Σελίδες

Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Ὁ μεγάλος ὁμολογητής καί ἅγιος Πέτρος Ζβερέφ, Ἀρχιεπίσκοπος Βορονέζ

Ομολογητής Πέτρος (Ζβέρεφ), αρχιεπίσκοπος Βορονέζ
ΓΟΝΟΣ ιερατικής οικογένειας, ο ομολογητής και λαοφιλής ποιμενάρχης του Βορονέζ Πέτρος γεννήθηκε στη Μόσχα στις 18 Φεβρουάριου του 1878. Στο άγιο Βάπτισμα ονομάστηκε Βασίλειος από τον ιερέα πατέρα του π. Κωνσταντίνο Ζβέρεφ.
Ο Βασίλειος είχε δύο μεγαλύτερους αδελφούς, τον Αρσένιο και τον Κασσιανό, και μία αδελφή, τη Βαρβάρα. Ο Αρσένιος, πού από μικρός έπαιζε μουντζουρώνοντας και αργότερα γράφοντας χαρτιά, έγινε δημόσιος υπάλληλος. Ο Κασσιανός, πού έπαιζε μέ όπλα, έγινε αξιωματικός και σκοτώθηκε κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.Ο Βασίλειος, πάλι, πού έπαιζε αναπαριστάνοντας εκκλησιαστικές ακολουθίες, αξιώθηκε να γίνει ένας άξιος λειτουργός τού Ύψιστου και πνευματικός πατέρας χιλιάδων πιστών.
Από τά παιδικά του χρόνια πήγαινε πρόθυμα στην εκκλησία μαζί μέ τον πατέρα του. Ο καμπανάρης, βλέποντας τον εφημέριο να έρχεται, χτυπούσε την καμπάνα τρεις φορές. Και ο μικρός Βασίλειος καμάρωνε, νομίζοντας ότι τά δύο χτυπήματα ήταν για τον ιερέα πατέρα του και το τρίτο γι’ αυτόν.
Αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο, παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, ενώ το 1899 γράφτηκε στη Θεολογική Ακαδημία τού Καζάν. Τον επόμενο χρόνο έγινε η μοναχική του κουρά, κατά την όποια ονομάστηκε Πέτρος, και η χειροτονία του σε ιερέα. Το 1902 ανακηρύχτηκε διδάκτορας της θεολογίας μέ τη διατριβή Ερμηνευτική ανάλυση των δύο πρώτων κεφαλαίων της Επιστολής του αποστόλου Παύλου προς τους Εβραίους.
Τά χρόνια πού ακολούθησαν ο νεαρός ιερομόναχος υπηρέτησε μέ πιστότητα την Εκκλησία ως εφημέριος και ιεροκήρυκας, και εργάστηκε μέ ζήλο στην εκκλησιαστική εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής και επόπτης.
Τον Ιούνιο του 1909, μέ απόφαση της Ιεράς Συνόδου, ο π. Πέτρος διορίστηκε Ηγούμενος της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Μπελέφσκι της επαρχίας Τούλα. Το μοναστήρι αυτό δεν ήταν μακριά από τη Μονή της Όπτινα, κι έτσι ο νεαρός ηγούμενος είχε τη δυνατότητα να επισκέπτεται τους σοφούς γέροντές της και να τους συμβουλεύεται.
Οι άγιοι γέροντες, πάλι, διαπιστώνοντας την ευσέβεια και την πνευματικότητά του, συχνά του έστελναν ανθρώπους για πνευματική καθοδήγηση.
Αλλά και στις Μονές του Σάρωφ και του Ντιβέγεβο πήγαινε κατά καιρούς ο π. Πέτρος. Εκτιμούσε και σεβόταν ιδιαίτερα την οσία Παρασκευή Ιβάνοβνα  του Ντιβέγεβο, η οποία μέ τη σειρά της τού έδειχνε ιδιαίτερη εύνοια και Αγάπη.
Ο ενεργητικός και ζηλωτής ηγούμενος άπλωσε την πνευματική του δραστηριότητα και έξω από τά τείχη της μονής. Συχνά επισκεπτόταν τά χωριά της περιφέρειας Μπελέβε για να λειτουργήσει, να κηρύξει, να νουθετήσει, να παρηγορήσει τούς βασανισμένους χωρικούς. Να πώς περιγράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας την ποιμαντική του επίσκεψη στο χωριό Πεσκοβάτ:
«Η 18η και η 19η Μαΐου του 1913 θα μείνουν για πάντα στη μνήμη των κατοίκων του χωριού. Ο αρχιμανδρίτης Πέτρος είναι υπερβολικά αγαπητός στον πιστό λαό της περιφέρειας Μπελέβε αλλά και των γειτονικών περιοχών για την απλότητά του, την καλοσύνη του, τη μειλιχιότητά του και την ευλάβεια μέ την οποία λειτουργεί. Οι χωρικοί έχουν ανάγκη από κάθε βοήθεια και πρωτίστως από βοήθεια πνευματική. Πολλοί πλησιάζουν τον π. Πέτρο για να ζητήσουν τις προσευχές του και τις συμβουλές του ή απλώς για να του πουν τά βάσανά τους. Κανένας δεν φεύγει από κοντά του απαρηγόρητος.
»Ο π. Πέτρος έφτασε στο χωριό στις 6 ή ώρα το απόγευμα. Πήγε αμέσως στον ναό και άρχισε την ακολουθία. Ο ναός βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, δίπλα στον ποταμό Όκα και στην άκρη ενός πευκοδάσους.
»Οι πόρτες ήταν διάπλατα ανοιχτές. Οι ηλιαχτίδες γλιστρούσαν πάνω στις σειρές τών ανθρώπων, πού είχαν γεμίσει ασφυκτικά την εκκλησία. Δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Όλοι συμμετείχαν στην ακολουθία μέ τις καρδιές τους αλλά και μέ τά στόματά τους, ψάλλοντας τους εκκλησιαστικούς ύμνους. Μόλις ακούστηκε το “Δόξα εν ύψίστοις Θεώ...”, οι πιστοί γονάτισαν. Ή δοξαστική υμνωδία και το γονατιστό εκκλησίασμα τόση κατάνυξη μού προξένησαν, πού η προσευχή ξεχείλιζε από την ψυχή μου αβίαστα.
»Είχε σουρουπώσει, όταν η ακολουθία τελείωσε. Ο π. Πέτρος βγήκε από τον ναό και κατευθύνθηκε στο σπίτι του ιερέα. Τον ακολούθησαν όλοι οι πιστοί, ψάλλοντας πανηγυρικά το “Χριστός Ανέστη”. Ό χαρμόσυνος ύμνος ακουγόταν ολόγυρα σε μεγάλη απόσταση.
»Την άλλη μέρα τελέστηκε η Θεία Λειτουργία. Προσήλθαν ακόμα περισσότεροι πιστοί. Μετά την απόλυση, ο π. Πέτρος μίλησε στο εκκλησίασμα από τον άμβωνα. Τά λόγια του ήταν απλά, κατανοητά και πειστικά. Αναφέρθηκε στον Σωτήρα Χριστό, στην αλήθεια της Ορθοδοξίας και στην πλάνη των αιρέσεων... Το κήρυγμά του μίλησε στις καρδιές όλων».
"Όταν η περιοχή δοκιμάστηκε από μιαν επιδημία, ο π. Πέτρος σ ένα κήρυγμά του είπε μεταξύ άλλων στους κατοίκους: «Κατά καιρούς στη χώρα μας εμφανίζονται μολυσματικές ασθένειες, πού εξαπλώνονται γοργά και στέλνουν στον τάφο χιλιάδες ανθρώπους. Όπως είναι φυσικό, μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο όλοι προσπαθούν να βρουν τρόπους και μέσα προστασίας... Αλλά, τί συμφορά! Χρησιμοποιούν τόσα υλικά και γήινα φάρμακα, πού συχνά αποδεικνύονται αναποτελεσματικά, αγνοώντας το πιο δραστικό φάρμακο, πού είναι πνευματικό... Η αιτία όλων των ασθενειών και όλων των συμφορών πάνω στη γη είναι η αμαρτία. Και το φάρμακο, πού τη θεραπεύει, είναι η μετάνοια...».
Το 1914, μόλις άρχισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στη Μονή της Μεταμορφώσεως δημιουργήθηκε μικρό νοσοκομείο για τούς τραυματίες μέ δώδεκα κρεβάτια.
Τον Οκτώβριο του 1916 η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να στείλει τον π. Πέτρο στο μέτωπο, ως στρατιωτικό ιεροκήρυκα, όπου υπηρέτησε πέντε περίπου-μήνες Επιστέφοντας, διορίστηκε ηγούμενος της Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Τβέρ.
"Ύστερα από δύο χρόνια και ενώ η Ρωσική Εκκλησία βάδιζε την οδό του μαρτυρίου, ο π. Πέτρος χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη Τύχωνα επίσκοπος Μπαλάχνα, κατά την εορτή της Υπαπαντής. Τοποθετήθηκε ως βοηθός επίσκοπος στην επαρχία Νίζεγκοροντ, την οποία διοικούσε ο αρχιεπίσκοπος Ευδόκιμος (Μεστσέρσκι).
Ο νέος επίσκοπος εγκαταστάθηκε στη Μονή των Σπηλαίων του Νίζνι Νόβγκοροντ, πού βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Βόλγα. Λίγους μήνες πριν, σ’ αυτό το μοναστήρι έμενε ο επίσκοπος Λαυρέντιος (Κνιάζεφ) , ο οποίος εκτελέστηκε από τούς μπολσεβίκους στις 6 Νοεμβρίου του 1918.
Το Καθολικό της Μονής των Σπηλαίων, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ήταν παραμελημένο και μαυρισμένο εσωτερικά από την καπνιά. Ό επίσκοπος Πέτρος ζήτησε τη βοήθεια των πιστών για τον καθαρισμό και ευτρεπισμό του ναού. Ο ίδιος ανέβηκε πρώτος σε μια ψηλή σκάλα και καθάρισε το ταβάνι.
Ήταν πάντοτε υπόδειγμα ταπεινής φιλοπονίας. Λίγο πριν από το Πάσχα βγήκε στην αυλή και άρχισε να την καθαρίζει μόνος του από το χιόνι. Βλέποντάς τον κάποιος, τον ρώτησε:
-       Γιατί κοπιάζετε τόσο, δέσποτα;
-       Μα πώς να αφήσω το χιόνι; Η αυλή πρέπει να είναι καθαρή το Μέγα Σάββατο, για να γίνει η καθιερωμένη λιτανεία.
Ο κλήρος και ο πιστός λαός αγάπησαν πολύ τον επίσκοπο για την πίστη του, την απλότητά του, την εργατικότητα του, την ταπεινοφροσύνη του, την καταδεκτικότητά του, τη φιλανθρωπία του. Η δημοτικότητά του, πού συνεχώς αυξανόταν, προκάλεσε τη δυσφορία του προϊσταμένου του αρχιεπισκόπου Ευδόκιμου, ο όποιος άρχισε να τον φθονεί. Ο φθόνος του μέ τον καιρό εξελίχθηκε σε αληθινό μίσος, πού δεν μπορούσε να το κρύψει.Ο επίσκοπος Πέτρος, πολύ λυπημένος για την ψυχική κατάσταση του αρχιεπισκόπου, αναζητούσε κάποιαν ευκαιρία για να τού δείξει μέ τρόπο χριστομίμητο πόσο τον τιμούσε και τον σεβόταν.
Την Κυριακή της Τυρινής τού 1920 ο άρχιεπίσκοπος λειτούργησε στο Νίζνι Νόβγκοροντ και ο επίσκοπος στο Σόρμοβο. Ο δεύτερος, επιστρέφοντας στη Μονή τών Σπηλαίων, πέρασε από το Μετόχι της Μονής τού Ντιβέγεβο, όπου έμενε ο άρχιεπίσκοπος, για να τού βάλει μετάνοια και να τού ζητήσει συγχώρηση, όπως πάντοτε πριν από την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μπαίνοντας στο δωμάτιό του, αφού πρώτα στράφηκε στις εικόνες και σταυροκοπήθηκε, τού έβαλε στρωτή μετάνοια. Όταν σηκώθηκε, τού απεύθυνε τον λειτουργικό χαιρετισμό της αγάπης:
-       «Ο Χριστός εν τω μέσω ημών!».
Ο αρχιεπίσκοπος, αντί ν’ αποκριθεί μέ το συνηθισμένο «Και έστι και έσται», τού είπε με στυφότητα:
-       «Και ουκ έστι και ουκ έσται!».
Δίχως να μιλήσει ο επίσκοπος Πέτρος, γύρισε και βγήκε.
Αργότερα ο αρχιεπίσκοπος Ευδόκιμος αποκόπηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία και εντάθηκε στη σχισματική «Ζωντανή Εκκλησία».
Ο επίσκοπος Πέτρος λειτουργούσε συχνά στο Σόρμοβο. Οι εργάτες της περιοχής, γνωρίζοντάς τον από κοντά, τον αγάπησαν ιδιαίτερα. ’Έτσι, όταν οι σοβιετικές αρχές τον συνέλαβαν τον Μάιο του 1921, επειδή τάχα υποδαύλιζε τον θρησκευτικό φανατισμό για πολιτικούς σκοπούς, οι εργάτες κατέβηκαν σε τριήμερη απεργία. Οι αρχές τούς υποσχέθηκαν ότι θα άφηναν ελεύθερο τον ιεράρχη, αλλά, αντί γι’ αυτό, τον έστειλαν εσπευσμένα στη Μόσχα, στη φοβερή Λουμπιάνκα , έδρα της ΤσεΚα.
Από τη Λουμπιάνκα τον μετέφεραν διαδοχικά στις φυλακές Μπουτίρκι και Ταγκάνκα της Μόσχας. Όταν έφευγε από την Μπουτίρκι, τον ασπάζονταν μέ δάκρυα όλοι οι κρατούμενοι. Ακόμα και οι δεσμοφύλακες ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν.
Στις φυλακές Ταγκάνκα, σ’ έναν θάλαμο, ήταν κλεισμένοι είκοσι περίπου αρχιερείς και πολλοί ιερείς. Οι πιστοί τούς έφερναν πρόσφορα, κρασί, άμφια και ότι άλλο χρειαζόταν για την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Λειτουργούσαν μέσα στον θάλαμο, χρησιμοποιώντας ως άγια Τράπεζα ένα τραπεζάκι. Ολόγυρά του στέκονταν τόσοι αρχιερείς, πού δεν ήταν δυνατό να ακουμπήσουν κάπου τα λειτουργικά τους βιβλία. Διάκονος δεν υπήρχε. Ο μοναδικός μητροπολίτης έλεγε τά Ειρηνικά και οι άλλοι αρχιερείς έλεγαν με τη σειρά τις επόμενες Αιτήσεις.
Στις φυλακές Ταγκάνκα ο επίσκοπος Πέτρος αρρώστησε βαριά από εξάντληση και τον έβαλαν στο νοσοκομείο.
Στα τέλη Ιουλίου του 1921 αποφάσισαν να τον μεταφέρουν στην Πετρούπολη. Πριν αναχωρήσει, επέτρεψαν σε πνευματικά του παιδιά να τον συναντήσουν. Τον πλησίασαν όταν έβγαινε από την πύλη της φυλακής μέ συνοδεία ένοπλης φρουράς. Άρχισαν να βαδίζουν δίπλα του και να συνομιλούν μαζί του, δίχως να τούς εμποδίζουν οι στρατιώτες. Διέσχισαν τη Μόσχα πεζοί κι έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό Νικολάγεφσκι, όπου έμειναν μαζί του αρκετές ώρες, ως την αναχώρηση του τρένου. Ο ιεράρχης τούς διηγήθηκε πολλά από την τρίμηνη διαμονή του στη φυλακή. Στο τέλος, πριν αποχωριστούν, τους είπε:
- Πόσο θα ήθελα ν’ ανοίξω την καρδιά μου για να σας δείξω πώς την καθαρίζουν τά βάσανα!
Στη φυλακή της Πετρουπόλεως παρέμεινε τέσσερις ολόκληρους μήνες, μέχρι τις 4 Ιανουαρίου του 1922, οπότε αφέθηκε ελεύθερος. Από ’κει πήγε στη Μόσχα, όπου συνάντησε τον σεβάσμιο και μαρτυρικό πατριάρχη Τύχωνα. Εκείνος τον διόρισε βοηθό επίσκοπο της επαρχίας Τβέρ, ονομάζοντας τον επίσκοπο Σταρίτσκι.
  Στο Τβέρ ο επίσκοπος Πέτρος εγκαταστάθηκε στην αγαπημένη του Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της οποίας είχε διατελέσει ηγούμενος από το 1917 ως το 1919. Δίχως χρονοτριβή, επιδόθηκε μέ αφοσίωση και ζήλο στις ποιμαντικές του δραστηριότητες. Η ακτινοβολία των αρετών του δεν άργησε να προσελκύσει στο πρόσωπό του την αγάπη και τον σεβασμό του πιστού λαού.
Την άνοιξη του 1922 η συμφορά του λιμού , πού μάστιζε ολοκληρη τη Ρωσία, έπληξε ιδιαίτερα το Νίζνι Ποβόλζιε, έδρα της επαρχίας Τβέρ. Ο επίσκοπος Πέτρος, χωρίς να περιμένει ούτε την άδεια της σοβιετικής εξουσίας ούτε τις εντολές των εκκλησιαστικών αρχών, αποφάσισε να συμπαρασταθεί μέ κάθε δυνατό τρόπο στούς πεινασμένους κατοίκους, καθώς μάλιστα ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ (Αλεξάντρωφ) απουσίαζε τότε από την πόλη. Κάλεσε σε σύσκεψη τούς αρχιερατικούς επιτρόπους και αποφάσισαν να διενεργήσουν έρανο για την αγορά τροφίμων. Ζήτησαν, επίσης, από τις ηγουμένισσες των γυναικείων μονών της επαρχίας να αναλάβουν τη φιλοξενία και διατροφή πεινασμένων παιδιών.
Στις 31 Μαρτίου του 1922 ο ιεράρχης έστειλε εγκύκλιο σ’ όλες τις ενορίες και τις μονές της επαρχίας, μέ την οποία γνωστοποιούσε ότι στη δύσκολη εκείνη περίσταση θα τελούσε καθημερινά όλες τις ακολουθίες ως απλός Ιερέας και θα έδινε, παραδειγματίζοντας όλους τούς πιστούς, το καθημερινό του ψωμί σε πεινασμένους ανθρώπους. Πράγματι, κάθε μέρα τελούσε τις ακολουθίες και διάφορα μυστήρια από τις 9 το πρωί ως τις 4 το απόγευμα και καλούσε με κηρύγματα τούς χριστιανούς να βοηθούν τούς συνανθρώπους τους. Το ψωμί πού έπαιρνε με το δελτίο, μόλις 100 γραμμάρια, το έδινε πάντοτε σε άλλους πεινασμένους, μένοντας ο ίδιος νηστικός. Κάπου-κάπου κάποιος πιστός, βλέποντας την αυτοθυσία και τη στέρηση τού επισκόπου, έκοβε από το δικό του μερίδιο το μισό και τού το έδινε. Εκείνος τότε δεν το αρνιόταν. Το έπαιρνε ευχαριστώντας και χαμογελώντας μέ ευγνωμοσύνη.
Μ’ αυτό περνούσε όλη την ημέρα, ξεγελώντας την πείνα του και μετριάζοντας την εξάντλησή του.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/04/blog-post_48.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου