Σελίδες

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ἑρμηνεία τῶν Μακαρισμῶν ἀπό τόν Γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο. Μακαρισμός δεύτερος (Μέρος B΄)

Αποτέλεσμα εικόνας για αθανασιος μυτιληναιος
  Εἶ­ναι λοι­πόν μί­α λύ­πη, ἡ κατά Θεόν, πού γρή­γο­ρα ὁ­δη­γεῖ στή χα­ρά. Ἔ­τσι εἶ­ναι καί ὁ πνευ­μα­τι­κός το­κε­τός, πού ἰ­δι­αι­τέ­ρως μά­λι­στα ἀ­να­λύ­ε­ται ἀ­πό τούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Μιά πο­λύ-πο­λύ ὡ­ραί­α ἀ­νά­λυ­ση κά­νει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της στό Ἑ­ορ­το­δρό­μιο· ἀλλά καί στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή ἀναφέρεται ἀ­πό τήν ὠ­δή τοῦ Ἡ­σα­ΐ­ου ὡς ἑξῆς:

«Διὰ τὸν φό­βον σου, Κύ­ρι­ε, ἐν γα­στρὶ ἐ­λά­βο­μεν καὶ ὠ­δι­νή­σα­μεν καὶ ἐ­τέ­κο­μεν· πνεῦ­μα σω­τη­ρί­ας σου ἐ­ποι­ή­σα­μεν ἐ­πὶ τῆς γῆς»[1]. Δη­λα­δή: Πή­ρα­με τόν φό­βο τοῦ Θε­οῦ, τόν βά­λα­με μέ­σα μας , σάν σπέρ­μα , κοι­λο­πο­νή­σα­μεὠ­δι­νή­σα­με εἶναι οἱ ὠ­δί­νες τοῦ το­κε­τοῦ, οἱ πόνοι πού ἔ­χει ἡ γυ­ναί­κα ὅταν πλησιάζει ἡ ὥρα νά γεν­νή­σει– καί γεν­νή­σα­με πνεῦ­μα σω­τη­ρί­ας.
Εἶ­ναι πε­ρί­φη­μο αὐ­τό, εἶ­ναι ὁ λε­γό­με­νος πνευ­μα­τι­κός το­κε­τός · εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ σπου­δαῖ­ος! Ἕ­νας πού συλ­λαμ­βά­νει τόν φό­βο τοῦ Θε­οῦ ἔ­χει ὠ­δί­νες, ἔχει με­γάλους πόνους. Αὐτά ὅλα πού αἰσθάνεται δέν εἶναι εὐχάριστα· ἔχει πέν­θος, ἔχει λύ­πη... Στό τέ­λος ὅμως γεν­νά­ει τό πνεῦ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας, πού εἶ­ναι θαυ­μά­σιο!
Ἄς θυ­μη­θοῦ­με ἀ­κό­μα τόν ἄ­σω­το υἱ­ό. Λυ­πή­θη­κε, πέν­θη­σε, ὅ­ταν εἶ­πε «πόσοι μί­σθιοι τοῦ πα­τρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐ­γὼ δὲ λι­μῷ ἀ­πόλ­λυ­μαι!»[2], δη­λα­δή οἱ ἐργάτες τοῦ πα­τέ­ρα μου ἔ­χου­ν νά φᾶ­νε ψω­μί, ἐ­γώ ὅμως πε­θαί­νω ἀ­πό τήν πεῖ­να! Λυ­πή­θη­κε, ἔκλα­ψε, καί αὐτή ἡ λύπη τόν ὁ­δή­γη­σε πί­σω στόν πα­τέ­ρα του, δηλαδή τοῦ προκάλεσε τήν ἐπιστροφή.
Ἡ κατά Θεόν λύ­πη γεν­νά­ει δά­κρυ­α· ἀλ­λά εἶ­ναι δά­κρυ­α ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως, σωτηρίας. Ἀναφέρεται ὡ­ραι­ό­τα­τα στόν 125ο Ψαλ­μό: «Οἱ σπεί­ρον­τες ἐν δά­κρυ­σιν ἐν ἀ­γαλ­λιά­σει θε­ρι­οῦ­σι»[3], αὐ­τοί πού σπέρ­νουν μέ δά­κρυ­α , θά θερίσουν μέ αἰσθήματα χαρᾶς , ἀγαλλιά­σε­ως. Σπέρ­νουν ! Φα­ντα­στεῖ­τε νά ἔ­χουμε τό δι­σά­κι μέ τόν σπό­ρο –εἶναι μιά πα­λιά εἰ­κό­να σπο­ρᾶς– καί νά σπέρ­νουμε τό χω­ρά­φι. Καί αὐ­τό εἶ­ναι μί­α με­τα­φο­ρι­κή εἰ­κό­να γιά ἐ­κεί­νους πού κά­νουν προ­σπά­θει­ες γιά ὁτι­δή­πο­τε, καί ἀπό τόν κόπο τους ἔ­χουν πέν­θος, ἔ­χουν λύ­πη στήν καρ­διά τους· ὅταν ὅ­μως τε­λε­σφο­ρή­σει ὁ κόπος τους, τό­τε θά θε­ρί­σουν τούς καρ­πούς μέ πολ­λή ἀγαλ­λί­α­ση καί χα­ρά.
Καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος λυ­πή­θηκε καί «ἔ­κλαυ­σε πι­κρῶς »[4], καί μέ τό κλά­μα του αὐ­τό σώ­θη­κε.
Ἀκόμα, ἡ κα­τά Θε­όν λύ­πη βοηθάει τόν ἄν­θρω­πο νά ἐ­πι­στρέ­ψει στόν Πα­ρά­δει­σο πού ἔχασε.
Ἕ­να ὡ­ραῖ­ο τρο­πά­ριο –τῆς Κυ­ρια­κῆς τῆς Τυ­ρι­νῆς– πού δέν τό ἀναφέρει βέ­βαι­α ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, λέ­ει ὅ­τι ὁ Ἀ­δάμ κά­θι­σε ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο καί θρη­νοῦ­σε φωνάζοντας: «Σέ ἔ­χα­σα , Πα­ρά­δει­σε, σέ ἔ­χα­σα !»[5]. Αὐ­τά τά δά­κρυ­α τοῦ Ἀ­δάμ ἔφεραν καί τόν ἴ­διο καί τούς ἀ­πο­γό­νους του πί­σω στόν Πα­ρά­δει­σο, ἀλλά σέ ἕναν κρεί­το­να Πα­ρά­δει­σο, κα­λύ­τε­ρον ἀ­πό τόν ἀρ­χαῖ­ο Πα­ρά­δει­σο, γιατί ἦλθε ἐ­δῶ ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση Του.
Ἡ κα­τά Θε­όν λύ­πη ἐπίσης εἶ­ναι τό προ­οί­μιο καί τῆς με­τά­νοι­ας καί τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὅ­ταν κά­ποι­ος κλά­ψει γι’ αὐ­τό πού ἔ­κα­νε, δέν ὁ­δη­γεῖ­ται στή σω­τη­ρί­α;
Ἀ­κό­μη τό κα­τά Θε­όν πέν­θος ὁδηγεῖ καί στήν ἀ­πό­κτη­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τῆς εἰ­δι­κῆς θε­ο­λο­γι­κῆς γνώ­σε­ως, ἀλ­λά καί τῆς γε­νι­κό­τε­ρης γνώ­σε­ως, δηλαδή τῆς ἐ­πι­στή­μης, τῶν γραμ­μά­των. Τό βι­βλί­ο τῶν Πα­ροι­μι­ῶν ἀναφέ­ρει ὅτι ἡ ρί­ζα τοῦ δέν­δρου τῶν ἀ­ρε­τῶν καί τῆς γνώ­σεως εἶ­ναι βέ­βαι­α πι­κρή, ἀλ­λά οἱ καρ­ποί της εἶ­ναι γλυ­κεῖς. Ὅ­ταν βάλω στόχο νά δι­α­βά­ζω, ἤ βάλω στόχο νά ἀ­πο­κτή­σω μιά ἀ­ρε­τή, αὐ­τή ἡ ἄ­σκη­ση βέ­βαι­α, αὐ­τός ὁ κό­πος, ὁ­πωσ­δή­πο­τε εἶ­ναι κά­τι κουραστικό, πι­κρό· ὅμως οἱ καρ­ποί με­τά εἶ­ναι πραγματικά γλυ­κεῖς.
Ἀ­κό­μη ὁ Θε­ός ἀ­γα­πᾶ τό πέν­θος, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος πεν­θεῖ γιά λο­γα­ρια­σμό ἄλ­λων, κυ­ρί­ως ὅ­ταν οἱ ἄλ­λοι ἁμαρ­τά­νουν. Γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος, πά­νω σ’ αὐτό τό ση­μεῖ­ο, ὅ­τι ὁ Λώτ ἦ­ταν ″κα­τα­πο­νού­με­νος ″ καί πα­ρα­κά­τω λέει ὅτι ″βα­σα­νι­ζό­ταν ἡ ψυχή του ″.[6] Προ­σέξ­τε: βα­σα­νι­ζό­ταν κα­θη­με­ρι­νά ὁ Λώτ στά Σό­δο­μα! Τό λέ­ει αὐ­τό ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος. Βα­σα­νι­ζό­ταν γιατί ἔ­βλε­πε αὐ­τή τήν πό­λη, τούς κα­τοί­κους αὐ­τῆς τῆς πό­λε­ως, νά ἁ­μαρ­τά­νουν. Ἔ­βλε­πε γύ­ρω του φοβερή ἔ­κλυ­ση ἠ­θῶν, κά­τι φρι­κτό καί φο­βε­ρό, αὐ­τό πού σή­με­ρα ἔ­μει­νε πα­ροι­μι­ῶ­δες, καί τό λέμε: Σό­δο­μα καί Γό­μορ­ρα ! Ἀλ­λά ὅ­λες οἱ πό­λεις, καί ἀ­νά­λο­γα μέ τήν ἐ­πο­χή, ἰ­δί­ως στήν ἐ­πο­χή μας, με­τα­βάλ­λον­ται σέ Σό­δο­μα καί Γό­μορ­ρα. Μπο­ροῦμε νά κλά­ψουμε γιά τούς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς μας; Μπο­ροῦμε νά πο­νέ­σουμε; Μπο­ροῦμε νά πεν­θή­σουμε, καί μά­λι­στα σήμερα πού ὁ κό­σμος ὁ­δη­γεῖ­ται στήν κα­τα­στρο­φή μέ μα­θη­μα­τι­κή ἀ­κρί­βεια, καί προ­παν­τός ἡ νέ­α γε­νε­ά μας; Τό λέω αὐτό γιατί ἀπευ­θύνομαι σέ νέ­ους ἀν­θρώ­πους αὐ­τή τή στιγ­μή. Ξέ­ρε­τε πό­σοι εἶ­ναι οἱ νέοι ἐ­κεῖ­νοι πού πῆ­ραν τόν δρό­μο τῆς κα­τα­στρο­φῆς; Μπο­ρεῖ λοι­πόν νά μήν κλά­ψει κα­νείς, νά μήν πεν­θή­σει; Πεν­θεῖ ἡ καρ­διά, καί, ὄ­χι σπά­νια, ἀπό τά μά­τια τρέ­χουν δά­κρυ­α.
Λέ­ει λοι­πόν ἐ­δῶ ὅ­τι εἶ­ναι μα­κά­ριος ὅ­ποι­ος πεν­θεῖ γιά ὅ,τι κα­κό συμ­βαί­νει στούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά καί γε­νι­κά στήν κτί­ση. Τό λέ­ει πο­λύ ὡ­ραῖ­α αὐ­τό ὁ ἅ­γιος Ἰ­σα­άκ ὁ Σύ­ρος, ἰ­δί­ως γιά τήν κτί­ση.[7] Ὅ­ταν βλέ­πει κανείς τήν κα­τα­στρο­φή τῆς κτί­σε­ως, γιά παρά­δειγ­μα, νά κό­βον­ται τά δέν­δρα, νά κα­τα­στρέ­φε­ται τό πε­ρι­βάλ­λον γενικά, λυ­πᾶ­ται! Ὅ­ταν βλέ­πει νά ἀ­να­πο­δο­γυ­ρί­ζε­ται ἡ ἰ­σορ­ρο­πί­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας καί νά γίνε­ται κα­τα­στρο­φή, καί στό φυ­τι­κό καί στό ζω­ϊ­κό βα­σί­λει­ο, ὄ­χι λι­γό­τε­ρο ὅμως καί στόν ἄν­θρω­πο, λυ­πᾶται, πεν­θεῖ. Αὐ­τό εἶ­ναι τό κα­τά Θε­όν πέν­θος.
Αὐ­τό ὁ Κύ­ριος τό μα­κα­ρί­ζει, καί λέ­ει: «μα­κά­ριοι οἱ πεν­θοῦν­τες», δι­ό­τι, ἁ­πλού­στα­τα, δεί­χνει ὅ­τι αὐ­τοί οἱ ἄνθρωποι ἔ­χουν εὐ­αι­σθη­σί­α· δέν εἶ­ναι ἀ­ναί­σθη­τοι, δέν γε­λοῦν. Βλέ­πε­τε ἴσως κάποιους ἀν­θρώ­πους πού γε­λοῦν ὅ­ταν βλέ­πουν μί­α κη­δεί­α ἤ κάποια κα­τα­στρο­φή. Εἶ­ναι ἀ­ναί­σθη­τοι μπρο­στά στό κα­κό πού γί­νε­ται, εἶ­ναι πο­ρω­μέ­νοι. Ὅ­ταν ὅ­μως μπο­ρεῖ κανείς νά πεν­θεῖ, αὐ­τό δεί­χνει εὐ­αι­σθη­σί­α συ­ναι­σθη­μα­τι­κή καί λο­γι­κή, δεί­χνει εὐ­αι­σθη­σί­α τῆς ψυ­χῆς.
Σ’ ὅ­λα αὐ­τά βέ­βαι­α ὑ­πάρ­χουν καί κά­ποι­ες ἐ­πι­κίν­δυ­νες ἀ­κρό­τη­τες, πού θά τίς ἀναφέρουμε μέ συντομία.
Ἄν προ­σέ­ξου­με, ὁ Κύριος λέει «μα­κά­ριοι οἱ πεν­θοῦν­τες»· δέν λέ­ει «οἱ πεν­θή­σαν­τες». Αὐτό δεί­χνει διά­ρκεια, εἶναι χρό­νος Ἐνεστώτας, πού δηλώνει διάρ­κεια· δη­λα­δή εἶ­ναι κά­τι πού πρέπει νά ὑ­πάρ­χει σέ ὅ­λη μας τή ζω­ή.
Ἐ­δῶ ὅ­μως ὑπάρχει καί μί­α ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀ­κρό­τη­τα· εἶναι ἡ ὑ­περ­βο­λι­κή λύ­πη. Αὐ­τή εἶ­ναι μί­α ἀ­κρό­τητα, εἶναι τό πα­ρα­πάνω θά λέ­γα­με πέν­θος, Αὐτό φα­νε­ρώ­νει ὅτι δέν ὑπολογίζει κανείς τή χάρη καί τήν πρόνοια τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά ἔχει καί κά­ποι­α ἴ­σως ἀ­πι­στί­α, σάν νά πρό­κει­ται νά ση­κώ­σει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τό βά­ρος τοῦ κα­κοῦ! Θά πεν­θή­σουμε, ἀλ­λά ὄ­χι ἐ­ρή­μην τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι σάν νά ἐ­νερ­γοῦ­με χω­ρίς τή δύ­να­μη καί χω­ρίς τήν ἀ­γά­πη καί τή σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ.
Αὐ­τό συ­νή­θως γίνεται στίς προ­σω­πι­κές μας πτώ­σεις, τότε πού δέν μπο­ροῦ­με μέ τί­πο­τα νά πα­ρη­γο­ρη­θοῦ­με. Ὅ­ταν λέ­με «Μά ἐ­γώ νά πέ­σω !...», στό βά­θος ὑπάρ­χει κάποιος ἐ­γω­ι­σμός· προ­σβλή­θηκε ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νειά μας, ὁ ἐ­γω­ι­σμός μας.
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, γιά κά­ποι­ον πού ἁμάρτησε στήν Κό­ριν­θο, ἐ­πέ­βα­λε κυ­ρώ­σεις· ἀλλά μετά συ­νέ­στη­σε στούς Χρι­στια­νούς τήν παύση τῶν κυ­ρώ­σε­ων αὐ­τῶν, γιατί σκέφτηκε «μή­πως τῇ πε­ρισ­σο­τέ­ρᾳ λύ­πῃ κα­τα­πο­θῇ ὁ τοι­οῦ­τος»[8], δη­λα­δή μή­πως τόν κα­τα­πι­εῖ ἡ λύπη, ἡ πε­ρισ­σό­τε­ρη λύ­πη.
Ὁ Ἰ­ού­δας, ὅπως ξέρετε, ἔ­φθα­σε στήν αὐ­το­κτονία, ἐπειδή ἡ λύ­πη του οὐ­σι­α­στι­κά ἤτανε χω­ρίς ἐλ­πί­δα. Ἀντί­θε­τα, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ναί μέν δί­ω­κε τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά ἀργότερα μετανόησε, δέν ἀπελπί­στη­κε, καί σώθηκε, πα­ρη­γο­ρή­θη­κε ἡ λύ­πη του.
Στό βά­θος τῆς κα­τά Θε­όν λύ­πης ὑ­πάρ­χει ἡ χα­ρά. Γι’ αὐ­τό οἱ Πα­τέ­ρες δημιούργησαν μί­α σύν­θε­τη λέ­ξη, τή χαρ­μο­λύ­πη, αὐ­τήν πού στό τέ­λος φέρνει χα­ρά.
Οἱ καρ­ποί, τέλος, τοῦ κα­τά Θε­όν πέν­θους εἶ­ναι οἱ ἑξῆς:
Ἕ­νας πρῶ­τος καρ­πός εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νη. Μιά καρ­διά πού τήν πα­ρη­γο­ρεῖ ὁ Θε­ός ἔχει εἰ­ρή­νη, τήν ἀ­να­φαί­ρε­τη εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ.
Ἀκόμα, ἕνας δεύτερος καρπός, εἶναι καί ἡ χα­ρά, ἡ ἀνα­φαίρετη χα­ρά τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἕνας τρίτος καρπός εἶναι ἡ ἐλ­πί­δα. Ναί, τό κα­τά Θε­όν πέν­θος εἶ­ναι γε­μᾶ­το καί ἀ­πό ἐλ­πί­δα.
Αὐτό τό πέν­θος, ἐπίσης, ἐ­κλε­πτύ­νει τήν ψυ­χή, τό συ­ναί­σθη­μα καί τή σκέ­ψη. Συγ­κεν­τρώνει τίς δυ­νά­μεις τῆς ψυ­χῆς, σπά­ζει ἐ­κεί­νη τήν ξέ­χει­λη ἐ­ξω­στρέ­φεια, πού κα­τα­στρέ­φει τήν ψυ­χή.
Ἀλ­λά καί στόν Οὐ­ρα­νό ἔ­χουν πα­ρά­κλη­ση, δηλαδή παρηγοριά, αὐτοί πού πένθησαν. Ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης λέ­ει στήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη ὅτι εἶ­δε κά­ποι­ους σπου­δαίους, μέ λευ­κούς χι­τῶ­νες, πού γι’ αὐτούς πληροφο­ρή­θηκε πώς ἦταν «αὐ­τοί πού προ­έρ­χο­νται ἀ­πό τή με­γά­λη θλί­ψη».[9]
Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: «Ὅ­τι αὐ­τοὶ πα­ρα­κλη­θή­σον­ται, φησίν. Ποῦ πα­ρα­κλη­θή­σον­ται; εἰπέ μοι. Καὶ ἐν­ταῦ­θα καὶ ἐ­κεῖ»[10]. Αὐτοί θά παρηγορη­θοῦν καί ἐ­δῶ στή γῆ καί στόν Οὐ­ρα­νό.
Ἀ­γα­πη­τοί μου, μα­ζί μέ τόν πρῶ­το μα­κα­ρι­σμό, ἄς ἀ­πο­κτή­σου­με καί τόν δεύ­τε­ρο, πού εἶ­ναι τό κα­τά Θε­όν πέν­θος, γιά νά ἔ­χου­με τήν ἀ­λη­θι­νή πα­ρά­κλη­ση.

Κυριακή, 26 Νοεμβρίου
(συνεχίζεται)


Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.



[1]. Ἡ­σ. 26, 17,18.
[2]. Λουκ. 15, 17.
[3]. Ψαλμ. 125, 5.
[4]. Ματθ. 26, 75. Λουκ. 22, 62.
[5]. Βλ. Τριώδιον, Δοξαστικό Ἐσπερινοῦ. «Ἐ­κά­θι­σεν Ἀ­δὰμ ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, καὶ τὴν ἰ­δί­αν γύ­μνω­σιν θρη­νῶν ὠ­δύ­ρε­το.» καί Οἶ­κος τῆς Κυ­ρι­α­κῆς τῆς Τυ­ρι­νῆς. «Ἐ­κά­θι­σεν Ἀ­δὰμ τό­τε, καὶ ἔ­κλαυ­σε ἀ­πέ­ναν­τι τῆς τρυ­φῆς τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, χερ­σὶ τύ­πτων τὰς ὄ­ψεις...»
[6]. Βλ. Β΄ Πέτρ. 2, 7-8. «καὶ δίκαιον Λὼτ κα­τα­πο­νού­με­νον... ἡ­μέ­ραν ἐξ ἡ­μέ­ρας ψυ­χὴν δι­καί­αν ἀ­νό­μοις ἔρ­γοις ἐ­βα­σά­νι­ζεν»
[7]. Βλ. Ἅγ. Ἰ­σα­άκ ὁ Σύ­ρος, Εὑρεθέντα Ἀ­σκη­τι­κά, Λό­γος ΠΑ΄, 7, Πε­ρὶ δι­α­φο­ρᾶς ἀ­ρε­τῶν καὶ πε­ρὶ τε­λει­ώ­σε­ως παν­τὸς δρό­μου. «Ἠ­ρω­τή­θη πά­λιν ἐν ἄλ­λῳ και­ρῷ, τί ἐ­στι καρ­δί­α ἐ­λε­ή­μων; Καὶ εἶ­πε: Καῦ­σις καρ­δί­ας ὑ­πὲρ πά­σης τῆς κτί­σε­ως, ὑ­πὲρ τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ τῶν ὀρ­νέ­ων καὶ τῶν ζῴ­ων καὶ τῶν δαι­μό­νων, καὶ ὑ­πὲρ παν­τὸς κτί­σμα­τος, καὶ ἐκ τῆς μνή­μης αὐ­τῶν καὶ τῆς θε­ω­ρί­ας αὐ­τῶν ῥέ­ου­σιν οἱ ὀ­φθαλ­μοὶ αὐ­τοῦ δά­κρυ­α».
[8]. Β΄ Κορ. 2, 7.
[9]. Ἀποκ. 7, 14.
[10]. Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία ιε΄, γ΄, MPG 57, 226, 8.
 
http://makkavaios.blogspot.gr/2015/12/b.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου