Σελίδες

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Ἑρμηνεία τῶν Μακαρισμῶν ἀπό τόν Γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο. Μακαρισμός ὄγδοος (Μέρος Β΄)

Δείτε εδώ το Ά Μέρος

Ἀλλά ρωτάω τό ἑξῆς: Ἄν κανείς εἶ­ναι προ­σω­πι­κό­τη­τα πού μπο­ρεῖ νά στέ­κε­ται, αὐ­τό θά φο­β­ηθεῖ; Καί γιατί δέν παίρ­νει μί­α στά­ση δυ­να­μι­κή καί ὄχι πα­θη­τι­κή; Πρέπει νά πολε­μή­σει. Νά δείξει πώς οἱ ἄλλοι καροϊδεύουν ἐ­κεῖ­νο πού ἔχει ἀ­ξί­α, ἐ­νῶ ἄ­ξιο κο­ρο­ϊ­δί­ας εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού αὐ­τοί ζοῦν. Ναί. Νά μή ­συ­σταλεῖ, νά μή μα­ζευ­τεῖ, νά μή συ­ρρι­κνω­θεῖ. Νά κάνει ἐ­πί­θε­ση. Νά τούς δεί­ξει ὅ­τι δέν εἶναι ἄξιος κο­ρο­ϊ­δίας. Πάν­τως ἄς τό προ­σέ­ξου­με αὐ­τό, σέ ὅποιο περιβάλλον κι ἄν βρισκόμαστε, στό σπί­τι μας, στό σχολεῖο, στόν στρα­τό, στή δουλειά μας, ὁ­που­δή­πο­τε. Ἄς κο­ρο­ϊ­δεύουν, ἄς λένε ὅ,τι θέ­λουν!
Παι­διά, δο­κι­μά­στε το. Μέ­νε­τε στα­θε­ροί στό εὐ­αγ­γε­λι­κό ἦ­θος, καί θά δι­και­ώ­νε­στε ἑ­κα­τό τοῖς ἑ­κα­τό, για­τί ὁ Θε­ός θά σᾶς δίνει δύ­να­μη. Καί κά­ποι­α φο­ρά, ὄ­χι στόν ἄλ­λο κό­σμο ἀλλά στήν πα­ροῦ­σα ζω­ή, θά σᾶς δεί­ξει ὅ­τι δι­α­λέ­ξα­τε κα­λό δρό­μο, ὅ­τι δέν κά­νε­τε λά­θος, ὅτι ἐ­κεῖ­νοι πού σᾶς κορόιδεψαν –ὁ πα­λιός σας συμ­μα­θη­τής, ὁ πα­λιός σας συ­νά­δελ­φος, ὁ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε– θά ἔρθουν κάποια μέρα νά σᾶς ποῦν: «Εἶ­χες δί­καιο. Εἶ­ναι κα­λός ὁ δρό­μος πού πῆ­ρες. Ἐ­μεῖς πλα­νη­θή­κα­με». Ὁ Χρι­στός τό λέ­ει αὐτό στήν Ἀποκάλυψη, σέ μί­α ἀ­πό τίς ἑ­πτά ἐ­πι­στο­λές πρός τίς Ἐκκλησίες τῆς  Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας: «Θά τούς φέ­ρω αὐ­τούς μπρο­στά σου –μι­λά­ει γιά κάποιους Ἑ­βραί­ους ἐκεῖ– νά σοῦ φι­λή­σουν τό χέ­ρι –νά τό πῶ ἔ­τσι ἁ­πλᾶ– νά σέ προ­σκυ­νή­σουν».[1] Ναί, θά ἔρ­θουν κά­ποι­α μέ­ρα καί θά σᾶς ποῦν: «Εἶχες δί­και­ο».
Ἡ Ἱ­στο­ρί­α πάν­τως εἶ­ναι μάρ­τυρας ὅ­τι οἱ ἅ­γιοι καί οἱ ἐ­νά­ρε­τοι δι­ώ­κον­ται. Καί τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εἶ­ναι ὅτι ἡ ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή ἀρ­χί­ζει μέ τήν ἀ­να­το­λή τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους πά­νω στή γῆ, μέ τήν ἀ­δελ­φο­κτο­νί­α τοῦ δι­καί­ου, δη­λα­δή τοῦ ἐ­να­ρέ­του, δη­λα­δή τοῦ ἁ­γί­ου καί ἐν­θέ­ου Ἄ­βελ.
Εἶ­σαι ἁ­γνός; Ὑ­πάρ­χει ἕ­νας τρό­πος νά σοῦ κλέ­ψουν ἐ­κεῖ­νο πού ἔ­χεις, μό­νο καί μό­νο γιά νά εἶ­σαι ὅμοι­ος μέ τούς ἄλ­λους, κι αὐτό εἶναι ὁ δι­ωγ­μός. Γιατί δι­ωγ­μός εἶ­ναι ὅ­ταν σοῦ ὑ­πο­κλέ­ψουν τήν ἁ­γνό­τη­τά σου καί δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς τό νά σέ κυ­νη­γοῦν ἀ­πό πί­σω! Ἅ­μα σοῦ ἀ­φαι­ρέ­σουν τήν ἁ­γνό­τη­τα, εἶ­ναι ὁ ἄλ­λος δρόμος δι­ωγ­μοῦ. Αὐτό γίνεται μό­νο καί μό­νο γιά νά μή δι­α­φέ­ρεις ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού κά­νουν οἱ ἄλ­λοι· αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ψυ­χο­λο­γί­α, δηλαδή αὐτό πού κά­νουν οἱ ἄλ­λοι, τό ἴ­διο νά κά­νεις κι ἐ­σύ. Ἔ­χεις ἐ­δῶ τή δύ­να­μη νά μεί­νεις στα­θε­ρός καί νά πεῖς ὄ­χι ; Καί ἄν μέν δέν ἔ­χεις τή δύ­να­μη νά τό ὁ­μο­λο­γή­σεις, του­λά­χι­στον ἔ­χεις τή δύ­να­μη νά μεί­νεις στα­θε­ρός; Ἐ­γώ θά ἔ­λε­γα ὅτι εἶ­ναι δύ­ο οἱ το­μεῖς· καί νά μεί­νεις στα­θε­ρός, καί νά τό ὁ­μο­λο­γή­σεις. Εἶ­ναι, ὅ­πως σᾶς ἐ­ξή­γη­σα προ­η­γου­μέ­νως, ἡ δυ­να­μι­κή στά­ση πού πρέ­πει νά πά­ρου­με ἀ­πέ­ναν­τι σ’ ἐ­κεί­νους πού προ­σπα­θοῦν νά μᾶς ἀ­φαι­ρέ­σουν τό κα­λό.
Ἄς θυ­μη­θοῦ­με ἀ­κό­μη ἐ­κεί­νη τή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἱστο­ρί­α τοῦ Ἰ­ω­σήφ.[2] Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται δια­ρκῶς, κα­θη­με­ρι­νά.
Ξέ­ρε­τε τί εἶ­πε ὁ Ἰ­ω­σήφ, ὁ πάγ­κα­λος Ἰ­ω­σήφ, ὅ­ταν πι­ε­ζό­ταν νά χά­σει τήν ἁ­γνό­τη­τά του; Καί ἦ­ταν ὀ­μορ­φό­παι­δο, ὅπως τό λέ­ει ἡ Γρα­φή –δέν τό λέ­ω ἐ­γώ. Καί νέ­ος ἦταν, εἴ­κο­σι χρο­νῶν παι­δί, καί ὀ­μορ­φό­παι­δο! Τό το­νί­ζω αὐ­τό, για­τί πολ­λές φο­ρές τέτοια παι­διά γί­νο­νται στό­χος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ναί, ἡ Γρα­φή τό λέ­ει: «καὶ ἦν Ἰωσὴφ κα­λὸς τῷ εἴδει καὶ ὡραῖος τῇ ὄψει σφό­δρα». Δη­λα­δή ὁ Ἰωσήφ ἦταν κα­λός στήν ψυχή καί πά­ρα πο­λύ ὡ­ραῖ­ος στήν ὄψη. Ἦ­ταν ἐμφανίσιμος, ὀ­μορ­φό­παι­δο. Κι ὅ­μως δέν ἐ­νέ­δω­σε. Καί εἶ­πε στή δι­ε­φθαρ­μέ­νη κυ­ρά του: «Καὶ πῶς ποι­ή­σω τὸ ῥῆ­μα τὸ πο­νη­ρὸν τοῦ­το, καὶ ἁ­μαρ­τή­σο­μαι ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ;»[3]. Καί πῶς θά κά­νω ἐ­γώ αὐ­τό τό πράγμα τό πο­νη­ρό ; Μέ βλέ­πει ὁ Θε­ός· βρί­σκο­μαι ἀ­πέ­ναν­τι στόν Θε­ό !... Καί δι­ώ­χθηκε ὁ Ἰ­ω­σήφ. Αὐ­τό τό πλή­ρω­σε γιά μιά ὁ­λό­κλη­ρη δε­κα­ε­τί­α στή φυ­λα­κή. Δι­ωγ­μός δέν ἦ­ταν;
Ἀ­κό­μη, ἄς θυ­μη­θοῦ­με τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α, πού τόσο δι­ώ­χθηκε ἀ­πό ἐ­κεί­νη τή φο­βε­ρή βα­σί­λισ­σα, τήν Ἰ­ε­ζά­βελ![4]
Ἐπίσης ἡ ἁ­γνή Σωσ­σά­να –εἶ­ναι στό βι­βλί­ο τοῦ Δα­νι­ήλ– προ­τίμησε τόν θά­να­το, πα­ρά τή μοι­χεί­α, ὅ­ταν τήν ἐ­κ­βί­α­ζαν ἐ­κεῖ­νοι οἱ δύ­ο πο­νη­ροί πρε­σβύ­τε­ροι, ἡλικι­ω­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι, πού ἦταν καί δι­κα­στές τοῦ λαοῦ!
Ἄς θυ­μη­θοῦ­με ἀ­κό­μα ἐ­κεί­νη τή Μακ­κα­βαί­α, τή Σο­λο­μο­νή, πού ἦταν μη­τέ­ρα ἑπτά παιδιῶν, γιά τήν ἰδιαίτερα θαρραλέα στάση της, ὅταν τά ἑ­πτά ἀ­γό­ρια της, μα­ζί μέ τόν δά­σκα­λό τους, τόν Ἐ­λε­ά­ζα­ρο, εἶ­παν τό ὄ­χι στό νά προ­δώ­σουν τόν νό­μο τοῦ Θε­οῦ, καί εἶ­χα­ν ὅ­λοι μαρ­τυ­ρι­κό τέ­λος.[5] Ἴ­σως εἶ­ναι τό πρῶ­το μαρ­τύ­ριο στόν χῶ­ρο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τούς γιο­ρ­τά­ζει τήν 1η Αὐ­γού­στου.
Ἀκόμα, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος δέ­χε­ται τόν θά­να­το, ἐ­πει­δή ἐ­λέγ­χει τή δι­α­φθο­ρά τοῦ πα­λα­τιοῦ τοῦ Ἡ­ρώ­δη. Καί γιά τόν Ἰωάννη εἶ­πε ὁ Χρι­στός ὅ­τι δέν ἦ­ταν «κά­λα­μος ὑ­πὸ ἀ­νέ­μου σα­λευ­ό­με­νος»[6], δέν ἦ­ταν δη­λα­δή μιά κα­λα­μιά στόν κάμ­πο, νά σα­λεύ­ε­ται μιά ἀ­πό ἐ­δῶ καί μιά ἀ­πό ἐ­κεῖ· ἦταν δη­λα­δή στα­θε­ρός.
Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς δι­ώ­κε­ται καί σταυ­ρώ­νε­ται, ἐ­πει­δή θε­ω­ρεῖ­ται ἀν­τί­πα­λος τῆς τό­τε κρα­τού­σης τά­ξε­ως.
Καί οἱ Μα­θη­τές, ὁ πρω­το­μάρ­τυρας Στέ­φα­νος, ὁ Παῦ­λος, τό νέ­φος τῶν Μαρ­τύ­ρων,[7] οἱ Χρι­στια­νοί ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων καί ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν, γιά τήν ἀ­ρε­τή τους, τήν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τά τους καί τήν τι­μι­ό­τη­τά τους, πι­έ­ζο­νται, στε­ροῦν­ται, δέν παίρνουν ἐ­κεῖ­νο πού δι­και­οῦ­νται, ἐπειδή ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι Χρι­στια­νοί.
Ἀλλά καί ὁ ὑ­πάλ­λη­λος στήν ἐ­πο­χή μας, πού πι­έ­ζε­ται νά πεῖ ψέμ­μα­τα ἤ νά κλέ­ψει, ἤ τό παι­δί πού ἐμ­πο­δί­ζε­ται ἀ­πό τούς γο­νεῖς νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­ται, νά θρη­σκεύ­ει, για­τί, τά­χα, θά γί­νει κα­λό­γε­ρος !... Ἄλλωστε ἀναφέ­ρεται καί στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή αὐτό: «καὶ ἐ­χθροὶ τοῦ ἀν­θρώ­που οἱ οἰ­κια­κοὶ αὐ­τοῦ»[8], καί ἐ­χθροί τοῦ πιστοῦ ἀν­θρώ­που εἶναι οἱ σπι­τι­κοί του! Γιά σκε­φθεῖ­τε το!
Οἱ εὐ­σε­βεῖς λοιπόν δι­ώ­κον­ται. Ἀλ­λά για­τί;
Κυρίως για­τί δέν συμ­φω­νοῦν μέ τόν κό­σμο. Ὁ Κύ­ριος ση­μει­ώ­νει στήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Του προ­σευ­χή: «ἐ­γὼ δέ­δω­κα αὐ­τοῖς τὸν λό­γον σου καὶ ὁ κό­σμος ἐ­μί­ση­σεν αὐ­τούς , ὅ­τι οὐκ εἰ­σὶν ἐκ τοῦ κό­σμου , κα­θὼς ἐγὼ οὐκ εἰ­μὶ ἐκ τοῦ κό­σμου »[9]. Δηλαδή: Ἐγώ τούς μετέδωσα τόν λόγο σου καί ὁ κόσμος τούς μίσησε, γιατί δέν εἶ­ναι ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τό , δέν ται­ριά­ζουν μαζί του.
Ἀλ­λά τί ση­μα­σί­α ἔ­χει ἄν δέν συμ­φω­νοῦν μέ τόν κό­σμο; Τί τούς πει­ρά­ζει τούς ἄλλους; Ἀνάμεσα στούς ἀν­θρώ­πους πού κυ­κλο­φο­ροῦν, ὑ­πάρ­χουν ἰ­δέ­ες ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κές, χω­ρίς κα­νείς νά ξεσηκώνεται γιά νά τίς πο­λε­μή­σει. Δέν εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ὁ καθένας νά λέει τή γνώ­μη του; Για­τί νά μήν τήν πεῖ;
Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στια­νοῦ γιά τόν κό­σμο, ἀγα­πη­τοί μου, εἶ­ναι κά­τι τό ἐ­πα­να­στα­τι­κό καί ἐ­νο­χλη­τι­κό, καί ἐ­δῶ εἶ­ναι τό ση­μαν­τι­κό. Ὁ Χρι­στια­νός γί­νε­ται ὁ σι­ω­πη­λός ἐ­λεγ­κτής τῶν κα­κῶν πρά­ξε­ων μέ τή δι­κή του ὑπο­δειγ­μα­τι­κή ζω­ή. Γί­νε­ται φῶς, πού ξε­σκε­πά­ζει ὅ­λη τή φαύ­λη ζω­ή τῶν ἄλ­λων. Ἀ­κό­μη γί­νε­ται ἄ­καν­θα, πού κεν­τρί­ζει ἐ­νο­χλη­τι­κά τή συ­νεί­δη­ση τῶν ἄλ­λων.
Ὁ ἐ­νά­ρε­τος δέν πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει γι’ αὐ­τούς, πρέ­πει νά ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ. Ζη­τοῦν μέ κά­θε τρό­πο νά τόν ἐ­ξα­φα­νί­σουν, σάν νά θέ­λουν νά ἐ­ξα­φα­νί­σουν τή δι­κή τους συ­νεί­δη­ση. Γι’ αὐ­τό ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή μᾶς πε­ρι­γρά­φει, κα­τά τρό­πο ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κό, τίς βου­λές αὐ­τῶν τῶν κα­κῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐ­πι­τρέ­ψτε μου νά σᾶς ἀναφέρω ἐπι­λεκτικά, πο­λύ σύν­το­μα βέβαια, μόνο κάποια ση­μεῖα:
«Ἐ­νε­δρεύ­σω­μεν δέ τὸν δί­και­ον, ὅ­τι δύ­σχρη­στος ἡ­μῖν ἐ­στι καὶ ἐ­ναν­τι­οῦ­ται τοῖς ἔρ­γοις ἡ­μῶν καὶ ὀ­νει­δί­ζει ἡ­μῖν ἁ­μαρ­τή­μα­τα νό­μου καὶ ἐ­πι­φη­μί­ζει ἡ­μῖν ἁμαρ­τή­μα­τα παι­δεί­ας ἡ­μῶν... Ἐ­γέ­νε­το ἡ­μῖν εἰς ἔλεγ­χον ἐν­νοι­ῶν ἡ­μῶν, βα­ρύς ἐ­στιν ἡ­μῖν καὶ βλε­πό­με­νος, ὅ­τι ἀ­νό­μοι­ος τοῖς ἄλ­λοις ὁ βί­ος αὐ­τοῦ, καὶ ἐξ­ηλ­λαγ­μέ­ναι αἱ τρί­βοι αὐ­τοῦ... καὶ ἀ­λα­ζο­νεύ­ε­ται πα­τέ­ρα Θε­όν».[10] Δηλαδή: Νά βά­λου­με πα­γί­δα στόν δίκαιο –Ὅ­πως εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού σᾶς εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως, ὁ ἄλ­λος δρό­μος: «Νά δεῖς τί ὡ­ραῖ­α πού θά πε­ρά­σου­με ἀ­πό­ψε... Ἔ­λα μα­ζί μας στό πάρ­τυ μας !». Εἶ­ναι ὁ ἄλ­λος δρό­μος ·  γιά νά σέ κά­νουν νά στρα­βο­πα­τή­σεις– γιατί μᾶς εἶναι δύ­σχρη­στος καί ἐναντιώνεται στά ἔρ­γα μας καί μᾶς κατηγορεῖ γιά παραβάσεις τοῦ νόμου, μᾶς δυσφημεῖ γιά ἁμαρτήματα παρά τήν ἀγωγή μας... Γί­νεται ὁ ἔλεγχος τῶν πράξεών μας ὁ δίκαιος , καί μό­νο πού τόν βλέ­που­με, μᾶς εἶ­ναι ἐ­νο­χλη­τι­κός , γιατί ἡ ζωή του δέν μοιά­ζει μέ τῶν ἄλ­λων –φθό­νος τοῦ Δι­α­βό­λου, φθό­νος τῶν ὀρ­γά­νων τοῦ Δι­α­βό­λου, πού εἶ­ναι οἱ κα­κοί ἄν­θρω­ποι– καί ἡ συμπεριφορά του εἶναι διαφορετική καί παράξενη... Ἔ­χει καί τήν ἀ­λα­ζο­νεί­α νά λέ­ει ὅ­τι ἔ­χει πα­τέ­ρα τόν Θε­ό  –ἄν αὐτό θεωρεῖται ἀλαζονεία!
Καί τώρα ἔρ­χε­ται ἡ ἀ­μοι­βή, ἀ­γα­πη­τοί μου φί­λοι. Ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἡ ἀ­μοι­βή τῶν δικαίων!
Μιά ὡ­ραί­α ἀ­πάν­τη­ση δί­νει τό βι­βλί­ο τῆς Σο­φί­ας Σο­λο­μῶν­τος, στό 5ο κε­φά­λαι­ο (αὐ­τά πού σᾶς εἶ­πα εἶ­ναι στό 2ο κε­φά­λαι­ο τοῦ ἴ­δι­ου βι­βλί­ου): «Τό­τε στή­σε­ται ἐν παῤ­ῥη­σί­ᾳ πολ­λῇ ὁ δί­και­ος κα­τὰ πρό­σω­πον τῶν θλι­ψάν­των αὐ­τὸν καὶ τῶν ἀ­θε­τούν­των τοὺς πό­νους αὐ­τοῦ. ἰ­δόν­τες τα­ρα­χθή­σον­ται φό­βῳ δει­νῷ καὶ ἐκ­στή­σον­ται ἐ­πὶ τῷ πα­ρα­δό­ξῳ τῆς σω­τη­ρί­ας. καί ἐ­ροῦ­σιν· ...οὗ­τος ἦν ὃν ἔ­σχο­μέν πο­τε εἰς γέ­λω­τα καὶ εἰς πα­ρα­βο­λὴν ὀ­νει­δι­σμοῦ οἱ ἄ­φρο­νες... ἄ­ρα ἐ­πλα­νή­θη­μεν ἀ­πὸ ὁ­δοῦ ἀ­λη­θεί­ας»[11]. Δηλαδή: Καί τότε –τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως– θά σταθεῖ ὁ δίκαιος μέ πολλή παρρησία μπροστά σ’  αὐτούς πού τόν γέμιζαν θλίψη καί δέν ὑπολόγιζαν τούς κόπους του. Καί ὅταν δοῦν τόν παράδοξο τρόπο τῆς σωτηρίας τοῦ δικαίου, θά ταραχθοῦν ἀπό τρομερό φόβο καί θά μείνουν ἐκστα­τικοί καί κατάπληκτοι. Θυ­μη­θεῖ­τε αὐ­τά πού μᾶς λέ­ει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ματ­θαῖ­ος, πῶς θά ἔ­χουν τά πράγ­μα­τα στήν τε­λι­κή Κρί­ση.[12] Καί θά ποῦν... «Αὐ­τός δέν εἶ­ναι ἐκεῖνος πού κο­ρο­ϊ­δεύ­α­με καί τόν περιγε­λού­σα­με;... Αὐ­τός δέν εἶ­ναι;... Ὦ, ἐ­μεῖς οἱ ἄ­φρο­νες ... Πλανηθή­καμε λοιπόν ἀπό τόν δρόμο τῆς ἀλήθειας !...». Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Ἀ­γα­πη­τοί μου φί­λοι, θά τό ξα­να­πῶ: Ὁ κό­σμος θά μᾶς δι­ώ­ξει· ἀλ­λά ἐ­μεῖς πρέ­πει νά μεί­νου­με στα­θε­ροί, καί στήν πί­στη μας καί στή ζω­ή μας. Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού γρά­φει στούς Κο­ριν­θί­ους ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦλος: «Στή­κε­τε ἐν τῇ πί­στει, ἀν­δρί­ζε­σθε, κρα­ται­οῦ­σθε»[13]. Νά μένετε σταθεροί στήν πίστη , νά μάχεσθε μέ ἀν­δρεί­α , νά ἔχετε δύναμη καί θάρρος , για­τί αὐ­τό εἶ­ναι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, γιά νά γί­νε­τε οἱ ἄξιοι τοῦ ὄ­γδο­ου μα­κα­ρι­σμοῦ, πού λέ­ει: «Μα­κά­ριοι οἱ δε­δι­ωγ­μέ­νοι ἕνε­κεν δι­και­ο­σύ­νης , ὅ­τι αὐ­τῶν ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν»!

Κυριακή, 28 Ἰανουαρίου 1996

               
(συνεχίζεται)

Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.
                                                                                                            


[1]. Βλ. Ἀποκ. 3, 9.
[2]. Βλ. Γέν. 39.
[3]. Γέν. 39, 9.
[4]. Βλ. Γ΄ Βασ. κεφ. 18, 19, 20.
[5]. Βλ. Δ΄ Μακ.
[6]. Ματθ. 11, 7. Λουκ. 7, 24.
[7]. Βλ. Ἑβρ. 12, 1.
[8]. Ματθ. 10, 36.
[9]. Ἰ­ω­άν. 17, 14.
[10]. Σ. Σολ. 2, 12-16.
[11]. Σ. Σολ. 5, 1-6.
[12]. Βλ. Ματθ. 25, 31-46.
[13]. Α΄ Κορ. 16, 13.
 
 http://makkavaios.blogspot.gr/2016/02/blog-post_59.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου