «θὰ σὲ πληρώσουμε ἀλλιῶς, θὰ σὲ πληρώσουμε καλογερικά. Ἀφοῦ δὲν θέλεις χρήματα, θὰ σοῦ ποῦμε ἱστορίες». Καὶ προέτρεψε τὸ πνευματικό του τέκνο, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἔμενε, νὰ μοῦ πεῖ πῶς εἶχαν γνωριστεῖ. Καὶ τό­τε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ μοῦ διηγεῖται τὴν ἀκόλουθη ἱστορία: Στὸ χωριό του εἶχε ἕνα χωράφι ἕνα ἄλλο πνευματικὸ παιδὶ τοῦ Γέροντα. Τὸ χωράφι ἐκεῖνο δὲν εἶχε νερό. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γνώριζε τὴν ἱκανότητα τοῦ Γέροντος Πορφυρίου νὰ βρίσκει τὰ νερὰ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Ἔτσι τὸν παρακάλεσε νὰ πάει καὶ στὸ δικό του χωράφι νὰ τοῦ βρεῖ νερό. Ὁ Γέροντας δέχθηκε, ἀλλὰ ζήτησε ἀπ’ αὐτόν, ποὺ ἦταν, ὅπως εἴπαμε, πνευματικὸ παιδί του, νὰ πάει μόνος του στὸ χωράφι καὶ νὰ μὴν πάρει κανένα ἄλλο μαζί του. Αὐτός, ὅμως, δὲν ὑπάκουσε καὶ πῆρε μαζί του κι ἕνα ξάδελφό του, διότι ἔκανε τὴ σκέψη ὅτι, ἂν ὁ Γέροντας δὲν ἔβρισκε νερὸ στὸ δικό του χωράφι, θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ στὸ χωράφι τοῦ ξαδέλφου του, ποὺ ἦταν δίπλα στὸ δικό του καὶ νὰ τὸ μοιραστοῦν. Ὅταν, ὅμως, ἐκεῖνος ὁ ξάδελφος εἶδε στὸ χωράφι τὸ Γέροντα Πορφύριο, θύμωσε πολύ, ἐξαγριώθηκε κι ἄρχισε νὰ τοῦ μιλᾶ μὲ πολὺ ἀνοίκειο τρόπο καὶ μὲ ὑβριστικὲς ἐκφράσεις. Δὲν πίστευε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος καὶ νόμιζε ὅτι ὁ Γέρων Πορφύριος πήγαινε νὰ ξεγελάσει τὸν ξάδελφό του καὶ μάλιστα νὰ χρηματιστεῖ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὑπόθεση .Στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ἀφήγησης τῆς ἱστορίας πῆρε τὸ λόγο ὁ Γέρων Πορφύριος, γιὰ νὰ συνεχίσει ὁ ἴδιος τὴν ἱστορία: «Ὅπως φώναζε καὶ μὲ ὕβριζε καὶ μὲ κατηγοροῦσε γιὰ χίλια δύο πράγματα, τοῦ εἶπα: ‘Σήκωσε τὴ φανέλα σου νὰ δοῦμε τὶς δύο ἐγχειρήσεις, ποὺ ἔκανες. Διότι, ὅπως ξέρω ὅτι ἐσὺ ἔκανες δύο ἐγχειρήσεις, ἔτσι ξέρω κι ἂν σ’ αὐτὸ τὸ χωράφι, ἔχει ἢ δὲν ἔχει νερό’. Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ἐκεῖνος, περισσότερο θύμωσε καὶ περισσότερο μὲ ὕβριζε, ὅτι δῆθεν ἔλεγα ψέματα κι ὅτι ποτὲ δὲν ἔκανε ἔστω καὶ μία ἐγχείρηση. Ἐπεκαλεῖτο μάλιστα καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ ξαδέλφου του, τοῦ πνευματικοῦ μου παιδιοῦ δηλαδή, ὁ ὁποῖος ὄντως συμφωνοῦσε ὅτι δὲν εἶχε κάνει ποτὲ ἐγχείρηση ὁ ξάδελφός του. Δὲν δεχόταν, ὅμως, νὰ σηκώσει τὴ φανέλα του. Ὁρμῶ τότε ἐπάνω του μὲ μία δύναμη καὶ τοῦ ἀνασηκώνω τὴ φανέλα. Βλέπουμε τότε μία τομὴ ἀπὸ ἐγχείρηση, ἡ ὁποία ἦταν λοξὴ ἀπὸ τὸ στέρνο πρὸς τὰ κάτω καὶ μία ἄλλη τομή, ἐπίσης ἀπὸ ἐγχείρηση, λοξὴ κι αὐτή, στὴν κοιλιά, κάτω χαμηλά. Τί εἶχε γίνει; Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ἕνα χρόνο πρίν, εἶχε πάει νὰ ἐργαστεῖ στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ ἔπαθε διάτρηση τοῦ στομάχου, τρύπησε τὸ στομάχι του καὶ βγῆκαν τροφὲς στὸ περιτόναιο. Τὸν μετέφεραν ἐπειγόντως στὸ νοσοκο­μεῖο, τοῦ ἔκαναν ἐγχείρηση καὶ τοῦ ἕραψαν τὴ διάτρηση, γιὰ νὰ μὴ φεύγει τὸ περιεχόμενο τοῦ στομάχου· αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη τομή, ποὺ εἶχε. Ὕστερα, ὅμως ἀπὸ λίγες μέρες δημιουργήθηκε περιτονίτιδα, λόγω τῆς ἐξόδου τοῦ περιεχομένου τοῦ στομάχου στὸ περιτόναιο, στὴν κοιλιακὴ κοιλότητα δηλαδή, ὁπότε τοῦ ἔκαναν δεύτερη ἐγχείρηση κι ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ δεύτερη τομή. Αὐτός, ὅμως, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ στὸ χωριό του, δὲν εἶπε σὲ κανένα τίποτε γι’ αὐτὲς τὶς δύο ἐγχειρήσεις ποὺ εἶχε κάνει, διότι ὁρισμένες φορὲς στὰ χωριά μας οἱ κοπέλες δὲν παντρεύονται ἄντρες, ποὺ ἔχουν κάνει ἐγχείρηση. Κι ἐπειδὴ ἦταν ἀνύπαντρος, τὸ ἀπέκρυψε». Καὶ συνέχισε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Ἄκου τώρα νὰ σοῦ πῶ τί ἔκανε μόλις τοῦ σήκωσα τὴ φανέλα καὶ φάνηκαν οἱ δύο τομές. Γονάτισε μπροστά μου, ἄρχισε νὰ κλαίει, ν’ ἀγκαλιάζει τὰ πόδια μου καὶ νὰ φωνάζει: ‘Πές μου ποιὸς ἅγιος εἶσαι, γιατί ἐσὺ δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, εἶσαι ἅγιος’. Καὶ κλαίοντας ἔφυγε τρεχτὸς γιὰ τὸ χωριό. Μείναμε στὸ χωράφι τὸ πνευματικό μου παιδὶ κι ἐγώ. Πράγματι βρῆκα νερὸ στὸ χωράφι, ἀλλὰ δὲν ἦταν καλό· ἦταν νερὸ ἁλμυρό, λύσσα, τῆς θάλασσας. Μάλιστα, τὸ μέτρησα· ἦταν εἰκοσιεπτὰ ὀργιὲς βάθος. Σὲ λίγο βλέπουμε νὰ φτάνει στὸ χωράφι, ποὺ εἴμαστε, ὁλόκληρο τὸ χωριό, μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα μπροστά, μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα καὶ τὸ δάσκαλο νὰ προπορεύονται. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἐκεῖνος ὁ ἐξαγριωμένος ἄνθρωπος μετεστράφη ἀπὸ τὴ μία στιγμὴ στὴν ἄλλη, πῆγε κλαμένος στὸ χωριό, κτύπησε τὶς καμπάνες, πῆγε στὰ καφενεῖα, μάζεψε τοὺς κατοίκους καὶ τοὺς εἶπε νὰ πᾶνε ὅλοι μαζὶ νὰ δοῦν ἕνα ἅγιο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό τους. Τοὺς διηγόταν τί εἶχε συμβεῖ καὶ τοὺς ἔδειχνε τὶς τομές του ἀπὸ τὶς δύο ἐγχειρήσεις, ποὺ εἶχε κάνει. Μὲ πῆραν, λοιπόν, στὸ χωριὸ καὶ κάθησα ἐκεῖ μία ἑβδομάδα κι ἐξομο­λόγησα ὁλόκληρο τὸ χωριό».
 Συνομιλητής: Γεώργιος Παπαζάχος, Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Γεροντικὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος“

Άγιος Πορφύριος http://www.porphyrios.net/%CE%B3%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B6%CE%AC%CF%87%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%85%CE%BE%CE%B7-%CF%83%CF%84%E1%BD%B8%CE%BD-%CE%BA/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου