Σελίδες

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ἑρμηνεία Παλαιᾶς Διαθήκης (ΣΤ΄) – (Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)


          IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
 
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
ακώβ παίρνει μέ πάτη τήν ελογία το σαάκ
(27,1-45)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Εἴδαμε ὅτι Ἡσαῦ πούλησε τά πρωτοτόκιά του στόν Ἰακώβ (25,27-34) καί ἴδιος νυμφεύθηκε μέ εἰδωλολάτριδες γυναῖκες (26,34-35). Ὁ «βέβηλος», λοιπόν, Ἡσαῦ (Ἑβρ. 12,16) ἔπρεπε νά ἀποκλεισθεῖ ἀπό τήν ἱερή οἰκογένεια, ὅπως προηγουμένως ὁ Ἰσμαήλ.  Στό ἐπεισόδιο τῆς περικοπῆς μας ἐδῶ θαυμάζουμε μία παράδοξη ἀνάμειξη τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου. Ὁ Ἰακώβ ἔλαβε ἀπό τόν πατέρα του Ἰσαάκ τήν εὐλογία τῶν πρωτοτοκίων, ἀλλά τήν ἔλαβε μέ δόλο, κατά τήν συμβουλή τῆς μητέρας του. Εἶναι ἄξιος ἐπαίνων ὁ Ἰακώβ, γιατί ἐπιθυμοῦσε αὐτήν τήν ὑψηλή εὐλογία τῶν πρωτοτοκίων, καί ἅρμοζε σ’ αὐτόν, πραγματικά, ἡ εὐλογία αὐτή, ὅπως τό εἶχε προείπει ὁ Θεός (25,23). Καί ἡ μητέρα Ρεβέκκα δικαιολογεῖται, λοιπόν, γιατί παρενέβη στό νά λάβει ὁ Ἰακώβ τά πρωτοτόκια, γιατί γνώριζε τήν ἐκλογή αὐτή τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τοῦ Ἰακώβ· τό λάθος της ὅμως συνίσταται στό ὅτι ἐπέσπευσε μέ δόλιο τρόπο, ὅπως βλέπουμε στήν περικοπή μας, τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως αὐτῆς τοῦ Θεοῦ. Καί τό φταίξιμο, πάλι, εἶναι στόν Ἰσαάκ, γιατί ἤθελε νά δώσει τήν εὐλογία τῶν πρωτοτοκίων στόν Ἡσαῦ (στίχ. 4), ἐνῶ ἐγνώριζε καί αὐτός ὅτι ἡ προτίμηση τοῦ Θεοῦ ἦταν πρός τόν Ἰακώβ (25,23)· καί ὁ Ἰσαάκ, πάλι, φαίνεται ὅτι ἀδιαφόρησε γιά τήν παραβίαση τοῦ ἀβραμικοῦ νόμου ἀπό τόν Ἡσαῦ, μέ τό νά νυμφευθεῖ εἰδωλολάτριδες γυναῖκες (26,34). – Ὁ Ἰσαάκ ἀπατηθείς εὐλόγησε τόν Ἰακώβ (στίχ. 27β ἑξ.). Ὁ Ἰακώβ θά εἶναι σάν τόν Ἀβραάμ (12,3) πηγή εὐλογίας ἤ κατάρας, ἀνάλογα μέ τήν στάση πού θά λαμβάνει κάποιος ὡς πρός αὐτόν καί τήν φυλή του. Γιά νά δικαιολογήσουμε κάπως τήν ἀπατηλή συμπεριφορά τοῦ Ἰακώβ, πρέπει νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τά ἑξῆς: α) Τόν ὤθησε ἡ μητέρα του στήν ἀπάτη· β) Ἐπιθυμοῦσε πολύ τά πρωτοτόκια, πράγμα πού εἶναι ἀξιέπαινο· γιατί τά πρωτοτόκια σήμαιναν ὅτι αὐτός πού τά κατεῖχε θά γινόταν  ὁ ἀγωγός τῶν ὑπεσχημένων θαυμαστῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. γ) Θά νόμιζε ὅτι δέν θά μποροῦσε νά πετύχει τόν σκοπό του μέ ἄλλο τρόπο. δ) Διεπίστωσε τήν ἀδιαφορία τοῦ Ἡσαῦ γιά τά πρωτοτόκια καί ε) τιμωρήθηκε γιά τήν ἀπάτη του.
Ὁ Ἰσαάκ γνώρισε ὅτι ἀπατήθηκε, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Ἡσαῦ ἀπό τό κυνήγι του, καί ταράχθηκε (στίχ. 33). Ὁ Ἡσαῦ προσπάθησε νά λάβει καί αὐτός τώρα μέ τήν σειρά του εὐλογία (στίχ. 34 ἑξ.). Καί τήν ἔλαβε μέ πιεστικές παρακλήσεις. Ἡ εὐλογία ὅμως σ’ αὐτόν, τόν πρωτότοκο υἱό, εἶναι πολύ κατώτερη ἀπό ἐκείνη πού δόθηκε στόν Ἰακώβ (βλ. στίχ. 39-40): Ὁ Ἡσαῦ θά κατοικοῦσε μιά χώρα πού, γιά τήν ἀκαρπία της, θά τόν ἀνάγκαζε σέ περιπλάνηση, σέ χρήση τῶν ὅπλων καί σέ ληστεία. Ἡ μοναδική παρηγορία στόν Ἡσαῦ ἦταν ὅτι, κατά τήν προφητεία πού τοῦ ἐλέχθη, κάποτε οἱ ἀπόγονοί του Ἐδωμαῖοι (ἤ Ἰδουμαῖοι) θά ἀποστατήσουν ἀπό τούς κυρίους τους Ἰουδαίους καί θά συντρίψουν τόν ζυγό τους (στίχ. 40). – Ὁ ὀργίλος Ἡσαῦ ζητοῦσε ἐκδίκηση κατά τοῦ ἀδελφοῦ του γιά τήν ἀπάτη πού τοῦ ἔκανε (στίχ. 41), γι᾽ αὐτό καί ἡ Ρεβέκκα, αὐτή ἡ τολμηρή μητέρα, φρόντισε νά ἀπομακρύνει τόν ἀγαπημένο της υἱό ἀπό κοντά της, γιά νά μήν τοῦ συμβεῖ κακό (στίχ. 41-45). Ὡραῖος πνευματικός ὑπομνηματισμός τῆς ἱστορίας αὐτῆς εἶναι αὐτός ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Μή τις... βέβηλος ὡς ὁ Ἡσαῦ, ὅς ἀντί βρώσεως μιᾶς ἀπέδοτο τά πρωτοτόκια αὐτοῦ· ἴστε γάρ ὅτι καί μετέπειτα, θέλων κληρονομῆσαι τήν εὐλογίαν, ἀπεδοκιμάσθη· μετανοίας γάρ τρόπον οὐχ εὗρε, καίπερ μετά δακρύων ἐκζητήσας αὐτήν» (Ἑβρ. 12,16-17). Ὁ Ἡσαῦ τιμωρήθηκε πολύ σκληρά γιά τό ὅτι θεώρησε τά πρωτοτόκια γιά εὐτελές πράγμα καί τά πούλησε.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
27,1Καί ἀφοῦ γέρασε ὁ Ἰσαάκ καί τά μάτια του σκοτίστηκαν τόσο, ὥστε δέν ἔβλεπαν, ἐκάλεσε τόν Ἡσαῦ, τόν μεγαλύτερο υἱό του, καί τοῦ εἶπε: «Υἱέ μου»! «Ἐδῶ εἶμαι», ἀπάντησε ἐκεῖνος. 2Καί εἶπε ὁ Ἰσαάκ: «Τώρα εἶμαι πιά γέροντας καί δέν γνωρίζω τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου μου· 3πάρε, λοιπόν, τά ὅπλα σου, τήν φαρέτρα σου καί τό τόξο σου καί πήγαινε στούς ἀγρούς καί φέρε μου θήραμα. 4Ἔπειτα κάνε μου φαγητό, ὅπως μοῦ ἀρέσει, καί φέρε μου νά φάω, γιά νά σέ εὐλογήσω προτοῦ πεθάνω». 5Ἡ Ρεβέκκα ὅμως ἄκουσε ὅταν μιλοῦσε ὁ Ἰσαάκ στόν υἱό του Ἡσαῦ. Ὁ δέ Ἡσαῦ πῆγε στούς ἀγρούς, γιά νά κυνηγήσει κυνήγι γιά τόν πατέρα του.
6Τότε εἶπε ἡ Ρεβέκκα στόν Ἰακώβ, τόν μικρότεροα υἱό της: «Πρόσεξε· ἄκουσα τόν πατέρα σου νά μιλάει στόν ἀδερφό σου Ἡσαῦ καί νά λέει: 7“Φέρε μου θήραμα καί κάνε μου φαγητό, γιά νά φάω καί νά σέ εὐλογήσω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου προτοῦ νά πεθάνω”. 8Τώρα, λοιπόν, υἱέ μου, ἄκουσέ με στήν συμβουλή πού σοῦ δίνω. 9Πήγαινε τώρα στό ποίμνιο καί φέρε μου ἀπό ’κεῖ δύο ἐρίφια τρυφερά καί καλά, γιά νά τά κάνω ἐδέσματα στόν πατέρα σου, ὅπως τοῦ ἀρέσει. 10Καί θά τά δώσεις στόν πατέρα σου νά φάει, γιά νά σέ εὐλογήσει προτοῦ νά πεθάνει».
11Καί εἶπε ὁ Ἰακώβ στήν μητέρα του Ρεβέκκα: «Ὁ ἀδελφός μου Ἡσαῦ εἶναι δασύτριχος, ἐνῶ ἐγώ εἶμαι λεῖος. 12Ἄν τυχόν μέ ψηλαφήσει ὁ πατέρας μου θά φανῶ σ’ αὐτόν ὡς ἀπατεώνας καί θά πάρω ἐπάνω μου κατάρα καί ὄχι εὐλογία». 13«Ἄς ἔρθει ἐπάνω μου ἡ κατάρα σου, παιδί μου», τοῦ ἀπάντησε ἡ μητέρα του. «Μόνο ἄκουσε τήν συμβουλή μου καί πήγαινε νά μοῦ φέρεις (αὐτά)». 14Πῆγε, λοιπόν, καί τά ἔλαβε καί τά ἔφερε στήν μητέρα του. Ἔκανε δέ ἡ μητέρα του φαγητά, ὅπως ἄρεσε στόν πατέρα του. 15Καί ἀφοῦ ἔλαβε ἡ Ρεβέκκα τήν καλή στολή τοῦ Ἡσαῦ, τοῦ μεγαλύτερου υἱοῦ της, πού τήν εἶχε στό σπίτι, ἔντυσε μέ αὐ­τήν τόν Ἰακώβ, τόν νεώτερο υἱό της. 16Καί μέ τά δέρματα τῶν ἐρίφων σκέπασε τά χέρια του καί τά γυμνά μέρη τοῦ λαιμοῦ του. 17Καί παρέδωσε τά ἑδέσματα καί τούς ἄρτους, τούς ὁποίους εἶχε ἑτοιμάσει, στά χέρια τοῦ υἱοῦ της Ἰακώβ.
18Τότε αὐτός πῆγε στόν πατέρα του καί εἶπε: «Πατέρα»! «Ἐδῶ εἶμαι», εἶπε ἐ­κεῖνος. «Ποιός εἶσαι, παιδί μου;». 19Καί ὁ Ἰακώβ εἶπε στόν πατέρα του: «Εἶμαι ὁ Ἡσαῦ, τό πρωτότοκο παιδί σου· ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπες. Σήκω, λοιπόν, κάθησε καί φάγε ἀπό τό κυνήγι μου, γιά νά μέ εὐλογήσει ἡ ψυχή σου». 20Καί εἶπε ὁ Ἰσαάκ στόν υἱό του: «Πῶς μπόρεσες νά βρεῖς τόσο σύντομα, παιδί μου;». «Γιατί Κύριος ὁ Θεός σου τό ἔφερε στόν δρόμο μου», εἶπε αὐτός. 21Καί εἶπε ὁ Ἰσαάκ στόν Ἰακώβ: «Πλησίασε, παιδί μου, γιά νά σέ ψηλαφήσω, νά δῶ ἄν ἐσύ εἶσαι ὁ υἱός μου Ἡσαῦ ἤ ὄχι».
22Τότε πλησίασε ὁ Ἰακώβ στόν Ἰσαάκ τόν πατέρα του καί αὐτός τόν ψηλάφησε καί εἶπε: «Ἡ μέν φωνή, φωνή Ἰακώβ, τά δέ χέρια, χέρια Ἡσαῦ». 23Δέν τόν ἀναγνώρισε, λοιπόν, γιατί τά χέρια του ἦταν δασύτριχα, ὅπως τά χέρια τοῦ ἀδελφοῦ του Ἡσαῦ. Καί τόν εὐλόγησε. 24Καί εἶπε: «Ἐσύ εἶσαι, πραγματικά, ὁ υἱός μου Ἡσαῦ;». «Ἐγώ», ἀπάντησε ἐ­κεῖνος. 25«Φέρε μου νά φάω ἀπό τό κυνήγι σου, παιδί μου, γιά νά σέ εὐλογήσει ἡ ψυχή μου». Καί τοῦ ἔφερε καί ἔφαγε· τοῦ ἔφερε δέ καί οἶνο καί ἤπιε. 26Εἶπε δέ σ’ αὐτόν ὁ Ἰσαάκ ὁ πατέρας του: «Πλησίασέ με καί φίλησέ με, παιδί μου». 27Καί πλησίασε καί τόν ἐφίλησε· ὀσφράνθηκε δέ (ὁ Ἰσαάκ) τήν ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του καί τόν εὐλόγησε λέγοντας:
«Ἰδού ἡ ὀσμή τοῦ υἱοῦ μου
εἶναι ὡς ὀσμή πλούσιου ἀγροῦ,
τόν ὁποῖο εὐλόγησε ὁ Κύριος.
28Εἴθε νά σοῦ δώσει ὁ Θεός
ἀπό τήν δρόσο τοῦ οὐρανοῦ
καί ἀπό τό πάχος τῆς γῆς
καί ἀφθονία σίτου καί οἴνου.
29Ἔθνη νά σοῦ δουλεύσουν
καί ἄρχοντες νά σέ προσκυνήσουν.β
Νά εἶσαι κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου
καί νά σέ προσκυνήσουν
οἱ υἱοί τοῦ πατέρα σου.γ
Καταραμένος νά εἶναι
ὅποιος σέ καταριέται
καί εὐλογημένος
ὅποιος σέ εὐλογεῖ»!
30Ἀφοῦ δέ ὁ Ἰσαάκ τελείωσε τήν εὐλογία του πρός τόν Ἰακώβ τόν υἱό του, μόλις ὁ Ἰακώβ ἔφυγε ἀπό τόν πατέρα του Ἰσαάκ, ὁ Ἡσαῦ ὁ ἀδελφός του ἐπέστρεψε ἀπό τό κυνήγι. 31Ἔκανε δέ καί αὐτός ἐδέσματα καί τά ἔφερε στόν πατέρα του. «Ἄς σηκωθεῖ ὁ πατέρας μου», εἶπε στόν πατέρα του, «καί ἄς φάει ἀπό τό θήραμα τοῦ υἱοῦ του, γιά νά μέ εὐλογήσει ἡ ψυχή σου». 32«Ποιός εἶσαι ἐσύ;», εἶπε σ’ αὐτόν ὁ πατέρας του Ἰσαάκ. «Εἶμαι ὁ υἱός σου», εἶπε αὐτός, «ὁ πρωτότοκός σου Ἡσαῦ». 33Τότε ὁ Ἰσαάκ ἐξεπλάγη πολύ, πάρα πολύ καί εἶπε: «Ποιός, λοιπόν, ἦταν ἐκεῖνος πού κυνήγησε θήραμα καί μοῦ τό ἔφερε καί ἔφαγα ἀπό ὅλα, προτοῦ νά ἔρθεις, καί τόν εὐλόγησα; Καί θά εἶναι εὐλογημένος»! 34Ὅταν ὁ Ἡσαῦ ἄκουσε τά λόγια τοῦ πατέρα του Ἰσαάκ, κραύγασε μέ φωνή μεγάλη καί πολύ θλιβερή καί εἶπε: «Ἀλλά εὐλόγησε καί μένα, πατέρα». 35Ἐκεῖνος δέ τοῦ ἀπάντησε: «Ἦρθε ὁ ἀδελφός σου καί ἔλαβε τήν εὐλογία μέ δόλο». 36Ὁ δέ (Ἡσαῦ) εἶπε: «Δίκαια ἐκλήθη τό ὄνομά του Ἰακώβ (ὑποσκελιστής)· γιατί τώρα μέ ὑποσκέλισε γιά δεύτερη φορά· πῆρε τά πρωτοτόκιά μου καί τώρα πῆρε καί τήν εὐλογία μου»! Καί εἶπε ἀκόμα ὁ Ἡσαῦ στόν πατέρα του: «Δέν φύλαξες εὐλογία καί γιά μένα, πατέρα;». 37Καί ὁ Ἰσαάκ ἀπαντώντας στόν Ἡ­σαῦ τοῦ εἶπε: «Ἐφ’ ὅσον ἔκανα αὐτόν κύριό σου και ὅλους τούς ἀδελφούς του τούς ἔκανα δούλους του, καί προμήθευσα αὐτόν μέ σίτο καί οἶνο, τί μπορῶ πιά νά κάνω γιά σένα, παιδί μου;». 38Καί ὁ Ἡσαῦ εἶπε στόν πατέρα του: «Δέν σοῦ ἀπόμεινε καμμιά εὐλογία, πατέρα; Εὐλόγησε, σέ παρακαλῶ, καί μένα, πατέρα». Καί συγκινήθηκε ὁ Ἰσαάκ.δ Ὁ δέ Ἡσαῦ ὕψωσε τήν φωνή του καί ἔκλαψε. 39Καί τότε ὁ Ἰσαάκ, ὁ πατέρας του, εἶ­πε σ’ αὐτόν:
«Μακρυά ἀπό τά εὔφορα μέρη τῆς γῆς
θά εἶναι ἡ κατοικία σου,
μακρυά ἀπό τήν δρόσο
τοῦ οὐρανοῦ ἄνωθεν.
40Θά ζεῖς μέ τό ξίφος σου
καί θά γίνεις δοῦλος τοῦ ἀδελφοῦ σου.
ἀλλά ὅταν ἀποστατήσεις,
θά συντρίψεις τόν ζυγό του
ἀπό τόν τράχηλό σου».
41Ἔτσι ὁ Ἡσαῦ μισοῦσε τόν Ἰακώβ γιά τήν εὐλογία μέ τήν ὁποία τόν εὐλόγησε ὁ πατέρας του. «Ἄς περάσουν οἱ μέρες τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα μου», εἶπε μέσα του ὁ Ἡσαῦ, «καί τότε θά σκοτώσω τόν ἀδελφό μου τόν Ἰακώβ». 42Ἀναγγέλθηκαν ὅμως στήν Ρεβέκκα οἱ λόγοι τοῦ Ἡσαῦ, τοῦ μεγαλύτερου υἱοῦ της, καί ἔστειλε καί κάλεσε τόν Ἰακώβ, τόν νεώτερο υἱό της, καί εἶπε σ’ αὐτόν: «Τώρα, ὁ ἀδελφός σου Ἡσαῦ ἀπειλεῖ ὅτι θά σέ φονεύσει· 43ἄκουσέ με, λοιπόν, παιδί μου· Σήκω καί φύγε στήν Μεσοποταμία, στήν Χαρράν, στόν ἀδελφό μου Λάβαν, 44καί μεῖνε μαζί του γιά λίγο, 45μέχρις ὅτου νά περάσει ὁ θυμός καί ἡ ὀργή τοῦ ἀδελφοῦ σου σέ σένα καί νά ξεχάσει ὅσα τοῦ ἔκανες. Τότε ἐγώ θά στείλω καί θά σέ καλέσω ἀπό ’κεῖ. (Θά κάνεις ἔτσι) μή τυχόν χάσω καί τούς δυό σας σέ μιά μέρα».
α. Ἡ φράση «τόν ἐλάσσω» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
β. Κατά τό Ἑβρ.: «Λαοί νά σοῦ δουλεύσουν καί ἔθνη νά σέ προσκυνήσουν».
γ. «... οἱ υἱοί τῆς μητέρας σου», κατά τό Ἑβρ.
δ. Τό «κατανυχθέντος δέ Ἰσαάκ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
27,1-45. Γιαχβική διήγηση ἐγκωμιάζουσα τό τέχνασμα τοῦ Ἰακώβ, ἀλλά διαφοροποιηθείσα στήν τελική σύνταξή της, μέ διακριτική ἀποδοκιμασία γιά τήν πονηρία τῆς Ρεβέκκας καί μέ οἶκτο γιά τόν Ἡσαῦ. Στήν πράξη τοῦ Ἰακώβ ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος καί ἄλλοι βλέπουν ἕνα ἐπαινετό ψέμα· διάφοροι Πατέρες καί ἑρμηνευτές δικαιολογοῦν τόν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἐπέτυχε νά ἐπικρατήσει τοῦ Ἡσαῦ, ἀφοῦ ἀγόρασε τό δικαίωμα τῶν πρωτοτοκίων ἀπ᾿ αὐτόν. Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἀπορρίπτει τήν κατά γράμμα ἔννοια καί βλέπει στόν Ἰακώβ τόν Ἰησοῦ Χριστό φορτωμένο μέ τά ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων. Στόν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ὑπεσκέλισε τόν Ἡσαῦ, βλέπει τούς Ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι ἀντικατέστησαν τούς Ἰουδαίους: «Non mendacium sed mysterium». Τό ψέμα τοῦ Ἰακώβ ἀναφέρεται ἀπό τήν Γραφή χωρίς νά ἐπιδοκιμάζεται ἀπό αὐτήν, καί μάλιστα ἀναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τήν ἀτελῆ ἠθική της, σχετικά πρός τό ὕψος τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐδῶ ἔχουμε τό μυστήριο τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, πού χρησιμοποιεῖ γιά τούς σκοπούς του αὐτά τά λάθη τῶν ἀνθρώπων, γιατί εἶναι ἐλεύθερος στήν ἐκλογή του: Προτίμησε ἀπό τόν Ἡσαῦ τόν Ἰακώβ, πρίν ἀκόμη γεννηθοῦν (25,23 ἑξ. Βλ. Μαλαχ. 1,2 ἑξ. Ρωμ. 9,13). 27,4. Ποίησόν μοι ἐδέσματα ὡς φιλῶ ἐγώ. Ἀρχικά αὐτό ἐσήμαινε ἴσως τήν ἀνάγκη ἑνός βοηθητικοῦ ὑλικοῦ γιά νά ἐκφωνήσει τήν εὐλογία, νοουμένη ὡς μία δύναμη πηγάζουσα ἀπό τήν ψυχή. 27,6. Ἡ Ρεβέκκα προτιμᾶ τόν Ἰακώβ, ὅπως ὁ Ἰσαάκ προτίμησε τόν Ἡσαῦ, 25,28. 27,20. Αὐτή ἡ ἀναφορά στόν Γιαχβέ σέ ψέμα φαίνεται σέ μᾶς ὡς βλάσφημη, ἀλλά ἡ νοοτροπία τῆς ἀνατολῆς δέν ἔβλεπε κακό σ᾽ αὐτό, ἐπειδή ἀνέφεραν τά πάντα στόν Θεό παραβλέποντας τά δευτερεύοντα αἴτια. 27,27. Αὐτή ἡ εὐλογία, ἡ ὁποία ὑπόσχεται στόν Ἰακώβ, τόν ποιμένα, μία εὐτυχία ἀγροτική, καθώς καί αὐτή τοῦ Ἡσαῦ (στίχ. 39-40), δέν ἐφαρμόζονται στούς πατριάρχες, ἀλλά στούς λαούς πού προέρχονται ἀπό αὐτούς. Οἱ Ἰσραηλῖτες θά καταλάβουν τήν πλούσια γῆ τῆς Παλαιστίνης, στίχ. 28, καί θά ὑποτάξουν τούς Ἐδωμῖτες, στίχ. 29. Πρέπει πάντως νά σημειωθεῖ πώς αὐτή ἡ εὐλογία διαφέρει ἐκείνων τῶν εὐλογιῶν πού ὁ Θεός εἶχε ἀπονείμει στόν Ἀβραάμ, τήν ὑπόσχεση περί ἑνός ἀπογόνου καί μιᾶς γῆς, 12,1-3· 13,14-16 κ.ἄ. καί πού ἀνανεώθηκαν στόν Ἰακώβ, 28,13-15. Εἶναι εὐλογία μιᾶς ἄλλης ἀπόψεως, ὄχι πιά ἐκείνης τῆς πατριαρχικῆς ἐποχῆς. 27,33. Οἱ εὐλογίες (ὅπως καί οἱ κατάρες) φέρουν βέβαιο ἀποτέλεσμα καί εἶναι ἀμετάκλητες, ἐφ᾽ ὅσον δοθοῦν. 27,36. Δικαίως ἐκλήθη τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰακώβ... Ὁ Ἰακώβ («Για῾ακώβ») ὑποσκέλισε («για῾ακώβ») τόν Ἡσαῦ, βλ. σχόλιο 25,25. – Τά τε πρωτοτόκιά μου εἴληφε. Βλ. 25,29-34. Ἔχουμε ἕνα λογοπαίγνιο τῶν λέξεων «πρωτοτόκια» («μπεχωρά») καί «εὐλογία» («μπεραχά»). 27,38. Αὐτή ἡ σιωπή τοῦ Ἰσαάκ, αὐτά τά δάκρυα τοῦ Ἡσαῦ, τοῦ σκληροῦ ἀνθρώπου τῆς ἐρήμου, δίνουν μιά συγκινητική εἰκόνα. 27,39.40. Ὁ Ἡσαῦ (δηλαδή, οἱ ἀπόγονοί του, βλ. τό σχόλιο στόν στίχ. 27) θά κατοικήσει ἔξω ἀπό τήν εὔφορη Παλαιστίνη (ἡ Βουλγάτα δίνει ἐδῶ μιά ἀντίθετη ἔννοια) καί θά ὑποταχθεῖ στόν Ἰακώβ (στούς ἀπογόνους του, Β´ Βασ. 8,13-14). Ὅλα δόθηκαν στόν ἀδελφό του, στίχ. 37, καί ἡ μόνη εὐλογία πού τοῦ ἀπομένει εἶναι τό «ἐπί τῇ μαχαίρᾳ σου ζήσῃ», ἀπό ἁρπαγή καί ληστεία. 27,40. Ἔσται δέ... Αὐτή ἡ τελευταία φράση, ὄχι ρυθμική, προσετέθη πιθανῶς μετά ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἐδωμιτῶν (Β´ Βασ. 8,20-22). 27,45. Ὁ Ἡσαῦ θά ἔπεφτε, ὡς φονεύς, ὑπό τήν ἐκδίκηση τοῦ αἵματος (βλ. σχόλ. εἰς Ἀριθμ. 35,19).
σαάκ στέλνει τόν ακώβ στόν Λάβαν
(27,46-28,5)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ρεβέκκα, γιά νά κάνει νά δεχθεῖ Ἰσαάκ τήν φυγή τοῦ Ἰακώβ, προφασίζεται μία ἄλλη αἰτία: Τήν ἀνάγκη τοῦ γάμου τοῦ υἱοῦ της σέ χώρα ἔξω ἀπό τήν Χαναάν. Τό παράπονο τῆς Ρεβέκκας γιά τίς γυναῖκες τοῦ Ἡσαῦ (στίχ. 46) ὑπενθύμισε στόν Ἰσαάκ τήν κλήση του καί τό καθῆκον του νά φροντίσει γιά τόν γάμο τοῦ Ἰακώβ μέ τρόπο πού ἀνταποκρίνεται στίς θεῖες ὑποδείξεις. Κάλεσε λοιπόν τόν Ἰακώβ καί τόν ἔστειλε στήν Μεσοποταμία, στούς συγγενεῖς τῆς μητέρας του, μέ τήν ὑπόδειξη νά ζητήσει ἀπό ἐκεῖ γιά τόν ἑαυτό του μιά γυναίκα καί ὄχι ἀπό τήν Χαναάν. Ὁ Ἰσαάκ φανερώνεται ἐδῶ νά ἔχει μιά στενότερη γνωριμία μέ τήν συγγενική του οἰκογένεια στήν Μεσοποταμία ἀπό ἐκείνη πού εἶχε ὁ Ἀβραάμ (σύγκρ. μέ 24,4), γι’ αὐτό καί ἔστειλε τόν Ἰακώβ μόνο του καί ὄχι μέ ἀπεσταλμένο, ὅπως εἶχε κάνει ὁ Ἀβραάμ γιά τόν Ἰσαάκ. – Στήν περικοπή μας βλέπουμε νά χωρίζονται τά δύο ἀδέλφια, πράγμα πού προφητεύθηκε στό 25,23. Ἔτσι καί ὁ Ἰσμαήλ εἶχε χωριστεῖ ἀπό τόν Ἰσαάκ (21,10)· ὁ Ἰσαάκ καί ὁ Ἰακώβ ἔπρεπε νά εἶναι χωρισμένοι ἀπό τά ἄλλα ἔθνη, γιά νά γίνουν ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
27,46Καί εἶπε Ρεβέκκα στόν Ἰσαάκ: «Ἀηδίασα τήν ζωή μου ἀπό τίς θυγατέρες τῶν Χεττιτῶν· ἄν πάρει καί Ἰακώβ γυναίκα ἀπό τίς θυγατέρες αὐτῆς τῆς χώρας, τί μέ ὠφελεῖ νά ζῶ;».
28,1Καί ὁ Ἰσαάκ, ἀφοῦ κάλεσε τόν Ἰακώβ, τόν εὐλόγησε καί τοῦ ἔδωσε αὐτή τήν ἐντολή: «Δέν θά πάρεις γυναίκα ἀπό τίς θυγατέρες τῶν Χαναναίων· 2σήκω καί πήγαινε στήν Μεσοποταμία,α στήν οἰκία τοῦ Βαθουήλ, τοῦ πατέρα τῆς μητέρας σου, καί πάρε ἀπό ’κεῖ γιά τόν ἑαυτό σου γυναίκα ἀπό τίς θυγατέρες τοῦ Λάβαν, τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητέρας σου. 3Εἴθε ὁ Θεός μου νά σέ εὐλογήσει καί νά σέ αὐξήσει καί νά σέ πληθύνει καί νά βγάλει ἀπό σένα πολλούς λαούς! 4Εἴθε νά σοῦ δώσει τήν εὐλογία τοῦ πατέρα μουβ Ἀβραάμ σέ σένα καί στούς ἀπογόνους σου μετά ἀπό σένα, γιά νά πάρεις στήν κατοχή σου τήν γῆ πού παροικεῖς, τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ». 5Ἔστειλε, λοιπόν, ὁ Ἰσαάκ τόν Ἰακώβ καί πῆγε στήν Μεσοποταμία, στόν Λάβαν, τόν υἱό τοῦ Βαθουήλ τοῦ Σύρου, τόν ἀδελφό τῆς Ρεβέκκας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰα­κώβ καί τοῦ Ἡσαῦ.
α. «Στήν Παδάν-Ἀράμ», λέει τό Ἑβρ. Ὁμοίως καί στούς στίχ. 6.7.
β. Τό «τοῦ πατρός μου» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομος ἑρμηνευτικός σχολιασμός)
27,46-28,5. 27,46-28,5. Ἡ περικοπή αὐτή, ἡ ὁποία ὡς γενικό θέμα ἔχει τήν ἀποστολή τοῦ Ἰακώβ ἀπό τόν πατέρα του Ἰσαάκ στόν Λάβαν, εἶναι ἰσοδύναμη τῆς περικοπῆς 27,41-45 κατά τήν Ἱερατική παράδοση. Συγκρινόμενη ἴσως ἡ περικοπή αὐτή μέ τήν ἱστορία τοῦ κεφ. 27 ἔδωσε ὡς αἴτιο τῆς ἀναχώρησης τοῦ Ἰακώβ τήν διαταγή τοῦ πατέρα του νά πορευθεῖ νά ζητήσει τήν γυναίκα του στήν συγγένειά του στήν Μεσοποταμία. Ἴδια φροντίδα γιά τήν καθαρότητα τοῦ αἵματος ὅπως εἰς 24,3 ἑξ. καί 26,35 καί σ᾿ αὐτό ἀναφέρεται καί ἡ σημείωση στόν στίχ. 46. Νά σημειώσουμε ἐδῶ τό ἰσοδύναμο πού καθιερώθηκε μεταξύ τῶν «θυγατέρων Χέτ» καί τῶν «θυγατέρων Χαναάν» (28,1). 28,3. Ὁ Θεός μου. «Ἔλ σαντάγι», λέγει τό Ἑβραϊκό. – Ἔσῃ εἰς συναγωγάς ἐθνῶν. Αὐτό πού εἶναι περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἕνας ὑπαινιγμός γιά τίς δώδεκα φυλές πού ἐξῆλθαν ἀπό τόν Ἰακώβ· εἶναι μιά ἀναφορά στήν ὑπόσχεση πού ἔγινε στόν Ἀβραάμ εἰς 17,4-5.
λλος γάμος το σα (28,6-9)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἡσαῦ, ἐπειδή κατάλαβε ὅτι οἱ Χαναναῖες γυναῖκες εἶναι ἀνεπιθύμητες στόν πατέρα του, γιά νά ἔχει τήν εὔνοιά του (στίχ. 6-7), πῆγε καί πῆρε μία γυναίκα ἀπό τήν γενιά τοῦ Ἀβραάμ, τήν Μαελέθ, ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Ἰσμαήλ (στίχ. 9). Δέν σκέφθηκε ὅμως ὁ Ἡσαῦ ὅτι ὁ Ἰσμαήλ εἶχε χωριστεῖ ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Ἀβραάμ, ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν θείων ὑποσχέσεων. Αὐτό εἶναι μία ἄλλη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Ἡσαῦ δέν εἶχε θρηκευτικά ἐνδιαφέροντα καί γι’ αὐτό δέν ἦταν κατάλληλος νά γίνει ὁ δέκτης τῶν θείων ἀποκαλύψεων.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
28,6Εἶδε δέ Ἡσαῦ ὅτι Ἰσαάκ εὐλόγησε τόν Ἰακώβ καί Ἰακώβ ἔφυγε στήν Μεσοποταμία τῆς Συρίας, γιά νά πάρει γιά τόν ἑαυτό του γυναίκα ἀπόκεῖ· καί ὅτι, ἐνῶ τόν εὐλογοῦσε, τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά μή νυμφευθεῖ ἀπό τίς θυγατέρες τῶν Χαναναίων, 7καί ὅτι ὑπάκουσε Ἰακώβ στόν πατέρα του καί τήν μητέρα του καί πῆγε στήν Μεσοποταμία τῆς Συρίας. 8Καί ἀφοῦ ὁ Ἡσαῦ κατάλαβε ὅτι οἱ θυγατέρες τῆς Χαναάν ἦταν μισητές στόν πατέρα του Ἰσαάκ, 9πῆγε στόν Ἰσμαήλ καί νυμφεύθηκε – ἐκτός ἀπό τίς ἄλλες γυναῖκες πού εἶχε – τήν Μαελέθ, τήν θυγατέρα τοῦ Ἰσμαήλ τοῦ υἱοῦ Ἀβραάμ, τήν ἀδελφή τοῦ Ναβεώθ.
(Σύντομος ἑρμηνευτικός σχολιασμός)
28,6-9. Ἡ ἱερατική πηγή δείχνει τήν ἴδια φροντίδα γιά τήν καθαρότητα τοῦ αἵματος γιά τόν Ἡσαῦ, ὅπως γιά τόν Ἰακώβ· ἀλλά ὅταν αὐτός ἀποστέλλεται νά πάρει γυναίκα ἀπό τήν οἰκογένεια τῆς μητέρας του, ὁ Ἡσαῦ ἀναζητεῖ μιά σύζυγο μεταξύ τῶν συγγενῶν τοῦ πατέρα του. 28,9. Ναβεώθ. Αὐτός ἦταν ὁ πρωτογέννητος τοῦ Ἰσμαήλ, καί ἴσως ὁ πρόγονος τῶν Ναβαταίων (βλ. 25,12-13). Ἀπό ἄλλες ἐνδείξεις (βλ. 36,31-39) βεβαιώνεται αὐτή ἡ πρώιμη σχέση τῶν ἀραβικῶν στοιχείων (ἀπογόνων τοῦ Ἰσμαήλ) μέ τούς Ἐδωμῖτες (ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ).
ραση στήν Βαιθήλ (28,10-22)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ταξιδεύοντας Ἰακώβ ἀπό τήν Βηρσαβεέ, ὅπου κατοικοῦσε Ἰσαάκ (26,25), πρός τήν Χαρράν, ἔφτασε σέ τόπο ὅπου ἔπρεπε νά σταθμεύσει ὅλη τήν νύκτα, γιατί ἥλιος ἔδυσε (στίχ. 11). Ὁ τόπος αὐτός βρίσκεται βορείως τῆς Ἱερουσαλήμ πρός τά ὄρη Ἐφραίμ. Ἐκεῖ ὁ Ἰακώβ εἶδε ὅραμα: Εἶδε μία κλίμακα, ἡ ὁποία στηριζόταν στήν γῆ, ἡ δέ κεφαλή της ἔφτανε μέχρι τόν οὐρανό. Σ᾽ αὐτήν τήν κλίμακα ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν οἱ ἄγγελοι καί ὁ Ἴδιος ὁ Γιαχβέ στεκόταν στό ἄνω μέρος τῆς κλίμακος (στίχ. 12-13α) καί διεκήρυξε στόν Ἰακώβ τόν Ἑαυτό Του ὡς Θεό τῶν πατέρων του καί ὑποσχέθηκε σ’ αὐτόν προστασία στό ταξίδι του καί ἀσφαλῆ ἐπιστροφή στήν πατρίδα του (στίχ. 13β-15). Στήν κλίμακα αὐτή ἡ Ἐκκλησία μας εἶδε τόν συμβολισμό τῆς Θεοτόκου, διά τῆς Ὁποίας ὁ Κύριος κατῆλθε σέ μᾶς καί διά τῶν πρεσβειῶν τῆς Ὁποίας οἱ προσευχές μας φτάνουν στόν οὐρανό. Ὁ Ἰακώβ ἐξέφρασε τήν βαθειά του ἐντύπωση γιά τό ὅραμα μέ αὐτά τά λόγια: «Ἀλήθεια, εἶναι ὁ Κύριος στόν τόπο αὐτό καί ἐγώ δέν τό γνώριζα» (στίχ. 16)! Ὁ τόπος φάνηκε στόν Ἰακώβ «φοβερός» (στίχ. 17) καί τόν ὀνόμασε «Βαιθήλ» πού σημαίνει «οἶκος Θεοῦ» (στίχ. 19). Ἀκόμη ὁ Ἰακώβ ἔκανε ἐκεῖ ἕνα τάξιμο, ἄν ἐπιστρέψει σῶος στό σπίτι τοῦ πατέρα του, νά προσφέρει στόν Θεό δεκάτη ἀπό ὅλα ὅσα θά τοῦ δώσει» (στίχ. 20-22. Βλ. Ψαλμ. 131,1-3, Α΄ Βασ. 1,11.28).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
28,10Καί ἀναχώρησε Ἰακώβ ἀπό τό φρέαρ τοῦ ὅρκου καί πῆγε στήν Χαρράν. 11Ἔφθασε δέ σέ ἕνα τόπο καί πέρασε ἐκεῖ τήν νύχτα, γιατί εἶχε δύσει ὁ ἥλιος· καί ἀφοῦ ἔλαβε ἕνα λίθο, ἀπό ’κείνους ποῦ ὑπῆρχαν ἐκεῖ, τόν χρησιμοποίησε ὡς προσκέφαλο καί κοιμήθηκε στόν τόπο ἐκεῖνο. 12Καί εἶδε στό ὄνειρό του μιά σκάλα πού στηριζόταν στήν γῆ, ἀλλά ἡ κορυφή της ἔφτανε στόν οὐρανό καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν σ’ αὐτή. 13Ἐπάνω ἀπ’ αὐτή στεκόταν ὁ Κύριος καί εἶπε: «Εἶμαι ὁ Θεός τοῦ πατέρα σου Ἀβραάμ καί ὁ Θεός τοῦ Ἰσαάκ. Μή φο­βᾶσαι! Τήν γῆ στήν ὁποία κοιμᾶσαι θά τήν δώσω σέ σένα καί στούς ἀπογόνους σου. 14Οἱ ἀπόγονοί σου θά εἶναι σάν τήν ἄμμο τῆς γῆς καί θά ἐξαπλωθοῦν πρός δυσμάς, πρός ἀνατολάς, πρός βορρᾶν καί πρός νότον. Ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς θά εὐλογηθοῦν διά σοῦ καί τοῦ Σπέρματός σου. 15Θά εἶμαι μαζί σου στό ταξίδι σου καί θά σέ φυλάγω ὅπου πηγαίνεις καί θά σέ φέρω πίσω στήν χώρα αὐτή· γιατί δέν θά σέ ἐγκαταλείψω, μέχρις ὅτου κάνω ὅλα ὅσα σοῦ ὑποσχέθηκα». 16Ὅταν δέ ὁ Ἰακώβ ξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο του εἶπε: «Ἀλήθεια, εἶναι ὁ Κύριος στόν τόπο αὐτό καί ἐγώ δέν τό γνώριζα»! 17Ἦταν δέ περίτρομος καί εἶπε: «Πόσο φοβερός εἶναι ὁ τόπος αὐτός! Δέν εἶναι ἄλλο, παρά οἶκος Θεοῦ καί πύλη τοῦ οὐρανοῦ». 18Ὅταν, λοιπόν, ὁ Ἰακώβ σηκώθηκε τό πρωί, ἔλαβε τόν λίθο, πού εἶχε βάλει γιά προσκέφαλό του καί τόν τοποθέτησε γιά ἱερή στήλη καί ἔχυσε λάδι στήν κορυφή της. 19Καί κάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου «Οἶκος Θεοῦ»,γ ἐνῶ τό προηγούμενο ὄνομα τῆς πόλεως ἦταν Οὐλαμλούζ.δ
20Ὕστερα ὁ Ἰακώβ ἔκανε τάξιμο καί εἶπε: «Ἄν ὁ Κύριος ὁ Θεός εἶναι μαζί μου καί μέ διαφυλάξει στό ταξίδι πού κάνω καί μοῦ δώσει ἄρτο νά φάω καί ροῦχο νά ντυθῶ 21καί μέ φέρει πίσω καλά στόν οἶκο τοῦ πατέρα μου, τότε ὁ Κύριος θά εἶναι Θεός μου 22καί ὁ λίθος αὐτός, τόν ὁποῖο ἔστησα ὡς ἱερή στήλη, θά γίνει οἶκος Θεοῦ καί θά προσφέρω σέ Σένα τό δέκατο ἀπό ὅλα ὅσα θά μοῦ δώσεις».
γ. «Βαιθήλ», κατά τό Ἑβρ.
δ. «Λούζ», κατά τό Ἑβρ.
(Σύντομος ἑρμηνευτικός σχολιασμός)
28,10-22. Σ᾿ αὐτήν τήν διήγηση φαίνεται νά ἑνώνονται οἱ δύο παραδόσεις, ἡ Ἐλωχιμική καί ἡ Γιαχβική. Ἡ πρώτη, στίχ. 10-12. 17-18. 20-22, διηγεῖται τήν ὅραση τῆς κλίμακος, πού ἀποκαλύπτει στόν Ἰακώβ τήν ἱερότητα τοῦ τόπου. Ἡ δεύτερη, στίχ. 13-16 καί 19α, ὁμιλεῖ γιά μία ἐμφάνιση τοῦ Γιαχβέ, πού ἀνανεώνει στόν Ἰακώβ τήν γενομένη στόν Ἀβραάμ ὑπόσχεση. Οἱ δύο παραδόσεις ἀναζωογονοῦν τήν γοητεία τοῦ θυσιαστηρίου τῆς Βαιθήλ, πού ἔγινε ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους τόπους τῆς λατρείας τοῦ Ἰσραήλ (βλ. Κριτ. 20,26 ἑξ. 21,2 ἑξ. Α΄ Βασ. 10,3), ἀκόμη καί μετά τήν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ τῆς Ἰερουσαλήμ (Γ΄ Βασ. 12,29 ἑξ.) καί μέχρι τόν Ἰωσία (Δ΄ Βασ. 23,15 καί 16). Βλ. καί κατωτέρω περί τοῦ ἱεροῦ τῆς Βαιθήλ. Ὁ Ἰακώβ παρουσιάζεται ἐδῶ ὡς ὁ ἱδρυτής τοῦ θυσιαστηρίου, ἀλλά ὁ Ἀβραάμ εἶχε ἤδη ἐγείρει ἕνα θυσιαστήριο πολύ πλησίον αὐτοῦ, 12,8, 13,4. Πολλοί Πατέρες σέ συνέχεια τοῦ Φίλωνος, εἶδαν στήν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ τήν εἰκόνα τῆς θείας προνοίας πού ἐξασκεῖ ὁ Θεός στήν γῆ διά τῶν ἀγγέλων Του. Γιά ἄλλους Πατέρες ἡ κλίμακα προεικονίζει τήν Σάρκωση τοῦ Λόγου, μιά ριφθεῖσα γέφυρα μεταξύ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. – Ὁ στίχ. 17 χρησιμοποιεῖται στήν Ἀκολουθία τῶν Ἐγκαινίων τῶν Ναῶν. 28,18. Ὁ λίθος ἐντοπίζει τήν θεία παρουσία. Γίνεται μία «μπέθ-ἔλ», ἕνας «οἶκος Θεοῦ», στίχ. 17 καί 22, πράγμα πού ἐξηγεῖ τό ὄνομα «Βαιθήλ» τό δοθέν στόν τόπο, στίχ. 19. Γι᾿ αὐτό δέχεται μία χρίση ἐλαίου, μιά πράξη λατρείας. Ἀλλά τέτοιες τελετές, πού συναντῶνται στήν χαναανιτική λατρεία καί στούς Σημῖτες, θά καταδικαστοῦν ἀργότερα ἀπό τό νόμο καί τούς προφῆτες, πού καταδικάζουν τίς ἐγειρόμενες πέτρες, τά «ματσεμπώθ», Ἐξ. 23,24. Λευιτ. 26,1. Δευτ. 16,22. Ὠσ. 10,1. Μιχ. 5,12 κ.ἄ. Ἐδῶ μάλιστα, στήν ἰδέα ἑνός θείου κατοικητηρίου ἐπί τῆς γῆς παραβάλλεται μία ἔννοια περισσότερο πνευματική: Ἡ Βαιθήλ εἶναι ἡ «πόρτα τοῦ οὐρανοῦ» ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός (βλ. Γ´ Βασ. 8,27).
ακώβ φτάνει στόν Λάβαν (29,1-14)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰακώβ κίνησε ἀπό τήν Βαιθήλ βαδίζοντας πρός τήν βόρειο Μεσοποταμία, γιά νά φτάσει στόν Λάβαν, τόν ἀδελφό τῆς μητέρας του (στίχ. 1). Ἔφτασε σέ ἕνα φρέαρ, ὅπου ἦσαν τρία ποίμνια. Ἐκεῖ ὁ Ἰακώβ χαιρέτησε τούς ποιμένες παρά τό φρέαρ καί ρώτησε γιά τόν Λάβαν, τόν υἱό τοῦ Ναχώρ (στίχ. 5). Στήν πραγματικότητα ὁ Λάβαν ἦταν υἱός τοῦ Βαθουήλ καί ἔγγονος τοῦ Ναχώρ· ἀναφέρει ὅμως ὁ Ἰακώβ τόν Ναχώρ, γιατί αὐτός ἦταν ὁ θεμελιωτής τῆς οἰκογένειας (βλ. 22,20-23), σάν μετανάστης ἀπό τήν Οὔρ. Ὁ Ἰακώβ ἔμαθε ὅτι ὁ Λάβαν κατοικεῖ ἐκεῖ καί μάλιστα νά! ἐρχόταν ἡ Ραχήλ, ἡ κόρη του μέ τά πρόβατά της (στίχ. 4-6). Ὁ Ἰακώβ χαιρέτησε ἐλεύθερα τήν ἐξαδέλφη του Ραχήλ καί τήν φίλησε (στίχ. 11). Τό γεγονός ὅτι ἡ Ραχήλ δέν ἀντιστάθηκε στόν ἀσπασμό τοῦ Ἰακώβ, σάν μιά ἀνεπίτρεπτη ἐλευθερία, ἑρμηνεύεται ἀπό τό ὅτι αὐτός ἀνέφερε στήν Ραχήλ ποιός εἶναι (στίχ. 12). Στήν συνέχεια ἔχουμε τήν πρώτη συνομιλία τοῦ Ἰακώβ καί τοῦ Λάβαν (στίχ. 13-14). Ὁ Λάβαν φάνηκε πολύ πρόθυμος καί ἐξυπηρετικός στόν ἀνεψιό του Ἰακώβ, ὅπως τόν εἴχαμε δεῖ καί εἰς 24,29-31. Ἀσφαλῶς ἡ προθυμία του αὐτή ἀπέβλεπε στό συμφέρον του.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
29,1Ἔπειτα κίνησε Ἰακώβ καί βάδιζε πρός τήν γῆ τῆς ἀνατολῆς, πρός τόν Λάβαν, τόν υἱό τοῦ Βαθουήλ τοῦ Σύρου, τόν ἀδελφό τῆς Ρεβέκκας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰακώβ καί τοῦ Ἡσαῦ.α 2Κοίταξε δέ καί εἶδε φρέαρ στήν πεδιάδα καί τρία ποίμνια προβάτων νά ἀναπαύονται δίπλα του· γιατί ἀπό τό φρέαρ ἐκεῖνο πότιζαν τά ποίμνια. Στό στόμιο δέ τοῦ φρέατος βρισκόταν μέγας λίθος. 3Ὅταν συγκεντρώνοντο ἐκεῖ ὅλα τά ποίμνια ἀπεκύλιαν τόν λίθο ἀπό τό στόμιο τοῦ φρέατος καί πότιζαν τά πρόβατα. Ἔπειτα τοποθετοῦσαν πάλι τόν λίθο στό στόμιο τοῦ φρέατος, στήν θέση του. 4Καί εἶπε ὁ Ἰακώβ στούς ποιμένες: «Ἀδελφοί, ἀπό ποῦ εἶστε;». Αὐτοί δέ εἶ­παν: «Εἴμαστε ἀπό τήν Χαρράν». 5«Γνωρίζετε τόν Λάβαν, τόν υἱό τοῦ Ναχώρ;», τούς ρώτησε. «Τόν γνωρίζουμε», εἶπαν. 6«Ὑγιαίνει;», τούς ρώτησε. Καί αὐτοί εἶπαν: «Ὑγιαίνει». Τότε, φάνηκε ἡ Ραχήλ, ἡ θυγατέρα του, πού ἐρχόταν μέ τά πρόβατα. 7Εἶπε δέ ὁ Ἰακώβ: «Ἀπομένει ἀκόμα πολλή μέρα· δέν εἶναι ὥρα νά συγκεντρωθοῦν τά κτήνη· ποτίστε τά πρόβατα καί πηγαίνετε νά τά βοσκήσετε». 8Αὐτοί δέ εἶπαν: «Δέν μποροῦμε (νά κάνουμε αὐτό) μέχρις ὅτου νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ ποιμένες καί νά κυλίσουν τόν λίθο ἀπό τό στόμιο τοῦ φρέατος. Τότε ποτίζουμε τά πρόβατα».
9Ἐνῶ δέ ἀκόμα αὐτός συζητοῦσε μέ αὐτούς, ἔφτασε ἡ Ραχήλ, ἡ θυγατέρα τοῦ Λάβαν, μέ τά πρόβατα τοῦ πατέρα της. Γιατί αὐτή ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ πατέρα της. 10Μόλις δέ εἶδε ὁ Ἰακώβ τήν Ραχήλ, τήν θυγατέρα τοῦ Λάβαν, τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητέρας του, καί τά πρόβατα τοῦ Λάβαν, τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητέρας του, πλησίασε καί κύλισε τόν λίθο ἀπό τό στόμιο τοῦ φρέατος καί πότισε τά πρόβατα τοῦ Λάβαν, τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητέρας του. 11Τότε ὁ Ἰακώβ φίλησε τήν Ραχήλ καί ἔκλαυσε μέ δυνατή φωνή· 12καί τῆς εἶπε ὅτι εἶναι συγγενής τοῦ πατέρα της· ὅτι εἶναι παιδί τῆς Ρεβέκκας. Ἐκείνη δέ ἔτρεξε καί ἀνάγγειλε ὅλα αὐτά στόν πατέρα της. 13Ὁ δέ Λάβαν μόλις ἄκουσε τό ὄνομα τοῦ Ἰακώβ, τοῦ υἱοῦ τῆς ἀδελφῆς του, ἔτρεξε γιά νά τόν συναντήσει. Καί ἀφοῦ τόν ἀγκάλιασε, τόν φίλησε καί τόν ἔφερε στήν οἰκία του. Καί διηγήθηκε (ὁ Ἰακώβ) στόν Λάβαν ὅλη τήν ἱστορία του. 14Καί ὁ Λάβαν εἶπε σ’ αὐτόν: «Εἶσαι ἐξ αἵματος συγγενής μου». Ἔμεινε δέ (ὁ Ἰακώβ) κοντά του ἕνα μήνα.
α. Ὁ στίχ. 1 κατά τό Ἑβρ.: «Καί σήκωσε ὁ Ἰακώβ τά πόδια του καί βάδισε στήν γῆ τῶν υἱῶν τῆς ἀνατολῆς».
(Σύντομος ἑρμηνευτικός σχολιασμός)
29,1-14. Ὁ Ἰακώβ φθάνει στόν Λάβαν. Γιαχβική διήγηση πού συνεχίζει τό κεφ. 28. Αὐτή ἡ ποιμενική σκηνή εἶναι τῆς ἴδιας πηγῆς μέ τήν διήγηση τοῦ κεφ. 24, πού προλογίζει τόν γάμο τοῦ Ἰσαάκ, ἀλλά πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι ἐδῶ στήν περικοπή μας δέν γίνεται κανείς ὑπαινιγμός μέ σκοπό τόν γάμο· ἡ περικοπή 27,46-28,5, πού εἶναι ἱερατική, εἶναι ἡ συνέχεια τῆς 27,41-45: ὁ Ἰακώβ πορεύεται μόνο γιά καταφύγιο στόν Λάβαν, χωρίς νά ἔχει ἀρχικά τήν διάθεση νά λάβει ἐκεῖ γυναίκα. 29,13. Σύγκρινε μέ τήν προθυμία τοῦ Λάβαν εἰς 24,29-31. Ὁ χαρακτήρας τοῦ προσώπου αὐτοῦ εἶναι καθαρά σχεδιασμένος: ὑπό τίς ἐξωτερικές φιλοφρονήσεις ὁ Λάβαν κρύπτει τούς ἐσωτερικούς του ὑπολογισμούς, βλ. στίχ. 15 ἑξ. καί 26-27. 30,27 ἑξ. 31,26 ἑξ. Ἐδῶ ὁ Λάβαν ὑπολογίζει ἤδη τό ὄφελος πού μπορεῖ νά λάβει ἀπό τόν νεαρό ἀνηψιό του. – Καί διηγήσατο τῷ Λάβαν πάντας... Τήν φιλονικία του μέ τόν Ἡσαῦ, κεφ. 27
Ο δύο γάμοι το ακώβ (29,15-30)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Λάβαν εἶχε δύο θυγατέρες: Τήν Λεία καί τήν Ραχήλ, πού ἦταν καί ἡ ὡραιότερη (στίχ. 16.17). Ὅμως δέν ἦταν ἡ ὡραία στήν ὄψη Ραχήλ πού θά γινόταν ἡ προγεννήτρια τοῦ Μεσσία, ἀλλά ἡ Λεία. Ὁ Ἰακώβ ἀγάπησε τήν Ραχήλ, τήν μικρότερη καί ὡραιότερη θυγατέρα, καί ἔκανε συμφωνία μέ τόν πατέρα της Λάβαν νά δουλέψει γι’ αὐτήν ἑπτά χρόνια καί νά τήν πάρει γιά γυναίκα του (στίχ. 18). Ὅμως, ὅταν ἦλθε ὁ καιρός τοῦ γάμου ὁ Λάβαν ἀπάτησε τόν Ἰακώβ καί τοῦ ἔδωσε γιά γυναίκα ἀντί τῆς Ραχήλ τήν Λεία (στίχ. 22 ἑξ.), δικαιολογήθηκε δέ γι᾽ αὐτό λέγοντας ὅτι ἐπικρατεῖ στόν τόπο του ἔθιμο νά ὑπανδρεύουν πρῶτα τήν μεγαλύτερη καί ἔπειτα τήν νεώτερη κόρη (στίχ. 29). Ἀλλά, γιά τήν πολλή του ἀγάπη πρός τήν Ραχήλ, ὁ Ἰακώβ δέχθηκε νά ἐργαστεῖ ἀκόμη ἄλλα ἑπτά χρόνια στόν Λάβαν καί νά λάβει καί τήν Ραχήλ γιά γυναίκα του (στίχ. 27-28). Ἀφοῦ ὁ πατέρας Ἰσαάκ ἔλαβε μία μόνο γυναίκα, πῶς ὁ Ἰακώβ ἔλαβε δύο; Πιθανόν ἐπειδή ὁ πρῶτος γάμος θεωρήθηκε ὡς ἀπάτη καί ἀφοῦ ἡ πολυγαμία δέν ἀπαγορευόταν, ὁ Ἰακώβ ἔλαβε καί δεύτερη γυναίκα, νομίσας αὐτό ἐπιτρεπτό, ἀφοῦ μάλιστα αὐτή τήν δεύτερη γυναίκα εἶχε ζητήσει ἀπό τήν ἀρχή ὡς μόνη γυναίκα γιά γάμο. – Ἡ Λεία ἀφοῦ ἔπαιξε ἀσφαλῶς τόν ρόλο της γιά τήν ἀπάτη τοῦ Ἰακώβ, δέν μποροῦσε νά κερδίσει τήν ἀγάπη τοῦ συζύγου της (στίχ. 30) καί στόν οἶκο τοῦ Ἰακώβ ἐπικρατοῦσε ἀντιζηλία καί ἔρις μεταξύ τῶν δύο ἀδελφῶν.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
29,15Τότε εἶπε ὁ Λάβαν στόν Ἰακώβ: «Δέν θά μέ δουλέψεις δωρεάν, ἐπειδή εἶσαι συγγενής μου. Λέγε μου, τί μισθό θέλεις;». 16Ὁ Λάβαν εἶχε δύο θυγατέρες· ἡ μεγαλύτερη λεγόταν Λεία καί ἡ μικρότερη Ραχήλ. 17Τῆς μέν Λείας οἱ ὀφθαλμοί ἦταν ἀσθενεῖς. Ἡ Ραχήλ ὅμως ἦταν εὐειδής καί ὡραία στήν ὄψη. 18Ὁ Ἰακώβ ἀγάπησε τήν Ραχήλ καί εἶπε: «Θά σέ δουλέψω ἑπτά χρόνια γιά νά πάρω τήν Ραχήλ, τήν μικρότερη θυγατέρα σου». 19Καί εἶπε ὁ Λάβαν: «Καλύτερα νά δώσω αὐτήν σέ σένα, παρά νά τήν δώσω σέ ἄλλον ἄνδρα. Μεῖνε μαζί μου».
20Ἔτσι ὁ Ἰακώβ δούλεψε γιά τήν Ραχήλ ἑπτά χρόνια, τά ὁποῖα φάνηκαν σ’ αὐτόν σάν λίγες ἡμέρες, γιατί τήν ἀγαποῦσε. 21Τότε ὁ Ἰακώβ εἶπε πρός τόν Λάβαν: «Δῶσε μου τήν γυναίκα μου γιά νά τήν νυμφευτῶ, γιατί τελείωσε ὁ καθορισμένος χρόνος». 22Τότε ὁ Λάβαν συγκέντρωσε ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ τόπου καί ἔκανε γάμο.β 23Κατά δέ τήν ἑσπέρα ἔλαβε τήν θυγατέρα του Λεία καί τήν ὁδήγησε στόν Ἰακώβ· καί ὁ Ἰακώβ τήν νυμφεύτηκε. 24Ἔδωσε δέ ὁ Λάβαν στήν θυγατέρα του Λεία τήν δούλη του Ζελφά ὡς δούλη της. 25Τό πρωί ὅμως ἀνακαλύφθηκε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Λεία. Καί εἶπε ὁ Ἰακώβ στόν Λάβαν: «Τί εἶναι αὐτό πού μοῦ ἔκανες; Δέν σέ δούλεψα γιά τήν Ραχήλ; Γιατί μέ ἀπάτησες;». 26Καί εἶπε ὁ Λάβαν: «Δέν συνηθίζουμε στήν χώρα μας νά παντρεύεται ἡ μικρότερη πρίν ἀπό τήν μεγαλύτερη. 27Τελείωσε τήν (γαμήλια) αὐτή ἑβδομάδα καί θά σοῦ δώσω καί τήν ἄλλη ἀντί ἐργασίας πού θά μοῦ προσφέρεις, ἄλλων ἑπτά ἀκόμα ἐτῶν». 28Καί ὁ Ἰακώβ ἔκανε ἔτσι. Τελείωσε τήν (γαμήλια) ἑβδομάδα αὐτῆς καί ὁ Λάβαν ἔδωσε σ’ αὐτόν τήν Ραχήλ, τήν θυγατέρα του, γιά σύζυγο· 29στήν δέ θυγατέρα του Ραχήλ ἔδωσε τήν δούλη του Βαλλά γιά δούλη της. 30Ἔτσι ὁ Ἰακώβ νυμφεύτηκε τήν Ραχήλ. Καί ἀγάπησε τήν Ραχήλ περισσότερο ἀπό τήν Λεία. Δούλεψε δέ στόν Λάβαν ἄλλα ἑπτά ἔτη.
β. «Συμπόσιο», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομος ἑρμηνευτικός σχολιασμός)
29,15-30. Ἀπό τήν πλειονότητα τῶν κριτικῶν ἡ περικοπή αὐτή ἀποδίδεται στήν Ἐλωχιμική παράδοση, ἄν καί φαίνεται νά εἶναι συντεθειμένη καί ἀπό τήν Γιαχβική παράδοση. Ὑπό τήν Λεία καί τήν Ραχήλ, πολλοί Πατέρες, σέ συνέχεια τοῦ Ἰουστίνου, εἶδαν τήν εἰκόνα τῆς Συναγωγῆς καί τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πρώτη ἐγκαταλειπομένη, ἡ δεύτερη προτιμωμένη ὑπό τοῦ Νυμφίου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 29,19. Ὁ Ἰακώβ εἶναι πρῶτος ἐξάδελφος τῆς Ραχήλ καί αὐτός ὁ βαθμός τῆς συγγένειας τοῦ δίδει, κατά παλαιότερο καί νεώτερο ἔθιμο τῆς Ἀνατολῆς, τήν προτεραιότητα ἔναντι παντός ἄλλου πού θά τήν ζητοῦσε. 29,25. Λεία. Ἡ ἀπάτη τοῦ Λάβαν καί τό λάθος τοῦ Ἰακώβ ἐξηγοῦνται ἀπό τήν συνήθεια – γνωστή ἀκόμη καί σήμερα – νά κρατοῦν τήν νύφη σκεπασμένη μέχρι τήν νύχτα τοῦ γάμου (βλ. 24,65). 29,27. Ἡ ἑορτή τῶν γάμων διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες (Κριτ. 14,12.17. Πρβλ. Τωβ. 8,20. 10,7). – Ὁ γάμος μέ δύο ἀδελφές ἀπαγορεύτηκε ἀργότερα μέ νόμο τοῦ Λευιτ. 18,18.
Ο υοί το ακώβ (29,31-30,24)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ἡ περικοπή μας αὐτή ἐδῶ εἶναι πολύ σημαντική, γιατί συνδέει τίς φυλές τοῦ Ἰσραήλ μέ τήν πατριαρχική γραμμή διά τῶν δώδεκα υἱῶν τοῦ Ἰακώβ. Παρά τό ὅτι ἡ Λεία δέν ἦταν ἡ ἀγαπημένη τοῦ Ἰακώβ σύζυγος, ὅμως αὐτή εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό νά γεννήσει παιδιά (στίχ. 31), ἐνῶ ἡ ἀγαπημένη σύζυγος Ραχήλ ἦταν στείρα· ἔτσι ὁ Θεός ἐπιδιώκει νά δημιουργηθεῖ μία ἰσότητα στήν καρδιά τοῦ Ἰακώβ ὡς πρός τίς γυναῖκες του. Ἡ Λεία γέννησε μέχρι τώρα τέσσερα παιδιά καί γιά τό τέταρτο παιδί της προαισθάνθηκε ὅτι αὐτό θά γινόταν ὁ πρόγονος τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραήλ καί τοῦ Μεσσία, γι’ αὐτό τό ὀνόμασε Ἰούδα (στίχ. 35), πού σημαίνει «ἐπαινετός», «δοξασμένος». Ἡ πολυτεκνία τῆς Λείας ξύπνησε τήν ζηλοτυπία τῆς Ραχήλ σέ ἀνυπόφορο σημεῖο (30,1-2) καί γι᾽ αὐτό πρότεινε στόν Ἰακώβ νά τεκνοποιήσει ἀπό τήν δούλη της Βαλλά (στίχ. 3). Γιά τήν λύση τῆς στειρότητάς της ἡ Ραχήλ χρησιμοποίησε τό συνηθισμένο φάρμακο στήν Ἀνατολή, τά μῆλα τῶν μανδραγορῶν (στίχ. 14-15). Λέγονται καί «μῆλα ἀγάπης». Δέν ἦταν ὅμως τά μῆλα τῶν μανδραγορῶν πού ἔφεραν τό ποθούμενο στήν Ραχήλ, ἀλλά ὁ Θεός, πού τῆς χάρισε ἕνα παιδί, πού τό ὀνόμασε «Ἰωσήφ» (στίχ. 22), καί ἕνα ἄλλο ἀργότερα, τόν Βενιαμίν (βλ. 35,17).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
29,31Ὅμως Κύριος Θεός εἶδε ὅτι ἐμισεῖτο Λεία καί ἄνοιξε τήν μήτρα της, ἐνῶ Ραχήλ ἦταν στείρα. 32Ἔτσι ἡ Λεία συνέλαβε καί ἔτεκε υἱό στόν Ἰακώβ· καί κάλεσε τό ὄνομά του Ρουβήν, «γιατί – εἶπε – ἀσφαλῶς ὁ Κύριος εἶδε τήν ταπείνωσή μου καί μοῦ ἔδωσε υἱό· τώρα, λοιπόν, θά μέ ἀγαπήσει ὁ ἄνδρας μου». 33Καί συνέλαβε πάλι καί ἔτεκε δεύτερο υἱό στόν Ἰακώβ καί εἶπε: «Ἐπειδή ἄκουσε ὁ Κύριος ὅτι μισοῦμαι, γι’ αὐτό μοῦ ἔδωσε ἀκόμα καί αὐτόν». Καί κάλεσε τό ὄνομά του Συμεών. 34Καί συνέλαβε πάλι καί γέννησε υἱό καί εἶπε: «Τώρα, αὐτή τήν φορά ὁ σύζυγός μου θά συνδεθεῖ μαζί μου, γιατί τοῦ γέννησα τρεῖς υἱούς»· γι’ αὐτό τόν ὀνόμασε Λευΐ. 35Καί συνέλαβε πάλι καί γέννησε υἱό. Καί εἶπε: «Καί τώρα πάλι θά δοξολογήσω τόν Κύριο». Γι’ αὐτό κάλεσε τό ὄνομά του Ἰούδα· καί ἔπαυσε νά γεννάει.
30,1Ἡ Ραχήλ ὅταν εἶδε ὅτι δέν τεκνοποιοῦσε στόν Ἰακώβ, ζήλεψε τήν ἀδελφή της καί εἶπε στόν Ἰακώβ: «Δῶσε μου τέκνα· ἀλλιῶς θά πεθάνω». 2Τότε ὁ Ἰακώβ θύμωσε ἐναντίον τῆς Ραχήλ καί τῆς εἶπε: «Μήπως εἶμαι ἐγώ ὁ Θεός, πού σοῦ στέρησε τήν τεκνογονία;». 3Καί ἡ Ραχήλ τοῦ εἶπε: «Νά, ἡ δούλη μου Βαλλά· νά συνέλθεις μέ αὐτή καί νά γεννήσει στά γόνατά μου, ὥστε νά ἀποκτήσω καί ἐγώ τέκνα ἀπό αὐτήν». 4Ἔδωσε, λοιπόν, σ’ αὐτόν τήν Βαλλά, τήν δούλη της, γιά γυναίκα· καί ὁ Ἰακώβ συνῆλθε μέ αὐτή. 5Συνέλαβε δέ ἡ Βαλλά, ἡ δούλη τῆς Ραχήλ,α καί γέννησε υἱό στόν Ἰακώβ. 6Τότε εἶπε ἡ Ραχήλ: «Ὁ Θεός μέ δικαίωσε, ἄκουσε τήν προσευχή μου καί μοῦ ἔδωσε υἱό». Γι’ αὐτό κάλεσε τό ὄνομά του Δάν. 7Συνέλαβε δέ πάλι ἡ Βαλλά, ἡ δούλη τῆς Ραχήλ, καί γέννησε δεύτερο υἱό στόν Ἰακώβ. 8Τότε εἶπε ἡ Ραχήλ: «Μέ βοήθησε ὁ Θεός καί συναγωνίστηκα τήν ἀδελφή μου καί τήν νίκησα». Καί κάλεσε τό ὄνομά του Νεφθαλείμ.
9Ὅταν δέ εἶδε ἡ Λεία ὅτι ἔπαυσε νά γεννάει, πῆρε τήν δούλη της Ζελφά καί τήν ἔδωσε στόν Ἰακώβ γιά γυναίκα. Καί αὐτός συνῆλθε μέ αὐτή· 10καί ἡ Ζελφά, ἡ δούλη τῆς Λείας, συνέλαβε καί γέννησε υἱό στόν Ἰακώβ. 11Τότε εἶπε ἡ Λεία: «Εἶμαι εὐτυχισμένη!» Καί κάλεσε τό ὄνομά του Γάδ. 12Συνέλαβε δέ πάλι ἡ Ζελφά, ἡ δούλη τῆς Λείας, καί γέννησε δεύτερο υἱό στόν Ἰακώβ. 13Καί εἶπε ἡ Λεία: «Εἶμαι εὐτυχισμένη, γιατί θά μέ μακαρίζουν οἱ γυναῖκες!» Καί κάλεσε τό ὄνομά του Ἀσήρ.
14Κατά δέ τήν ἐποχή τοῦ θερισμοῦ τοῦ σίτου πῆγε ὁ Ρουβήν καί βρῆκε μῆλα μανδραγορῶν στόν ἀγρό καί τούς ἔφερε στήν μητέρα του Λεία. Εἶπε δέ ἡ Ραχήλ στήν Λεία, τήν ἀδελφή της: «Δῶσε μου ἀπό τούς μανδραγόρες τοῦ υἱοῦ σου». 15Καί ἡ Λεία ἀπάντησε: «Δέν σοῦ εἶναι ἀρκετό ὅτι ἔλαβες τόν ἄνδρα μου; Θέλεις νά πάρεις καί τούς μανδραγόρες τοῦ υἱοῦ μου;» «Νά μήν γίνει ἔτσι», εἶπε ἡ Ραχήλ. «Ἄς κοιμηθεῖ μαζί σου ἀπόψε γιά τούς μανδραγόρες τοῦ υἱοῦ σου». 16Ὅταν, λοιπόν, ἐπέστρεφε ὁ Ἰακώβ ἀπό τόν ἀγρό τό βράδυ, βγῆκε ἡ Λεία νά τόν συναντήσει καί (τοῦ) εἶπε: «Μαζί μου θά κοιμηθεῖς ἀπόψε· γιατί, πραγματικά, σέ μίσθωσα μέ τούς μανδραγόρες τοῦ υἱοῦ μου». Καί ἐκείνη τήν νύχτα κοιμήθηκε μ’ αὐτήν. 17Εἰσήκουσε δέ ὁ Θεός τῆς Λείας· καί συνέλαβε καί γέννησε στόν Ἰακώβ πέμπτο υἱό. 18Καί εἶπε ἡ Λεία: «Ὁ Θεός μέ ἀντάμειψε, ἐπειδή ἔδωσα τήν δούλη μου στόν ἄνδρα μου. Κάλεσε, λοιπόν, τό ὄνομά του Ἰσσάχαρ, πού σημαίνει μισθός.β 19Καί συνέλαβε ἀκόμα ἡ Λεία καί γέννησε στόν Ἰακώβ ἕκτο υἱό. 20Τότε εἶπε ἡ Λεία: «Τώρα ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα καλό δῶρο· ὁ σύζυγός μου (πιά) θά προτιμάει ἐμένα, ἀφοῦ τοῦ γέννησα ἕξι υἱούς». Καί κάλεσε τό ὄνομά του Ζαβουλών. 21Μετά ἀπό αὐτόν ἡ Λεία γέννησε μιά θυγατέρα καί τήν ὀνόμασε Δείνα.
22Θυμήθηκε δέ ὁ Θεός τήν Ραχήλ· ἄ­κουσε τήν προσευχή της καί ἄνοιξε τήν μήτρα της. 23Ἔτσι ἡ Ραχήλ συνέλαβε καί γέννησε υἱό στόν Ἰακώβ καί εἶπε: «Ὁ Θεός ἀφαίρεσε τό ὄνειδός μου». 24Καί κάλεσε τό ὄνομά του Ἰωσήφ λέγοντας: «Ἄς μοῦ προσθέσει ὁ Θεός καί ἄλλον υἱό».
α. Τό «ἡ παιδίσκη Ραχήλ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
β. Τό «ὅ ἐστι μισθός» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
(Σύντομος ἑρμηνευτικός σχολιασμός)
29,31-30,24. Αὐτό τό τμῆμα, Γιαχβικῆς παραδόσεως μέ Ἐλωχιμικές παρεισφρήσεις, συνδέει τίς φυλές τοῦ Ἰσραήλ μέ τήν πατριαρχική γραμμή-γενεά ἀπό τά δώδεκα παιδιά τοῦ Ἰακώβ. Αὐτή εἶναι ἡ πιό ἀρχαία μορφή τοῦ «συστήματος τῶν δώδεκα φυλῶν», ἡ ὁποία θά περάσει ἀπό πολλές καταστάσεις: Ὁ ἀριθμός δώδεκα σχηματίζεται ἐδῶ μέ τήν συμπερίληψη τῆς Δείνας· ἀργότερα αὐτή θά ἀντικατασταθεῖ ἀπό τόν Βενιαμίν, ὁ ὁποῖος θά γεννηθεῖ στήν Χαναάν (35,16 ἐξ.). Ὁ Λευί, θά γίνει ἡ ἱερατική φυλή, θά ἀντικατασταθεῖ χάριν στόν διπλασιασμό τῆς φυλῆς τοῦ Ἰωσήφ (μέ τίς φυλές τῶν Ἐφραίμ καί Μανασσῆ). Αὐτό τό σύστημα, μάλιστα ὑπό αὐτήν τήν πιό ἀρχαία μορφή του, δέν καθιερώθηκε παρά μετά ἀπό τήν ἐγκατάσταση στήν Χαναάν. Οἱ «δώδεκα υἱοί τοῦ Ἰακώβ», οἱ ὁποῖοι, κατά τό πλεῖστον, δέν ἔχουν κανένα ρόλο στίς διηγήσεις τῆς Γενέσεως καί ἐκ τῶν ὁποίων ὁρισμένοι δέν θά ἀναφερθοῦν στό ἑξῆς, εἶναι μόνον οἱ ἐπώνυμοι πρόγονοι τῶν ὀργανωμένων φυλῶν (βλ. Γεν. 49). 29,31. Ὅτι ἐμισεῖτο. Τό κείμενο λέει «μισητή», ἀλλά ὁ ὅρος δηλώνει ἐδῶ μόνον τήν κατάσταση τῆς λιγότερο εὐνοημένης συζύγου, αὐτῆς ἡ ὁποία δέν προτιμᾶται σέ μία πολυγαμική οἰκογένεια. 29,32 ἑξ. Ἡ ἀντιπαλότητα τῆς Λείας καί τῆς Ραχήλ ἐξυπηρετεῖ στό νά ἐξηγήσει τά κύρια ὀνόματα μέ λαϊκές ἐτυμολογίες πολλές φορές σκοτεινές. 29,32. Τό ὄνομα «Ρουβήν» («Ρε’ουβέν», «ἰδού ἕνας υἱός») ἐξηγεῖται, κατά τά φαινόμενα, ὡς συντεθημένο ἀπό τό «ρα᾽ά μπε῾ονί», «προσέβλεψε στήν θλίψη μου». Ἡ λαϊκή ἐτυμολογία σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι μᾶλλον ἐξεζητημένη (γιά πιθανές ἄλλες προγενέστερες ἑρμηνεῖες, βλ. Clamer, La Genése, 373-374). 29,33. «Συμεών» («Σιμ῾ών). Ἡ «ἀκοή» τοῦ Θεοῦ συνδέεται πάλι μέ τήν ἀπόρριψη τῆς Λείας. 29,34. Τό ὄνομα «Λευί» συνδέεται μέ τό ρῆμα «λαβά», «συνδέω», «προσκολλῶ». Ἡ Λεία ἐπίστευσε ὅτι μέ τήν γέννηση τοῦ τρίτου υἱοῦ θά συνδεθεῖ, θά προσκολληθεῖ ἡ καρδιά τοῦ Ἰακώβ σ᾿ αὐτήν. 29,35. Ἡ πραγματική ἐτυμολογία τοῦ «Ἰούδα» («Γιεχουδά») εἶναι ἄγνωστη. Ἐδῶ ἐξηγεῖται ὡς προερχόμενη ἀπό τό ρῆμα «γιαδά»: «δοξάζω» («ὠδέ», «θά δοξάσω»). 30,3. Βλ. σχόλιο εἰς 16,2. Ἡ δούλη γεννοῦσε «ἐπί τῶν γονάτων τῆς κυρίας της»· τό νεογέννητο παιδί ἐτίθετο ἐπί τῶν γονάτων ἤ μεταξύ τῶν γονάτων ἐκείνου ἤ ἐκείνης πού τό υἱοθετοῦσε, Γεν. 48,5.12. 50,23. Βλ. Ρούθ 4,16-17· καί εἶναι ἡ Ραχήλ, πράγματι, πού δίνει τό ὄνομά της στό παιδί, προνόμιο πού σ᾿ ὅλο τό κεφάλαιο διατηρεῖται γιά τήν μητέρα. 30,6. Τό ὄνομα «Δάν» («Ντάν») συνδέεται μέ τό πρῶτο μέρος τῆς δήλωσης τῆς Ραχήλ ὅτι «ἔκρινέ μοι ὁ Θεός» («ντανάννι»). Τό δεύτερο μέρος τῆς δήλωσης δείχνει πιθανόν τό ὑπόλοιπο μιᾶς ἄλλης παράδοσης, πού ἐξηγεῖ τό ὄνομα τοῦ Συμεών («ἐπήκουσε τῆς φωνῆς μου», [«σαμά῾»). 30,8. Τό ὄνομα «Νεφθαλείμ» («Ναφταλί») παράγεται ἀπό τό ρῆμα «φαθάλ» (στή Νιφάλ διάθεση, «παλεύω»). Τό κείμενο λέγει κατά λέξη: «Μέ δυνατά παλαίσματα (ἤ μέ “παλαίσματα τοῦ Ἐλωχίμ”) πάλαιψα μέ τήν ἀδελφή μου». 30,9. Βλ. σχόλ. εἰς στίχ. 3 καί 16,2. 30,11. Ὁ πρῶτος της υἱός καλεῖται «Γάδ» («Γκάδ», «καλή τύχη»· οἱ Σύριοι λατρεύουν ἕνα Θεό τῆς καλῆς τύχης, πού καλεῖται «Γάδ»· βλ. Ἠσ. 65,11). 30,13. Τό ὄνομα τοῦ δευτέρου υἱοῦ τῆς Ζελφᾶ εἶναι «᾿Ασήρ» («Ἀσέρ», εὐτυχής). Πιθανόν τό ὄνομα «Ἀσήρ» νά ἐξηγηθεῖ ἀπό τό «ὀσρί», «ἡ εὐτυχία μου». 30,14. Μῆλα μανδραγορῶν. Φυτό τοῦ ὁποίου τό Ἑβρ. ὄνομα σχηματίζεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τόν ἔρωτα («δουδα᾿ίμ», ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό «ντώδ», «ὁ ἀγαπημένος») καί στό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι ἀπέδιδαν μία ἀφροδισιακή δύναμη. Ἡ παράδοση θά συσχέτισε αὐτόν τόν καρπό μέ τήν γέννηση τοῦ Ἰωσήφ. 30,17-18. Τό ὄνομα τοῦ Ἰσσάχαρ ἐξηγήθηκε δυό φορές: στίχ. 16, ἡ Λεία «ἐμίσθωσε» («σαχώρ σεχαρτίχια»), τόν ἄνδρα της· στίχ. 18 «δέδωκέ μοι ὁ Θεός τόν μισθόν μου», («σεχαρί»). 30,19-20. Τό ὄνομα «Ζαβουλών» («Ζεβουλούν») κατά τήν Ἐλωχιμική παράδοση ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε ἕνα δῶρο («ζέβεδ») στήν Λεία· κατά τήν Γιαχβική πηγή ὁ σύζυγος τῆς Λείας θά «κατοικήσει μαζί της» («γιζμπελένι»). 30,22-24. Τό ὄνομα «Ἰωσήφ» ἔχει διπλῆ ἐξήγηση: Κατά τήν Ἐλωχιμική πηγή, ὁ Ἐλωχίμ ἀφήρεσε («ἀσάφ») τό ὄνειδος, τήν ἐντροπή τῆς Ραχήλ· ἔτσι, τό παιδί καλεῖται Ἰωσήφ («Γιωσέφ»). Κατά τήν Γιαχβική, ἡ Ραχήλ προσεύχεται ὁ Γιαχβέ νά προσθέσει («γιωσέφ») καί ἕναν ἄλλο υἱό, μιά προσδοκία γιά τήν γέννηση τοῦ Βενιαμίν (35,16-18). 
Πς πλουτίζεται ακώβ (30,25-43)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἰακώβ ἐζήτησε ἀπό τόν Λάβαν τήν ἄδεια νά ἐπιστρέψει στήν Χαναάν (στίχ. 25), πράγμα ὅμως πού δέν τό ἤθελε ὁ Λάβαν ἀπό συμφεροντολογικό λόγο (στίχ. 27). Τότε ὁ Ἰακώβ πρότεινε νά συνεχίσει νά φροντίζει τά κοπάδια τοῦ Λάβαν, ἀλλά μέ νέους ὅρους: Ζήτησε τόν μισθό του (στίχ. 32 ἑξ.) καί, ὅπως τόν προτείνει ὁ ἴδιος, ὁ μισθός εἶναι πολύ μικρός: Κατά κανόνα στήν Ἀνατολή οἱ αἶγες ἔχουν μαῦρο ἤ μελαχροινό χρῶμα, σπάνια δέ εἶναι λευκές ἤ στιγματισμένες μέ λευκό χρῶμα. Ἀντίθετα, τά πρόβατα εἶναι ὡς ἐπί τό πλεῖστον λευκά, σπάνια δέ εἶναι μαῦρα ἤ στιγματισμένα μέ μαῦρο χρῶμα. Ὁ Ἰακώβ ζήτησε ὡς μισθό του μόνο τά μαῦρα ἤ στιγματισμένα μέ μαῦρο χρῶμα πρόβατα καί τίς λευκές ἤ στιγματισμένες μέ λευκό χρῶμα αἶγες. Ὁ Λάβαν βεβαίωσε ἀμέσως τήν πρόταση αὐτή τοῦ Ἰακώβ, γιατί τοῦ ἦταν συμφέρουσα (στίχ. 34). Ἀκόμη περισσότερο ὁ Λάβαν ἔλαβε τά μέτρα του καί κανόνισε ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά ἔλθουν ὅλα ὑπέρ αὐτοῦ, νά πλουτίσει αὐτός καί νά ζημιωθεῖ ὁ Ἰακώβ (στίχ. 35 ἑξ.). Ἀλλά καί ὁ Ἰακώβ ἐφήρμοσε δικό του τέχνασμα γιά τόν πλουτισμό του. Τό τέχνασμά του στηριζόταν στήν παλαιά ἀκόμη πίστη ὅτι τό γεννώμενο φέρει χαρακτηριστικά ἀνταποκρινόμενα στό θέαμα καί τίς σκέψεις τῆς μητέρας κατά τήν ὥρα τῆς συλλήψεως. Ὁ Ἰακώβ, γιά νά γεννήσει τό ποίμνιο πού ἔβοσκε κακόχρωμα καί παρδαλά ζῶα, πού θά ἀνῆκαν σ’ αὐτόν, ἐφήρμοσε τό ἑξῆς τέχνασμα, γνωστό στούς κτηνοτρόφους: Πῆρε βέργες πολλές ἀπό καρυδιά καί πλατάνι καί τίς ξεφλούδισε λωρίδες - λωρίδες καί τίς ἔβαλε στίς ποτίστρες τῶν γιδιῶν καί τῶν προβάτων. Ἐκεῖ, καθώς ἔρχονταν τά κοπάδια νά πιοῦν νερό, πλησίαζαν οἱ παρδαλοί τράγοι καί κριοί καί ἀνέβαιναν στά πρόβατα καί στά γίδια· ἔτσι ἔμεναν ἔγκυα καί γεννοῦσαν μαῦρα ἤ παρδαλά πρόβατα καί ἄσπρα ἤ παρδαλά γίδια, γιατί αὐτό τό χρῶμα ἔβλεπαν κατά τήν ὥρα τῆς συλλήψεως. Αὐτά, κατά τήν συμφωνία, ἀνῆκαν στόν Ἰακώβ. Μ᾽ αὐτό τόν τρόπο ὁ Ἰακώβ πλούτισε πάρα πολύ καί εἶχε κοπάδια πολλά μέ πρόβατα καί γίδια. Γιά τήν ἠθικότητα αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἰακώβ βλ. 31,7-16. Γιά νά μήν πιστέψει ὁ Ἰακώβ στήν δική του εὐφυΐα ἤ σέ κάποια δεισιδαιμονία, ὁ Θεός τοῦ ἀποκάλυψε σέ ὄνειρο, βλ. 31,10-12, πῶς ἀπό τό ποίμνιο τοῦ Λάβαν – πού ἔβοσκε αὐτός – θά γεννηθοῦν ζῶα μέ χαρακτηριστικά πού ἤθελε αὐτός γιά τό δικό του ποίμνιο (παρδαλά ζῶα).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)

30,25Ἀφοῦ δέ ἡ Ραχήλ ἐγέννησε τόν Ἰωσήφ, εἶπε ὁ Ἰακώβ στόν Λάβαν: «Ἄφησέ με νά πάω στόν τόπο μου καί στήν χώρα μου. 26Δῶσε μου τίς γυναῖκες μου καί τά παιδιά μου, γιά τίς ὁποῖες σέ δούλεψα, ὥστε νά φύγω· γιατί γνωρίζεις πόσο ἐργάστηκα σέ σένα». 27Εἶπε δέ σ’ αὐτόν ὁ Λάβαν: «Σέ παρακαλῶ, ἄν βρῆκα χάρη ἐνώπιόν σου (μεῖνε)· κατάλαβα ὅτι μέ εὐλόγησε ὁ Θεός μέ τόν ἐρχομό σου. 28Καθόρισέ μου τόν μισθό σου καί θά σοῦ τόν δώσω». 29Καί ὁ Ἰακώβ τοῦ εἶπε: «Ἐσύ γνωρίζεις πόσο σέ δούλεψα καί πόσα ἔγιναν τά κτήνη σου χάρη σέ μένα. 30Γιατί ἦταν λίγα ὅσα εἶχες πρίν ἔρθω, ἐνῶ τώρα ἔχουν αὐξηθεῖ πολύ· ὁ Κύριος ὁ Θεός σέ εὐλόγησε μέ τόν ἐρχομό μου. Ἀλλά πότε πιά θά κάνω κι ἐγώ τόν δικό μου οἶκο;». 31Καί τοῦ εἶπε ὁ Λάβαν: «Τί νά σοῦ δώσω;» «Τίποτα δέν θέλω νά μοῦ δώσεις», τοῦ εἶπε ὁ Ἰακώβ. «Θά ἐξακολουθήσω νά ποιμαίνω καί νά φυλάγω τά πρόβατά σου, ἄν μοῦ κάνεις τό ἑξῆς:
32Νά περάσουν σήμερα (μπροστά μας) ὅλα τά πρόβατά σου καί ξεχώρισε ἀπό αὐτά τά σταχτιά ἀρνιά καί τίς ἀναμεμιγμένες μέ λευκό (μέ λευκές κηλίδες) καί τίς στιγματισμένες (μέ λευκές ραβδώσεις) γίδες.γ Αὐτά θά εἶναι ὁ μισθός μου. 33Στό ἑξῆς ἡ τιμιότητά μου στό θέμα τοῦ μισθοῦ μου θά σοῦ μαρτυρεῖ γιά μένα. Ἄν ἀνάμεσα στίς γίδες ὑπάρχει μία πού δέν ἔχει στίγματα καί δέν εἶναι ἀναμεμιγμένη μέ λευκό,δ καί ἄν ἀνάμεσα στά ἀρνιά μου ὑπάρχει ἕνα πού δέν εἶναι σταχτύ, αὐτό ἄς θεωρηθεῖ κλεμμένο». 34«Ἄς γίνει κατά τόν λόγο σου», τοῦ εἶπε ὁ Λάβαν. 35Τήν ἡμέρα ἐκείνη ξεχώρισε τούς διάστικτους καί μέ λευκό χρῶμα τράγους, ὅλες τίς διάστικτες καί μέ λευκό χρῶμα γίδες καί ὅλα τά σταχτιά καί μέ λευκά σημάδια ἀρνιά καί παραδίνοντας αὐτά στούς υἱούς του 36ὅρισε ἀπόσταση τριῶν ἡμερῶν μεταξύ αὐτῶν καί τοῦ Ἰακώβ. Καί ὁ Ἰακώβ ποίμαινε τό ὑπόλοιπο ποίμνιο τοῦ Λάβαν.
37Ὁ δέ Ἰακώβ προμηθεύτηκε χλωρές βέργες ἀπό στύρακα,ε καρυδιά καί πλάτανο καί μέ λεπίδα σχημάτισε λευκές λωρίδες ἀφαιρῶντας τήν φλούδα, ἔτσι ὥστε τό λευκό στίς βέργες νά φαίνεται ὡς κάτι τό διάφορον. 38Ἔπειτα ἔβαλε τίς βέργες, ἀπό τίς ὁποῖες εἶχε ἀφαιρέσει τήν φλούδα, στά αὐλάκια τοῦ νεροῦ, στίς ποτίστρες, ὥστε ὅταν ἔρχονταν τά πρόβατα νά πιοῦν νερό, νά ἔχουν ἐκεῖ μπροστά τους τίς βέργες, καθώς θά ζευγαρώνουν. 39Καί ζευγάρωναν τά πρόβατα μπροστά στίς βέργες καί γεννοῦσαν μέ λευκό χρῶμα καί παρδαλά καί στιγματισμένα μέ σταχτύ χρῶμα. 40Ξεχώρισε δέ ὁ Ἰακώβ τούς ἀμνούς καί ἔβαλε μπροστά στά πρόβατα κριούς μέ λευκό χρῶμα καί παρδαλούς. Καί τά δικά του ποίμνια τά ἔβαλε χωριστά καί δέν τά ἔβαλε μέ τά πρόβατα τοῦ Λάβαν. 41Καί συνέβαινε τόν καιρό πού τά πρόβατα ἔρχονταν γιά νά ζευγαρώσουν καί συνελάμβαναν, ὁ Ἰακώβ νά βάζει τίς βέργες μπροστά στά ποίμνια, στά αὐλάκια, γιά νά ζευγαρώνουν βλέποντας πρός τίς βέργες. 42Ὅταν ὅμως γεννοῦσαν τά πρόβατα,ζ (τήν ἐποχή αὐτή) δέν ἔβαζε τίς βέργες· ἔτσι τά ἀδύνατα πρόβατα ἦταν τοῦ Λάβαν, τά δέ ἰσχυρά τοῦ Ἰακώβ. 43Ἔγινε δέ ὁ Ἰακώβ πάρα πολύ πλούσιος καί ἀπέκτησε πολλά ποίμνια καί βόδια καί δούλους καί δοῦλες καί καμῆλες καί ὄνους.
    γ. Κατά τό Ἑβρ.: «Κάθε πρόβατο πού ἔχει ποικίλματα καί κηλίδες καί κάθε σταχτύ μεταξύ τῶν ἀρνιῶν καί τό ἔχον κηλίδες καί ποικίλματα μεταξύ τῶν αἰγῶν».
δ. Κατά τό Ἑβρ.: «Πού δέν ἔχει ποικίλματα καί κηλίδες». Ὁμοίως καί στήν συνέχεια.
ε. «Λεύκα», λέει τό Ἑβρ.
ζ. «Ὅταν τά πρόβατα ἦταν ἀδύνατα», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια)
30,27. Οἰωνισάμην («νιχάστι»). Τό ρῆμα χρησιμοποιεῖται ἐδῶ μέ τήν εὐρεία ἔννοια, «μάντεψε». Ὁ δεισιδαίμονας φόβος τοῦ Λάβαν μήπως παραβεῖ μιά τέτοια «μαντεία» τόν παρακινεῖ νά δείξει τήν εὔνοιά του· ἡ ἀνατολίτικη πονηράδα του τόν καθιστᾶ προσεκτικό νά μήν εἶναι βιαστικός. 30,32. Ἡ νέα αὐτή συμφωνία ἡ προταθεῖσα ἀπό τόν Ἰακώβ, στίχ. 32-36, καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο αὐτός τήν στρέφει πρός τό συμφέρον του, στίχ. 37-43, εἶναι δύσκολο νά ἑρμηνευθοῦν. Ἡ προταθεῖσα διανομή τοῦ κειμένου μεταξύ μιᾶς Γιαχβικῆς πηγῆς καί μιᾶς ἄλλης Ἐλωχιμικῆς δέν διασαφηνίζει τό θέμα· ἡ διήγηση ἔχει καταστεῖ ἴσως δύσκολη στό νά ἑρμηνευθεῖ λόγω τῶν σκοτεινῶν σχολίων. Ἡ πρόταση τοῦ Ἰακώβ βασίζεται στό γεγονός ὅτι στά ποίμνια τῆς Ἀνατολῆς τά πρόβατα εἶναι λευκά καί οἱ αἶγες μαῦρες· μαῦρα πρόβατα καί στιγματισμένες μέ ἄσπρο χρῶμα αἶγες εἶναι σπάνιες. Αὐτά εἶναι τά ζῶα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Ἰακώβ πού ζητᾶ γιά μισθό του, στίχ. 33, αὐτά πού ἐκπληρώνουν τώρα αὐτούς τούς ὅρους καί διαχωρίζονται, στίχ. 35-36. Ὁ Λάβαν πιστεύει ὅτι θά ἔχει ἕνα καλό κέρδος ἀπό τήν συμφωνία αὐτή. 30,42. Τό τέχνασμα τοῦ Ἰακώβ συνίσταται στά ἑξῆς· 1ο Γιά τίς αἶγες, στίχ. 37-39: τίς ζευγάρωσε μπροστά σέ ραβδωτές, ξεφλουδισμένες ράβδους, πού ἡ ὄψη τους ἐπηρέαζε τήν μορφή τοῦ ἐμβρύου καί ἔτσι ὁ Ἰακώβ ἀπέκτησε κατάστικτες αἶγες· οἱ παλαιοί φυσιολόγοι ἀναφέρουν ὅτι ἀνάλογες μέθοδοι ἐχρησιμοποιοῦντο γιά νά ποικίλλουν τό τρίχωμα τῶν ζώων· 2ο Γιά τά πρόβατα, στίχ. 40: ὅταν συνελάμβαναν τά ἔστρεφε πρός τίς μαῦρες αἶγες τοῦ ποιμνίου καί ἔτσι ἀπέκτησε μαῦρα πρόβατα· 3ο μέ τέτοιες ἐνέργειες ὁ Ἰακώβ ἐπέτυχε ρωμαλέες ἀναπαραγωγές προβάτων καί αἰγῶν ἀφήνοντας στόν Λάβαν τά ἀσθενικά ζῶα. Ἡ ἱστορία εἶναι πολύ παλαιά, μή δυναμένη νά ἐφαρμοσθεῖ παρά σέ ἡμι-νομάδες καί μάλιστα σέ κτηνοτρόφους καί ἦταν τρόπος ἱκανοποιήσεως τῶν πτωχῶν καί ἀδικημένων, σάν τόν Ἰακώβ, πού ἔγινε ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως ἀπό τόν Λάβαν, ἀλλά πού τελικῶς ἔλαβε τήν ἀμοιβή του! Καί τήν ἔλαβε μέ «τιμιότητα», στίχ. 33, ὅπως ἦταν στούς ὅρους τοῦ συμβολαίου!

http://aktines.blogspot.gr/2015/04/blog-post_713.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου