Σελίδες

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Ἑρμηνεία Παλαιᾶς Διαθήκης (Ε΄) – (Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)



          IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Δημητσάνα, Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου 17 Ἀπριλίου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.

θυσία το σαάκ (22,1-19)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Στό περιστατικό τῆς περικοπῆς μας Ἀβραάμ ἀποδεικνύεται ἥρωας πίστεως, γιατί ὑπήκουσε χωρίς γογγυσμό στό σκληρό αἴτημα τοῦ Θεοῦ νά Τοῦ θυσιάσει τόν ἀγαπημένο του υἱό Ἰσαάκ! – Ποτέ Θεός δέν εἶχε ὑποδείξει τόπο, τό ποῦ θά γινόταν θυσία, παρά μόνο γιά τήν ἐδῶ θυσία τοῦ Ἰσαάκ (στίχ. 2)· αὐτό γίνεται γιατί ἡ θυσία αὐτή προεικονίζει τήν θυσία τοῦ Χριστοῦ, πού προσφέρθηκε στόν Γολγοθᾶ, κοντά στόν ὁριζόμενο ἐδῶ τόπο. Σάν ἄσπλαγχνος φαίνεται ὁ πατέρας Ἀβραάμ νά φορτώσει τά ξύλα στούς ὤμους τοῦ μελλοθάνατου υἱοῦ του (στίχ. 6)! Αὐτό γίνεται γιατί ὁ Ἀβραάμ, κινούμενος ἀπό τόν Θεό, ἀντιγράφει τό μέλλον: καί ὁ Χριστός ἀνέρχεται στόν Γολγοθᾶ βαστάζοντας τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ γενναῖος καί μεγάλος στήν πίστη Ἀβραάμ σήκωσε τήν μάχαιρα γιά νά θυσιάσει τόν υἱό του, ἀλλά ὁ Θεός τόν ἐμπόδισε (στίχ. 10 -12). Ἡ θυσία τελέστηκε κατά τήν διάθεση καί ὁ Ἀβραάμ δικαιώθηκε ἀπό τόν Θεό (βλ. Ἑβρ. 11,17. Ἰακ. 2,21). Καί τοῦ ἐδείχθη ἕνας κριός κρεμασμένος ἀπό τά κέρατά του στό φυτό Σαβέκ, τόν ὁποῖο θυσίασε ἀντί τοῦ υἱοῦ του Ἰσαάκ (στίχ. 13). Στόν κριό αὐτό οἱ Πατέρες εἶδαν τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο κρεμάμενο ἀπό τόν Σταυρό.
Ὁ Ἰσαάκ, πού δέν θυσιάστηκε, ἦταν τύπος τῆς θείας φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία διέμεινε ἀπαθής, ὁ δέ κριός ἦταν τύπος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔπαθε. – Τό γεγονός τῆς θυσίας τοῦ Ἀβραάμ, πού συνέβη στό ὄρος Μορία, χαράχτηκε βαθιά στήν μνήμη τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀβραάμ, ὥστε διατηρήθηκε μέ ἰδιαίτερη ἔκφραση, «στό ὄρος προνόησε ὁ Θεός»«στό ὄρος θά φροντίσει ὁ Θεός» (στίχ. 14). Καί πολύ δικαίως, γιατί ἡ θυσία αὐτή προτύπωνε τήν μεγαλύτερη ἀπό ὅλα τά γεγονότα, τήν θυσία τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στόν Γολγοθᾶ, μέ τήν ὁποία πραγματικά φρόντισε ὁ Θεός τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. – Ἡ περικοπή μας ὑποδηλώνει καί τήν ἀπόρριψη τῶν ἀνθρωποθυσιῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν κοινές μεταξύ τῶν Χαναανιτῶν καί τῶν ἄλλων λαῶν τῆς ἀρχαιότητας (βλ. Δευτ. 12,31. Δ΄ Βασ. 17,17. Β΄ Παραλ. 28,3. Ἱερ. 19,5. Ἰεζ. 16,20.21).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
22,1Ὕστερα ἀπό τά γεγονότα αὐτά Θεός δοκίμασε τόν Ἀβραάμ καί τοῦ εἶπε: «Ἀβραάμ Ἀβραάμ»! Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἐδῶ εἶμαι»! 2«Πάρε – τοῦ εἶπε (ὁ Θεός) – τόν ἀγαπητό σουα υἱό, αὐτόν πού ἀγαπᾶς, τόν Ἰσαάκ, καί πήγαινε στήν ὀρεινή περιοχήβ καί πρόσφερέ τον ὁλοκαύτωμα σέ ἕνα ἀπό τά ὄρη, πού θά σοῦ δείξω».
3Σηκώθηκε ὁ Ἀβραάμ τό πρωί καί σαμάρωσε τήν ὄνο του· πῆρε μαζί του δύο δούλους καί τόν υἱό του Ἰσαάκ καί ἀφοῦ ἔσχισε ξύλα γιά τό ὁλοκαύτωμα ξεκίνησε καί ἔφτασε τήν τρίτη ἡμέρα στόν τόπο πού τοῦ εἶπε ὁ Θεός. 4Ὕψωσε τά μάτια του καί εἶδε τόν τόπο ἀπό μακρυά. 5Τότε εἶπε ὁ Ἀβραάμ στούς δούλους του: «Καθίστε ἐδῶ ἐσεῖς μέ τήν ὄνο· ἐγώ δέ καί τό παιδάριο θά προχωρήσουμε μέχρι ἐκεῖ· θά προσκυνήσουμε καί θά ξαναγυρίσουμε σέ σᾶς».
6Ἔπειτα ὁ Ἀβραάμ πῆρε τά ξύλα γιά τό ὁλοκαύτωμα καί τά φόρτωσε στόν υἱό του Ἰσαάκ· πῆρε δέ ὁ ἴδιος στά χέρια του τήν φωτιά καί τό μαχαίρι καί πῆγαν καί οἱ δυό μαζί. 7Τότε εἶπε ὁ Ἰσαάκ στόν πατέρα του Ἀβραάμ: «Πατέρα!» – «Τί εἶναι, παιδί μου;», ἀπάντησε ἐκεῖνος. – «Νά ἡ φωτιά καί τά ξύλα – εἶπε ὁ Ἰσαάκ – ἀλλά ποῦ εἶναι τό πρόβατο γιά τό ὁλοκαύτωμα;». 8– «Ὁ Θεός, παιδί μου, θά φροντίσει μόνος Του γιά πρόβατο γιά τό ὁλοκαύτωμα», εἶπε ὁ Ἀβραάμ.
Καί βαδίζοντας καί οἱ δυό μαζί 9ἔφτασαν στόν τόπο πού τοῦ εἶπε ὁ Θεός· καί ὁ Ἀβραάμ ἔστησε ἐκεῖ τό θυσιαστήριο, τακτοποίησε τά ξύλα καί ἀφοῦ ἔδεσε τόν Ἰσαάκ, τό παιδί του, τόν ἔβαλε στό θυσιαστήριο ἐπάνω στά ξύλα. 10Τότε ἅπλωσε ὁ Ἀβραάμ τό χέρι του νά πάρει τό μαχαίρι γιά νά σφάξει τό παιδί του.
11Ἀλλά τοῦ φώναξε ἀπό τόν οὐρανό Ἄγ­γελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: «Ἀβραάμ, Ἀ­βραάμ»! – «Ἰδού ἐγώ», ἀπάντησε ἐκεῖνος. 12Καί τοῦ εἶπε: «Μή βάλεις τό χέρι σου στό παιδάριο καί μήν τοῦ κάνεις κανένα κακό· τώρα γνώρισα ὅτι φοβᾶσαι τόν Θεό, ἐπειδή δέν λυπήθηκες τόν ἀγαπητό σου υἱό γιά Μένα». 13Τότε ὁ Ἀβραάμ σήκωσε τά μάτια του καί εἶδε ἕναν κριό πιασμένο ἀπό τά κέρατά του στό φυτό Σαβέκ.γ Πῆγε, πῆρε τόν κριό καί τόν πρόσφερε γιά ὁλοκαύτωμα ἀντί τοῦ Ἰσαάκ τοῦ υἱοῦ του. 14Καί κάλεσε ὁ Ἀβραάμ τό ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, «Ὁ Κύριος εἶδε»,δ καί σήμερα λένε, «Στό ὄρος ὁ Κύριος φανερώθηκε».
15Καί ὁ Ἄγγελος Κυρίου φώναξε γιά δεύτερη φορά ἀπό τόν οὐρανό τόν Ἀβραάμ καί τοῦ εἶπε: 16«Ὁρκίζομαι στόν ἑαυτό μου, λέει ὁ Κύριος, ὅτι, ἐπειδή ἔκανες αὐτό καί δέν λυπήθηκες γιά Μένα τόν ἀγαπητό σου υἱό, 17ἐξάπαντος θά σέ εὐλογήσω καί θά πληθύνω τούς ἀπογόνους σου, σάν τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καί σάν τήν ἄμμο στό χεῖλος τῆς θάλασσας  καί θά κυριαρχήσουν οἱ ἀπόγονοί σου τίς πόλειςε τῶν ἐχθρῶν τους·18καί θά εὐλογηθοῦν διά τοῦ σπέρματός σου ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς, γιατί ὑπάκουσες στόν λόγο μου».
19Καί ἐπέστρεψε ὁ Ἀβραάμ στούς δούλους του καί σηκώθηκαν ὅλοι μαζί καί προχώρησαν πρός τό Φρέαρ τοῦ Ὅρκου. Καί κατοίκησε ὁ Ἀβραάμ στό Φρέαρ τοῦ Ὅρκου.
α. «Τόν μονογενῆ σου», λέει τό Ἑβρ. Ὁμοίως καί στούς στίχ. 12.16.
β. «Στόν τόπο Μωριά», λέει τό Ἑβρ.
γ. «Σέ φυτό πυκνόκλαδο», λέει τό Ἑβρ.
δ. «Γιαχβέ-γιρέ», λέει τό Ἑβρ.
ε. «Τίς πύλες», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
22,1-19: Ἡ διήγηση ἀποδίδεται κοινῶς στήν Ἐλωχιμική πηγή, συγκεντρώνει ὅμως καί γιαχβικά στοιχεῖα, στίχ. 11-14.15-18, καί τό ὄνομα «Mωριγιά» στόν στίχ. 2. Ἀρχικά πρέπει νά ὑπῆρχε μία διήγηση θεμελιώσεως τοῦ ἰσραηλιτικοῦ θυσιαστηρίου, ὅπου, σέ διαφορά μέ τά χαναανιτικά θυσιαστήρια, δέν προσεφέροντο ὡς θύματα ἄνθρωποι. Ἡ παρούσα διήγηση δικαιώνει τό τυπικό τῆς λυτρώσεως τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ Ἰσραήλ: Καί αὐτοί ὅπως ὅλα τά πρωτότοκα ἀνήκουν στόν Θεό, δέν πρέπει ὅμως νά θυσιάζονται, ἀλλά νά ἐξαγοράζονται, Ἐξ. 13,11. Ἡ διήγηση, λοιπόν, συνεπάγεται τήν καταδίκη τῆς θυσίας τῶν παιδιῶν, ἡ ὁποία πολλές φορές καταγγέλθηκε ἀπό τούς προφῆτες, βλ. Λευιτ. 18,21 σχόλ. Ἐδῶ προστίθεται ἕνα ὑψηλότερο πνευματικό μάθημα: τό παράδειγμα τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ, τό κορυφούμενο στήν διήγησή μας. Οἱ Πατέρες εἶδαν στήν θυσία τοῦ Ἰσαάκ τήν εἰκόνα τοῦ πάθους τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 22,2. Εἰς γῆν τήν ὑψηλήν. «Εἰς τόν τόπον Μωριά», λέγει τό Ἑβραϊκό. Τό ὄνομα ἀπαντᾶ μόνον εἰς Β΄ Παραλ. 3,1, ὅπου τό Μωριά ταυτίζεται μέ τόν λόφο στόν ὁποῖο κτίστηκε ὁ ναός τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἡ μετέπειτα παράδοση υἱοθέτησε αὐτόν τόν προσδιορισμό τῆς θέσεως, ἀλλά τό κείμενο ὁμιλεῖ γιά περιοχή Moriyya, τῆς ὁποίας τό ὄνομα δέν φαίνεται ἀλλοῦ· ὁ τόπος τῆς θυσίας παραμένει ἄγνωστος. 22,14. Στό τέλος τοῦ στίχ. τό κείμενο εἶναι ἀβέβαιο. Κατά τό Ἑβρ.: «Σ᾽ αὐτό τό ὄρος παρουσιάστηκε ὁ Κύριος». 22,17. Πόλεις τῶν ὑπεναντίων. Βλ. 24,60.
γενεά το Ναχώρ (22,20-24)
(Προλογικό σημείωμα)
κύριος σκοπός τῆς παραγράφου αὐτῆς εἶναι νά δείξει τήν καταγωγή τῆς Ρεβέκκας, γιατί αὐτή ἐκλέγεται ἀπό τήν θεία Πρόνοια νά γίνει γυναίκα τοῦ Ἰσαάκ καί μητέρα τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ. Ἀκολουθεῖ παράγραφος αὐτή τήν θυσία τοῦ Ἰσαάκ, γιατί θυσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἐξαγορά καί μνηστεία τῆς Ἐκκλησίας μέ Αὐτόν ὡς νύμφης Του (Ἐφεσ. 5,25)!
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
22,20Ὕστερα ἀπό τά γεγονότα αὐτά ἀνήγγειλαν στόν Ἀβραάμ τό ἑξῆς: « Μελχά γέννησε καί αὐτή υἱούς στόν Ναχώρ τόν ἀδελφό σου. 21Τόν Οὔζ, τόν πρωτότοκό του, τόν Βαύξ,ζ τόν ἀδελφό του, τόν Καμουήλ, τόν γενάρχη τῶν Σύρων,η 22τόν Χαζάδ,θ τόν Ἀζαῦ, Φαλδές, τόν Ἰελδάφ καί τόν Βαθουήλ. 23Ὁ δέ Βαθουήλ ἐγέννησε τήν Ρεβέκκα. Τούς ὀκτώ αὐτούς υἱούς ἐγέννησε ἡ Μελχά στόν Ναχώρ, τόν ἀδελφό τοῦ Ἀβραάμ. 24Καί ἡ παλλακή του, ἡ ὀνομαζόμενη Ρεημά, γέννησε καί αὐτή τόν Ταβέκ, τόν Ταάμ, τόν Τοχός καί τόν Μοχά.
ζ. «Τόν Βούζ», λέει τό Ἑβρ.
η. «Τόν πατέρα τοῦ Ἀράμ», λέει τό Ἑβρ.
θ. «Τόν Κεσέδ», λέει τό Ἑβρ.
ι. Κατά τό Ἑβρ.: «Τόν Ταβέκ καί τόν Γαάμ καί τόν Ταχάς καί τόν Μααχά».
(Σύντομος ἑρμηνευτικός σχολιασμός)
22,20-24: Γιαχβικός κατάλογος τῶν ἀραμαϊκῶν φυλῶν, συνδεομένων μέ τούς δώδεκα υἱούς τοῦ Ναχώρ, 11,29· βλ. τούς δώδεκα υἱούς τοῦ Ἰσμαήλ, 25,13 καί τοῦ Ἰακώβ, 29,32-30,24. 35,22 ἑξ. Μία διαφορετική ἱερατική παράδοση δίδεται εἰς 10,23. Ὅπως ὑποδεικνύει τό σχόλιο εἰς στίχ. 23α ἡ ἐδῶ γιαχβική προσθήκη προπαρασκευάζει τόν δρόμο γιά τόν γάμο τοῦ Ἰσαάκ στό κεφ. 24. – Ὡσάν τόν Ἰσμαήλ (βλ. 17,20. 25,12-16) καί τόν Ἰακώβ - Ἰσραήλ (35,22-26)  καί τόν Ἡσαῦ (36,10-14) καί ὁ Ναχώρ ἔχει 12 υἱούς· καί ὅπως οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ - Ἰσραήλ (βλ. 35,23-26)  ὀκτώ υἱοί εἶναι ἀπό τήν γυναίκα του (τίς γυναῖκες του) καί τέσσερες ἀπό τήν παλλακίδα (ες) του. Ὅπως συνηθίζεται στήν γιαχβική πηγή, τά ὀνόματα εἶναι γενικά ὀνόματα φυλῶν ἤ πόλεων καί ἡ καταγραφή τους ἐδῶ ἐξηγεῖται ἀπό τήν σχέση τους μέ τόν Ἰσραήλ. 22,23. Βαθουήλ δέ ἐγέννησε τήν Ρεβέκκαν. Βλ. 24,15. 25,20. 28,2. Ἡ ἔνδειξη αὐτή εἶναι ἐδῶ ἕνα σχόλιο.
τάφος τν πατριαρχν (23,1-20)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Τά θέματα πού ἀναφέρονται στό κεφάλαιο αὐτό εἶναι δύο: Ὁ θάνατος τῆς Σάρρας καί ἡ ἀπόκτηση ἀγροκτήματος, ὅπου ἐτάφη αὐτή καί ἔπειτα οἱ Πατριάρχες. Ἀλλά, ἐνῶ γιά τόν θάνατο τῆς Σάρρας λέγονται δυό λόγια, ἀντίθετα, ἀναφέρονται μέ λεπτομέρεια τά σχετικά μέ τήν ἀγορά τοῦ ἀγροκτήματος. Αὐτό γίνεται ἐπίτηδες γιά νά τονιστεῖ στούς Ἑβραίους ὅτι τά μέρη αὐτά εἶναι δικά τους καί τούς ἀνήκουν. Εἶναι χώρα ὅπου βρίσκονται τά κόκκαλα τῶν προγόνων τους, μέ τήν ἀγορά τοῦ πατέρα τους Ἀβραάμ καί τήν βεβαίωση μαρτύρων. Εἶναι, λοιπόν, χώρα πού τούς ἀνήκει.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
23,1Ἡ Σάρρα ἔζησε ἑκατόν εἰκοσιεπτά χρόνια. 2Πέθανε δέ ἡ Σάρρα στήν πόλη Ἀρβόκ, πού εἶναι σέ ἕνα κοίλωμα·α αὐτή εἶναι ἡ Χεβρών στήν γῆ Χαναάν. Καί ἦρθε ὁ Ἀ­βραάμ γιά νά κλάψει καί νά πενθήσει γιά τήν Σάρρα.
3Ἀφοῦ δέ σηκώθηκε ὁ Ἀβραάμ ἀπό τόν νεκρό του, εἶπε στούς Χεττῖτες: 4«Ξένος καί πάροικος εἶμαι μεταξύ σας· δῶστε μου μεταξύ σας ἕνα κτῆμα ὡς τόπο ταφῆς, γιά νά θάψω τόν νεκρό μου». 5Ἀποκρίθηκαν δέ οἱ Χεττῖτες στόν Ἀ­βραάμ καί τοῦ εἶπαν: 6«Ὄχι! Ἄκουσέ μας, κύριε: Ἐσύ εἶσαι μεταξύ μας ἕνας βασιλέαςβ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ· θάψε τόν νεκρό σου στόν ἐκλεκτότερο τάφο μας· κανένας ἀπό ἐμᾶς δέν θά σοῦ ἀρνηθεῖ τόν τάφο του γιά νά θάψεις σ’ αὐ­τόν τόν νεκρό σου».
7Τότε σηκώθηκε ὁ Ἀβραάμ καί προσκύνησε τούς Χεττῖτες, τούς κατοίκους τῆς χώρας
8καί εἶπε σ᾽ αὐτούς τά ἑξῆς: «Ἄν τό θέλει ἡ ψυχή σας νά θάψω τόν νεκρό μου, ἀ­κοῦστε με. Μεσολαβῆστε γιά μένα στόν Ἐφρών, τόν υἱό τοῦ Σαάρ, 9καί ἄς μοῦ δώσει τό διπλό σπήλαιο,γ τό ὁποῖο βρίσκεται στήν ἄκρη τοῦ ἀγροῦ του· ἄς μοῦ τό πουλήσει μέ τήν πλήρη ἀξία του, γιά νά τό ἔχω ὡς δικό μου μνημεῖο μεταξύ σας». 10Ὁ δέ Ἐφρών καθόταν στό μέσον τῶν Χεττιτῶν. Καί ἀποκρίθηκε ὁ Ἐφρών ὁ Χετταῖος στόν Ἀβραάμ μπροστά στούς Χεττῖτες, σέ ὅλους ὅσοι ἔμπαιναν στήν πόλη, λέγοντας: 11«Ἔλα, κύριέ μου, ἄκουσέ με· Σοῦ δωρίζω τόν ἀγρό καί τό σπήλαιο πού βρίσκεται σ’ αὐτόν. Σοῦ τά δίνω μπροστά στούς συμπολῖτες μου. Θάψε τόν νεκρό σου».
12Καί προσκύνησε ὁ Ἀβραάμ μπροστά στόν λαό τοῦ τόπου 13καί εἶπε στόν Ἐφρών εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ τοῦ τόπου: «Ἄν θέλεις, ἄκουσέ με· πάρε τήν ἀξία τοῦ ἀγροῦ, ὥστε νά θάψω σ’ αὐτόν τόν νεκρό μου». 14Ὁ δέ Ἐφρών ἀποκρίθηκε στόν Ἀβραάμ καί τοῦ εἶπε:
15«Ὄχι, κύριέ μου. Ἄκουσα, βέβαια, ὅτι ὁ τόπος ἀξίζει τετρακόσια δίδραχμα ἀργυρίου, ἀλλά τί εἶναι αὐτά μεταξύ μας; Θάψε λοιπόν, τόν νεκρό σου». 16Ἄκουσε δέ ὁ Ἀβραάμ τί εἶπε ὁ Ἐφρών καί ζύγισε σ’ αὐτόν τό ἀργύριο, πού εἶπε εἰς ἐπήκοον τῶν Χεττιτῶν, τετρακόσια δίδραχμα ἀργυρίου, δεκτό ἀπό τούς ἐμπόρους.
     17Ἔτσι, ὁ ἀγρός τοῦ Ἐφρών μέ τό διπλό σπήλαιο,δ πού βρίσκεται μπροστά στήν Μαμβρῆ, ὁ ἀγρός μέ τό σπήλαιο πού εἶναι σ’ αὐτόν, ὅλα τά δένδρα τοῦ ἀγροῦ καί ὅλα ὅσα βρίσκονται στά ὅριά του γύρω-γύρω, 18μεταβιβάστηκαν στόν Ἀβραάμ ὡς ἰδιοκτησία του ἐνώπιον τῶν Χεττιτῶν, ὅλων ὅσοι ἔμπαιναν στήν πόλη.ε 19Μετά ἀπό αὐτά ἔθαψε ὁ Ἀβραάμ τήν γυναίκα του Σάρρα στό διπλό σπήλαιο τοῦ ἀγροῦ,ζ ἀπέναντι ἀπό τήν Μαμβρῆ· αὐτή εἶναι ἡ Χεβρών στήν γῆ Χαναάν. 20Ὁ ἀγρός, λοιπόν, καί τό σπήλαιο πού ἦταν σ᾽ αὐτόν ἐπικυρώθηκαν στόν Ἀβραάμ ὡς κτῆμα ταφῆς ἀπό τούς Χεττῖτες.
α. Τό Ἑβρ. λέει: «Καί ἀπέθανε Σάρρα στήν Κιριάθ-ἀρβά».
β. «Ἡγεμών» λέει τό Ἑβρ.
γ. «Τό σπήλαιο Μαχπελάχ», λέει τό Ἑβρ.
δ. «Καί ὁ ἀγρός τοῦ Ἐφρών, ὁ ὁποῖος (ἦταν) στό Μαχπελάχ», λέει τό Ἑβρ.
ε. «Στήν πύλη τῆς πόλεώς του», λέει τό Ἑβρ.
ζ. «Στό σπήλαιο τοῦ ἀγροῦ Μαχπελάχ», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομος ἑρμηνευτικός σχολιασμός)
23,1-20: Τό κεφ. αὐτό ἀνήκει στήν ἱερατική παράδοση, χρησιμοποιεῖται ὅμως σ᾽ αὐτό καί ἕνα πιό παλαιό ἔγγραφο. Στήν διήγησή μας βλέπουμε ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἀποκτᾶ ἕνα τίτλο ἰδιοκτησίας καί πολιτικά δικαιώματα στήν Χαναάν καί ἔτσι ἡ ὑπόσχεση περί τῆς Γῆς (βλ. 12,7. 13,15. 15,7) ἀρχίζει νά πραγματοποιεῖται. Ἡ ἱστορία μας τοποθετεῖται ὡραῖα στό τέλος τῶν σχετικῶν μέ τόν Ἀβραάμ διηγήσεων. 23,3. Υἱοῖς τοῦ Χέτ. Βλ. σχόλ. εἰς Δευτ. 7,1. Ἡ ὀνομασία «Χεττῖται» τῆς διηγησεώς μας (βλ. στίχ. 10) εἶναι μᾶλλον μεταγενέστερη γιά νά σημάνει τούς μή Σημίτες λαούς τῆς Χαναάν ἤ καί μία ὄχι σημιτική ὁμάδα (πιθανόν τούς Χουρρίτες) καί δέν σημαίνει τούς τώρα φημισμένους κατοίκους τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Οἱ «υἱοί τοῦ Χέτ», λοιπόν, ἐδῶ δέν εἶναι οἱ Χεττῖται τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας, οἱ ὁποῖοι ἐξεχύθησαν τό 1200 π.Χ. Ὅμως, ἀπό στοιχεῖα δηλούμενα στήν διήγησή μας, δέν θεωρεῖται ἀπίθανος καί ἡ παρουσία τῶν Χεττιτῶν σ᾽ αὐτό τό μέρος τῆς Χαναάν αὐτή τήν περίοδο (βλ. Ἀριθμ.13,29· O. Gurney, The Hittites, London,1952, σελ. 59-62). 23,4-6. Ὁ Ἀβραάμ εἶναι ἕνας «πάροικος» καί «παρεπίδημος». Πιθανῶς αὐτό ἀναφέρεται στήν ἡμινομαδική ζωή πού ζοῦσε στήν χώρα, ἀλλά χωρίς δικαιώματα ἰδιοκτησίας σ᾽ αὐτήν. Ὁ Ἀβραάμ παρακαλεῖ «δότε μοι κτῆσιν τάφου μεθ᾿ ὑμῶν» (στίχ. 4). Γιά τούς νομάδες ὁ οἰκογενειακός τάφος ἔπαιζε ἕνα κύριο ρόλο (βλ. Α΄ Βασ. 13,22). 23,9. Ὁ Ἀβραάμ ἐπιθυμεῖ τό «σπήλαιον Μαχπελάχ», ἔκφραση πού σημαίνει ὅπως ἀποδίδεται ἀπό τούς Ο΄ «τό σπήλαιον τό διπλοῦν». Προέρχεται ἀπό τήν διαμόρφωση τοῦ σπηλαίου ἐκτεταμένου στήν γῆ πού εὑρίσκετο (βλ. στίχ. 17-19). Ἡ Παλαιστίνη εἶχε πολλά φυσικά σπήλαια, τά ὁποῖα ἠδύναντο νά χρησιμεύσουν γιά ἐνταφιασμό, ἀφοῦ διεμορφώνοντο καί κατεσκευάζοντο καταλλήλως. 23,8. Ἐφρών. Τό ὄνομα φαίνεται νά ἐγγίζει τό ὄνομα Apirou τῶν Αἰγυπτίων καί τῶν Φοινίκων, τό ὁποῖο σημαίνει ἕνα προϊσραηλιτικό λαό τῆς περιοχῆς (βλ. σχόλιο εἰς 10,21). 23,10-11. Ἡ ἀγορά διεξάγεται στήν πύλη τῆς πόλεως. Ἔτσι βεβαιώνεται ἡ ἀγοραπωλησία, γιατί γίνεται ἐνώπιον τῶν διαβατῶν πού χρησιμεύουν ὡς μάρτυρες. Ἡ πύλη ἦταν ἕνας δημόσιος χῶρος στόν ὁποῖο διεξήγοντο ὑποθέσεις καί ἀπεδίδετο τό δίκαιο (βλ. E.A. Speiser, Bulletin of the American Schools of Oriental Research 144 [1956] 20-23). 23,12 ἑξ. Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ἐπιτάφιος ἰδιοκτησία τοῦ Ἀβραάμ, πρῶτος τίτλος ἰδιοκτησίας στήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, δέν τοῦ ἦταν δῶρο.
Γάμος το σαάκ (24,1-67)
(Προλογικό σημείωμα)
Τό κεφάλαιο αὐτό εἶναι εἰσαγωγικό στήν ἱστορία τοῦ Ἰσαάκ καί ἀναφέρεται στόν γάμο του μέ τήν Ρεβέκκα, πού καταγόταν ἀπό τήν γενεά τοῦ Ἀβραάμ καί κατοικοῦσε στήν Μεσοποταμία. Ὁ Ἀβραάμ εἶδε τήν εἰδωλολατρία καί τά διεφθαρμένα ἤθη τῶν Χαναανιτῶν καί γι’ αὐτό δέν ἤθελε τό αἷμα τῆς ἐκλεκτῆς φυλῆς νά ἀναμειχθεῖ μέ τό δικό τους αἷμα. Φρόντισε, λοιπόν, μέ πολλή ἐπιμέλεια νά βρεθεῖ γυναίκα γιά τόν υἱό του Ἰσαάκ ἀπό τούς συγγενεῖς του στήν Μεσοποταμία, ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἀφήσει τόν ἀδελφό του Ναχώρ. Τό ὅλο ἔργο τό ἀνέλαβε μέ τήν ἐντολή τοῦ Ἀβραάμ ὁ πιό ἰσχυρός καί ἔμπιστος δοῦλος του, ὁ Ἐλιέζερ. Μάλιστα ὁ Ἀβραάμ, ὅπως μᾶς λέει ἐδῶ ἡ περικοπή μας, ὅρκισε τόν Ἐλιέζερ νά φέρει εἰς πέρας τό ἔργο πού ἀναλαμβάνει. Ὁ τρόπος τοῦ ὅρκου ἦταν ὁ Ἐλιέζερ νά ἐγγίσει τό περιτετμημένο μέλος τοῦ Ἀβραάμ (στίχ. 2)· ἔτσι ὁ ὅρκος ἐλάμβανε μιά ἱεροπρέπεια, γιατί ἡ περιτομή ἦταν σημεῖο διαθήκης. Ὁ δοῦλος Ἐλιέζερ φάνηκε πιστός στόν ὅρκο του καί ἔκανε τήν μακρά πορεία πρός τήν Μεσοποταμία, ὅπου τοῦ ὑποδείχθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ Ρεβέκκα, καταγόμενη ἀπό τόν Ναχώρ, ἀδελφό τοῦ Ἀβραάμ (στίχ. 15). Ἡ νεάνιδα μᾶς παρουσιάζεται ὡς ὡραία παρθένα, ὡς εὐγενική, ὡς πρόθυμη καί ἐξυπηρετική, ἀλλά καί ὡς προσεκτική καί σοβαρή καί ἐξαρτημένη ἀπό τόν οἶκο της (στίχ. 15-28). Ἀφοῦ ἔγινε ἡ διαπραγμάτευση περί τοῦ γάμου μεταξύ τοῦ Ἐλιέζερ καί τοῦ Λάβαν, τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Ρεβέκκας, (στίχ. 29-54α), ἀνεχώρησε ὁ Ἐλιέζερ μέ τήν Ρεβέκκα πρός τήν Χαναάν, γιά νά τήν παραδώσει στόν Ἰσαάκ (στίχ. 54β-61). Ἡ ἀναχώρηση ἔγινε μέ τίς εὐχές καί εὐλογίες τῶν οἰκείων τῆς νύμφης, γιά νά γίνει μητέρα πολλῶν ἀπογόνων (στίχ. 60). – Τό πιό παράξενο στήν διήγηση εἶναι ὅτι ὁ Ἰσαάκ καί ἡ Ρεβέκκα σάν νά παντρεύονται χωρίς «θέλημα σαρκός», γιατί φροντίζουν ἄλλοι γι’ αὐτούς καί ὁ ἕνας θά δεχθεῖ τόν ἄλλο χωρίς νά γνωρίζονται, χωρίς νά εἶναι δική τους ἡ προτίμηση γιά τήν μεταξύ τους ἕνωση. Τό συνοικέσιο αὐτό τοῦ κεφαλαίου μας περιγράφεται ἐδῶ μέ πολλές λεπτομέρειες γιά νά εἶναι ὑπόδειγμα γάμου.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
24,1 Ἀβραάμ ἦταν γέροντας προχωρημένος στήν ἡλικία· καί Κύριος εὐλόγησε τόν Ἀβραάμ σέ ὅλα. 2Εἶπε δέ Ἀβραάμ στόν δοῦλο του τόν πρεσβύτερο τῆς οἰκίας του, τόν ἐπιστάτη ὅλων τῶν ὑπαρχόντων του: «Βάλε τό χέρι σου κάτω ἀπό τόν μηρό μου· 3σέ ὁρκίζω στόν Κύριο τόν Θεό τοῦ οὐρανοῦ καί τόν Θεό τῆς γῆς ὅτι δέν θά πάρεις γυναίκα γιά τόν υἱό μου Ἰσαάκ ἀπό τίς θυγατέρες τῶν Χαναναίων μεταξύ τῶν ὁποίων κατοικῶ, 4ἀλλά θά πᾶς στόν τόπο μου πού γεννήθηκα καί στήν συγγένειά μου, γιά νά πάρεις ἀπό ἐκεῖ γυναίκα γιά τόν υἱό μου Ἰσαάκ». 5Καί τοῦ εἶπε ὁ δοῦλος: «Ἄν ἡ γυναίκα δέν θελήσει νά μέ ἀκολουθήσει στήν χώρα αὐτή, νά ὁδηγήσω τόν υἱό σου στήν γῆ, ἀπό τήν ὁποία ἦλθες;». 6Καί ὁ Ἀβραάμ τοῦ εἶπε: «Πρόσεξε μήν πᾶς τόν υἱό μου ἐκεῖ. 7Ὁ Κύριος ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ καί ὁ Θεός τῆς γῆς,α πού μέ πῆρε ἀπό τόν πατρικό μου οἶκο καί τήν γενέτειρά μου χώρα, πού μοῦ μίλησε καί μοῦ ἔδωσε τήν ὑπόσχεση “σέ σέναβ καί τούς ἀπογόνους σου θά δώσω τήν γῆ αὐτή”, Αὐτός θά στείλει τόν Ἄγγελό Του ὁδηγό σου καί θά πάρεις γυναίκα γιά τόν υἱό μου ἀπό ἐκεῖ. 8Ἄν ὅμως δέν θέλει ἡ γυναίκα νά ἔρθει μαζί σου σ’ αὐτή τήν χώρα, τότε θά εἶσαι ἐλεύθερος ἀπό τόν ὅρκο μου. Μόνο τόν υἱό μου νά μήν πᾶς ἐκεῖ». 9Καί ἔβαλε ὁ δοῦλος τό χέρι του κάτω ἀπό τόν μηρό τοῦ Ἀβραάμ τοῦ κυρίου του καί ὁρκίστηκε σ’ αὐτόν γι’ αὐτά.
10Καί ἔλαβε ὁ δοῦλος δέκα καμῆλες ἀπό τίς καμῆλες τοῦ κυρίου του καί ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κυρίου του καί ἀναχώρησε γιά τήν Μεσοποταμία, γιά τήν πόλη τοῦ Ναχώρ. 11Τήν ἑσπέρα, τήν ὥρα πού βγαίνουν οἱ γυναῖκες νά ἀντλήσουν νερό, κοίμισεγ τίς καμῆλες κοντά στό φρέαρ ἔξω ἀπό τήν πόλη12καί προσευχήθηκε: «Κύριε, Θεέ τοῦ κυρίου μου Ἀβραάμ, δῶσε μου σήμερα καλή ἐπιτυχία καί δεῖξε τήν ἀγάπη σου στόν κύριό μου Ἀβραάμ. 13Ἰδού, ἐγώ στάθηκα δίπλα στήν πηγή, οἱ δέ θυγατέρες τῶν κατοίκων τῆς πόλης βγαίνουν γιά νά ἀντλήσουν νερό.
14Ἡ παρθένος, λοιπόν, στήν ὁποία θά πῶ “χαμήλωσε τήν στάμνα σου γιά νά πιῶ” καί πού θά μοῦ πεῖ “πιές καί ἄς ποτίσω καί τίς καμῆλες σου μέχρι νά ξεδιψάσουν”,δ αὐτή ἄς εἶναι ἐκείνη πού ἑτοίμασες γιά τόν δοῦλο σου τόν Ἰσαάκ. Καί ἀπό αὐτό θά γνωρίσω ὅτι ἔδειξες εὔνοια στόν κύριό μου Ἀβραάμ».ε
15Προτοῦ δέ ὁ Ἐλιέζερ σταματήσει τήν νοερά του προσευχή,ζ ἰδού ἡ Ρεβέκκα, ἡ θυγατέρα τοῦ Βαθουήλ, τοῦ υἱοῦ τῆς Μελ­χᾶς, τῆς γυναίκας τοῦ Ναχώρ, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἀβραάμ, βγῆκε μέ τήν στάμνα στόν ὦμο της. 16Ἦταν δέ ἡ κόρη πολύ ὡραία στήν ὄψη· (γιατί) ἦταν παρθένος, δέν εἶχε ἔρθει σέ σχέση μέ ἄνδρα. Ἀφοῦ, λοιπόν, κατέβηκε στήν πηγή γέμισε τήν στάμνα της καί ἀνέβαινε. 17Τότε ὁ δοῦλος ἔτρεξε γιά νά τήν συναντήσει καί εἶπε: «Δός μου νά πιῶ λίγο νερό ἀπό τήν στάμνα σου». 18 «Πιές, κύριε», εἶπε αὐτή. Καί ἀμέσως χαμήλωσε τήν στάμνα της στόν βραχίονά της καί ἔδωσε σ’ αὐτόν νά πιεῖ, μέχρι πού σταμάτησε νά πίνει καί τοῦ εἶπε: 19«Ἄς ἀντλήσω νερό καί γιά τίς καμῆλες σου ἐπίσης μέχρι νά πιοῦν ὅλες». 20Γρήγορα δέ ἄδειασε τήν στάμνα της στήν ποτίστρα καί ἔτρεξε πάλι στό φρέαρ, γιά νά ἀντλήσει νερό, καί ἄντλησε γιά ὅλες τίς καμῆλες. 21Καί ὁ ἄνθρωπος τήν παρατηροῦσε σιωπηλά, γιά νά καταλάβει ἄν ὁ Κύριος εἶχε εὐοδώσει τό ταξίδι του ἤ ὄχι.
22Ὅταν σταμάτησαν ὅλες οἱ καμῆλες νά πίνουν, πῆρε ὁ ἄνθρωπος (καί τῆς ἔδωσε) χρυσά σκουλαρίκια, βάρους μιᾶς δραχ­μῆς τό καθένα,η καί δύο βραχιόλια γιά τά χέρια της, βάρους δέκα χρυσῶν (σίκλων). 23καί τήν ρώτησε λέγοντας: «Πές μου, ποιοῦ θυγατέρα εἶσαι ἐσύ; Ὑπάρχει χῶρος στό σπίτι τοῦ πατέρα σου γιά νά διανυκτερεύσουμε;». 24Ἐκείνη δέ εἶπε σ’ αὐτόν: «Εἶμαι θυγατέρα τοῦ Βαθουήλ, τοῦ υἱοῦ τῆς Μελ­χᾶς, τόν ὁποῖο γέννησε στόν Ναχώρ. 25Ἔχουμε – εἶπε ἀκόμα – ἄχυρα καί πολλή τροφή καί χῶρο γιά νά διανυκτερεύ­σετε». 26Τότε χαρούμενος ὁ ἄνθρωπος προσκύνησε τόν Κύριο καί εἶπε: 27«Ἄς εἶναι εὐλογημένος ὁ Κύριος, ὁ Θεός τοῦ κυρίου μου Ἀβραάμ, ὁ Ὁποῖος δέν πῆρε τό ἔλεός Του καί τήν πιστότητά Του ἀπό τόν κύριό μου. Ὁ Κύριός μου μέ ὁδήγησε στήν οἰκία συγγενῶν τοῦ κυρίου μου».
28Τότε ἡ κόρη ἔτρεξε καί ἀνάγγειλε στόν οἶκο τῆς μητέρας της ὅσα συνέβησαν. 29Εἶχε δέ ἡ Ρεβέκκα ἀδελφό ὀνομαζόμενο Λάβαν. Καί ἔτρεξε ὁ Λάβαν πρός τόν ἄν­θρωπο, ἔξω στήν πηγή. 30Ὅταν εἶδε (ὁ Λάβαν) τά σκουλαρίκια καί τά βραχιόλια στά χέρια τῆς ἀδελφῆς του καί ὅταν ἄκουσε τήν ἀδελφή του τήν Ρεβέκκα νά λέει, «αὐτά μοῦ εἶπε ὁ ἄνθρωπος», ἦλθε πρός τόν ἄνθρωπο. Αὐτός στεκόταν δίπλα στίς καμῆλες στήν πηγή. 31Καί τοῦ εἶπε: «Ἔλα μέσα, εὐλογημένε τοῦ Κυρίου. Γιατί στέκεσαι ἔξω; Ἐγώ προετοίμασα τήν οἰκία, καθώς καί μέρος γιά τίς καμῆλες». 32Καί μπῆκε ὁ ἄνθρωπος στήν οἰκία· καί (ὁ Λάβαν) ξεφόρτωσε τίς καμῆλες καί ἔδωσε ἄχυρα καί τροφή σ’ αὐτές καί νερό γιά νά νίψει τά πόδια του καί τά πόδια τῶν ἀνθρώπων πού ἦταν μαζί του.
33Ἔπειτα τούς παρέθεσε φαγητό νά φᾶνε. Αὐτός ὅμως εἶπε: «Δέν θά φάω, μέχρις ὅτου πῶ, ὅ,τι ἔχω νά πῶ». Καί τοῦ εἶπαν: «Μίλησε». 34Τότε αὐτός εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι δοῦλος τοῦ Ἀβραάμ. 35Ὁ Κύριος εὐλόγησε πλούσια τόν κύριό μου καί ἔγινε μέγας. Καί ἔδωσε σ’ αὐτόν πρόβατα καί μόσχους, ἄργυρο καί χρυσό, δούλους καί δοῦλες, καμῆλες καί ὄνους. 36Ἡ δέ Σάρρα ἡ γυναίκα τοῦ κυρίου μου γέννησε ἕναν υἱό στόν κύριό μου, ἐνῶ αὐ­τός εἶχε γεράσει· καί σ’ αὐτόν (τόν υἱό) ἔδωσε (ὁ Ἀβραάμ) ὅλα ὅσα ἔχει. 37Ὁ κύριός μου μέ ὅρκισε μέ αὐτόν τόν ὅρκο: “Δέν θά πάρεις γυναίκα γιά τόν υἱό μου ἀπό τίς θυγατέρες τῶν Χαναναίων, στήν χώρα τῶν ὁποίων ἐγώ κατοικῶ, 38ἀλλά θά μεταβεῖς στόν πατρικό μου οἶκο καί τούς συγγενεῖς μου καί θά πάρεις ἀπό ἐκεῖ γυναίκα γιά τόν υἱό μου”. 39Εἶπα δέ στόν κύριό μου: “Ἴσως νά μή θελήσει ἡ γυναίκα νά μέ ἀκολουθήσει”. 40Καί αὐτός εἶπε σέ μένα: “Ὁ Κύριος ὁ Θεός, πού Τόν ἔχω εὐαρεστήσει,θ θά στείλει μαζί σου τόν Ἄγγελό Του καί θά εὐο­δώσει τήν ὁδό σου, ὥστε νά πάρεις γυναίκα γιά τόν υἱό μου ἀπό τούς συγγενεῖς μου καί ἀπό τόν πατρικό μου οἶκο. 41Τότε μόνο θά εἶσαι ἐλεύθερος ἀπό τόν ὅρκο σου σέ μένα, ὅταν φθάσεις στούς συγγενεῖς μου καί σοῦ ἀρνηθοῦν· τότε (μόνο) θά εἶσαι ἐλεύθερος ἀπό τόν ὅρκο σου σέ μένα”. 42Καί σήμερα, ἀφοῦ ἦρθα στήν πηγή, εἶπα: Κύριε, Θεέ τοῦ κυρίου μου Ἀβραάμ, εὐόδωσε, παρακαλῶ, τήν ὁδό μου, στήν ὁποία τώρα πηγαίνω. 43Ἰδού ἐγώ στέκομαι στήν πηγή τοῦ ὕδατος, ὅπου οἱ θυγατέρες τῆς πόλης θά βγοῦν νά ἀντλήσουν νερό. Ἡ κόρη πού θά συμβεῖ νά τῆς πῶ “δῶσε μου λίγο νερό ἀπό τήν στάμνα σου νά πιῶ” 44καί αὐτή θά μοῦ πεῖ “πιές ἐσύ καί νά ἀντλήσω ἐπίσης καί γιά τίς καμῆλες σου”, αὐτή ἄς εἶναι ἡ γυναίκα πού ἑτοίμασε ὁ Κύριος γιά τόν δοῦλο Του Ἰσαάκ· καί θά γνωρίσω ἀπ’ αὐτό ὅτι ἔδειξες εὔνοια (καί σ’ αὐτό τό θέμα) στόν κύριό μου Ἀβραάμ.ι 45Καί πρίν νά πάψω νά μιλῶ μέσα μου, ἰδού ἡ Ρεβέκκα πού ἐρχόταν μέ τήν στάμνα στόν ὦμο της καί κατέβηκε στήν πηγή καί ἄντλησε νερό. Εἶπα δέ σ’ αὐτήν· “δῶ­σε μου νά πιῶ”. 46Καί τότε αὐτή χαμήλωσε γρήγορα τήν στάμνα της (ἀπό τόν ὦμο της) στόν βραχίονά της καί (μοῦ) εἶπε: “πιές καί ἄς ποτίσω καί τίς καμῆλες σου”. Ἤπια, λοιπόν, καί πότισε καί τίς καμῆλες. 47Καί τήν ρώτησα: “Πές μου· Τίνος θυγατέρα εἶσαι;” – “Εἶμαι θυγατέρα τοῦ Βαθουήλ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ναχώρ, τόν ὁποῖο γέννησε σ’ αὐτόν ἡ Μελχά”, ἀπάντησε ἐκείνη. Τότε τῆς ἔβαλα τά σκουλαρίκια καί τά βραχιόλια στά χέρια της καί μέ χαρά προσκύνησα τόν Κύριο, 48καί δόξασα τόν Κύριο τόν Θεό τοῦ κυρίου μου Ἀβραάμ, ὁ Ὁποῖος μέ ὁδήγησε στήν πραγματική ὁδό, γιά νά λάβω τήν θυγατέρα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου γιά τόν υἱό του. 49Τώρα, λοιπόν, πέστε μου, ἄν θέλετε νά δείξετε καλωσύνη καί εὐθύτητα στόν κύριό μου· ἄν δέ ὄχι, πέστε μου, γιά νά ἐνεργήσω ἀλλιῶς».
50Τότε ὁ Λάβαν καί ὁ Βαθουήλ ἀπάντησαν: «Ἀπό τόν Κύριο προῆλθε τό πράγμα αὐτό· ἐμεῖς, λοιπόν, δέν μποροῦμε νά ποῦμε τίποτε. 51Νά ἡ Ρεβέκκα εἶναι μπροστά σου· παράλαβέ την καί πήγαινε· ἄς γίνει γυναίκα τοῦ υἱοῦ τοῦ κυρίου σου, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος». 52Ὅταν ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραάμ ἄκουσε τά λόγια αὐτά προσκύνησε τόν Κύριο μέχρι τό ἔδαφος. 53Καί ἀφοῦ ἔβγαλε σκεύη ἀργυρά καί χρυσά καί ἐνδύματα τά ἔδωσε στήν Ρεβέκκα. Ἐπίσης ἔδωσε δῶρα στόν ἀδελφό της καί τήν μητέρα της.
54Τότε αὐτός καί οἱ ἄνθρωποι πού ἦταν μαζί του ἔφαγαν, ἤπιαν καί κοιμήθηκαν. Ὅταν δέ σηκώθηκε (ὁ Ἐλιέζερ) τό πρωί εἶπε: «Ἀφῆστε με νά πάω στόν κύριό μου». 55Ἀλλά ὁ ἀδελφός καί ἡ μητέρα της εἶπαν: «Ἄφησε τήν κόρη νά μείνει μαζί μας δέκα μέρες, καί μετά ἄς ἀναχωρήσει». 56«Μή μέ κρατᾶτε – εἶπε σ’ αὐτούς – γιατί ὁ Κύριος κατευόδωσε τό ταξίδι μου· ἀφῆστε με νά φύγω, γιά νά ἐπιστρέψω στόν κύριό μου». 57«Ἄς καλέσουμε τήν κόρη καί νά ζητήσουμε τήν γνώμη της», εἶπαν ἐκεῖνοι.
58Καί κάλεσαν τήν Ρεβέκκα καί εἶπαν σ’ αὐτή: «Θέλεις νά πᾶς μαζί μέ τόν ἄνθρωπο αὐτόν;» – «Θέλω», εἶπε αὐτή. 59Καί κατευόδωσαν τήν Ρεβέκκα τήν ἀδελφή τους μέ τά ὑπάρχοντά τηςκ καί τόν δοῦλο τοῦ Ἀβραάμ μέ τούς ἀνθρώπους του. 60Καί εὐλόγησαν τήν Ρεβέκκα καί εἶπαν σ’ αὐτή:
«Εἴθε ἐσύ, ἡ ἀδελφή μας,
νά γίνεις μητέρα χιλιάδων μυριάδων!
Καί εἴθε οἱ ἀπόγονοί σου
νά κατακτήσουν τίς πόλειςλ τῶν ἐχθρῶν τους».
61Καί σηκώθηκε ἡ Ρεβέκκα καί οἱ ὑ­πηρέτριές της καί κάθισαν στίς καμῆλες καί ἀκολούθησαν τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ὁ δοῦλος ἔλαβε τήν Ρεβέκκα καί ἀναχώρησε.
62Ὁ δέ Ἰσαάκ περπατοῦσε στήν ἔρημο πρός τό «Φρέαρ τῆς ὁράσεως»·μ κατοικοῦσε στήν νότια περιοχή τῆς Χαναάν. 63Καί βγῆκε ὁ Ἰσαάκ τήν ἑσπέρα στήν πεδιάδα γιά νά προσευχηθεῖ. Ἀφοῦ δέ ὕψωσε τά μάτια του εἶδε νά ἔρχονται καμῆλες. 64Καί ἡ Ρεβέκκα ἐπίσης, ἀφοῦ ὕψωσε τά μάτια της, εἶδε τόν Ἰσαάκ καί πήδησε γρήγορα ἀπό τήν καμήλα· 65εἶπε δέ στόν δοῦλο: «Ποιός εἶναι ὁ ἄν­θρωπος ἐκεῖνος, πού ἔρχεται στήν πεδιάδα νά μᾶς συναντήσει;»·  «Αὐτός εἶναι ὁ κύριός μου», εἶπε ὁ δοῦλος. Τότε αὐτή ἔλαβε τόν πέπλο της καί σκεπάστηκε.
66Διηγήθηκε δέ ὁ δοῦλος στόν Ἰσαάκ ὅλα ὅσα εἶχε κάνει. 67Καί ὁ Ἰσαάκ εἰσῆλθε στόν οἶκο τῆς μητέρας του (μέ τήν Ρεβέκκα)· νυμφεύτηκε τήν Ρεβέκκα καί ἔγινε γυναίκα του καί τήν ἀγάπησε· παρηγορήθηκε δέ γιά τόν θάνατο τῆς μητέρας του Σάρρας.
α. Τό «καί ὁ Θεός τῆς γῆς» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
β. Τό «σοί» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. Τό Ἑβρ. ἀντί «ἐκοίμισε» λέει «γονάτισε».
δ. Τό «ἕως ἄν παύσωνται πίνουσαι» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
ε. Τό «Ἀβραάμ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
ζ. Τό «ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ» τῶν Ο´ λείπει ἀπό τό Ἑβρ
η. «Βάρους μισοῦ σίκλου», λέει τό Ἑβρ.
θ. «Ἐνώπιον τοῦ ὁποίου περιεπάτησα», λέει τό Ἑβρ.
ι. Ὁ στίχ. στό Ἑβρ.: «Καί αὐτή μοῦ πεῖ: “Καί σύ πιές καί γιά τίς καμῆλες σου ἀκόμη θά ἀντλήσω,” αὐτή ἄς εἶναι ἡ γυναίκα, τήν ὁποία ἑτοίμασε ὁ Κύριος γιά τόν υἱό τοῦ κυρίου μου».
κ. Τό Ἑβρ. λέει: «... τήν ἀδελφή τους καί τήν τροφό της».
λ. «Τίς πύλες» λέει τό Ἑβρ.
μ. Κατά τό Ἑβρ.: «Ὁ δέ Ἰσαάκ ἐπέστρεφε ἀπό τό φρέαρ “Λαχαΐ ροΐ”».
24,1-67. Εἶναι γιαχβική διήγηση καί σ᾽ αὐτή τήν παράδοση τερματίζεται ἡ ἱστορία τοῦ Ἀβραάμ. Οἱ στίχ. 1-9 ὑποθέτουν ὅτι ὁ πατριάρχης εἶναι στήν ἐπιθανάτιο κλίνη, βλ. 47,29-31. Ἡ μνεία τοῦ θανάτου του, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά συνεχίσει τήν ἀρχική διήγηση, κρατήθηκε ὡς ἀπόμακρη, γιά νά ἐπιτραπεῖ ἡ προσθήκη τῆς περικοπῆς 25,1-6. Ἄλλη παρατήρηση: Ἡ Ρεβέκκα, κατά τόν στίχ. 48, εἶναι κόρη τοῦ Ναχώρ, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἀβραάμ, πράγμα τό ὁποῖο συμφωνεῖ μέ τό 29,5· ἀλλά, κατά μία ἄλλη παράδοση, εἶναι θυγατέρα τοῦ Βαθουήλ (25,20. 28,2.5), ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ υἱός τοῦ Ναχώρ (22,22-33). Ἔτσι εἰσήχθη ἐδῶ στούς στίχ. 15.24.47.50 ὁ Βαθουήλ, ἀλλά ὁ Λάβαν εἶναι ἐκεῖνος πού δρᾶ ὡς ἀρχηγός τῆς οἰκογενείας· αὐτός εἶναι ὁ ἀδελφός τῆς Ρεβέκκας (στίχ. 29, καί ὁ υἱός τοῦ Ναχώρ, 29,5. 24,2. Θές τήν χεῖρα σου ὑπό τόν μηρόν μου. ῎Ιδια χειρονομία καί εἰς 47,29, τό ἄγγιγμα τοῦ περιτμημένου (ἄρα ἱεροῦ) γεννητικοῦ ὀργάνου, γιά νά ληφθεῖ ἕνας ἀπαράβατος ὅρκος. Ὁ ἀνώνυμος δοῦλος ταυτίζεται κατά τήν παράδοση μέ τόν Ἐλιέζερ (βλ. 15,2, ὅπου ὅμως τό κείμενο εἶναι ἐφθαρμένο). 24,7. Καί ὁ Θεός τῆς γῆς. Βλ. καί στίχ. 3. Ἡ φράση ἐλλείπει ἀπό τό Ἑβρ. 24,10. Ἐπορεύθη εἰς τήν Μεσοποταμίαν.  Τό Ἑβρ. λέγει Ἀράμ ναχαράγιμ», «ἡ Ἀράμ τῶν Ποταμῶν», ἡ Ἄνω Μεσοποταμία, ὅπου βρίσκεται ἡ Χαρράν, διαμονή τῶν προγόνων τοῦ Ἀβραάμ, βλ. 11,31. 24,22. Ἐνώτια χρυσᾶ, τά ὁποῖα ἔθεσε στούς ρώθωνες τῆς νεαρῆς κόρης, προσθέτει τό Σαμαρειτικό κείμενο, στίχ. 47. 24,27. Δικαιοσύνη, ἀλήθεια. Εἶναι οἱ ἐκφράσεις χέσεδ» καί «ἐμέθ» (βλ. στίχ. 49. 32,11. 47,29. Ἐξ. 34,6. Ἰησ. Ν. 2,14. Β΄ Βασ. 2,6. 15,20 κ.ἄ.), οἱ ὁποῖες δηλοῦν τήν πιστή ἀγάπη, τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους χωρίς ἀνταλλαγή· ἀλλά ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου οἱ ἐκφράσεις δηλοῦν τήν σταθερή εὐσέβειά του πρός τόν Θεό καί τήν ἀγάπη του πρός τόν πλησίον (βλ. Ὠσ. 2,21 σχόλ.). 24,50. Τό κείμενό μας, ὅπως καί τό Ἑβραϊκό, ἔχει «Λάβαν καί Βαθουήλ». Τό Βαθουήλ ἐδῶ εἶναι προσθήκη, ὅπως στούς στίχ. 15.24.47, καί ἀντικαθιστᾶ τήν Μελχά. Πραγματικά, ὁ πατέρας δέν θά ἐμνημονεύετο μετά ἀπό τόν υἱόν· οἱ διαπραγματεύσεις θά γίνουν μέ τόν ἀδελφό καί τήν μητέρα τῆς Ρεβέκκας, στίχ. 55· ἡ Ρεβέκκα ἔτρεξε εἰς τόν οἶκον τῆς μητέρας της, στίχ. 28, καί ὁ Λάβαν γίνεται, ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, ὁ ἀρχηγός τῆς οἰκογένειας. Αὐτά δείχνουν ὅτι ὁ πατέρας τοῦ Λάβαν καί τῆς Ρεβέκκας εἶχε ἀποθάνει. Στήν ἀρχική διήγηση ὁ πατέρας αὐτός ἦταν ὁ Ναχώρ. Τό ἑβρ. «Βεθουέλ» διορθώνεται «βεθ-ώ» (ἡ οἰκογένειά του). 24,63. Ἀδολεσχῆσαι. Ἡ ἀντίστοιχη ἑβραϊκή λέξη «λασούαχ», μοναδική στήν Βίβλο, εἶναι ἀμφιβόλου ἐννοίας.
Ο πόγονοι πό τήν Χεττούρα (25,1-6)
(Προλογικό σημείωμα)
Ἀβραάμ ἔλαβε καί ἄλλη γυναίκα, τήν Χεττούρα. Φαίνεται ὅτι ὁ Ἀβραάμ μετά τόν θάνατο τῆς Σάρρας θά αἰσθανόταν μόνος καί μετά τόν γάμο τοῦ Ἰσαάκ θά αἰσθανόταν περισσότερο μόνος καί ἔλαβε τήν Χεττούρα, γιά νά τόν συντροφεύσει στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του. Ἡ θέση τοῦ κεφαλαίου μας, πραγματικά, δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἔλαβε τήν Χεττούρα μετά τόν θάνατο τῆς Σάρρας καί μετά τόν γάμο τοῦ Ἰσαάκ. Μόνον ὁ Ἰσαάκ πού γεννήθηκε ἀπό τήν Σάρρα ἦταν ἀπό τό «θέλημα τοῦ Θεοῦ», ἐνῶ ὁ Ἰσμαήλ πού γεννήθηκε ἀπό τήν Ἄγαρ καί οἱ ἄλλοι υἱοί, πού διαβάζουμε ἐδῶ ὅτι γεννήθηκαν ἀπό τήν Χεττούρα, ἦταν ἀπό τό «θέλημα τῆς σαρκός». Στήν ἀπόκτηση τοῦ Ἰσαάκ δοκιμάστηκε πολύ ἡ πίστη τοῦ Ἀβραάμ καί τελικά λαμπρύνθηκε. Ἐνῶ τά ἄλλα του παιδιά ἀπό τήν Ἄγαρ καί τήν Χεττούρα τά γέννησε ὁ Ἀβραάμ ὑποκύπτοντας σέ μιά ἀδυναμία τῆς φύσης του. Γι’ αὐτό καί τελικά ἀπομάκρυνε ὅλους τούς υἱούς του ἀπό τόν Ἰσαάκ, τό τέκνο τῆς θείας ἐπαγγελίας. Ὅπως εἴδαμε εἰς 21,8 ἑξ. ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἀπομάκρυνε τόν Ἰσμαήλ ἀπό τόν Ἰσαάκ, ἔτσι βλέπουμε καί ἐδῶ στήν περικοπή μας, ὅτι διώχνει μέ σχετική περιουσία τούς καταγόμενους ἀπό τήν Χεττούρα στήν «γῆ τῆς Ἀνατολῆς» (στίχ. 6), δηλαδή στήν Ἀραβία καί τήν νότιο Μεσοποταμία. Οἱ Βεδουΐνοι ἀκολουθοῦν ἀκόμη τήν συνήθεια αὐτή τοῦ Ἀβραάμ: Ὅταν μεγαλώσουν τά παιδιά τους, δίνουν στούς νεώτερους υἱούς τό ἁρμόζον τῆς περιουσίας τους καί αὐτοί φεύγουν ἀπό τόν πατρικό οἶκο ἀφήνοντας τήν κατοχή αὐτοῦ ἀπόλυτα στόν μεγαλύτερο υἱό. – Ἀπό τήν Χεττούρα κατάγονται οἱ λαοί τῆς Ἀραβίας (στίχ. 2 ἑξ.)
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
25,1 Ἀβραάμ ἔλαβε καί ἄλλη γυναίκα, πού ὀνομαζόταν Χεττούρα, 2καί γέννησε σαὐτόν τόν Ζομβρᾶν, τόν Ἰεζάν, τόν Μαδάλ, τόν Μαδιάμ, τόν Ἰε­σβώκ καί τόν Σωκέ.α 3 Ἰεζάν γέννησε τόν Θαιμάν,β τόν Σαβά καί τόν Δεδάν· οἱ δέ υἱοί τοῦ Δεδάν ἦταν Ραγουήλ, Ναβδεήλ,γ Ἀσσουριείμ, Λατουσιείμ καί Λαωμείμ. 4Οἱ δέ υἱοί τοῦ Μαδιάμ ἦταν ὁ Γεφάρ, ὁ Ἀφείρ, ὁ Ἐνώχ, ὁ Ἀβειράδ καί Ἐλδαγά. Ὅλοι αὐτοί ἦταν υἱοί τῆς Χεττούρας.
5Ὁ Ἀβραάμ ἔδωσε ὅλα τά ὑπάρχοντά του στόν υἱό του Ἰσαάκ, 6στούς δέ υἱούς τῶν παλλακῶν του ἔδωσε δῶρα καί, ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε, τούς ἐξαπέστειλε πρός ἀνατολάς στήν γῆ τῆς Ἀνατολῆς, μακρυά ἀπό τόν υἱό του Ἰσαάκ.
α. Κατά τό Ἑβρ.: «Καί αὐτή γέννησε σ᾽ αὐτόν τόν Ζεμβράν καί τόν Ἰοξάν καί τόν Μαδάν καί τόν Μαδιάμ καί τόν Ἰεσβώκ καί τόν Σουά».
β. Ὁ Θαιμάν λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. Οἱ Ραγουήλ καί Ναβδεήλ λείπουν ἀπό τό Ἑβρ.
δ. «Ἀβειδά», λέει τό Ἑβρ.
25,1-6: παράγραφος αὐτή καί οἱ δύο ἑπόμενες εἶναι προσθῆκες στήν ἱστορία τοῦ Ἀβραάμ· οἱ στίχ. 1-6. 11β. 18 εἶναι γιαχβικοί, τό ὑπόλοιπο τμῆμα εἶναι ἱερατικό. Οἱ «υἱοί» τῆς Χεττούρας, κατά τό πλεῖστον μέρος, εἶναι οἱ λαοί τῆς Ἀραβίας, οἱ ὁποῖοι εἶχον σχέσεις μέ τό Ἰσραήλ κατά διαφόρους καιρούς τῆς ἱστορίας του. Μεταξύ αὐτῶν οἱ περισσότερο γνωστοί εἶναι οἱ Μαδιανῖται (Μαδιάμ), πού θά παρουσιασθοῦν ἐκ νέου στήν ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ (37,28.36), πού θά ἔλθουν σέ σχέση μέ τόν Μωυσῆ στό Σινᾶ (Ἐξ. 2,15 ἑξ.), πού θά κάνουν ἐπιδρομές στήν Παλαιστίνη τήν ἐποχή τῶν Κριτῶν (Κριτ. κεφ. 6-8)· οἱ Σεβαΐτες (Σεβά), οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐγκατεστημένοι πρός νότο τῆς Χερσονήσου καί ἔγιναν πλούσιοι ἔμποροι στό χρυσό καί στά ἀρώματα (Γ΄ Βασ. 10,1-10. Ἡσ. 60,6). Περί τῶν ἄλλων ὀλίγα μᾶς εἶναι γνωστά· οἱ Δαιδανῖτες (Δαιδάν, Ἡσ. 21,13), ἐκ τῶν ὁποίων μία μερίδα γειτνίαζε μέ τήν Ἐδώμ (Ἱερ. Ἑβρ.49,8. Ο΄ 29,8), πιθανόν νά προσετέθησαν ἐδῶ ἀπό ἕνα ἄλλο κατάλογο. Τά ὀνόματα τῶν υἱῶν Δαιδάν, τῶν ὁποίων ἡ πληθυντική τους μορφή παραφωνεῖ σ᾽ αὐτόν ἐδῶ τόν κατάλογο, δέν εἶναι τά ὀνόματα τῆς παραλλήλου παραγράφου εἰς Α΄ Παραλ. 1,32-33. Εἶναι μία ἄλλη γενεαλογία στήν ἱερατική παράδοση (βλ. Γεν. 10,7), λέγει τό ὑπόμνημα Traduction Oecumenique de la Bible (TOB).
Θάνατος το βραάμ (25,7-11)
(Προλογικό σημείωμα)
Ἀβραάμ πέθανε σέ ἡλικία 175 ἐτῶν. Ἡ ἱερή ἱστορία σημειώνει ἐδῶ ἰδιαίτερα τήν προχωρημένη ἡλικία τοῦ πατέρα τῆς πίστεως (στίχ. 7.8), γιατί ἦταν ἀποτέλεσμα θείας εὐλογίας. Ἀφοῦ ὁ Ἀβραάμ ἦταν 75 ἐτῶν ὅταν βγῆκε ἀπό τήν Χαρράν (12,4), ἡ παραμονή του στήν Χαναάν διήρκεσε ἀκριβῶς ἕναν αἰώνα, ἀπό τόν ὁποῖο τό ἕνα τέταρτο – πρίν νά τοῦ παραχωρηθεῖ ὁ Ἰσαάκ – δοκιμάστηκε πολύ ἡ πίστη του. Στήν ταφή τοῦ Ἀβραάμ βλέπουμε νά εἶναι μαζί καί οἱ δύο σπουδαιότεροι υἱοί του, καί ὁ Ἰσαάκ καί ὁ Ἰσμαήλ (στίχ. 9). Ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Ἰσμαήλ δέν εἶχε διακόψει κάθε σχέση μέ τόν Ἀβραάμ. Ἀντίθετα οἱ υἱοί τῆς Χεττούρας δέν μνημονεύονται, ἴσως γιατί κατοικοῦσαν μακρυά καί δέν μποροῦσαν νά φθάσουν ἔγκαιρα στήν ταφή, ἤ, ἴσως, γιατί θά εἶχαν διακόψει κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν πατέρα τους. – Μέ τήν περικοπή μας αὐτή ἐδῶ τελειώνει ἡ γενεαλογία (toledôth) τοῦ Θάρα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πιό σπουδαία καί ἀξιόλογη, γιατί σ’ αὐτήν τίθεται ἡ βάση γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ Πρωτοευαγγελίου (3,15), διαλέγεται ὁ πρωτογεννήτορας τῆς ἐκλεκτῆς φυλῆς, γίνεται ἡ προπαρασκευή γιά νά δοθεῖ ὁ Νόμος καί νά αὐξηθεῖ τό φῶς τῆς προφητείας, ὥστε νά φθάσει στήν ἐγγύτητα μέ τήν ὁποία ὁ Ἀβραάμ πορεύθηκε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
25,7Αὐτά εἶναι ὅλα τά ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, ὅσα ἔζησε: Ἑκατόν ἑβδομήντα πέντε ἔτη. 8Καί ἀφοῦ ἐξέπνευσε πέθανε Ἀβραάμ γέροντας, σέ εὐτυχισμένα γεράματα, πλήρης ἡμερῶν καί προσετέθη στόν λαό του. 9Καί τόν ἔθαψαν οἱ υἱοί του, Ἰσαάκ καί Ἰσμαήλ, στό διπλό σπήλαιο,ε στόν ἀγρό τοῦ Ἐφρών, τοῦ υἱοῦ τοῦ Σαάρ τοῦ Χετταίου, πού εἶναι ἀπέναντι ἀπό τήν Μαμ­βρῆ, 10στόν ἀγρό μέ τό σπήλαιο πού ἀγόρασε Ἀβραάμ ἀπό τούς Χεττῖτες. Ἐκεῖ ἔθαψαν τόν Ἀβραάμ καί τήν γυναίκα του Σάρρα. 11Μετά δέ τόν θάνατο τοῦ Ἀβραάμ εὐλόγησε ὁ Θεός τόν υἱό του Ἰσαάκ· καί κατοίκησε ὁ Ἰσαάκ κοντά στό «Φρέαρ τῆς ὁράσεως».
ε. «Στό σπήλαιο Μαχπελάχ», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια)
25,7-11. Ἐπιμένουσα στίς χρονολογικές της πληροφορίες ἡ ἱερατική πηγή σημειώνει σιωπηρῶς ὅτι ὁ Ἀβραάμ δαπάνησε 100 ἔτη στήν Χαναάν στήν νέα του ζωή μέ τόν Θεό (βλ.12,4). Τά ἔτη αὐτά σημειώνονται ἀπό θεῖες εὐλογίες καί ἀπό θεῖες ὑποσχέσεις γιά πολλούς ἀπογόνους. – Ἡ ἔκφρασις «προσετέθη πρός τόν λαόν αὐτοῦ» (στίχ.8) πιθανόν νά ἀναφέρεται στήν σκιερά ὕπαρξη στό Sheol, ἔχει δέ τήν ἀρχή της ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ νεκρός συνήθως ἐθάπτετο στό οἰκογενειακό κοιμητήριο. Ἡ ἀναφορά στούς στίχ. 8-9 γιά τόν τόπο τῆς ταφῆς του συμφωνοῦν μέ ὅλα ὅσα λέγονται ἀπό τήν ἱερατική διήγηση στό κεφ. 23. Ἀξιοσημείωτη εἶναι μόνο ἡ μνεία τοῦ Ἰσμαήλ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐκδίωξη ἀναφέρθηκε ἐνωρίτερον ἀπό τήν γιαχβική καί ἐλωχιμική διήγηση (βλ. 16,6-14. 21,9-21). Πιθανόν ὁ Ἰσμαήλ προσετέθη ἐδῶ διά νά προετοιμασθεῖ ἡ συμπερίληψη τῆς γενεαλογίας του στούς ἑπομένους στίχους.
Ο πόγονοι το σμαήλ (25,12-18)
(Προλογικό σημείωμα)
Προτοῦ Ἰσμαήλ χωρισθεῖ τελείως ἀπό τήν ἱερή ἱστορία τοῦ περιουσίου λαοῦ, γίνεται ἀκόμα μιά σύντομη ἀναφορά τῆς ζωῆς του καί τῶν ἀπογόνων του. Τά ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Ἰσμαήλ δηλώνουν καί πρόσωπα καί φυλές, ὅπως εἴδαμε καί σέ προηγούμενους καταλόγους γενεαλογιῶν. Γενικῶς ἡ κατοικία τῶν δώδεκα φυλῶν πού προῆλθαν ἀπό τόν Ἰσμαήλ ἦταν τό βόρειο τμῆμα τῆς Ἀραβίας. Οἱ φυλές καί τά ἔθνη τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσμαήλ ἦταν ἀσφαλῶς εἰδωλολατρικά καί ἡ μυστική ἔννοια τοῦ ἐδῶ καταλόγου εἶναι ὅτι ὁ μέλλων νά ἔλθει Μεσσίας θά εἶναι Λυτρωτής ὄχι μόνον τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλά καί τῶν ἐθνῶν (Ρωμ. 10,12), γιατί ἡ ἀρχή τῶν ἐθνῶν ἦταν ἑνωμένη μέ τήν ἱστορία τοῦ περιούσιου λαοῦ.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
25,12Αὐτή εἶναι γενεαλογία τοῦ Ἰσμαήλ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀβραάμ, τόν ὁποῖο γέννησε στόν Ἀβραάμ Ἄγαρ Αἰγυπτία, δούλη τῆς Σάρρας. 13Καί αὐτά εἶναι τά ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Ἰσμαήλ μέ τήν σειρά τῆς γέννησής τους: Ναβαιώθ, ὁ πρωτότοκος τοῦ Ἰσμαήλ· ἔπειτα ὁ Κηδάρ, ὁ Ναβδεήλ,ζ ὁ Μασσάμ,η 14ὁ Μασμά, ὁ Δουμά, ὁ Μασσῆ, 15ὁ Χοδδάν,θ ὁ Θαιμάν, ὁ Ἰετούρ, ὁ Ναφές καί ὁ Κεδμά. 16Αὐτοί εἶναι οἱ υἱοί τοῦ Ἰσμαήλ καί αὐτά τά ὀνόματά τους κατά τά χωρία τους καί τίς κατοικίες τους. Δώδεκα ἄρχοντες κατά τά ἔθνη τους.
17Καί αὐτά εἶναι τά ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ Ἰσμαήλ: Ἑκατόν τριάντα ἑπτά ἔτη. Καί ἀφοῦ ἐξέπνευσε πέθανε καί προσετέθη στόν λαό του. 18Κατοίκησε δέ στήν περιοχή ἀπό Εὐϊλάτ μέχρι Σούρ, ἡ ὁποία εἶναι ἀπέναντι ἀπό τήν Αἴγυπτο, πηγαίνοντας πρός τούς Ἀσ­συρίους. Κατοίκησε ἀπέναντι ἀπό ὅλους τούς ἀδελφούς του.
ζ. «Ἀβδεήλ», λέει τό Ἑβρ.
η. «Μιβσάμ», λέει τό Ἑβρ.
θ. «Χαδδάρ», λέει τό Ἑβρ.
25,12-18: Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσμαήλ (βλ. 17,20) συνιστοῦν τίς φυλές τῆς Ἀραβίας τοῦ Βορρᾶ. Ἡ ἱερατική διήγηση βρῆκε αὐτόν τόν κατάλογο στήν πηγή γενεαλογιῶν (toledoth), τήν ὁποία ἔχει χρησιμοποιήσει παντοῦ. Ὅπως στό 22,20-24, ἔτσι καί ἐδῶ ἀριθμοῦνται δώδεκα υἱοί, μία ἔνδειξη γιά ἕνα ἄλλο σύστημα δώδεκα φυλῶν ἐκτός τοῦ Ἰσραήλ. Ἐν μέρει νομάδες καί ἐν μέρει σταθεροί σέ ἕνα μέρος (βλ. στίχ. 16 «ἐν ταῖς σκηναῖς αὐτῶν καί ἐν ταῖς ἐπαύλεσιν αὐτῶν») οἱ Ἰσμαηλῖτες κατοίκησαν τήν βορειοδυτική περιοχή τῆς Ἀραβικῆς Χερσονήσου, σύμφωνα μέ τίς παραδόσεις περί τοῦ Ἰσμαήλ πού ἀνεφέρθησαν προηγουμένως  (βλ. 16,1-14. 21,9-21). Οἱ Ναβαιώθ, μπορεῖ νά ταυτισθοῦν μέ τούς μετέπειτα Ναβαταίους τῆς πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχῆς. Οἱ Κηδάρ μνημονεύονται μέ τούς Ναβαιώθ καί στό Ἠσ. 60,7. Δουμά (σήμερον ἡ ὄασις τῆς El-Ojof) καί ἡ Θαιμάν (σήμερον ἡ Teima) εὑρίσκονται στά βόρεια τῆς χερσονήσου. Ἡ Θαιμάν εἶναι γνωστή ἀπό τά Ἠσ. 21,14 καί Ἰερ. 25,23 ὡς ἔρημος λαοῦ. Ἰετούρ καί Ναφές μνημονεύονται εἰς Α΄ Παραλ. 5,19 ὡς ἀντίθετοι τῶν φυλῶν Ρουβήμ καί Γάδ. Οἱ ᾿Ιτουραῖοι, διάδοχοι τοῦ ᾽I20ετούρ, θά ἐγκατασταθοῦν πολύ ἀργότερον εἰς τόν Ἀντιλίβανον (Λουκ. 3,1). Γιά τήν Μασσῆ  βλ. Παροιμ. 30,1. 31,1 (κατά τό Ἑβρ.). Αὐτοί οἱ δώδεκα «ἄρχοντες» (nesiim, θρησκευτικο-πολιτικοί ἀρχηγοί στά συστήματα τῶν δώδεκα φυλῶν) πληροῦν τήν ὑπόσχεση τήν ἀναφερθεῖσα ἀπό τήν ἱερατική πηγή στό 17,20. Ὁ στίχ. 17 κλείνει τήν ἱστορία τοῦ Ἰσμαήλ καί ὁμοιάζει κατά τήν μορφή μέ τούς στίχ. 7-8. Ἡ «Εὐϊλάτ» (στίχ. 18) πραγματικά πρέπει νά συνδεθεῖ μέ τήν ὁδό «πρός Ἀσσυρίους» (πρβλ. 2,11).  
ΙΙΙ. στορία το σαάκ καί το ακώβ (25,19-37,1)
Γέννηση τοῦ Ἡσαῦ καί τοῦ Ἰακώβ (25,19-28)
(Προλογικό σημείωμα)
Μέ τήν περικοπή αὐτή μεταβαίνουμε σέ ἕνα νέο τμῆμα. Ἡ Ρεβέκκα συνέλαβε μέ τήν προσευχή τοῦ συζύγου της Ἰσαάκ (στίχ. 21), ἀλλά τώρα, μετά τήν σύλληψη, ἔχει ἕνα εἶδος δοκιμασίας: «Συγκρούονταν τά παιδιά στήν κοιλιά της» (στίχ. 22)! Ἡ Ρεβέκκα ἀνησύχησε γι᾽ αὐτό καί «πῆγε νά ρωτήσει τόν Κύριο» (στίχ. 22β), δηλαδή, πῆγε νά συμβουλευθεῖ τόν Γιαχβέ διά μέσου κάποιου προφήτη ἤ καί τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰσαάκ, πού λάμβανε ἀποκαλύψεις ἀπό τόν Θεό καί προφήτευε (βλ. 26,2. 27,28.29). Στήν Ρεβέκκα ἀποκαλύφθηκε κάτι γιά τό μέλλον τῶν δύο υἱῶν πού ὑπῆρχαν στήν κοιλιά της: Ἤδη τά δύο παιδιά διαπληκτίζονται γιά τήν κυριαρχία! Ἡ προφητεία αὐτή ἐξεπληρώθη στούς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ καί τοῦ Ἰακώβ, τούς Ἐδωμῖτες καί τούς Ἰσραηλῖτες. Τά δύο αὐτά ἀδελφά ἔθνη ἦταν πάντοτε ἐχθρικά μεταξύ τους. Ἰσχυρότερο ἀπό τά δυό ἦταν ὁ Ἰσραήλ, πού καταγόταν ἀπό τόν μικρότερο υἱό, τόν Ἰακώβ. Ὁ Δαυΐδ ὑποδούλωσε τούς Ἐδωμῖτες (Β΄ Βασ. 8,14. Γ΄ Βασ. 11,16) καί ὁ βασιλεύς Ἀμαζίας τούς κατενίκησε (Δ΄ Βασ. 14,7. Β΄ Παραλ. 25,11.12). Ἡ προφητεία ἔλεγε: «Ὁ μεγαλύτερος θά δουλεύσει στόν μικρότερο» (στίχ. 23β)! – Ἡ Ρεβέκκα, πραγματικά, γέννησε δίδυμα (στίχ. 24). Τό πρῶτο της παιδί τό κάλεσε «Ἡσαῦ» (δηλ. «δασύς»), γιατί, ὅταν γεννήθηκε, εἶχε ὑπερτρίχωση, ἦταν σάν νά καλυπτόταν μέ μιά γούνα. Ἦταν σάν ἕνας τριχωτός μανδύας, sear ἑβραϊκά, γι’ αὐτό ἀργότερα θά ὀνομαστεῖ καί «Σηείρ» (Ἀριθμ. 24,18). Ἐπειδή δέ εἶχε καί ἐρυθρό χρῶμα (στίχ. 25), θά ὀνομαστεῖ πάλι ἀργότερα «Ἐδώμ» (βλ. στίχ. 30. 36,1). Τό δεύτερό της παιδί ἡ Ρεβέκκα τό κάλεσε «Ἰακώβ». Τό ὄνομα σχετίζεται μέ τήν ἑβραϊκή λέξη «ακεβ», πού σημαίνει «πτέρνα»,γιατί ὁ Ἰακώβ βγῆκε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του κρατώντας τήν πτέρνα τοῦ ἀδελφοῦ του Ἡσαῦ (στίχ. 26). Κατά τό Γεν. 27,36 ὅμως τό ὄνομα σχετίζεται πρός τήν ρίζα «ακαβ», πού σημαίνει «ἀπατῶ», γιατί ὁ Ἰακώβ ἀπάτησε τόν πατέρα του ἐμφανισθείς ὡς Ἡσαῦ (βλ. 27,1 ἑξ.).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
25,19 γενεαλογία τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀβραάμ, εἶναι ἑξῆς: 20 Ἀβραάμ ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ. Ἦταν δέ ὁ Ἰσαάκ σαράντα χρόνων, ὅταν πῆρε γιά γυναίκα του τήν Ρεβέκκα, τήν θυγατέρα τοῦ Βαθουήλ τοῦ Σύρου ἀπό τήν Μεσοποταμία τῆς Συρίας,ι τήν ἀδελφή τοῦ Λάβαν τοῦ Σύρου. 21Καί προσευχόταν ὁ Ἰσαάκ στόν Κύριο γιά τήν γυναίκα του Ρεβέκκα, γιατί ἦταν στείρα. Ὁ Θεός τόν ἄκουσε καί συνέλαβε ἡ γυναίκα του Ρεβέκκα. 22Συγκρούονταν ὅμως τά παιδιά στήν κοιλιά της καί εἶπε: «Ἄν ἐπρόκειτο νά συμβαίνει ἔτσι, γιατί νά συλλάβω;». Καί πῆγε νά ρωτήσει τόν Κύριο. 23Εἶπε δέ σ’ αὐτήν ὁ Κύριος.
«Δύο ἔθνη εἶναι στήν κοιλιά σου
καί δύο λαοί θά χωριστοῦν ἀπό τά σπλάγχνα σου.
Ὁ ἕνας λαός θά εἶναι δυνατώτερος ἀπό τόν ἄλλο·
καί ὁ μεγαλύτερος θά δουλεύσει στόν μικρότερο».
24Ὅταν δέ ἔφτασε ἡ ἡμέρα τοῦ τοκετοῦ, βρέθηκαν, πραγματικά, δίδυμα στήν κοιλιά της. 25Τό πρῶτο γεννήθηκε ἐρυθρό· καί ὁλόκληρο τό σῶμα του ἦταν δασύ σάν τριχωτό ἔνδυμα. Καί (γι’ αὐτό) κάλεσε τό ὄνομά του Ἡσαῦ. 26Ἔπειτα βγῆκε ὁ ἀδελφός του, κρατώντας μέ τό χέρι του τήν φτέρνα τοῦ Ἡσαῦ· καί (γι’ αὐτό) κάλεσε τό ὄνομά του Ἰα­κώβ. Ἦταν δέ ἑξήντα χρόνων ὁ Ἰσαάκ, ὅταν ἡ Ρεβέκκα γέννησε αὐτούς.
27Τά παιδιά μεγάλωσαν. Καί ὁ μέν Ἡσαῦ ἔγινε ἐπιδέξιος στό κυνήγι, ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου· ὁ δέ Ἰακώβ ἔγινε ἥσυχος ἄνθρωπος καί κατοικοῦσε στό σπίτι.κ 28Καί ὁ μέν Ἰσαάκ ἀγαποῦσε τόν Ἡσαῦ, γιατί προτιμοῦσε ὡς τροφή τά θηράματά του, ἡ δέ Ρεβέκκα ἀγαποῦσε τόν Ἰακώβ.
ι. «Ἀπό τήν Παδάν-Ἀράμ», λέει τό Ἑβρ.
κ. «Σέ σκηνές», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια)
25,19-37,1. Πολύ ὀλίγες παραδόσεις διατηρήθηκαν σχετικά μέ τόν Ἰσαάκ καί ὅ,τι ἀφορᾶ μόνον αὐτόν (κεφ. 26)· ἐδῶ ἔχουμε μία σειρά διηγήσεων εὑρισκομένων ἐπίσης στόν κύκλο τοῦ Ἀβραάμ. Οἱ παραδόσεις γιά τόν Ἰσαάκ ἀπερροφήθησαν εἴτε ἀπό τόν Ἀβραάμ εἴτε ἀπό τόν Ἰακώβ. Ἡ ἱερατική ὅμως πηγή, εἴτε ὁ τελικός συντάκτης, ὁ ὁποῖος παρενέβαλε τήν ἱερατική παράδοση, ἔδωσε μεγαλύτερη ὑπεροχή στόν Ἰσαάκ κάμνοντας πολλές ἀπό τίς ἱστορίες τοῦ Ἰακώβ καί ἱστορίες τοῦ Ἰσαάκ. Αὐτό τό ἔκαμε ἀπό τήν ἀρχή τῶν διηγήσεων μέ τήν φράση «αὗται αἱ γενέσεις Ἰσαάκ τοῦ υἱοῦ Ἀβραάμ» (25,19) καί τελειώνοντας αὐτές μέ τήν ἀναφορά τοῦ θανάτου τοῦ Ἰσαάκ (35,29). Ὁμοίως ἀπό τόν ἴδιο συγγραφέα ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ (κεφ. 27-50) φαίνεται ὡς ἡ ἱστορία (toledoth) τοῦ Ἰακώβ (βλ. 37,2 καί 49,33). 25,19-28: Γιαχβική διήγηση, χωρίς τό χρονολογικό κάδρο ἱερατικῆς προελεύσεως, στίχ. 19.20 καί 26β. 25,22. Πυθέσθαι παρά Κυρίου. Γιά τούς τρόπους συμβουλεύσεως τοῦ Γιαχβέ βλ. σχόλ. εἰς Ἐξ. 33,7 καί Α´ Βασ. 14,41. Ἐδῶ πρόκειται γιά μιά ἐπίσκεψη σέ ἕνα τόπο ἱερό, ὅπου ἐφανερώνετο ὁ Γιαχβέ, πιθανόν στήν Βηρσαβεέ, βλ. 26,23 ἑξ. 25,23. Βλ. σχόλ. εἰς 4,5. Ὁ ἀγώνας τῶν δύο παιδιῶν στήν μητρική κοιλία εἶναι τό προμήνυμα ἀντιθέσεως μεταξύ δύο λαῶν, πού θά εἶναι ἀδελφοί - ἐχθροί: οἱ Ἐδωμῖτες, ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ, καί οἱ Ἰσραηλῖτες, ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ. Οἱ Ἐδωμῖτες (βλ. σχόλ. εἰς Ἀριθμ. 20,23) θά ὑποδουλωθοῦν ὑπό τοῦ Δαυΐδ (Β΄ Βασ. 8,13-14) καί θά ἀπελευθερωθοῦν τελικά στά μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος κατά τά ἔτη τοῦ Ἰωράμ, βασιλέως Ἰούδα (Δ΄ Βασ. 8,20-22). 25,25.26. Λαϊκές ἑτυμολογίες: Ἡσαῦ, εἶναι κοκκινωπός, Ἑβρ. «ἀδμωνί», καί θά ὀνομασθεῖ λοιπόν Ἐδώμ, στίχ. 30. 36,1.8: εἶναι σάν σάν ἕνα τρίχινο ἐπανωφόρι, «σε῾άρ», καί θά κατοικήσει στήν χώρα τῆς «Σε῾ίρ», Ἀριθμ. 24,18. Ἰακώβ, «Για῾ακώβ», ὀνομάζεται ἔτσι, ἐπειδή κρατεῖ τήν πτέρνα, «ἁκέβ», τοῦ διδύμου ἀδελφοῦ του. Ἀλλά κατά τά χωρία 27,36 καί Ὠσ. 12,4 (βλ. καί Ἰερ. 9,3), αὐτός ἔχει τό ὄνομα αὐτό διότι ὑπεσκέλισε, «ἁκάβ», τόν ἀδελφό του. Στήν πραγματικότητα τό ὄνομα εἶναι μία σύντμηση θεοφορικοῦ ὀνόματος, τό ὁποῖο εὑρίσκει τήν πλήρη του μορφή ὡς Yqbl (Yaaqob-El) τόν 18ο αἰώνα εἰς κείμενο τῆς Ἄνω Μεσοποταμίας, ὅπου πιθανόν σημαίνει «εἴθε ὁ Θεός νά προστατεύσῃ»!
(Προλογικό σημείωμα)
Ἡ περικοπή μας ἐδῶ θέλει νά παρουσιάσει τούς Ἰσραηλῖτες ὡς τόν λαό τῶν διαθηκῶν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τούς γείτονές τους πρός τόν νότο Ἐδωμῖτες τούς παρουσιάζει ὡς ἀπορριφθέντας ἀπό τόν Θεό. Καί τό πετυχαίνει αὐτό παρουσιάζοντας τόν μέν γενάρχη τοῦ Ἰσραήλ, τόν Ἰακώβ, νά λαχταράει τά πρωτοτόκια καί νά ζητάει εὐκαιρία νά τά λάβει αὐτός, ἐνῶ τόν γενάρχη τῶν Ἐδωμιτῶν, τόν Ἡσαῦ, νά φαυλίζει τά πρωτοτόκια, πού τά ἐδικαιοῦτο μέν ὡς πρωτότοκος, ἀλλά τά παραχωρεῖ, ὡς λαίμαργος, γιά ἕνα πιάτο φαγητοῦ!... Ἡ πράξη τοῦ Ἰακώβ, ἄν καί φαίνεται σάν ἀπάτη, ὅμως εἶναι μιά πράξη πίστεως, γιατί βλέπει τά πρωτοτόκια σάν μία μεγάλη εὐλογία· τά θεωρεῖ ὡς βεβαίωση γιά κατοχή τῶν θείων ὑποσχέσεων. Ἀντίθετα, ὁ Ἡσαῦ βλέπει τά πρωτοτόκια μόνον ὡς περιουσία τοῦ πατέρα του, γι’ αὐτό καί τά δίνει εὔκολα, γιατί πιστεύει ὅτι αὐτός πάλι θά τά ἔχει, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ δυνατός καί δέν πρόκειται νά χάσει ποτέ τήν πατρική περιουσία.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
25,29Μαγείρευε δέ Ἰακώβ φαγητό· καί Ἡσαῦ ἦρθε ἀπό τούς ἀγρούς ἀποκαμωμένος. 30Τότε εἶπε ὁ Ἡσαῦ στόν Ἰακώβ: «Δῶσε μου νά φάω ἀπό τό κόκκινο αὐτό φαγητό, γιατί εἶμαι ἐξαντλημένος». Γι’ αὐτό τοῦ δόθηκε τό ὄνομα Ἐδώμ. 31Καί εἶπε ὁ Ἰακώβ στόν Ἡσαῦ: «Πούλησέ μου πρῶτα τά πρωτοτόκιά σου»! 32Καί ὁ Ἡσαῦ εἶπε· «Ἐγώ τώρα πρόκειται νά πεθάνω· τί μοῦ χρησιμεύουν τά πρωτοτόκια;». 33Καί τοῦ εἶπε ὁ Ἰακώβ: «Ὁρκίσου μου πρῶτα». Καί τοῦ ὁρκίστηκε! Καί πούλησε τά πρωτοτόκιά του στόν Ἰακώβ. 34Τότε ὁ Ἰακώβ ἔδωσε στόν Ἡσαῦ ἄρτο καί μαγείρεμα φακῆς. Καί ἔφαγε (ὁ Ἡ­σαῦ) καί ἤπιε καί ἀφοῦ σηκώθηκε ἔφυγε. Ἔτσι ὁ Ἡσαῦ καταφρόνησε τά πρωτο­τόκιά του.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια)
25,29-34: Ὁ Ἡσαῦ παραχωρεῖ τά πρωτοτόκιά του. Ἡ ἱστορία ἔχει ὅλη τήν γοητευτική λεπτομέρεια τοῦ γιαχβιστοῦ. Μία ἄλλη λαϊκή ἑτυμολογία εἶναι ὄπισθεν τῆς αἰτήσεως τοῦ Ἡσαῦ γιά τήν «κόκκινη τροφή» («χα-ἀδώμ, χά-ἀδώμ» [«τό κόκκινο, τό κόκκινο»]· ἡ ἐπανάληψη τῆς λέξεως δεικνύει τήν ἀνυπομονησία τοῦ Ἡσαῦ)· ἡ λέξη «ἀδώμ» δικαιώνει τό ὄνομα Ἐδώμ. Τά πρωτοτόκια, ἐπιθυμητά ἀπό τόν Ἰακώβ, θά τοῦ βεβαιώσουν μία διπλῆ μερίδα τῆς κληρονομίας (βλ. Δευτ. 21,15-17). Τό ἴδιο ἔθιμο μαρτυρεῖται γιά τόν πρωτότοκο καί στήν Μεσοποταμία τήν ἐποχή τῶν Πατριαρχῶν.Ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ ἀπαίτησε νά ὁρκισθεῖ ὁ Ἡσαῦ, τοῦ ἔδωκε «ἄρτον καί μαγείρεμα φακῆς», ἀντί τοῦ «κοκκίνου φαγητοῦ» πού ἐζήτησε εἰς τήν ἀρχήν (βλ. στίχ. 30). Ὑπεστηρίχθη μέ κάποια πειθώ (D. Daube, Studies in Biblical Law [Cambridge 1947] 193-200) ὅτι, αὐτό τό «κόκκινο φαγητό» ἦταν μιά αἱματηρή σούπα! Αὐτή ἡ ἑρμηνεία μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει γιατί οἱ φακές δέν ἐμνημονεύθησαν στήν ἀρχή, γιατί ὁ Ἰακώβ ἀπαίτησε ἕνα ὅρκο (πού θεσπίζεται μέ αἷμα) καί γιατί ὁ Ἡσαῦ ἀργότερα ἀναφέρθηκε σέ μία διπλῆ ἀπάτη ἀπό τόν Ἰακώβ (27,36). 25,30. Διά τοῦτο ἐκλήθη τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐδώμ. Ἐπειδή ἔφαγε ἕνα φαγητό κοκκίνου χρώματος, «ἀδώμ», ἕνα ἄλλο λογοπαίγνιο αὐτό, ἐκτός τοῦ στίχ. 25. Ὁ πρόγονος τῶν Ἐδωμιτῶν, ἐχθρός τοῦ Ἰσραήλ, παρουσιάζεται σέ αὐτό τό κεφάλαιο σαρκαστικά: Εἶναι κόκκινος, μαλλιαρός, λαίμαργος καί θυσιάζει ὅλο τό μέλλον του γιά ἕνα ἄμεσο συμφέρον, ἀντίθετος ἀπό τόν Ἰακώβ.
(Προλογικό σημείωμα)
Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ἐπεισόδιο παράλληλο μέ ἄλλα δύο, πού εἴχαμε ξαναδεῖ (βλ. 12,10-20. 20,1-18). Ἡ πείνα στήν νότια Παλαιστίνη ἀνάγκασε τόν Ἰσαάκ νά μεταβεῖ στήν περισσότερο εὔφορη φιλισταϊκή περιοχή τῶν Γεράρων. Ὁ σκοπός τοῦ Ἰσαάκ ἦταν νά καταφύγει στήν Αἴγυπτο, ὅπως ἄλλοτε καί ὁ πατέρας του Ἀβραάμ, ἀλλά ὁ Κύριος τοῦ ἀπαγόρευσε νά κατεβεῖ στήν χώρα αὐτή (στίχ. 2) καί τοῦ ἀνανέωσε ὅλες τίς ὑποσχέσεις πού εἶχε δώσει παλαιά στόν πατέρα του. Ὁ Ἰσαάκ εἶχε τήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ ἀπό κληρονομία, ἀλλά τώρα τήν πῆρε καί προσωπικά, γιατί ἦταν πιστός στόν Θεό, σάν τόν πατέρα του. Ἡ ἐπαγγελία εἶναι διπλῆ καί περιέχει καί ἐπίγεια (στίχ. 3.4α) καί πνευματικά ἀγαθά, ὅτι δηλαδή ἀπό τό ἔθνος του θά βγεῖ ὁ Μεσσίας, διά τοῦ Ὁποίου θά εὐλογηθοῦν ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς (στίχ. 4β). – Ἐδῶ στά Γέραρα ἐμφανίζεται τό ζήτημα τῆς ἁρπαγῆς τῆς γυναίκας τοῦ Ἰσαάκ, τῆς Ρεβέκκας, πράγμα πού θέτει σέ κίνδυνο τήν ζωή τοῦ συζύγου· γιατί οἱ Φιλισταῖοι σκότωναν τόν ξένο πού ἐρχόταν στήν χώρα τους καί τοῦ ἅρπαζαν τήν γυναίκα του. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰσαάκ παρουσίασε τόν ἑαυτό του ὡς «ἀδελφό» τῆς Ρεβέκκας, μέ τήν γενική ἔννοια τῆς συγγένειας. Ἀνακάλυψε ὅμως ὁ Ἀβιμέλεχ τήν συζυγική σχέση τοῦ Ἰσαάκ μέ τήν Ρεβέκκα καί διαφυλάχθηκε ἡ τιμή τῆς γυναίκας, ἀλλά καί ἡ ζωή τοῦ Ἰσαάκ, πράγμα πού δηλώνει καθαρά τήν προστασία τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτόν (στίχ. 7-11). Ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ στόν Ἰσαάκ φαίνεται καί ἀπό τόν πλοῦτο του πού ἀπέκτησε (στίχ. 12-14), αὐτό ὅμως προκάλεσε τόν φθόνο τῶν Φιλισταίων (στίχ. 14β).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
26,1Ἔγινε δέ πείνα στήν γῆ, ἐκτός ἀπό τήν προηγούμενη πείνα, πού εἶχε γίνει στίς ἡμέρες τοῦ Ἀβραάμ. Καί πῆγε ὁ Ἰσαάκ στά Γέραρα, στόν Ἀβιμέλεχ, τόν βασιλέα τῶν Φιλισταίων. 2Τότε ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σ’ αὐτόν καί τοῦ εἶπε: «Μήν κατεβεῖς στήν Αἴγυπτο. Ἐγκαταστήσου στήν γῆ, τήν ὁποία θά σοῦ ὑποδείξω. 3Γίνε πάροικος σ’ αὐτή τήν γῆ καί ἐγώ θά εἶμαι μαζί σου καί θά σέ εὐλογήσω. Γιατί θά δώσω ὅλη τήν γῆ αὐτή σέ σένα καί στούς ἀπογόνους σου καί θά ἐκπληρώσω τόν ὅρκο, πού ἔδωσα στόν πατέρα σου Ἀβραάμ. 4Θά πληθύνω τούς ἀπογόνους σου σάν τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καί θά δώσω στούς ἀπογόνους σου ὅλη τήν γῆ αὐτή καί ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς θά εὐλογηθοῦν μέσα ἀπό τό Σπέρμα σου· 5ἐπειδή ὁ Ἀβραάμ, ὁ πατέρας σου, ὑπάκουσε στήν φωνή μου καί φύλαξε τά προστάγματά μου, τίς ἐντολές μου, τά διατάγματά μου καί τούς νόμους μου». 6Καί ἐγκαταστάθηκε ὁ Ἰσαάκ στά Γέραρα.
7Οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ρώτησαν τόν Ἰσαάκ γιά τήν γυναίκα του Ρεβέκκα καί αὐτός ἀπάντησε: «Εἶναι ἀδελφή μου»· γιατί φοβήθηκε νά πεῖ, «εἶναι γυναίκα μου», μήπως τόν φονεύσουν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐξ αἰτίας τῆς Ρεβέκκας· γιατί ἦταν ὡραία στήν ἐμφάνιση. 8Ἔμεινε δέ ὁ Ἰσαάκ ἐκεῖ γιά πολύ καιρό· καί ὁ Ἀβιμέλεχ, ὁ βασιλέας τῶν Γεράρων, ἔσκυψε νά κοιτάξει ἀπό τό παράθυρο καί εἶδε τόν Ἰσαάκ νά «παίζει» μέ τήν Ρεβέκκα τήν γυναίκα του. 9Τότε ὁ Ἀβιμέλεχ κάλεσε τόν Ἰσαάκ καί τοῦ εἶπε: «Εἶναι, λοιπόν, γυναίκα σου αὐτή; Γιατί εἶπες, “εἶναι ἀδελφή μου”;» Καί ὁ Ἰσαάκ τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί φοβήθηκα μήπως πεθάνω ἐξ αἰτίας της». 10«Τί εἶναι αὐτό πού μᾶς ἔκανες;», τοῦ εἶπε ὁ Ἀβιμέλεχ. «Παρολίγο νά κοιμόταν κάποιος ἀπό τόν λαό μου μέ τήν γυναίκα σου καί θά μᾶς ἔφερνες ἁμαρτία ἀπό ἄ­γνοια». 11Καί διέταξε ὁ Ἀβιμέλεχ σ’ ὅλο τόν λαό του λέγοντας: «Ὅποιος ἐγγίσει τόν ἄν­θρωπο αὐτόν ἤ τήν γυναίκα του θά θανατωθεῖ».
12Ἔσπειρε δέ ὁ Ἰσαάκ στήν χώρα ἐκείνη καί μάζεψε τόν χρόνο ἐκεῖνο ἑκατονταπλάσιο κριθάρι. Τόν εὐλόγησε ὁ Θεός! 13Καί δοξαζόταν ὁ ἄνθρωπος αὐτός καί συνέχεια γινόταν ὅλο καί πιό πλούσιος, μέχρις ὅτου ἔγινε πραγματικά μέγας! 14Καί ἀπόκτησε πρόβατα καί βόδια καί πολλά χωράφια·α ἀλλά οἱ Φιλισταῖοι τόν φθόνησαν.
α. «Καί δούλους πολλούς», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομος ἑρμηνευτικός σχολιασμός)
26,1-14: Ἡ ἱστορία τοῦ Ἰσαάκ ἐγκλείεται στήν ἱστορία τοῦ πατέρα του (κεφ. 21.22.24) καί τῶν υἱῶν του (25,19-28. 27. 28,1-9. 35,27-29). Μόνο αὐτό τό κεφ. 26, βασικά γιαχβικό, ἐκτός τῶν στίχ. 34-35, πού εἶναι ἀπό τήν ἱερατική πηγή, ἀφορᾶ κατ᾽ εὐθεῖαν τόν Ἰσαάκ, ἀλλά τά τρία ἐδῶ ἐπεισόδια περί αὐτοῦ ἔχουν τά παράλληλά τους στήν ἱστορία τοῦ Ἀβραάμ. Συνδέονται μέ τήν μορφή τοῦ Ἀβιμέλεχ, βασιλέως τῶν Γεράρων (βλ. 20,2), καί τῶν Φιλισταίων, βλ. σχόλ. εἰς 21,22. Τό πρῶτο ἐπεισόδιο εἶναι παράλληλο μέ τήν περικοπή 12,10- 20 καί τό κεφ. 20 (βλ. σχόλ.). Αὐτή ὅμως ἡ τρίτη ἐδῶ παράσταση εἶναι ἡ πιό διακριτική. 26,8. Παίζοντα. Τό ἀντίστοιχο ἑβραϊκό ρῆμα «μετσαχέκ» ἑρμηνεύεται «ἐθώπευε». Ὁ Ἰσαάκ «Γιτσχάκ» ἐθώπευε («μετσαχέκ») τήν Ρεβέκκα. Τό ἴδιο λογοπαίγιο ὅπως εἰς 21,9· βλ. 17,17. 18,12 ἑξ. 21,6. 26,12. Ἐδῶ ἔχουμε τήν πρώτη ἀναφορά τῆς γεωργίας στήν πατριαρχική ἱστορία· θά ἐπανεμφανισθεῖ στό 30,14 καί πρό παντός στήν ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ (37,5 ἑξ.). Οἱ ἡμινομάδες συνδυάζουν τόν κόπον των μέ τήν φροντίδα τοῦ κοπαδιοῦ των.
Τά πηγάδια μεταξύ Γεράρων καί Βηρσαβεέ (26,15-25)
(Προλογικό σημείωμα)
Τόν φθόνο τους κατά τοῦ Ἰσαάκ οἱ Φιλισταῖοι ἐξεδήλωσαν ἀπάνθρωπα μέ δύο πράξεις τους: α) Μέ τό νά φράξουν τά φρέατα τοῦ Ἰσαάκ, τά ὁποῖα παλαιά ἦταν φρέατα τοῦ πατέρα του Ἀβραάμ (στίχ. 15), παρά τήν συμφωνία πού εἶχε γίνει μεταξύ Ἀβραάμ καί τοῦ Ἀβιμέλεχ (21,32)· καί β) μέ τό νά τόν διώξουν ἀπό τήν περιοχή τους (στίχ. 16). Ὁ Ἰσαάκ ἔφυγε πρός τά ἀνατολικά τῆς πόλεως καί κατέλυσε στήν κοιλάδα τῶν Γεράρων (στίχ. 17), ἀλλά καί ἀπό ἐκεῖ ἔφυγε, διωκόμενος καί ἀδικούμενος, καί ἦρθε στήν Βηρσαβεέ (στίχ. 23). Ὁ τόπος αὐτός ἦταν ἀγαπητή κατοικία τοῦ Ἀβραάμ καί ὁ ἐρχομός τοῦ Ἰσαάκ ἐδῶ θά σήμαινε μιά ἀπαίτηση τῶν δικαιωμάτων καί τῆς κληρονομίας τοῦ Ἀβραάμ. Καί ἡ ἀπαίτηση αὐτή ἔγινε δεκτή ἀπό τόν Θεό, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἐμφάνισή Του σ’ αὐτόν καί τήν ἐπανάληψη σ’ αὐτόν τῶν θείων ὑποσχέσεων πού δόθηκαν στόν πατέρα του Ἀβραάμ (στίχ. 23-25).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
26,15Καί ὅλα τά φρέατα, πού ἔσκαψαν οἱ δοῦλοι τοῦ πατέρα του (τοῦ Ἀβραάμ) στίς ἡμέρες τοῦ πατέρα του, τά ἔφραξαν οἱ Φιλισταῖοι καί τά γέμισαν μέ χῶμα. 16Καί ὁ Ἀβιμέλεχ εἶπε στόν Ἰσαάκ: «Φύγε ἀπό τό μέρος μας, γιατί ἔγινες πολύ πιό δυνατός ἀπό ’μᾶς». 17Καί ἔφυγε ἀπό ’κεῖ ὁ Ἰσαάκ καί ἔ­στησε τήν σκηνή του στήν κοιλάδα τῶν Γεράρων καί ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ. 18Καί ἄνοιξε πάλι ὁ Ἰσαάκ τά φρέατα τοῦ νεροῦ, πού ἔσκαψαν οἱ δοῦλοι τοῦ πατέρα του Ἀβραάμ, τά ὁποῖα ὅμως ἔφραξαν οἱ Φιλισταῖοι μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του Ἀβραάμ. Καί τά ὀνόμασε μέ τά ἴδια ὀνόματα, μέ τά ὁποῖα τά εἶχε ὀνομάσει ὁ πατέρας του.
19Καί ἔσκαψαν οἱ δοῦλοι τοῦ Ἰσαάκ στήν κοιλάδα τῶν Γεράρων καί βρῆκαν ἐκεῖ φρέαρ πού ἀνέβλυζε νερό. 20Λογομάχησαν ὅμως οἱ βοσκοί τῶν Γεράρων μέ τούς βοσκούς τοῦ Ἰσαάκ λέγοντας ὅτι εἶναι δικό τους τό νερό. Καί (ὁ Ἰσαάκ) ὀνόμασε τό φρέαρ «Ἀδικία»· γιατί τόν ἀδίκησαν.β 21Ἔφυγε δέ ὁ Ἰσαάκ καί ἀπό ’κεῖ καί ἔσκαψε ἄλλο φρέαρ, ἀλλά λογομάχησαν καί γι’ αὐτό· καί τό ὀνόμασε «Ἐχθρία».γ 22Καί ἀφοῦ ἔφυγε καί ἀπό ’κεῖ ἔσκαψε ἄλλο φρέαρ καί δέν ἔγινε φιλονικία γι’ αὐτό καί τό ὀνόμασε «Εὐρυχωρία»,δ «γιατί – εἶπε – τώρα μᾶς πλάτυνε ὁ Κύριος καί μᾶς αὔξησε στήν γῆ».
23Ἀπό ’κεῖ ἀνέβηκε στό φρέαρ τοῦ ὅρκου. 24Καί φάνηκε σ’ αὐτόν ὁ Κύριος ἐκείνη τήν νύχτα καί τοῦ εἶπε:
«Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ πατέρα σου Ἀβραάμ·
μή φοβᾶσαι, γιατί Ἐγώ θά εἶμαι μαζί σου
καί θά σέ εὐλογήσω καί θά πληθύνω τούς ἀπογόνους σου
γιά χάρη τοῦ πατέρα σου Ἀβραάμ».ε
25Καί ἔκτισε (ὁ Ἰσαάκ) ἐκεῖ θυσιαστήριο καί ἐπικαλέστηκε τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἔστησε δέ ἐκεῖ τήν σκηνή του· καί οἱ δοῦλοι τοῦ Ἰσαάκ ἔσκαψαν ἐκεῖ, στήν κοιλάδα τῶν Γεράρων,ζ φρέαρ.
β. Κατά τό Ἑβρ.: «Καί ὀνόμασε τό φρέαρ Ἐσέκ, γιατί φιλονίκησαν μαζί του».
γ. «Σιτνά», λέει τό Ἑβρ.
δ. «Ρεχωβώθ», λέει τό Ἑβρ.
ε. «Διά Ἀβραάμ τόν δοῦλο Μου», λέει τό Ἑβρ.
ζ. Τό «ἐν τῇ φάραγγι Γεράρων» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
26,19. Ἡ Γένεση ἀποδίδει στούς Πατριάρχες, ποιμένες κοπαδιῶν, τήν διάτρηση πολλῶν πηγαδιῶν. Πλησίον τοῦ «φρέατος τοῦ Ἰακώβ» στήν Συχέμ (μή μνημονευόμενο ἀπό τήν Γένεση) ὁ Χριστός θά ἀποκαλύψει στήν Σαμαρείτιδα τό ἀληθινό ζῶν ὕδωρ, βλ. σχόλ. εἰς Ἰωάν. 4,1. 26,22. «Ἕσεκ» σημαίνει «διαμάχη»· «Σιτνά» σημαίνει «κατηγορία» καί «Ρεχωβώθ» σημαίνει «εὐρυχωρία». 26,24. Ἐγώ εἰμί ὁ Θεός Ἀβραάμ τοῦ πατρός σου. Ἡ πατριαρχική θρησκεία εἶναι οὐσιαστικά ἡ θρησκεία τοῦ «Θεοῦ τοῦ πατρός», 28,13. 31,5. 32,10 κ.ἄ., μέχρι τήν φανέρωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Γιαχβέ, Ἐξ. 3,13-15. Εἶναι μία θρησκεία νομάδων: αὐτός ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ κύριος ἑνός ἐδάφους· ἀποκαλύπτεται στόν πρόγονο μιᾶς ὁμάδος, πού τήν προστατεύει καί τήν καθοδηγεῖ, βλ. ἤδη 12,1 καί μέχρι τό 46,3-4, καί τῆς δίδει ὑποσχέσεις ἀπογόνων καί γῆς, βλ. κ. 15.
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὅταν διαγωγή ἑνός ἀνθρώπου εἶναι ἀρεστή στόν Θεό, ἀκόμη καί ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ θά θέλει νά ἔχει φιλία μαζί του (Παροιμ. 16,7). Ἔτσι, λοιπόν, καί ὁ Ἀβιμέλεχ, ὁ βασιλεύς τῶν Γεράρων, πού εἶχε διώξει τόν Ἰσαάκ ἀπό τήν χώρα του (βλ. 26,16 ἑξ.), ἔρχεται τώρα στήν Βηρσαβεέ, ὅπου ἔμεινε ὁ Ἰσαάκ, γιά νά συνάψει μαζί του συνθήκη (26,26). Ἡ συνθήκη αὐτή ἐπικυρώθηκε μέ ὅρκο (στίχ. 30-31), γι᾽ αὐτό καί ἔχουμε τώρα μία νέα ἑρμηνεία τῆς ὀνομασίας τοῦ φρέατος τοῦ τόπου ὅπου ἔμεινε: Beer-shebah, δηλ. «φρέαρ ὅρκου». Ἡ παλαιότερη ἑρμηνεία ἦταν πρίν ἀπό ἐνενήντα ἑπτά περίπου χρόνια ἐπί Ἀβραάμ, ὅταν αὐτός ἔκανε συνθήκη στήν Βηρσαβεέ μέ ἄλλον Ἀβιμέλεχ. Beer-Sibah τότε ἐσήμαινε «φρέαρ τῶν ἑπτά». Οἱ ποικίλες ἑρμηνεῖες τῆς ὀνομασίας «Βηρσαβεέ» («φρέαρ τῶν ἑπτά», «φρέαρ τοῦ ὅρκου») ἀναδεικνύουν τόν τόπο αὐτόν ὡς τόν κατ’ ἐξοχήν τόπο λατρείας. Οἱ Ἰουδαῖοι δέν ξέχασαν ποτέ τό ἀρχαῖο αὐτό κέντρο λατρείας τῶν Πατριαρχῶν, μέ τίς ἑρμηνεῖες πού δόθηκαν σ᾽ αὐτό. Γι᾽ αὐτό καί μετά τήν ἐπιστροφή τους ἀπό τήν Βαβυλώνα μνημόνευαν τήν Βηρσαβεέ, ὡς «φρέαρ τοῦ ὅρκου» (στίχ. 33).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
26,26Τότε Ἀβιμέλεχ μετέβη πρός αὐ­τόν (τόν Ἰσαάκ) ἀπό τά Γέραρα μέ τόν νυμφαγωγό τουη Ὁχοζάθ καί τόν Φιχόλ, τόν ἀρχηγό τοῦ στρατεύματός του. 27Καί εἶπε σαὐτούς Ἰσαάκ: «Γιατί ἤρθατε σέ μένα, ἀφοῦ μέ μισήσατε καί μέ διώξατε ἀπό σᾶς;» 28Αὐτοί δέ εἶπαν: Εἴδαμε φανερά ὅτι Κύριος εἶναι μαζί σου καί εἴπαμε: «Ἄς γίνει ὅρκος μεταξύ μας, μεταξύ ἡμῶν καί σοῦ· ἄς κάνουμε συμφωνία μαζί σου, 29ὅτι δέν θά μᾶς κάνεις κακό, ὅπως καί ἐμεῖς δέν σοῦ κάναμε κακό, ἀλλά σοῦ συμπεριφερθήκαμε καλά καί σέ ἐξαποστείλαμε μέ εἰρήνη. Πραγματικά εἶσαι εὐλογημένος ἀπό τόν Κύριο!». 30Τότε (ὁ Ἰσαάκ) ἔκανε συμπόσιο σ’ αὐτούς. Καί ἔφαγαν καί ἤπιαν.
31Καί σηκώθηκαν τό πρωί καί ὁρκίστηκαν ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Τότε ὁ Ἰσαάκ τούς ἄφησε νά φύγουν· καί αὐτοί ἀναχώρησαν ἀπ’ αὐτόν μέ εἰρήνη. 32Τήν ἴδια δέ ἡμέρα ἦρθαν οἱ δοῦλοι τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ ἀνήγγειλαν γιά τό φρέαρ πού ἔσκαψαν, καί τοῦ εἶπαν: «Δέν βρήκαμε νερό».θ 33Καί τό ὀνόμασε «Ὅρκος»·ι γι’ αὐτό, μέχρι σήμερα, τό ὄνομα τῆς πόλεως εἶναι «Φρέαρ ὅρκου».
η. «Τόν οἰκεῖο του», λέει τό Ἑβρ.
θ. «Βρήκαμε νερό», λέει τό Ἑβρ.
ι. «Σαβεέ», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
26,26. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἀβιμέλεχ καί τοῦ Φιχόλ συμφωνεῖ μέ τό 21,22, ἀλλά ὁ Ὀχοζάθ, ὁ ἔμπιστος σύμβουλος τοῦ βασιλέως, εἶναι νέο πρόσωπο, γιατί δέν ἀναφέρεται εἰς 21,22 κατά τό Ἑβραϊκό κείμενο. 26,33. Ὅρκος. Τό Ἑβρ. λέγει «σιβ῾ά», ἑπτά. Οἱ Ο΄ ἀναγιγνώσκουν «σεβου῾ά», ὅρκος (στίχ. 31), τό ὁποῖο συμφωνεῖ μέ τό νόημα τῆς περικοπῆς. Εἰς 21,22-32 αὐτή ἡ ἑρμηνεία συνδυάζεται μέ τήν ἑρμηνεία «φρέαρ τῶν Ἑπτά (ἀμνάδων)». Αὐτές οἱ ποικίλες ἐτυμολογίες τοῦ ὀνόματος «Βηρσαβεέ», μαρτυροῦν τήν σπουδαιότητά της ὡς ἕνα κέντρο λατρείας.
Ο Χεττίτιδες γυνακες το σα (26,34-35)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Ὁ Ἡσαῦ ἔκανε δύο λάθη στόν γάμο του, γιατί α) νυμφεύθηκε συγχρόνως δύο γυναῖκες, χωρίς νά ὑπάρχει λόγος γι’ αὐτό· καί β) νυμφεύθηκε ἐθνικές γυναῖκες. Γι’ αὐτό καί εἰς Ἑβρ. 12,16 καλεῖται «πόρνος». Γιά τήν ὕβρη του αὐτή ὁ Ἡσαῦ πλήγωσε βαθιά τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του. Ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ Ἡσαῦ μᾶς προπαρασκευάζει γιά τήν τελική ἀπόρριψή του καί τό χάσιμο τῶν πρωτοτοκίων του.
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
26,34 Ἡσαῦ ἦταν σαράντα ἐτῶν, ὅταν ἔλαβε γιά γυναίκα του τήν Ἰουδίθ, τήν θυγατέρα τοῦ Βεώχκ τοῦ Χετταίου καί τήν Βασεμάθ, τήν θυγατέρα τοῦ Ἑλών τοῦ Χετταίου. 35Αὐτές ὅμως συνέχεια μάλωναν μέ τόν Ἰσαάκ καί τήν Ρεβέκκα.
κ. «Βεηρί», λέει τό Ἑβρ.
λ. «Καί αὐτές ἦταν πικρία ψυχῆς στόν Ἰσαάκ καί τήν Ρεβέκκα», λέει τό Ἑβρ.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

26,34. Ὁ ὅρος Χεττίτης σημαίνει περίπου ἕνα τμῆμα τοῦ λαοῦ τῆς Παλαιστίνης, βλ. καί σχόλ. εἰς 23,3. Τά ὀνόματα τῶν γυναικῶν τοῦ Ἡσαῦ δέν συμφωνοῦν μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά δοθοῦν στό γενεαλογικό δένδρο τῆς περικοπῆς 36,1-5. 26,35. Ὅπως ὁ Ἀβραάμ (24,3 ἑξ.), καί ὁ Ἰσαάκ ὁμοίως λαμβάνει φροντίδα γιά τήν καθαρότητα τοῦ αἵματος τῆς φυλῆς του, βλ. 28,1 ἑξ. 

http://aktines.blogspot.gr/2015/04/blog-post_507.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου