Πρωτ.
Στεφάνου
Ἀναγνωστόπουλου
Στόν
πνευματικό ἀγώνα, κατά τούς Πατέρες,
θά δώσουμε:
Στό
σῶμα τόν κάματο, μέ τίς κατά δύναμιν
στρωτές μετάνοιες, τήν ὀρθοστασία, τά
σταυρωτά κομποσχοίνια, τόν πρόθυμο
χειρωνακτικό κόπο μαζί μέ τήν Εὐχή, γιά
νά περιορίσουμε, ὅσο τό δυνατόν
περισσότερο, τό αἴσθημα τῆς σωματικῆς
ἀναπαύσεως. Αὐτό ἰσχύουν γι᾿ αὐτούς
πού ἔχουν ὑγεία. Οἱ μεγάλοι στήν ἡλικία,
οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ἀνήμποροι, θά δώσουν
λίγα, ὅσα μποροῦν, ἀλλά μέ τόν νοῦ
καθαρό καί τήν καρδιά γεμάτη πίστι καί
ἀγάπη.
Στήν
ὅραση θά δώσουμε τήν ἀγρυπνία, τήν
μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἰδιαιτέρως
τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τοῦ Ψαλτηρίου.
Στήν
ἀκοή θά δώσουμε τήν ἀκρόασι τοῦ
θείου λόγου καί τῆς ψαλμωδίας.
Στήν
ὄσφρησι δέν θά δώσουμε μόνο τήν
μυρωδιά ἀπό τό θυμίαμα, ἀλλά θά δώσουμε
καί τήν Εὐχή. Καί αὐτή θά μᾶς ἀνταποδώση
θεία ὄσφρησι, μέ οὐράνια εὐωδία. Θά
μυρίζουμε δηλαδή τόν οὐρανό!
Στήν
γεῦσι θά δώσουμε τήν ἐγκράτεια καί
τήν κατά δύναμι νηστεία. Καί δι᾿ αὐτῆς,
κατόπιν, πνευματικά, θά ἀποκτήσουμε
γεῦσι ἀθανασίας καί αἰωνιότητος.
Στήν
ἀφή θά δώσουμε ἡσυχία, κόπο καί
πόνο, μέ κάποιες μορφές τραχύτητος καί
κακοπάθειας. (Μέ τήν σύμφωνη πάντοτε
γνώμη τοῦ Πνευματικοῦ ὁδηγοῦ).
Ἡ
ζωή τῶν ὁσίων Ἀσκητῶν Πατέρων καί
Μητέρων τῆς ἐρήμου, τῶν ὀρέων καί τῶν
σπηλαίων τῆς γῆς, εἶναι κυρίως ἡ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ. Εἶναι τό “μάνα”, πού
τρέφει τήν ψυχή τους. Εἶναι τό ὀξυγόνο
της. Χωρίς αὐτή δέν ὑπάρχει ἄσκησις
καί πνευματική ζωή.
Ὁ
δρόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι εὔκολος μέ τή
Χάρι Του καί δύσκολος μέ τά πάθη μας,
ἀφοῦ «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ
ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν»1,
εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἔτσι,
γιά νά γίνη ὁ δρόμος Του βατός, ἀπαιτεῖται
νά σηκώνουμε καθημερινά τόν σταυρό τῶν
παθῶν καί τῶν πειρασμῶν, διά τῆς
Χάριτός Του, κατά τό ἁγιογραφικό: «Ὅστις
θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ...ἀράτω
τόν σταυρόν αὐτοῦ, -«καθ᾿ ἡμέραν»2-
καί ἀκολουθείτω μοι»3.
Αὐτόν
τόν σταυρό μέ ἄκρα αὐταπάρνησι σήκωσε
καί ἡ ἐρημῖτις Φωτεινή, πού ἀσκήτευε
στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου μέχρι τό 1915
καί θά παρέμενε ἕνα ἀπό τά ἄγνωστα
μυρίπνοα κρίνα τῆς ἐρήμου, ἄν ἡ πρόνοια
τοῦ Θεοῦ δέν τήν ἀπεκάλυπτε στόν
ἀείμνηστο πατέρα Ἰωακείμ Σπετσιέρη.
«Ἐκστατικός
ἀτένιζα, γράφει ὁ πατήρ Ἰωακείμ πρός
τό πρόσωπο τῆς Φωτεινῆς, πού δέν ἔμοιαζε
μέ πρόσωπο ἀνθρώπου, ἀλλά ἀγγέλου.
- Πές μου, Φωτεινή, ὅταν προσεύχεσαι, ἄναψε ποτέ στήν καρδιά σου τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί στό ὁποῖο ἀναφερόμενος ὁ Κύριος λέγει: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν, καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη»;
- Ὦ! Τό πῦρ αὐτό πάντα ὑπάρχει στήν καρδιά μου. Πολλές φορές δέ μέ καταφλέγει τόσο τήν ὥρα πού προσεύχομαι, ὥστε ἄν ὑπῆρχε τώρα διωγμός, θά ἔτρεχα στό μαρτύριο καί θά ἔχυνα καί τήν τελευταία ρανίδα τοῦ αἵματός μου γιά τό Χριστό. Τί νά πῶ γι᾿ αὐτό τό θεῖον πῦρ; Δέν ἔχει ὅρια! Λειώνει τήν καρδιά μου καί μή μπορώντας νά σταθῶ πέφτω στά γόνατα καί προσκυνῶ καί κλαίω καί φωνάζω: «Χριστέ μου, Σωτῆρα μου, Λυτρωτά μου, Νυμφίε μου, ζωή μου, ὕπαρξίς μου» καί ἄλλα πολλά πού μοῦ ὑπαγορεύει τή στιγμή ἐκείνη ἡ θερμή πρός τόν Ἰησοῦ μου ἀγάπη.
- Αἰσθάνεσαι κάποια ἐσωτερική ἀλλοίωσι τήν στιγμή ἐκείνη;
- Μοῦ φαίνεται ὅτι βλέπω στό βάθος τῆς καρδιᾶς μου τόν Σωτῆρα μας νά μοῦ λέγη: «Μή φοβᾶσαι! Ἐγώ εἶμαι ἐδῶ!» Καί ταυτόχρονα θυμᾶμαι τόν λόγο Του «καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν»4. Τότε κλίνω τήν κεφαλή μου πρός τό στῆθος καί λέγω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», χωρίς νά σκέπτωμαι τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τόν γλυκύτατο Ἰησοῦ. Κι ἀφοῦ συσταλῆ ἡ φλόγα ἐκείνη, ἐγείρομαι καί ψάλλω κάποιο τροπάριο ἤ ψαλμό καί κατόπιν ἀσχολοῦμαι μέ σωματικές ἐργασίες.
- Πές μου, Φωτεινή, ὅταν κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἁρπάζεται ὁ νοῦς σου, τί βλέπεις;
- Ὦ! Μέ ρωτᾶς γιά τά ἄρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ; Πίστεψέ με, τήν στιγμή ἐκείνη δέν βρίσκομαι σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο κι ἄς εἶναι τό σῶμα μου στήν γῆ. Δέν βλέπω τίποτε τό ὑλικό καί δέν αἰσθάνομαι κανένα ἀπό τά γήϊνα γιατί τό πνεῦμα μου βρίσκεται ἐντός τοῦ θείου Φωτός καί ἀκούει ὄχι μέ τά σωματικά αὐτιά ἀλλά μέ τά πνευματικά, τά οὐράνια τάγματα πού ψάλλουν τόν Τρισάγιο ὕμνο καί λέγουν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ». Ὁ νοῦς μου τότε βρίσκεται στήν θεωρία αὐτή, ἡ καρδιά μου φλέγεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ καί μαζί μέ τόν Παῦλο ἀναφωνῶ: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Ὅταν ἔλθω δέ στόν ἑαυτό μου ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας καί τά μάτια μου χύνουν δάκρυα ἀπό τόν πόθο τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ. Ἔπειτα, συλλογιζόμενη τήν μηδαμινότητά μου, ἐκπλήττομαι κατανοοῦσα τήν ἄπειρον ἀγάπη τοῦ οὐρανίου Πατρός πρός τό πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο.
- Δέν φοβᾶσαι, Φωτεινή, τίς πανουργίες τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι μεταχειρίζονται κάθε τέχνη, γιά νά πλανήσουν τούς δούλους τοῦ Θεοῦ;
- Ναί, φοβᾶμαι, ἀλλά ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος, πού βλέπει τήν ἀδυναμία μου, μέ ἐνισχύει καί γίνονται ἄφαντοι, γιατί ἔχω ἰσχυρό μου καταφύγιο τήν προσευχή. Μόλις νοιώσω τήν ἐπίθεσι τῶν λογισμῶν, ἀμέσως ἀρχίζω ἔντονα τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Μάλιστα πολλές φορές τήν φωνάζω κιόλας δυνατά. Ἄν βρισκόταν κάποιος ἐκείνη τήν στιγμή ἔξω ἀπό τήν σπηλιά μου, θά μέ ἄκουγε νά φωνάζω: «Ἰησοῦ μου, ἔλεος!»
- Καί μέ τήν Εὐχή αὐτή ἐξαφανίζονται οἱ πονηροί λογισμοί;
- Ἀμέσως ἐξαφανίζονται, γιατί οἱ δαίμονες τρέμουν τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Εἶχα ὅμως καί τήν ὑπόσχεσι τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας σ᾿ ἕνα ἀποκαλυπτικό ὄνειρο ὅτι θά μεσιτεύη γιά μένα, νά μέ ἐνισχύη ὁ Κύριος στόν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως»5.
συνεχίζεται......
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“Η
ΕΥΧΗ
ΜΕΣΑ
ΣΤΟΝ
ΚΟΣΜΟ
“
Ἐκδόσεις:
“Γ.
Γκέλμπεσης”
Πρωτ.
Στεφάνου
Ἀναγνωστόπουλου
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Πρωτ. Στέφανο Ἀναγνωστόπουλο γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
1Ματθ.
Ζ΄ : 14.
2Λουκ.
Θ΄: 23.
3Μάρκ.
Η΄: 34.
4Ἰωάν.
Ιδ΄: 23.
5Ἀρχ.
Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Ἡ ἐρημῖτις Φωτεινή,
Βόλος 1955, σελ. 64-65.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου