Σελίδες

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Ἑρμηνεία Παλαιᾶς Διαθήκης (ΙΒ΄) – (Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία)

 IEΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
Δημητσάνα, Δευτέρα 11 Μαΐου 2015
ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική)
Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου.
Πρώτη συνάντηση το ωσήφ μέ τά δέλφια του (42,1-24)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Κατόπιν παροτρύνσεως του Ἰακώβ οι δέκα υἱοί του, πλήν τοῦ Βενιαμίν, κατέβηκαν στήν Αἴγυπτο γιά νά ἀγοράσουν σιτάρι (στίχ. 1-5). Ἐκεῖ αὐτοί παρουσιάστηκαν στόν ἄρχοντα Ἰωσήφ, τόν ὁποῖο δέν ἀναγνώρισαν, καί τόν προσκύνησαν (στίχ. 5-6).

 Ὁ Ἰωσήφ ἀντιθέτως τούς ἀναγνώρισε, ἀλλά δέν φανερώθηκε σ᾽ αὐτούς καί τούς κατηγόρησε ὡς κατασκόπους (στίχ. 7-9). Οἱ δέκα ἀδελφοί ἀπολογούμενοι ἐξήγησαν τά τῆς οἰκογενείας τους καί ὅτι ἔχουν ἄλλον ἕνα ἀδελφό στήν Χαναάν, πού ἔμεινε μέ τόν γέροντα πατέρα τους (στίχ. 10-11). Τότε ὁ Ἰωσήφ ζήτησε νά τοῦ φέρουν τόν νεώτερο ἀδελφό τους, γιά νά πεισθεῖ δῆθεν γιά τά λεγόμενά τους, κρατώντας γιά ἀσφάλεια στήν φυλακή τόν Συμεών (στίχ. 14-24).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
42,1Ὅταν ἔμαθε Ἰακώβ ὅτι πωλεῖται σιτάρι στήν Αἴγυπτο, εἶπε στούς υἱούς του: «Γιατί ἀμελεῖτε;α 2 Ἰδού! Ἄκουσα ὅτι στήν Αἴγυπτο ὑπάρχει σιτάρι· κατεβεῖτε ἐκεῖ καί ἀγοράστε γιά μᾶς λίγη τροφή, ὥστε νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε». 3Κατέβηκαν, λοιπόν, οἱ δέκα ἀδελφοί τοῦ Ἰωσήφ γιά νά ἀγοράσουν σιτάρι στήν Αἴγυπτο. 4Τόν Βενιαμίν ὅμως, τόν ἀδελφό τοῦ Ἰω­σήφ, δέν τόν ἔστειλε (ὁ Ἰακώβ) μέ τ’ ἀδέλφια του, γιατί εἶπε: «Μή τυχόν τοῦ συμβεῖ κακό».
5Ἔτσι ἦλθαν οἱ υἱοί Ἰσραήλ γιά ν’ ἀγοράσουν σιτάρι, μαζί μέ τούς ἄλλους πού ἔρχονταν ἐκεῖ· γιατί ἦταν πείνα στήν γῆ Χαναάν.
6Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας καί αὐτός πουλοῦσε σιτάρι σ’ ὅλο τόν λαό τῆς χώρας. Ἦλθαν, λοιπόν, οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰωσήφ καί τόν προσκύνησαν μέχρι τό ἔδαφος. 7Ὅταν ὁ Ἰωσήφ εἶδε τούς ἀδελφούς του, τούς ἀναγνώρισε· προσποιήθηκε ὅμως τόν ἄγνωστο σ’ αὐτούς καί τούς μίλησε σκληρά· καί τούς ρώτησε: «Ἀπό ποῦ ἔρχεστε;» «Ἀπό τήν γῆ Χαναάν, γιά ν’ ἀ­γοράσουμε τροφές», ἀπάντησαν αὐτοί.
8Καί ὁ μέν Ἰωσήφ γνώρισε τούς ἀδελφούς του, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν τόν ἀναγνώρισαν. 9Καί θυμήθηκε ὁ Ἰωσήφ τά ὄνειρά του, πού ὀνειρεύτηκε γι’ αὐτούς, καί τούς εἶπε: «Εἶστε κατάσκοποι· ἤλθατε νά ἐξακριβώσετε τά ἀδύνατα σημεῖα τῆς χώρας (γιά νά μπεῖ σ’ αὐτήν ὁ ἐχθρός)». 10Ἐκεῖνοι δέ ἀπάντησαν σ’ αὐτόν: «Ὄχι, κύριε, (ἐμεῖς) οἱ δοῦλοι σου ἤρθαμε γιά ν’ ἀγοράσουμε τροφές.11Ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ ἴδιου πατέρα· εἴμαστε εἰρηνικοί ἄνθρωποι. Οἱ δοῦλοι σου δέν εἶναι κατάσκοποι». 12Εἶπε δέ πρός αὐτούς: «Ὄχι! Ἀλλά ἤλθατε νά ἐξακριβώσετε τά ἀδύνατα σημεῖα τῆς χώρας». 13Τότε ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἐμεῖς οἱ δοῦλοι σου εἴμαστε δώδεκα ἀδέλφια στήν γῆ Χαναάν· Ἰδού! Ὁ νεώτερος βρίσκεται τώρα μαζί μέ τόν πατέρα μας, ὁ δέ ἄλλος δέν ὑπάρχει». 14Ἀλλά ὁ Ἰωσήφ εἶπε σ’ αὐτούς: «Αὐτό πού σᾶς εἶπα· εἶστε κατάσκοποι. 15Μ’ αὐτό θά δοκιμαστεῖτε: Μά τήν ζωή τοῦ Φαραώ, δέν θά φύγετε ἀπό τόν τόπο αὐτό, ἄν δέν ἔλθει ἐδῶ ὁ νεώτερος ἀδελφός σας. 16Στεῖλτε ἕναν ἀπό σᾶς γιά νά φέρει τόν ἀδελφό σας· οἱ δέ ἄλλοι θά μείνετε δέσμιοι, μέχρις ὅτου νά γίνει φανερό ἄν λέτε ἀλήθεια ἤ ψέματα· διαφορετικά, μά τήν ὑγεία τοῦ Φαραώ, εἶστε κατάσκοποι». 17Καί τούς ἔβαλε ὅλους στήν φυλακή τρεῖς ἡμέρες. 18Τήν τρίτη ἡμέρα εἶπε σ’ αὐτούς (ὁ Ἰωσήφ): «Κάνετε αὐτό καί θά σωθεῖτε, γιατί ἐγώ φοβᾶμαι τόν Θεό. 19Ἄν εἶστε εἰλικρινεῖς, ἄς μείνει δέσμιος στήν φυλακή ἕνας ἀπό τούς ἀδελφούς σας καί οἱ ἄλλοι πηγαίνετε νά πάρετε τό σιτάρι πού ἀγοράσατε. 20Πρέπει ὅμως νά μοῦ φέρετε τόν νεώτερο ἀδελφό σας, ὥστε νά ἀποδειχθοῦν ἀληθινά τά λόγια σας· διαφορετικά θά πεθάνετε». Καί ἔκαναν ἔτσι. 21Τότε εἶπαν μεταξύ τους: «Πραγματικά, εἴμαστε ἔνοχοι γιά τόν ἀδελφό μας, γιατί εἴδαμε τήν ἀγωνία τῆς ψυχῆς του, ὅταν μᾶς παρακαλοῦσε, καί δέν τοῦ δείξαμε συμπάθεια· γι’ αὐτό ἦρθε πάνω μας ἡ θλίψη αὐτή». 22Καί ὁ Ρουβήν εἶπε σ’ αὐτούς: «Δέν σᾶς εἶπα νά μήν κάνετε κακό στό παιδί; Ἀλλά δέν μέ ἀκούσατε. Ἰδού, τώρα ζητεῖται πίσω τό αἷμα του». 23Καί δέν ἐγνώριζαν αὐτοί ὅτι τούς καταλάβαινε ὁ Ἰωσήφ· γιατί συνομιλοῦσαν μαζί του μέ διερμηνέα. 24Τότε ὁ Ἰωσήφ ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ αὐτούς καί ἔκλαψε. Ἀλλά πάλι ἐπέστρεψε σ’ αὐτούς καί τούς μίλησε· καί ἔλαβε ἀπ’ αὐτούς τόν Συμεών καί τόν ἔδεσε μπροστά τους.
α. Κατά λέξη ἀπό τό Ἑβρ.: «Γιατί κοιτᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο;».
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)
42,1-34. Τό ταξίδι τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο κατά τήν διάρκεια τῆς πείνας. 42,1-24. Διήγηση σχεδόν ἐντελῶς Ἐλωχιμική. Ἀλλά ἡ Γιαχβική παράδοση τοῦ κεφ. 43 γνώριζε ἐπίσης μία πρώτη συνάντηση τοῦ Ἰωσήφ καί τῶν ἀδελφῶν του, ἀπό τήν ὁποία βρίσκουμε ἐδῶ κατάλοιπα (ἰδιαιτέρως οἱ στίχ. 27-28 καί 38). 42,6. Προσεκύνησαν αὐτῷ...Ἔτσι, χωρίς νά τό ἐννοοῦν ἐξεπλήρωσαν τά προφητικά ὄνειρα τοῦ Ἰωσήφ (στίχ. 9. Βλ. 37,5-11 σχόλ.). 42,9-14. Ἡ κατηγορία τῆς κατασκοπίας ἦταν φυσική, γιατί τά ὅρια τῆς Αἰγύπτου ἦταν εὔκολα γιά ἐπίθεση ἀπό τήν Χαναάν (Ἐξ. 1,10). 42,15-17. Ἡ δοκιμασία («ἐν τούτῳ φανεῖσθε», στίχ. 15) δέν θά ἦταν μόνο μία ἐπαλήθευση τῶν λόγων τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά θά ἦταν καί μία βάσανος, μέ τήν ὁποία θά καθάριζαν τήν ψυχή τους γιά τήν ἁμαρτία πού εἶχαν διαπράξει (βλ. στίχ. 21). 42,16. Νή τήν ὑγείαν Φαραώ. Ὅρκος στό ὄνομα τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ὡς θεῖο πρόσωπο στήν Αἴγυπτο. 42,21-22. Ἅπαξ ἔτι οἱ ἀδελφοί ἔπρεπε νά ἀναγγείλουν στόν πατέρα τους γιά τήν συμφορά πού συνέβηκε σέ ἕναν ἀπό τούς υἱούς του (σύγκρ. μέ κεφ. 37). Ἄν καί αὐτοί δέν ἀναγνώριζαν τόν Ἰωσήφ, ὅμως ἡ ὁμοιότητα τῶν δύο καταστάσεων ξύπνησε σ᾽ αὐτούς αἴσθημα ἐνοχῆς γιά τό κακό πού εἶχαν διαπράξει. 42,21. Ὅτε κατεδέετο ἡμῶν. Ἡ παρατήρηση αὐτή ἀπουσιάζει ἀπό τήν διήγηση 37,18-27. 42,24. Ἔκλαυσεν Ἰωσήφ. Βλ. ἀκόμη 43,30 (Γιαχβική παράδοση). Αὐτός ὁ τονισμός τῶν ἀνθρώπινων αἰσθημάτων εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό τῶν τελευταίων διηγήσεων τῆς Γενέσεως· βλ. 42,36. 45,2.14-15. 48,10. 50,1 κ.ἄ.  
πιστροφή στήν Χαναάν (42,25-39)
(Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς)
Στόν δρόμο γιά τήν Χαναάν οἱ ἀδελφοί δοκίμασαν καί πάλι μεγάλη ἔκπληξη καί ταραχή, ἐπειδή εἶδαν στούς σάκκους τους τά χρήματά τους (στίχ. 24-28). Ὅταν ἔφθασαν στόν πατέρα τους Ἰακώβ, τοῦ ἐξήγησαν ὅσα συνέβησαν (στίχ. 29-35), ἀλλά αὐτός δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά ἀφήσει τόν Βενιαμίν νά πάει μαζί τους (στίχ. 36-39).
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς,
τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου)
42,25Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ διέταξε νά γεμίσουν τά ἀγγεῖα τους μέ σιτάρι καί νά βάλουν τά χρήματα καθενός στόν σάκκο του καί ἀκόμα νά δώσουν σ᾽ αὐτούς τροφές γιά τήν διαδρομή. Καί ἔκαναν σ’ αὐτούς ἔτσι. 26Ἔπειτα φόρτωσαν τό σιτάρι στούς ὄνους τους καί ἔφυγαν ἀπό ’κεῖ. 27Ὅταν ὅμως ἕνας (ἀπ’ αὐτούς) ἔλυσε τόν σάκκο του, γιά νά δώσει τροφή στούς ὄνους του, στόν τόπο πού κατέλυσαν, εἶδε τά χρήματά του νά βρίσκονται πάνω στό ἄνοιγμα τοῦ σάκκου (του). 28Καί εἶπε στούς ἀδελφούς του: «Τά χρήματα μου μοῦ ἔχουν ἐπιστραφεῖ· ἰδού, λοιπόν, βρίσκονται στόν σάκκο μου». Τότε ταράχθηκαν οἱ καρδιές τους καί τρομαγμένοι ἔλεγαν ὁ ἕνας στόν ἄλλο: «Τί εἶναι αὐτό πού μᾶς ἔκανε ὁ Θεός;». 29Ἔφτασαν δέ στόν Ἰακώβ τόν πατέρα τους στήν γῆ Χαναάν καί ἀνέφεραν σ’ αὐτόν ὅλα ὅσα τούς συνέβησαν καί εἶπαν: 30«Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κύριος τῆς χώρας, μᾶς μίλησε σκληρά καί μᾶς ἔβαλε στήν φυλακή,β γιατί μᾶς θεώρησε ὡς κατασκόπους τῆς χώρας. 31Ἀλλά εἴπαμε σ’ αὐτόν: Εἴμαστε εἰρηνικοί ἄνθρωποι· δέν εἴμαστε κατάσκοποι. 32Εἴμαστε δώδεκα ἀδέλφια, παιδιά ἀπό τόν ἴδιο πατέρα. Ὁ ἕνας δέν ὑπάρχει· ὁ δέ μικρότερος βρίσκεται σήμερα μαζί μέ τόν πατέρα μας στήν γῆ τῆς Χαναάν. 33Καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ κύριος τῆς χώρας, μᾶς εἶπε: Μέ αὐτό θά διαπιστώσω ὅτι εἶστε εἰρηνικοί· ἕναν ἀπό τούς ἀδελφούς νά ἀφήσετε μαζί μου καί οἱ ἄλλοι, ἀφοῦ λάβετε σιτάρι γιά τίς ἀνάγκες τῶν οἰκογενειῶν σας, πηγαίνετε, 34γιά νά μοῦ φέρετε τόν νεώτερο ἀδελφό σας· τότε θά καταλάβω ὅτι δέν εἶστε κατάσκοποι, ἀλλά εἶστε εἰρηνικοί ἄνθρωποι. Τότε θά σᾶς ἐπιστρέψω τόν ἀδελφό σας καί θά μπορεῖτε νά κινῆστε ἐλεύθερα στήν χώρα».
35Ὅταν ὅμως ἄδειαζαν τούς σάκκους τους, ἡ δεσμίδα τῶν χρημάτων καθενός βρισκόταν στόν σάκκο του· ὅταν δέ αὐτοί καί ὁ πατέρας τους εἶδαν τίς δεσμίδες τῶν χρημάτων τους, τρομοκρατήθηκαν. 36Καί εἶπε σ’ αὐτούς ὁ Ἰακώβ ὁ πατέρας τους: «Μέ στερήσατε ἀπό τά παιδιά μου! Ὁ Ἰωσήφ δέν ὑπάρχει πιά· ὁ Συμεών δέν ὑπάρχει καί θέλετε νά πάρετε καί τόν Βενιαμίν; Ὅλα αὐτά ἔχουν πέσει ἐπάνω μου».
37Εἶπε δέ ὁ Ρουβήν στόν πατέρα του: «Θανάτωσε τά δύο παιδιά μου, ἄν δέν σοῦ τόν φέρω πάλι· ἐμπιστεύσου αὐτόν σέ μένα καί ἐγώ θά σοῦ τόν φέρω πάλι». 38Ἀλλά αὐτός ἀπάντησε: «Δέν θά κατεβεῖ ὁ υἱός μου μαζί σας, γιατί ὁ ἀδελφός του πέθανε καί αὐτός ἀπέμεινε μόνος. Ἄν τυχόν τοῦ συμβεῖ κακό στήν διαδρομή σας, θά κατεβάσετε τά γεράματά μου μέ λύπη στόν ἅδη». 39Ἡ δέ πείνα δυνάμωνε στήν γῆ
β. Τό «καί ἔθετο ἡμᾶς ἐν φυλακῇ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ.
γ. Ὁ στίχ. 39 στό Ἑβρ. ἀριθμεῖται ὡς στίχ. 1 τοῦ κεφ. 43.
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς)

42,27-28. Οἱ στίχ. αὐτοί θεωροῦνται ὅτι εἰσήχθησαν ἐδῶ ἀπό τήν Γιαχβική παράδοση κατά τήν ὁποία οἱ ἀδελφοί βρῆκαν τό ἀργύριο στήν κορυφή (τό ἄνοιγμα) τῶν σάκκων τους στήν πρώτη στάση τους, βλ. 43,21. Κατά τήν Ἐλωχιμική παράδοση, στίχ. 35, οἱ ἀδελφοί θά βροῦν τό ἀργύριο φθάνοντας στόν Ἰακώβ, στό βάθος τῶν σάκκων τους. Ἡ πίστη τῶν ἀδελφῶν γιά μία θεία ἐπέμβαση («τί τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεός ἡμῖν;», στίχ. 28β) τούς προξένησε θρησκευτικό δέος, ὡς πρό ἑνός μυστηριώδους γεγονότος, τό ὁποῖο κατεργάζεται τό χέρι τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνονται ὅτι θεία τιμωρία εἶναι πίσω ἀπό τά συμβαίνοντα. 42,37. Κατά τήν Γιαχβική παράδοση, ὁ Ἰούδας καί ὄχι ὁ Ρουβήν (κατά τήν Ἐλωχιμική) ἐγγυᾶται τήν ἐπιστροφή τοῦ Βενιαμίν (βλ. 43,8-9), πρᾶγμα πού ἀνταποκρίνεται στόν ρόλο τοῦ καθενός περί τῆς ἐξαγωγῆς τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τόν λάκκο (βλ. 37,22 καί 26). 42,38. Καί αὐτός μόνος καταλέλειπται. Μόνος ἀπό τά δύο τέκνα τῆς Ραχήλ, τῆς ἀγαπημένης. – Εἰς ἅδου. «Σεώλ», βλ. σχόλ. εἰς 37,35. 

http://aktines.blogspot.gr/2015/05/blog-post_11.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου