Ο π. Μεθόδιος, προβλέποντας σε τι λογής κόσμο θα ζούσαν οι μαθητές του, το 1911, αποχαιρετώντας
τους αποφοίτους του σεμιναρίου, τούς συμβούλεψε να φυλάξουν με ιερότητα όσα
διδάχθηκαν κατά την εξάχρονη προετοιμασία τους για την ιεροσύνη. «Να είστε
γενναίοι, αδελφοί!», τούς είπε. «Βγαίνοντας στον κόσμο για να πολεμήσετε
πνευματικά, να πιστέψετε ακλόνητα ότι μπορείτε να νικήσετε, γιατί μαζί σας θα
είναι πάντοτε ο Κύριος. Δεν θα σάς αφήσει ποτέ μόνους στον αγώνα σας, αν “ζητείτε
πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού” (Ματθ. 6:33)...».
Έξι
ολόκληρα χρόνια παρέμεινε στην Ούφα ο π. Μεθόδιος, ιερουργώντας, κηρύσσοντας και
διδάσκοντας στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της πόλης. Ο πολύς κόσμος δέθηκε μαζί
του και τον αγάπησε ειλικρινά. Αυτό φάνηκε καθαρά στις 4 Φεβρουάριου του 1913, όταν ο 45χρονος αρχιμανδρίτης έπρεπε να αναχωρήσει για την Πετρούπολη. Την ημέρα αυτή,
παρ’ όλο το κρύο και την κακοκαιρία, αρκετή ώρα πριν από την άφιξη του τρένου, ο σιδηροδρομικός σταθμός της Ούφα ήταν γεμάτος από κληρικούς της πόλης,
καθηγητές και σπουδαστές τού σεμιναρίου, πιστούς κάθε κοινωνικής τάξεως.
Στις
8 Φεβρουάριου του 1913 ο π. Μεθόδιος εξελέγη επίσκοπος Ακμολίνσκ και ορίστηκε
τοποτηρητής της επαρχίας ’Ομσκ, στη Δυτική Σιβηρία. Η χειροτονία του έγινε δύο
ημέρες αργότερα στην Πετρούπολη, στη Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι. Στο ’Ομσκ
έφτασε στις 20 Φεβρουάριου.
Στις
5 Απριλίου του 1913 ήρθε στο ’Ομσκ ο νέος ποιμενάρχης της επίσκοπος Ανδρόνικος
(Νικόλσκι). Για ένα χρονικό διάστημα οι δύο ιεράρχες συνεργάστηκαν ποιμαντικά,
βοηθώντας αλλά και παρηγορώντας ο ένας τον άλλον.
Στις
6 Νοεμβρίου του 1914 ο επίσκοπος Μεθόδιος διορίστηκε ποιμενάρχης της επαρχίας
Πετροπαβλόφσκ.
Τον
Μάρτιο του 1917, αμέσως μετά την πτώση της τσαρικής μοναρχίας και τον
σχηματισμό προσωρινής κυβερνήσεως, οι επιθέσεις εναντίον της Εκκλησίας εντάθηκαν.
Τότε ο επίσκοπος Μεθόδιος βρισκόταν στην Ούφα, αντικαθιστώντας προσωρινά τον
οικείο ιεράρχη Ανδρέα (Ουχτόμσκι), πού είχε πάει στην Πετρούπολη για τη
διευθέτηση σοβαρών εκκλησιαστικών υποθέσεων.
Στις
23 Μαρτίου το βράδυ, επιστρέφοντας στο Πετροπαβλόφσκ, πληροφορήθηκε ένα δυσάρεστο
γεγονός: Ένας Εβραίος είχε διαδώσει ότι στο σπίτι του επισκόπου και στο
γυναίκειο μοναστήρι της πόλις κάποιοι έμποροι είχαν κρύψει ζάχαρη καπνό και
υφάσματα. Η φήμη αυτή κυκλοφόρησε όχι μόνο στην πόλη αλλά και στα πιο μακρινά
περίχωρά της, και μάλιστα ανάμεσα στούς στρατιώτες. Διαδόθηκε, επίσης. ότι στο
γυναικείο μοναστήρι ήταν κρυμμένα απαγορευμένα βιβλία.
Στις
25 Μαρτίου το τοπικό Σοβιέτ αποφάσισε τη διενέργεια έρευνας στο σπίτι του
επισκόπου Μεθοδίου και στο γυναικείο μοναστήρι. Την ιδία μέρα, στις 11 η ώρα το
βράδυ, πήγαν στο σπίτι του επισκόπου είκοσι ένοπλοι εργάτες και στρατιώτες. Έδειξαν
στον ιεράρχη ένα έγγραφο, μέ το οποίο εξουσιοδοτούνταν από το Σοβιέτ και την
Εκτελεστική Επιτροπή του να κάνουν έρευνα. Άρχισαν να ψάχνουν για ζάχαρη, καπνό
και απαγορευμένα βιβλία. Δεν βρήκαν τίποτα. Φεύγοντας, κατευθύνθηκαν στο
μοναστήρι. Και εκεί μάταια έψαξαν για κρυμμένα πράγματα. Την ώρα της έρευνας
τόσο το σπίτι όσο και το μοναστήρι ήταν κυκλωμένα από έναν λόχο στρατιωτών. Αφού αναποδογύρισαν
τά πάντα, μπήκαν στην εκκλησία. Έφτασαν μέχρι το Ιερό και με εντολή τού επικεφαλής
υπαξιωματικού έψαξαν ακόμα και κάτω από την αγία Τράπεζα. Η μοναχή πού
παραβρισκόταν στην έρευνα τούς είπε ότι δεν μπορούσαν να μπουν οπλισμένοι στο
Ιερό και ότι έπρεπε να κληθεί ο ιερέας, αλλά αυτοί δεν της έδωσαν καμιά
σημασία.
Το
πρωί της 26ης Μαρτίου, Κυριακής των Βαΐων, ο επίσκοπος Μεθόδιος ετοιμαζόταν να
μεταβεί στον Καθεδρικό Ναό για την τέλεση της θείας Λειτουργίας, όταν τον
ειδοποίησαν ότι ένοπλοι στρατιώτες είχαν μπει στην εκκλησία του μοναστηριού και
είχαν ακουμπήσει την αγία Τράπεζα. Ό ιεράρχης έδωσε ευλογία να αγιάσουν το Ιερό
και να λειτουργήσουν.
Μετά
τη Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό, μιλώντας στο εκκλησίασμα, διηγήθηκε μέ συντομία
όλα όσα συνέβησαν τη νύχτα στο μοναστήρι και προειδοποίησε τούς πιστούς ότι τά
γεγονότα θα διαδίδονταν παραποιημένα. Κάνοντάς τους έκκληση να μην πιστέψουν στις
αβάσιμες φήμες, τούς συμβούλεψε να διατηρήσουν την ειρήνη τους και να
στηρίζονται στον Θεό.
Στις
3 μ.μ. της ίδιας ημέρας τον επισκέφτηκε ο πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής και
τον επιτίμησε για όσα είχε πει το πρωί στον ναό, τα οποία, όπως ισχυρίστηκε,
μπορούσαν να προκαλέσουν διασάλευση της δημόσιας τάξεως. Ο ιεράρχης αρνήθηκε την
κατηγορία και διαβεβαίωσε ότι μετά τη θεία Λειτουργία απλώς διηγήθηκε στούς
πιστούς τά σχετικά μέ τη νυχτερινή έρευνα, κι αυτό για να τούς καθησυχάσει εκ
των προτέρων, προλαβαίνοντας τις όποιες φήμες θα κυκλοφορούσαν στην πόλη. Ο
πρόεδρος τού ζήτησε συγγνώμη και αναχώρησε.
Την
άλλη μέρα, ωστόσο, το Σοβιέτ του Πετροπαβλόφσκ έστειλε τηλεγραφήματα στον
πρωθυπουργό Κερένσκι και στον
κυβερνητικό επίτροπο της Ιεράς Συνόδου,
με τά όποια ζητούσαν την απομάκρυνση του επισκόπου Μεθοδίου από την πόλη «λόγω
αντιδραστικής δραστηριότητας, πού απειλούσε τη δημόσια τάξη».
Στις
28 Μαρτίου δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα ανακοίνωση του Σοβιέτ με την οποία ενημερώνονταν οι αναγνώστες ότι κατά την έρευνα, πού διενεργήθηκε από
τούς στρατιώτες στο μοναστήρι, δεν έγινε κανένας βανδαλισμός και ότι επιδέχθηκε η ευπρέπεια πού αρμόζει σε ιερούς χώρους. Ο επίσκοπος Μεθόδιος απάντησε όπως
έπρεπε στην ψευδή ανακοίνωση μ’ ένα κήρυγμά του στον Καθεδρικό Ναό, όπου είχαν
έρθει για τη θεία Λειτουργία χίλιοι περίπου πιστοί.
Το
αίτημα των μπολσεβίκων για απομάκρυνση του ιεράρχη από την πόλη έμεινε αναπάντητο
από τις αρχές.
Την
1η Μαΐου ο επίσκοπος Μεθόδιος υπέβαλε σχετική έκθεση στην Ιερά Σύνοδο, όπου
μεταξύ άλλων έγραφε:
«Αναμφίβολα
η προβοκάτσια τών Εβραίων έφερε αποτελέσματα. Είναι εντυπωσιακό το ότι μέ
κατηγορούν για αντιδραστική δραστηριότητα. Σε τί συνίσταται αυτή; Γεγονότα και
αποδείξεις δεν υπάρχουν. Δεν υπήρξα ποτέ “σύμμαχος” ή, πολύ περισσότερο, “μέλος
μαύρης φάλαγγας”. Επιστρέφοντας από την Ούφα, στις 23 Μαρτίου, έπειτα από κάθε ακολουθία
στούς ναούς, πριν και μετά το Πάσα καλούσα τον λαό σε ενότητα, σε
νομιμοφροσύνη, σε ειρήνη και σε αμοιβαία Αγάπη...
»Ο
λαός αγανακτεί μέ τις αυθαιρεσίες τού Σοβιέτ. Σ' εμάς, στη Σιβηρία, την
“Ελευθερία” προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν πολύ περισσότερο απ’ όσο στην
κεντρική Ρωσία. Όλοι θέλουν να διοικούν και κανείς δεν θέλει να υποτάσσεται.
»Το
ζήτημα της απομακρύνσεως μου, πού το έθεσε το Σοβιέτ τού Πετροπαβλόφσκ, θα
συζητηθεί στην κληρικολαϊκή σύναξη της πόλης. Το σχετικό ψήφισμα θα σταλεί στον
κυβερνητικό επίτροπο της Τέρας Συνόδου.
»Μετά
την άκαρπη έρευνά τους, στράφηκαν στον ορθόδοξο λαό και, για να αθωώσουν τον
εαυτό τους, τά φόρτωσαν όλα στον αρχιερέα, ελπίζοντας ότι εύκολα θ’ απαλλάσσονταν
απ’ αυτόν. ’Αν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση, τότε ασφαλώς η διακονία μας θα
είναι πολύ δύσκολη. Προσπαθούν να πιαστούν από την κάθε μας λέξη και, διαστρέφοντας
το νόημά της, να μάς κατηγορήσουν.
»Δόξα
τώ Θεώ, πάντως, πού οι πιστοί λαϊκοί άρχισαν να αναμειγνύονται ενεργά στο έργο
της Εκκλησίας και να συνεργάζονται μέ τούς κληρικούς. Ο λαός στηρίζει και υπερασπίζεται
θερμά την Εκκλησία, μολονότι οι αιρετικοί και οι Εβραίοι χλευάζουν τις ιερές
εικόνες και προπαγανδίζουν, είτε προφορικά είτε μέσω τού τύπου, τη διαρπαγή των
εκκλησιαστικών τιμαλφών. Οι πιστοί αγανακτούν μέ όλα αυτά και καμιά φορά είναι
έτοιμοι να παρεκτραπούν σε βιαιότητες. Μόνο οι νουθεσίες και οι παρακλήσεις του
επισκόπου τούς συγκρατούν.
»Κλείνοντας
την αναφορά μου, ζητώ από την Ιερά Σύνοδο να μέ υπερασπίσει από τις συκοφαντίες
και την αυθαιρεσία του Σοβιέτ του Πετροπαβλόφσκ. Το αίτημά τους για απομάκρυνση
μου από την πόλη είναι αδικαιολόγητο. Δεν στηρίζεται παρά σε αβάσιμες υπόνοιες και
στην πρόθεσή τους να
καλύψουν την ιεροσυλία πού διέπραξαν κατά την έρευνα στον ναό του
μοναστηριού...».
Μετά
την κατάληψη της εξουσίας από τούς μπολσεβίκους, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Σε αρκετές
περιοχές εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις των αγροτών, οι οποίοι στράφηκαν μέ μανία
εναντίον των μπολσεβίκων. Στις αρχές του 1921 στη Σιβηρία δημιουργήθηκαν αρκετές
και μεγάλες εστίες αντιστάσεως στο νέο καθεστώς. Οι επαναστάτες αγρότες, αφού
κατέλαβαν το Πετροπαβλύφσκτυ Ισίμ, το Τομπόλσκ και άλλες πόλεις, κατάσφαξαν αλύπητα
τούς κομμουνιστές και σχημάτισαν τη Σιβηριανή Κυβέρνηση του Βορρά. Οι
μπολσεβίκοι, όμως, κατόρθωσαν να καταστείλουν την επανάσταση και να
κυριαρχήσουν σ’ όλη την περιοχή μέ τον τρόμο -μέ μαζικές εκτελέσεις και μέ
πυρπολήσεις ολόκληρων πόλεων και χωριών. Το πρώτο πού έκαναν, όταν κατέλαβαν τό
Πετροπαβλόφσκ, ήταν να σκοτώσουν τον επίσκοπο Μεθόδιο.
Στις
17 Φεβρουάριου τού 1921 ο ιεράρχης λειτουργούσε στον Ναό του Αγίου Νικολάου. Η
πόλη είχε μόλις καταληφθεί από τον Κόκκινο Στρατό. Μετά τη Λειτουργία και την
Παράκληση, ο επίσκοπος βγήκε στην πλατεία, μπροστά από τον ναό, για να μιλήσει
ειρηνευτικά στον λαό. Αμέσως οι στρατιώτες έπεσαν πάνω του και τον κατακρεούργησαν
μέ τις ξιφολόγχες. Συνέχισαν να τον τρυπούν ακόμα και όταν κατάλαβαν πώς ήταν
νεκρός. Σε μιαν από τις πληγές του έμπηξαν τον σταυρό του.
Δώδεκα
χρόνια πριν από το μαρτυρικό του τέλος, κηρύσσοντας την Κυριακή της
Σταυροπροσκυνήσεως στον Καθεδρικό Ναό της Ουφά, ο ιερομάρτυς Μεθόδιος είχε πει:
«Πρέπει
να το βάλουμε βαθιά μέσα στον νου και στην καρδιά μας, πώς, αν θέλουμε να
ζήσουμε συνετά και λογικά, αν θέλουμε να ζήσουμε πνευματικά, αν θέλουμε ν’ ακολουθήσουμε τον Χριστό, τότε θα πρέπει να αγωνιζόμαστε διαρκώς για τα ιδεώδη της
πνευματικής ζωής και να δοκιμάζουμε διαρκώς τύψεις και βάσανα. Αλλά ακριβώς αυτός ο αγώνας, αυτές οι θλίψεις κι αυτά τά βάσανα μάς καθαρίζουν από την αμαρτία, ανυψώνουν
το πνεύμα μας και μάς οδηγούν στη νίκη, τη δόξα, την αφθαρσία, την αθανασία.
Πίσω από τον σταυρό, στο τέλος της σταυρικής μας πορείας, θα δούμε τη φωτεινή
μορφή του Κυρίου...
»Κανένα
αγαθό και καμιά σοφία του κόσμου τούτου δεν μπορούν να μάς δώσουν την αιώνια ευτυχία,
την αιώνια χαρά, την αιώνια μακαριότητα, στην οποία μάς φέρνει μόνο η στενή και
γεμάτη θλίψεις οδός του Ευαγγελίου,η οδός του σταυρού. “Οι δε του Χριστού”,
λέει ο απόστολος, “την σάρκα σταύρωσαν συν τοις πάθημα και ταις επιθυμίαις”
(πρβλ. Γαλ. 5:24). Μην πιστεύετε, αδελφοί, στις νεόκοπες διδασκαλίες των ψευδοσοφών
συγχρόνων διδασκάλων, πού υπόσχονται παράδεισο και ευτυχία στη γη. Ο παράδεισος
του Χριστού κατακτάται μέ μεγάλο αγώνα και πολλή άσκηση: “Ή βασιλεία των
ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν” (Ματθ. 11:12). Το στεφάνι της
δικαιοσύνης, το βραβείο της μακαριότητας, αξιώνονται να το λάβουν εκείνοι πού έζησαν,
όπως ο απόστολος Παύλος, “εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν
στενοχωρίαις, εν πληγαις, εν φυλακαίς, εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις, εν αγνότητι, εν γνώσει, εν μακροθυμία, εν
χρηστότητι...” (Β' Κορ. 6:4-6)».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/04/o_10.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου