Ομολογητής Σέργιος
(Σρεμπριάνσκι)
ΤΗΝ 1η Αύγουστου του
1870 και στο χωριό Τρεχσβιάτσκι της επαρχίας Βορονέζ γεννήθηκε ο ένδοξος ομολογητής
του Χριστού Σέργιος. Ήταν γιός του ιερέα π. Βασιλείου Σρεμπριάνσκι, ο οποίος,
όταν τον βάπτισε, τον ονόμασε Μητροφάνη.
Μεγαλώνοντας, αφού τελείωσε
το Εκκλησιαστικό Σεμινάριο, ο Μητροφάνης, επιθυμώντας να ασκήσει ένα επάγγελμα επωφελές
για τούς βασανισμένους αγρότες της πατρίδας του, γράφτηκε στο Κτηνιατρικό
Ινστιτούτο της Βαρσοβίας. Οι συμφοιτητές του, παπικοί Πολωνοί, ήταν αδιάφοροι για
την πίστη τους. Εκείνος, ευσεβής κάτοχος της αληθινής πίστεως, σύχναζε με
πνευματική δίψα στον ορθόδοξο ναό της πολωνικής πρωτεύουσας, συμμετέχοντας στις
ιερές ακολουθίες.
Στη διάρκεια των
σπουδών του γνωρίστηκε μέ την κατοπινή σύζυγό του, την ’Όλγα, κόρη ιερέα, από το
χωριό Βλαντίτσνο της επαρχίας Τβέρ. Ή ’Όλγα είχε τελειώσει την Παιδαγωγική
Σχολή τού Τβέρ και, πριν αρχίσει να εργάζεται ως δασκάλα, πήγε στη Βαρσοβία για
να επισκεφτεί κάποιοι συγγενείς της. Ο γάμος της μέ τον Μητροφάνη έγινε στις 29
Ιανουάριου του 1893.
Ο νεαρός κτηνίατρος, στο
μεταξύ είχε συνειδητοποιήσει πώς η πνευματική διακονία των συνανθρώπων του, θα συντελούσε στην αιώνια σωτηρία του ήταν ασύγκριτα
ανώτερη από κάθε εγκόσμια προσφορά. Έτσι, εγκαταλείποντας τά σχέδιά του για άσκηση
της κτηνιατρικής, αποφάσισε να γίνει ιερέας.
Χειροτονήθηκε
διάκονος λίγο μετά τον γάμο του, σε ηλικία είκοσι τριών ετών, κι ένα χρόνο αργότερα,
το 1894, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Την 1η Σεπτεμβρίου του
1897 ο π. Μητροφάνης τοποθετήθηκε στον Ναό της Αγίας Σκέπης της πόλης Ορέλ, ο οποίος ανήκε στο 51ο Σύνταγμα Τσερνίγκωφ. Επίτιμη διοικήτρια του συντάγματος αυτού
ήταν η μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ Φιοντόροβνα, αδελφή της τσαρίνας Αλεξάνδρας
Φιοντόροβνας και σύζυγος του μεγάλου δούκα Σέργιου Αλεξάντροβιτς, η κατοπινή
μοναχή και ένδοξη νέα οσιομάρτυς.
Από τότε άρχισε η
περίοδος της διακονίας του π. Μητροφάνους στην Ορέλ, όπου αναλώθηκε στο ποιμαντικό
έργο. Δεν ήταν μόνο ένας συναρπαστικός και εποικοδομητικός ιεροκήρυκας, πού τά
λόγια του τά ρουφούσαν οι ακροατές όπως το διψασμένο χώμα ρουφάει τη βροχή ήταν
συνάμα κι ένας μεγάλος παρηγορητής όλων των πονεμένων ανθρώπων, πού σαγηνεύονταν
από την Αγάπη του, την ειλικρίνεια του και την πίστη του.
“Όταν τελείωνα τη
λειτουργία”, θυμόταν αργότερα ο ίδιος, “οι πιστοί ζητούσαν να μέ συναντήσουν
ιδιαιτέρως. Άλλος ήθελε να εξομολογηθεί, άλλος να μέ συμβουλευτεί, άλλος να
μοιραστεί μαζί μου τον πόνο του... ’Έτσι, περνούσαν οι ώρες. Ή πρεσβυτέρα μέ
περίμενε, για να φάμε, αλλά πριν από τις 5 η ώρα το απόγευμα δεν μπόρεσα ποτέ να
φύγω από την εκκλησία”.
Μέ τη φροντίδα και
τούς κόπους του καλού ιερέα μέσα σε λίγα χρόνια χτίστηκε
όχι μόνο καινούργιος ναός, αλλά και ενοριακό σχολείο και βιβλιοθήκη. Γι’ αυτά
τά τρία δημιουργήματά του και για τις ανάγκες τών δυστυχισμένων ενοριτών τα
διέθετε όσα χρήματα του έδιναν οι πιστοί, όντας ο ίδιος αφιλάργυρος και
παραμένοντας φτωχός ως το τέλος της ζωής του» Τον Ιούλιο του 1903 έγινε η πανηγυρική
ανακομιδή τών τίμιων λειψάνων του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, η αγιότητα του
οποίου είχε επίσημα διακηρυχθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας
έξι μήνες πρωτύτερα. Ο π. Μητροφάνης παραβρέθηκε στις σχετικές πανηγυρικές
τελετές στο Σάρωφ, όπου προσήλθε ολόκληρη η αυτοκρατορική οικογένεια. Εκεί
γνώρισε τη μεγάλη δούκισσα Ελισάβετ Φιοντόροβνα, η οποία εντυπωσιάστηκε από τη
βαθιά πίστη, την ταπείνωση, την απλότητα και την ειλικρίνεια του.
Στις 11 Ιουνίου του
1904, τέσσερις περίπου μήνες μετά την έναρξη του
Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου, το 51ο Σύνταγμα Τσερνίγκωφ μεταφέρθηκε στην Άπω Ανατολή,
προκειμένου να συμμετάσχει στις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο π. Μητροφάνης πρόθυμα
μοιράστηκε μέ τούς αξιωματικούς και τούς στρατιώτες του συντάγματος τις
δυσκολίες, τους κινδύνους και τις κακουχίες του πολέμου. Όπου και όποτε ήταν
δυνατόν, έστηνε ένα κινητό εκκλησάκι εκστρατείας και λειτουργούσε. Στις μάχες
ήταν παρών ανάμεσα στους πολεμιστές.
Σε μια υπηρεσιακή αναφορά του σημείωνε
επιγραμματικά:
«’Ήμουνα στη μάχη του
Αιαογιάνσχ (13-15.8.1904), στη μάχη της Σαγκάης (25.9-7.10.1904), στις
επιθέσεις εναντίον της Ίνχόου (25.12.1904-7.1.1905) και της Μουκντένσκ
(15.2-7.3.1905) και στη μάχη κοντά στο χωριό Σανβαΐτσι (17-18.6.1905). Σ’ όλες τις
παραπάνω επιχειρήσεις τελούσα τις ιερές ακολουθίες, νουθετούσα τούς τραυματίες και
κήδευα τούς νεκρούς υπό τά πυρά του εχθρού».
Σ’ όλο το διάστημα της
υπηρεσίας του στο στράτευμα ο π. Μητροφάνης τηρούσε λεπτομερές ημερολόγιο, το οποίο, αφού δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Δελτίο του Στρατιωτικού
Ιερατείου, εκδόθηκε ως βιβλίο. Το ημερολόγιο αποκαλύπτει έναν ποιμένα σεμνό και
αφοσιωμένο στην εκκλησιαστική του διακονία, αλλά κι έναν πατριώτη αγνό. Αυτόπτης
μάρτυρας των πολεμικών συγκρούσεων, είδε και κατέγραψε αξιόπιστα τά γεγονότα,
γεγονότα πού αποδείκνυαν τη φιλοπατρία, τον ηρωισμό και την αυτοθυσία τού Ρώσου
στρατιώτη. Βαθιά θλιβόταν, όταν, διαβάζοντας τις εφημερίδες της πρωτεύουσας,
διαπίστωνε ότι αυτές, με τις εντελώς αναληθείς περιγραφές όσων συντελούνταν στο
μέτωπο, επιδρούσαν ολέθρια στο ηθικό τόσο των πολεμιστών όσο και των αμάχων, αποτελώντας
έτσι την πέμπτη φάλαγγα του εχθρού στο εσωτερικό της χώρας. Πιο βαθιά θλιβόταν,
όμως, παρατηρώντας τη μεγάλη διάβρωση της ορθόδοξης ρωσικής ψυχής από την αθεΐα.
Από εκείνα τά χρόνια ή αθεΐα είχε ήδη διχάσει τον λαό στις αντιμαχόμενες
παρατάξεις των πιστών και των άπιστων και είχε καταστρέψει την εθνική συνοχή.
Στις 2 Ιουνίου τού
1906, αφού ο πόλεμος είχε τελειώσει, επέστρεψε στην αγαπημένη του Ορέλ. Για την
προσφορά του στο στράτευμα, στις 12 Οκτωβρίου τιμήθηκε με το οφίκιο τού
πρωτοπρεσβυτέρου και μέ το παράσημο του Αγίου Γεωργίου.
Το 1908 η μεγάλη
δούκισσα και νέα οσιομάρτυς Ελισάβετ Φιοντόροβνα μοχθούσε για την ίδρυση της
Μονής των Αγίωι Μάρθας και Μαρίας στην περιοχή Μπαλσάγια Αρντούνκα της Μόσχας.
Διάφορα εκκλησιαστικά πρόσωπα τη συμβούλεψαν για το έργο της ανάμεσα σ’ αυτά
ήταν και ο π. Μητροφάνης. Η αγία ικανοποιήθηκε τόσο πολύ από τις προτάσεις και
τις υποδείξεις του, πού τον παρακάλεσε να αναλάβει τη διακονία του εφημερίου και
του πνευματικού της μονής.
Ο π. Μητροφάνης είχε
συνδεθεί μέ το ποίμνιό του στην Όρέλ στο όποιο μέ αυτοθυσία
αφιέρωνε όλον τον χρόνο του και όλες τις δυνάμεις του, γι’ αυτό και δεν επιθυμούσε
να το αποχωριστεί.
Μη θέλοντας, ωστόσο, να
λυπήσει τη μεγάλη δούκισσα, της υποσχέθηκε ότι θα σκεφτόταν την πρότασή της και
θα της απαντούσε σε λίγο καιρό.
Ταξιδεύοντας την
περίοδο εκείνη από τη Μόσχα προς την Ορέλ, είχε στον νου του συνεχώς το ποίμνιό
του, μέ το όποιο τον έδενε βαθιά αμοιβαία Αγάπη. Ό αποχωρισμός του απ’ αυτό θα
ήταν δύσκολος και πικρός για όλους. Στα μισά του ταξιδιού είχε ήδη αποφασίσει να
παραμείνει στην Ορέλ. Τότε, όμως, ένιωσε το δεξί του χέρι να παραλύει.
Προσπάθησε να το σηκώσει, αλλά μάταια. Δεν μπορούσε ούτε τά δάχτυλα να κουνήσει
ούτε τον αγκώνα να λυγίσει. Θεώρησε πώς ο Κύριος μ’ αυτόν τον τρόπο τον
τιμωρούσε, επειδή είχε εναντιωθεί στο θέλημά Του. Αμέσως Τον ικέτεψε μυστικά να
τον συγχωρήσει και Τού υποσχέθηκε πώς, αν θεραπευόταν, θα πήγαινε να διακονήσει
στο μοναστήρι της μεγάλης δούκισσας. Την ίδια στιγμή άρχισε να αισθάνεται το
χέρι του και σε δύο ώρες ήταν εντελώς καλά.
Μετά την πρώτη του
Λειτουργία στην Ορέλ, ανακοίνωσε στο εκκλησίασμα ότι θα αποχωρούσε για τη
Μόσχα, όπου και σκόπευε να εγκατασταθεί. Οι πιστοί άρχισαν να κλαίνε και τον
ικέτευαν να μην τούς εγκαταλείψει. Ο π. Μητροφάνης λύγισε από τά δάκρυα και τά
παρακάλια τους. Έτσι, ανέβαλλε από μέρα σε μέρα την αναχώρησή του, ώσπου αποφάσισε
πάλι να παραμείνει οριστικά στην Ορέλ. Φοβόταν, άλλωστε, ότι, ως έγγαμος
ιερέας, δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις πνευματικές ανάγκες μιας μοναστικής
αδελφότητας. Πολύ σύντομα, όμως, παρατήρησε ότι το δεξί του χέρι άρχισε να
πρήζεται χωρίς κάποια φανερή αιτία. Όταν το πρήξιμο έγινε τόσο έντονο, πού τον
δυσκόλευε στην επιτέλεση της ιερατικής του διακονίας, απευθύνθηκε σ’ έναν
συγγενή του γιατρό, τον Ν.Γ. Πιασκόφσκι. Ο γιατρός τον εξέτασε μέ προσοχή και επιμέλεια,
αλλά δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει, καθώς δεν βρήκε καμιάν εύλογη αιτία του
πρηξίματος.
Εκείνες τις μέρες
είχε μεταφερθεί από τη Μόσχα στην Ορέλ το θαυματουργό αντίγραφο της εικόνας της
Παναγίας της Πορταΐτισσας. Ο π. Μητροφάνης έσπευσε να προσευχηθεί στη Θεομήτορα
για τη θεραπεία του. Όταν βρέθηκε μπροστά στην εικόνα της, υποσχέθηκε ότι δίχως
καμιάν αναβολή θα πήγαινε να διακονήσει στη Μονή των Αγίων Μάρθας και Μαρίας.
Έπειτα, μόλις προσκύνησε την εικόνα με ευλάβεια και φόβο, ένιωσε ότι το χέρι
του άρχισε να ξεπρήζεται. Τότε πια πείστηκε τελειωτικά πώς ήταν θέλημα Θεού να
πάει στη Μόσχα.
Σύντομα, λοιπόν, ο π.
Μητροφάνης εγκατέλειψε την Ορέλ και ξεκίνησε για τη νέα εκκλησιαστική του
διακονία. Στη Μόσχα, ωστόσο, η Μονή των Αγίων Μάρθας και Μαρίας δεν λειτουργούσε
ακόμη. Γι’ αυτό ο μητροπολίτης Μόσχας Βλαδίμηρος τον διόρισε προσωρινά
προϊστάμενο του Ναού της Αγίας Σκέπης. Πέντε περίπου μήνες αργότερα, στις 10
Φεβρουάριου του 1909, ξεκίνησε η λειτουργία της μονής, και τότε μέ τρόπο υποτυπώδη,
μη διαθέτοντας ακόμα τις απαραίτητες κτιριακές και λοιπές εγκαταστάσεις.
Η οσιομάρτυς Ελισάβετ
είδε την έλευση του π. Μητροφάνους στην υπό ανέγερση μονή ως εύνοια και ευλογία
του Θεού.
Ο Κύριος, έγραφε στον
τσάρο, ευλόγησε το έργο μας, πού αρχίζει να πραγματοποιείται λίγο-λίγο με τον
ιερέα, στον όποιον έρχονται άνθρωποι από μακριά, από την Ορέλ, για να βοηθηθούν
και να παρηγορηθούν.
Από την ημέρα πού
εγκαταστάθηκε στη μονή, ο π. Μητροφάνης αφοσιώθηκε στην πνευματική οικοδομή των
αδελφών και των προσκυνητών.
Οι λίγες ακόμη
αδελφές πού ζουν εδώ, έγραφε η οσιομάρτυς Ελισάβετ, είναι κοπέλες καλές και
πολύ πιστές. Αλλά και όλη μας η ζωή είναι βασισμένη στην πίστη. Ο παππούλης
συνεχώς μάς νουθετεί. Τρεις φορές την εβδομάδα, άλλωστε, κάνει πνευματικές
ομιλίες, τις οποίες παρακολουθούν και πολλοί πιστοί. Στο τέλος των πρωινών ακολουθιών διαβάζει και ερμηνεύει ένα απόσπασμα από την Καινή Διαθήκη. Ύστερα
πίνουμε τσάι όλοι μαζί -οι αδελφές, ο π. Μητροφάνης και η πρεσβυτέρα Όλγα. Τότε
γίνεται ελεύθερη συζήτηση πάνω σε πνευματικά θέματα... Οι ομιλίες του παππούλη
είναι συναρπαστικές, καθώς αυτός δεν είναι μόνο βαθιά πιστός άνθρωπος, αλλά και
εξαιρετικά μορφωμένος. Αρχίζει πάντοτε από την Αγία Γραφή και τελειώνει μέ
διδακτικά θέματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία. Μαθαίνει στις αδελφές πώς να
ευαρεστούν τον Θεό μέ τη διαγωγή τους, αλλά και πώς να βοηθούν τους δυστυχισμένους
συνανθρώπους τους... Πολλοί έρχονται, ακόμα και από μακριά, στη μικρή μας εκκλησία
για να εξομολογηθούν και να πάρουν πνευματική δύναμη από τις απλές αλλά
υπέροχες ομιλίες του π. Μητροφάνους. Είναι ένας αληθινός ορθόδοξος ιερέας μέ
πλατιά καρδιά, μέ βαθιά Αγάπη προς τον Κύριο, μέ απέραντη συγχωρητικότητα προς τις
αμαρτωλές ψυχές. Πόσοι άνθρωποι, πού χάρη σ αυτόν βρήκαν την πίστη και τον
δρόμο της σωτηρίας, μέ ευχαριστούν και μέ συγχαίρουν, επειδή έφερα έναν τέτοιον
ιερέα στη μονή...
Σε επιστολή της προς τον
τσάρο Νικόλαο Β' έγραφε:
Ο π. Μητροφάνης μέ εξομολογεί,
μέ κοινωνεί και μέ καθοδηγεί πνευματικά. Είναι υποδειγματικός ιερέας μέ καρδιά
απλή και καθαρή, μέ διαγωγή σεμνή και υψηλή, με απεριόριστη Αγάπη προς τον
Κύριο και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Λίγα μόνο λεπτά αν συνομιλήσεις μαζί του, θα αντιληφτείς
ότι πρόκειται για έναν αληθινό άνθρωπο του Θεού.
Η Μονή τών Άγιων
Μάρθας και Μαρίας αναγνωρίστηκε επίσημα μέ συνοδική πράξη στις 9 Απριλίου του
1910 και επονομάστηκε Μονή του Ελέους. Σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο η μοναχική βιωτή
της μετάνοιας και της προσευχής συνδυαζόταν μέ την πολύπλευρη προσφορά προς τον
πλησίον, σύμφωνα μέ την επιθυμία της κτητόρισσας οσιομάρτυρος Ελισάβετ. Ο π.
Μητροφάνης συμμεριζόταν τούς φιλάνθρωπους οραματισμούς της αγίας. Έγραφε σχετικά
σ’ ένα ενημερωτικό κείμενό του μέ τον τίτλο: Γύρω από τη δημιουργία της Αδελφότητας
του Ελέους των Αγίων Μάρθας και Μαρίας στη Μόσχα
«Στη σύγχρονη εποχή ο
τρόπος της ζωής είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον των πρώτων χριστιανικών
αιώνων. Η σημερινή κοινωνία απλώς ονομάζεται χριστιανική, χωρίς να. είναι
τέτοια στο μεγαλύτερο μέρος της. Η ελάττωση της πίστεως και η αθέτηση των εντολών
τού Χριστού έχουν κάνει τη ζωή αφόρητη, θλιβερή, φτηνή, τόσο ανάμεσα στούς φτωχούς
όσο και ανάμεσα στούς εύπορους. Οι μισοί από τους σύγχρονους ανθρώπους έχουν
βυθιστεί στη νέα ειδωλολατρία, η οποία, θα μπορούσαμε να το πούμε, είναι
χειρότερο από την αρχαία, καθώς καλύπτεται από την υποκρισία. Οι αρχαίοι ειδωλολάτρες
ξεκάθαρα και ειλικρινά θεοποιούσαν τά πάθη τους και τις δυνάμεις της φύσεως- οι
σημερινοί ειδωλολάτρες, κρυμμένοι πίσω από τά προσωπεία του Χριστιανισμού και
του πολιτισμού, κάνουν ότι και οι κάτοικοι των Σοδόμων και της Γομόρρας -η ίδια
σκληρότητα,η ίδια ασπλαχνία, η ίδια διαφθορά. Εγκαταλείφτηκε η κατά φύση ζωή
της αρετής και υιοθετήθηκε η παρά φύση ζωή της αμαρτίας, καρπός της οποίας
είναι το πλήθος των φυσικών και πνευματικών συμφορών πού μάς έχουν βρει.
»Οι παραπάνω διαπιστώσεις
έκαναν ορισμένους καλοπροαίρετους ανθρώπους, τούς γνωστούς στην κοινωνία ως
ευεργέτες, να αντιδράσουν αποτελεσματικά στον καρπό της αμαρτίας, τις κάθε
λογής συμφορές, μέ έργα φιλανθρωπίας. Έτσι, δημιούργησαν ιδρύματα για τούς
φτωχούς, τούς αναπήρους και, γενικά, όλους όσους έχουν ανάγκη από βοήθεια .Η
ύπαρξη τέτοιων ιδρυμάτων, μολονότι αυτά δεν έχουν συνήθως ζωντανό σύνδεσμο μέ την
Εκκλησία και συνεπώς δε φροντίζουν ολοκληρωμένα για τούς ανθρώπους ως
ψυχοσωματικές υπάρξεις, φανερώνει πώς οι πληγές της σύγχρονης κοινωνικής ζωής
έχουν γίνει αντιληπτές και πώς γίνεται προσπάθεια να επουλωθούν, φανερώνει πώς δεν
έχουν χαθεί εντελώς η Αγάπη και η ευσπλαχνία, φανερώνει πώς αναζητούνται οι
πηγές της αληθινής και υγιούς ανθρώπινης ζωής.
»Μία, όμως, είναι η
Πηγή της ζωής αυτής, ο Θεάνθρωπος Χριστός. Εκείνος μάς έδειξε πώς να ζούμε ορθά
μέσα στην Εκκλησία. Επομένως, για τη θεραπεία των πληγών της σύγχρονης ζωής, πρέπει
να στραφούμε στον Χριστό και στην Εκκλησία Του. Τι βρίσκουμε στην Εκκλησία; Την
αναγέννηση και τη σωτηρία του ανθρώπου, μέσα στον οποίο ξυπνά και αναπτύσσεται η συναίσθηση της υιοθεσίας μας από τον προσωπικό και αληθινό Θεό. Απ’ αυτή τη
συναίσθηση γεννιέται η Αγάπη προς τον Κύριο και ξεκινά ο αγώνας για την οικείωση
της αρετής, για τον αγιασμό της ψυχής, για την κατάκτηση της αιώνιας ζωής...
»Η αιτία, λοιπόν, της
ατέλειας και των συμφορών της ζωής δεν είναι άλλη από την αθέτηση του θείου
νόμου, δηλαδή από την αμαρτία. Γι αυτό η Εκκλησία, προκειμένου να πολεμήσει το
κακό, δεν φροντίζει μόνο για την εξάλειψη της υλικής δυστυχίας μέ εξωτερικά
έργα φιλανθρωπίας, παρέχοντας στον πεινασμένο τροφή, στον
γυμνό ρούχα, στον άστεγο στέγη και στον άρρωστο ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Παράλληλα μ' αυτά, φροντίζει και για την ψυχική αναγέννηση και μεταμόρφωση κάθε
άνθρωπου, πολύ περισσότερο μάλιστα γι` αυτήν, μέ τη βοήθεια του Χριστού και
σύμφωνα μέ τη διδασκαλία Του. Η Εκκλησία καλεί τον καθένα μας να θυμηθεί πώς
είναι παιδί του αιώνιου Θεού, παιδί της αιωνιότητας, και να υψωθεί πάνω από τη
γη, μισώντας την αμαρτία και πλησιάζοντας τον Κύριο, προκειμένου να γίνει άξιος
της αιώνιας βασιλείας Του. Αυτό ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε το φιλάνθρωπο
άγιο- πνευματικό έργο της Εκκλησίας τού Χριστού. Σε κάθε εποχή, ωστόσο, κάποιοι
χριστιανοί ξεχωρίζουν από τούς υπόλοιπους πιστούς αδελφούς τους και,
φλογισμένοι από τον ιερό πόθο της ολοκληρωτικής αφιερώσεως στον Κύριο και το
έργο Του, δίνουν μέ αυταπάρνηση την υπόσχεση όχι μόνο τού ισόβιου αγώνα για την
προσωπική τους σωτηρία, αλλά και της ισόβιας διακονίας τού Θεού και τού
πλησίον...».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/03/1870-1948.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου