Τί εἶναι ὀρθή ζωή.
Ἡ
ὀρθή πίστη δέν σώζει τόν ἄνθρωπο, ἄν δέν συνοδεύεται καί ἀπό τήν ὀρθή ζωή. Δέν
εἶναι ἀρκετή μόνη ἡ θεωρητική ἀποδοχή τῶν δογμάτων, ἀλλά καί ἡ παραμονή στήν ἐν
Χριστῷ ἀγάπῃ[8].
Ὅταν ἡ ζωή εἶναι διεφθαρμένη, σέ τίποτε δέν ὠφελεῖ
ἡ πίστη[9], παρατηρεῖ ὁ ἱερός
Χρυσόστομος.
Ἀπό
τήν ἄλλη πλευρά, ὁ κακός βίος ὁδηγεῖ στήν διαφθορά τῆς ὀρθῆς πίστεως. Γι’ αὐτό ἐπισημαίνει
ὁ Χρυσορρήμων: «Φροντίζωμεν βίου καλοῦ, ἵνα
μή παραδεξώμεθα δόγματα πονηρά»[10]. Νά γιατί τόσο εὔκολα
προδίδεται ἡ πίστη καί τά ὀρθόδοξα δόγματα ἀπό τό λαό μας, ἀλλά δυστυχῶς καί ἀπό
τούς κληρικούς μας, κάθε ἐκκλησιαστικῆς βαθμίδας.
Ὀρθή
ζωή εἶναι ἡ ζωή ἐν τῇ Μίᾳ Ἁγίᾳ Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ. Εἶναι ἡ ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος
τηρεῖ σέ ὅλα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθό, τό εὐάρεστο καί τό τέλειο. Εἶναι ἡ
ζωή τῆς ἁγνότητας καί καθαρότητος, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μόνο διά τῆς
συνέργειας τῆς ἀνθρώπινης βουλήσεως καί τῆς Θείας Χάριτος. Αὐτή ἡ συνέργεια πραγματώνεται
μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας[11].
Οἱ
δύο πυλῶνες τῆς ὀρθῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι: 1)ἡ ἄσκηση-ἡσυχία καί 2)ἡ
μετοχή στά ἁγιαστικά μυστήρια· κυρίως στό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί
τῆς Θείας Κοινωνίας. Ὁ πιστός ζώντας ἀσκητικά καί μυστηριακά μέσα στήν Ἐκκλησία,
ἐξαλείφει τίς κηλίδες τῶν μετά τό Βάπτισμα ἁμαρτιῶν του διά τοῦ Μυστηρίου τῆς
Μετανοίας, τρέφεται δέ μέ τήν Θεία Εὐχαριστία. Ζώντας κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σταδιακά
καθαρίζεται, φωτίζεται καί θεώνεται.
Ὁ
ὑπερτονισμός καί ἡ αὐτονόμηση τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου παράγοντος, δηλαδή τῆς ἄσκησης
ἤ τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, ὁδηγεῖ σέ ἐκτροπές, πού ἀγγίζουν τά ὅρια τῆς αἵρεσης.
Δέν νοεῖται μετοχή στά μυστήρια χωρίς ἄσκηση καί δέν νοεῖται ἄσκηση χωρίς
μυστηριακή ζωή[12].
Ὁ
ὀρθός βίος μαζί μέ τήν ὀρθή πίστη συνιστοῦν τήν εὐσέβεια[13]. Ἔκπτωση ἀπό τήν εὐσέβεια,
χωρίς μετάνοια, συνεπάγεται ἔκπτωση ἀπό τή σωτηρία[14].
Συνεχίζεται...
Συνεχίζεται...
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[8] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου, Πρός Γαλάτας κεφ. Ε΄. ΕΠΕ 20, 354. PG 61, 648. «Οὐ τό πιστεῦσαι
ἐστί τό ζητούμενον», διδάσκει ὁ Χρυσορρήμων, «ἀλλά καί τό μεῖναι ἀγαπῶντας».
[9] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου, Κατά Ἰωάννην ΝΣΤ΄. ΕΠΕ 14,216. PG 59, 352: «Οὐδέν ὠφελεῖ
πίστις ὀρθή, βίου ὄντος διεφθαρμένου»
[10] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου, Εἰς τάς Πράξεις,ΜΖ΄. ΕΠΕ 16Β,76-78. PG 60, 331-332.
[11] Ὁ πιστός ἐντάσσεται
μυστηριακά σ’ Αὐτήν μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα διά τοῦ ὁποίου λαμβάνει τήν πνευματική ὕπαρξη,
γεννιέται κατά Θεόν. Κατ’ αὐτό ἀνακαινίζεται καί ἐκλαμπρύνεται τό κατ’ εἰκόνα.
Στή συνέχεια ἐμπλουτίζεται μέ τήν ἄκτιστη Θεοποιό Θεία Χάρη διά τοῦ Ἁγίου
Χρίσματος καί λαμβάνει ὅλες τίς ἄκτιστες προϋποθέσεις γιά τήν πραγμάτωση τοῦ
προορισμοῦ του, πού εἶναι τό καθ’ ὁμοίωσιν, δηλαδή ἡ θέωση.
[12] Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφέρουμε
μία σύγχρονη «κυοφορούμενη αἵρεση», κατά τήν διατύπωση τοῦ Σεβ. Μητρ. Ἱερόθεου
Βλάχου, τήν λεγόμενη μεταπατερική θεολογία, ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται ἀπό ὁμάδα
θεολόγων μέ κέντρο τήν Θεολογική Ἀκαδημία Βόλου. Αὐτή μεταξύ τῶν ἄλλων:
«Συνδέει τήν θεολογία μέ τόν πολιτισμό, ἐνῶ ἀγνοεῖ τόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον
τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου καί ὑποτιμᾶ ἤ καί ἀρνεῖται τήν νηπτική-ἡσυχαστική
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ βάση καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. ..Ὁμιλεῖ γιά
εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία πού ξεχωρίζει τήν θεία Εὐχαριστία ἀπό τήν Ἐκκλησία
καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή». Μέ ἄλλα λόγια ἐπιχειρεῖται ἡ διατύπωση μιᾶς
σωτηριολογίας χωρίς τό στοιχεῖο τῆς νήψης καί τῆς ἄσκησης. Γι’ αὐτό καί πολεμοῦνται
ἀπό αὐτήν τήν ὁμάδα οἱ ἀσκητικοί-νηπτικοί Πατέρες ἀπό τόν 4ο αἰῶνα καί μετά καί ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Γιά περισσότερα στό βιβλίο : Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική
πατερική ἐμπειρία, τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, κ. Ἱεροθέου.
Ἐπίσης βλ. τό ἄρθρο: «Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ: ΜΙΑ ΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ ΣΤΟΥΣ
ΚΟΛΠΟΥΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» (καθηγ. Ἰω. Κορναράκης) Ἠλεκτρονικὸ Παράρτημα τοῦ ὁμωνύμου
τριμηνιαίου περιοδικοῦ, Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία,
https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/06.
Παραθέτουμε
καί τά πορίσματα πορίσματα - ψήφισμα τῆς Ἡμερίδος τῆς 15-2-2012 στὸ Σ.Ε.Φ.
Πειραιῶς γιὰ τὴν μεταπατερικὴ αἵρεση:
Σήμερα
Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012 καί ὥρα 4.00 μ.μ. στόν Πειραιᾶ, στό Στάδιο Εἰρήνης
καί Φιλίας μέ πρωτοβουλία τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς συνεκλήθη Θεολογική-Ἐπιστημονική
Ἡμερίδα μέ θέμα «Πατερική Θεολογία καί Μεταπατερική Αἵρεση», τήν ὁποία ἐτίμησαν
μέ τήν παρουσία των Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καί Γερόντισσες Ἱερῶν
Μονῶν, Θεολόγοι καί γύρω στούς χίλιους πεντακόσιους πιστούς.
Τό
γενικό θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σέ δύο συνεδρίες ἀπό τούς εἰσηγητές: τόν
Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, τούς
πανεπιστημιακούς καθηγητές π. Γεώργιο Μεταλληνό, π. Θεόδωρο Ζήση, Δημήτριο
Τσελεγγίδη, Λάμπρο Σιάσο, Ἰωάννη Κουρεμπελέ καί τόν ἐρευνητή Ἰωάννη Μαρκᾶ.
Ἀπό
τίς εἰσηγήσεις καί τήν ἐπακολουθήσασα συζήτηση προέκυψε καί ἐγκρίθηκε ὁμοφώνως
τό παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
Ὁ
νεοφανής, γιά τά ἑλληνικά δεδομένα, ὅρος μεταπατερική ἤ συναφειακή θεολογία εἶναι
δανεισμένος ἀπό τόν Προτεσταντισμό, ὅπου χρησιμοποιεῖται ἐδῶ καί πάνω ἀπό
σαράντα χρόνια, γιά νά δηλώσει τήν κατ᾽ αὐτούς ἀνάγκη τό βάρος νά δίδεται στή
μαρτυρία τῶν «ἐκκλησιῶν» σέ κοινωνικά θέματα καί ὄχι σέ θέματα πίστεως, διότι
«τά δόγματα χωρίζουν».
Τό
σύνθημα τῶν μεταπατερικῶν γιά «ὑπέρβαση τῶν Πατέρων» εἶναι ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου
ἄστοχο, ἄν ὄχι καί βλάσφημο, διότι Θεολογία χωρίς ἄσκηση καί Ἐκκλησία χωρίς
Πατέρες, δηλαδή χωρίς ἁγίους, δέν νοεῖται. Ἐκκλησία χωρίς Πατέρες θά ἦταν ἕνα
«ψευδεπίγραφο χριστιανικό προτεσταντικό μόρφωμα», τό ὁποῖο δέν θά εἶχε καμμία
σχέση μέ τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, πού ὁμολογοῦμε
στό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Τό
καταστρεπτικότερο ἔργο στή δογματική συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν γίνεται ἀπό
τόν Οἰκουμενισμό, ἐπειδή αὐτός σχετικοποιεῖ, ἀλλά καί ἀκυρώνει στήν πράξη τό
διαχρονικό κῦρος τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων. Στό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
ἐντάσσεται ὀργανικά καί τό νεόκοπο κίνημα τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων. Οἱ
θεολόγοι αὐτοί ἐμφανίζονται στά κείμενά τους νά ἀγνοοῦν, ὅτι Ὀρθόδοξη καί ἀπλανῆ
θεολογία παράγουν πρωτογενῶς μόνον ὅσοι καθαρίσθηκαν ἀπό τά πάθη τους καί
φωτίσθηκαν ἀπό τό ἄκτιστο φῶς τῆς θείας Χάριτος, καί ὅτι κατ᾽ ἐξοχήν κριτήριο
τοῦ ἀπλανοῦς χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἁγιότητα τῶν
θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τήν διετύπωσαν.
Ὅταν
ἀγνοεῖται καί παραμερίζεται ἡ ἁγιότητα ἤ ἔστω ἡ Ὀρθόδοξη θεολογική μεθοδολογία
τοῦ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ υἱοθέτηση τοῦ «ἐλεύθερου»
στοχασμοῦ καί τῆς θεολογικῆς πιθανολογίας. Τοῦτο ὅμως ὁδηγεῖ σέ μία
«νεο-βαρλααμική» θεολογία, πού εἶναι ἀνθρωποκεντρική καί ὡς κριτήριο ἔχει τήν
αὐτονομημένη λογική.
Ἡ
«μεταπατερική» θεολογία, σύμφωνα μέ τά κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπόδειξη ἐπηρμένης
διανοίας. Γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστική νομιμοποίησή της.
Ἡ
Ὀρθόδοξη ἐπιστημονική-ἀκαδημαϊκή θεολογία δέν καλεῖται νά ὑποκαταστήσει τήν ἁγιοπατερική-χαρισματική
θεολογία, οὔτε ὅμως δικαιοῦται νά παρουσιάσει ἄλλην, ἐκτός ἀπό τήν αὐθεντική
θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ
ἐπίδοξοι «μεταπατερικοί» θεολόγοι ἀρνοῦνται τά σαφῆ ὅρια, τά ὁποῖα ἡ πατερική
Θεολογία θέτει μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, μέ ἀποτέλεσμα νά υἱοθετοῦν ἕνα μᾶλλον
συγκρητιστικό μοντέλο.
Ἡ
«μεταπατερική» θεολογία ἀποκλίνει σαφῶς ἀπό τήν παραδοσιακή θεολογία, τόσο ὡς
πρός τόν τρόπο, τίς προϋποθέσεις καί τά κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς
θεολογεῖν, ὅσον καί ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἁγιοπατερικῆς
θεολογίας.
Οἱ
«μεταπατερικοί» θεολόγοι ἀποδεικνύονται «μή ἀνεκτικοί ἀπέναντι στό
διαφορετικό», κατηγορώντας γιά «πατερικό φονταμενταλισμό» ὅσους δέν συμφωνοῦν
μαζί τους καί ἀσκοῦν κριτική στίς καινοφανεῖς θεωρίες τους.
Εἶναι
μεγάλη εὐθύνη τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγεσιῶν γιά τήν ἀποφυγή ἀλλοίωσεως τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως, Θεολογίας καί μαρτυρίας σήμερα.
Ἡ
λεγομένη μεταπατερική θεολογία κινεῖται σέ φιλοσοφική καί στοχαστική προοπτική,
καί ὁδηγεῖ κατ᾽ εὐθείαν στόν Προτεσταντισμό.
Ἡ
Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον Ἀποστολική, ἀλλὰ καὶ Πατερική, καί ἀποτελεῖ περιφανῆ
νίκη τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅτι οἱ «μεταπατερικοὶ» θεολόγοι δὲν μποροῦν νὰ διαλεχθοῦν
καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν διδασκαλία τους καὶ ἀλλάζουν δρόμο διαγράφοντάς τους.
Οἱ
τῆς Ἐκκλησίας θὰ συνεχίσουμε νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι τοῖς
θείοις Πατράσι», νὰ μὴ μετακινοῦμε ἢ ὑπερβαίνουμε τὰ ὅρια ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκεῖνοι
ἔθεσαν.
Προτρέπουμε
στήν ἀφύπνιση τῆς πατερικῆς συνειδήσεως ὅλων σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπιβαλλομένη ἐπαγρύπνηση
τῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων γιά νά συμβάλλουμε ἀποφασιστικά στήν ἀποτροπή τῆς ἐπιχειρουμένης
μέ ὕπουλο τρόπο ἀλλοιώσεως.
Ἅπαντες
οἱ συμμετέχοντες στήν Θεολογική ἡμερίδα.
[13]Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου, P.G. 62, 560. Ἑρμηνεύοντας τό παύλειο χωρίο «γύμναζε
σεαυτόν πρός εὐσέβειαν» ὁ ἱερός
Χρυσόστομος σημειώνει ἐπιγραμματικά: «τουτέστι πρός πίστιν καθαράν καί βίον ὀρθόν.
Τοῦτο γάρ ἐστιν εὐσέβεια». Βλ. Δ. Τσελεγγίδη, Πίστη καί ἀγάπη, Ἐπιστημονική
ἐπετηρίδα ΑΠΘ, τμῆμα Θεολογίας , τομος 16,
http://www.impantokratoros.gr/D556FEE4.el.aspx. Ἡ εὐσέβεια εἶναι ἀναγκαία
γιά τή σωτηρία.
[14] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, Πρός
Βησσαρίωνα, ΕΠΕ 4, 452. Ε.Χ.. 2, 501:«Τοῦ γάρ θεμελίου τῆς εὐσεβείας
ἱσταμένου καλῶς, οὐκ ἔνι μή καί τινας ἐποικοδομεῖν τά ἔργα τῶν ἀρετῶν· ἀλλά καί
τοῖς ραθυμότερον βιοῦσιν ἀεί μένει μετανοίας ἐλπίς. Ἐκείνου δέ κατασπαθέντος
συγκατασπᾶσαι πᾶν ἀγαθόν». Δηλαδή ὅταν καταπέσει τό θεμέλιο τῆς εὐσέβειας πού εἶναι
ἡ πίστη τότε πέφτει κάθε ἀγαθό καί φυσικά δέν ὑπάρχει σωτηρία.
Χωρίς
σωστή πίστη ὁ ἄνθρωπος τίθεται ἐκτός Ἐκκλησίας καί «Ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει
σωτηρία». Ἡ σωτηρία βρίσκεται μόνον μέσα
στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ μᾶς τό διδάσκει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Κυπριανός: «Extra
Ecclesia nulla salus» δηλαδή «ἐκτός της Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία». Τό ἴδιο
καταδεικνύεται καί ἀπό ἀνάλογο χωρίο ἄλλου ἔργου του, πού διδάσκει ὅτι «δὲν
μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιος πατέρα τὸν Θεό, ἂν δὲν ἔχη μητέρα τὴν Ἐκκλησία» De
catholicae ecclesiae unitate m. 4, 519 «Habere non potest Deum
patrem qui Ecclesiam non habet matrem». Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ παρατηρεῖ: «Ἐκτός Ἐκκλησίας
δέν ὑπάρχει σωτηρία, διότι σωτηρία εἶναι ἡ Ἐκκλησία»:“Extra Ecclesiam nulla
salus. All the categorical strength and point of this
aphorism lies in its tautology. Outside the Church there is no salvation,
because salvation is the Church” (G. Florovsky, “Sobornost: the Catholicity of the
Church”, in The Church of God, p. 53). Τά ἀνωτέρω εἶναι
δημοσιευμένα στό διαδίκτυο μέ τίτλο: Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου, Ἡ Ἐκκλησία εἶναι
ἡ σωτηρία, http://hristospanagia3.blogspot.gr/2012/09/blog-post_2294.html.
Νά τί γράφει καί ὁ ὅσιος Θεοφάνης ὁ ἔγκλειστος στό βιβλίο Χειραγωγία στήν πνευματική ζωή,
κεφάλαιο Ἐλεημοσύνη καί σωτηρία:«Ἡ ἐλεημοσύνη, λοιπόν, ἀπό μόνη της εἶναι ἀνώφελη.
Δέν μᾶς σώζει. Εἶναι ἁπλά ἔνα ἀβέβαιο βοηθητικό μέσο στό δρόμο μας πρός τή
σωτηρία. Ὁ δρόμος, ὅμως, εἶναι ἡ γνήσια εὐσέβεια-ἡ ἀληθινή δικαιοσύνη, ἡ ἀπέραντη
ἀγάπη, ἡ εἰλικρινής μετάνοια, ἡ ζωντανή πίστη στόν Σωτήρα Χριστό καί στό ἔργο τῆς
ἔνσαρκης οἰκονομίας Του. Ὁσίου Θεοφάνους του Ἐγκλείστου, Χειραγωγία στήν πνευματική ζωή, Ἱερά
Μονή Παρακλήτου, Ἔκδοση 10η, σελ. 25.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου