Σελίδες

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Ἡγουμένη Μαρία. Ἀναμνήσεις ἑνός μαθητή. Ἡ περιπλάνησή της στήν Εὐρώπη. Αὑτοβιογραφία.Τοῦ Μητροπολίτου Γαβριήλ τοῦ Λόβτσανσκ. Ἀπό το Παρίσι στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας στόν Ἅγιο Νικόλαο


Προς τον Άγιο Νικόλαο

Πριν ξεκινήσω, όμως, για την Σερβία αποφάσισα να πάω να προσκυνήσω τα ιερά λείψανα του Αγίου Νικολάου, στο Μπάρι. Ήθελα να ζητήσω την βοήθεια και την ευλογία του για τον περαιτέρω αγώνα μου στήν ζωή. Η πίστη μου έδινε φτερά, για να πετάξω πάνω από τις δυσκολίες και να διανύσω όλες τις αποστάσεις• και η ξενιτειά μου χάριζε την ζωογόνα εσωτερική ελευθερία. Απολάμβανα την μακαριότητα της κατά Χριστό πτώχειας. Είχα Πατέρα μου τον Θεό, και Εκείνος με προστάτευε και προνοούσε για εμένα, χωρίς εγώ να μεριμνώ για τίποτα. Έχοντας πάντα ενώπιον μου τον Κύριο περνούσα πόλεις και χωριά. Ζούσα με απλότητα, χωρίς εθιμοτυπίες και κοσμικές συμβάσεις. Συχνά, στις πόλεις πού βρισκόμουν, καθόμουν στα σκαλοπάτια των σπιτιών παρατηρούσα την φύση και την ζωή πού κρύβεται μέσα της• δοξολογούσα τον Θεό πού με εξήγαγε από την φυλακή και το σκότος του κόσμου τούτου• και ένιωσα στήν καρδιά μου χαρά, ευγνωμοσύνη και ελπίδα.

Από το Παρίσι πήγα με τα πόδια στήν Νίκαια σε τριάντα ημέρες. Άν και οδοιπορούσα σε τέτοιο βαθμό, συνέχισα να νηστεύω. Τα βράδια έβρισκα κατάλυμα σε διάφορα σπίτια στα οποία οι οικοδεσπότες δέχονταν να με φιλοξενήσουν. Αισθανόμουν το έλεος του Χριστού να με περιβάλλει. Μία φορά, από την οδοιπορία βγήκαν φουσκάλες στα πόδια μου. Πονούσα, και μου ήταν αδύνατο να συνεχίσω το περπάτημα. Αναγκάστηκα να μείνω στο δάσος την νύχτα, και προσευχόμουν στον πολυεύσπλαχνο Κύριο. Τα πρωί δεν υπήρχε ούτε ίχνος από τις πληγές. Ό Θεάς έξεχε πλούσια το έλεος Του πάνω μου, και η καρδιά μου γέμιζε λόγους ευχαριστίας.
Κάποτε ζήτησα να διανυκτερεύσω σε ένα σπίτι στα προάστια. Οι οικοδεσπότες δέχτηκαν να με φιλοξενήσουν στο υπόγειο. Κάτω από το φως της πανσελήνου, μπόρεσα να διακρίνω δύο άντρες πού επιδίωκαν να σπάσουν τα κάγκελα πού περιέβαλλαν τα παράθυρα. Στεκόμουν δίπλα στην πόρτα η οποία δεν ήταν κλειδωμένη. Φαίνεται πώς ο Κύριος δεν άφησε τούς ληστές να δουν ότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Έτσι, εκείνοι προσπαθούσαν με λύσσα να σπάσουν τα κάγκελα. Συνέχισα να στέκομαι ακίνητη στην ίδια θέση, και να προσεύχομαι. Εκείνην την στιγμή ακούστηκε κάποιος θόρυβος, ο οποίος μάλλον τούς τρόμαξε και έφυγαν. Έτσι, μπόρεσα να φύγω κι εγώ και να συνεχίσω τον δρόμο μου.
Ο δημόσιος δρόμος ο οποίος βάδιζα- ήταν φραγμένος και από τις δύο πλευρές με αγκαθωτό σύρμα. Δεν μπορούσα να ακουμπήσω πουθενά για να ξεκουραστώ. Έτσι, συνέχισα ολην την νύχτα την οδοιπορία, ένδυναμούμενη από τον Κύριο.
Μία άλλη φορά, βρέθηκα αργά το βράδυ σε μία κωμόπολη. Χτύπησα την πόρτα ενός σπιτιού για να ζητήσω κατάλυμα, προκειμένου να περάσω την νύχτα. Βγήκε ένας άντρας, και πριν προλάβω να μιλήσω, με κλώτσησε με το πόδι του με τέτοια σφοδρότητα, ώστε έπεσα κάτω. Σηκώθηκα, και χωρίς να μιλήσω, συνέχισα τον δρόμο μου. Είδα, όμως, ότι οδηγούμαι σε αδιέξοδο, και γύρισα πίσω. Στην επιστροφή πέρασα δίπλα σ’ εκείνο το σπίτι και είδα τον ίδιο άνθρωπο να στέκεται με έναν φακό, και δίπλα του την σύζυγό του.
Τον πλησίασα και του είπα με ιλαρότητα ότι το μόνο πού ήθελα πρωτύτερα, ήταν να τού ζητήσω να μου παραχωρήσει ένα μέρος να μείνω, ώστε να περάσει η νύχτα, και ότι εκείνος με κλώτσησε.
Αμέσως, άρχισαν να με παρακαλούν να περάσω μέσα.
Οι καημένοι δεν ήξεραν πώς να με εξυπηρετήσουν. Είχαν τρία παιδιά, τα οποία έτρωγαν ψωμί και γάλα. Πήραν την μερίδα των παιδιών τους και μου την έδωσαν. Κατόπιν, μου πρόσφεραν το κρεβάτι τους και με σκέπασαν με κουβέρτα, προσπαθώντας να την στρώσουν με τρόπο πού να με αναπαύει, ώστε να νιώσω άνετα. Κατάλαβα πώς η πραότητα είναι η μόνη δύναμη πού υπάρχει στον κόσμο. Υπήρξαν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις• δεν μπορώ, όμως, να τις διηγηθώ όλες.
Όλο και πλησίαζα στην Νίκαια. Καθώς προχωρούσα κατά μήκος της παραλίας, πέρασα δίπλα από την πόρτα μίας πολυτελούς βίλλας, όπου στεκόταν ένας άντρας και μία γυναίκα. Πήγαινα να τούς προσπεράσω συνεχίζοντας τόν δρόμο μου, όταν προς έκπληξή μου με πλησίασαν και με βαθειά υπόκλιση μου είπαν στα γαλλικά: «Σάς περιμέναμε, καλώς ορίσατε!». Ξαφνιάστηκα! όμως αποφάσισα να τούς ακολουθήσω. Με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο πού είχαν ετοιμάσει ειδικά για έμενα, και λέγοντας μου ευγενικά: «Ξεκουραστείτε και μετά πηγαίνετε να επισκεφτείτε την Ντάρια Ιβάνοβνα, πού σάς περιμένει», αποχώρησαν. Με δέος, για άλλη μία φορά έμεινα κατάπληκτη από την Θεία Πρόνοια.
Λίγο αργότερα με πήγαν να συναντήσω την Ντάρια Ιβάνοβνα. Όταν μπήκα στο δωμάτιο, αντίκρισα μία γυναίκα περίπου τριάντα πέντε ετών, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με χλωμά πρόσωπο πού πρόδιδε την πληττόμενη κατάσταση της υγείας της. Μόλις με είδε ξέσπασε σε λυγμούς. Μέσα στα αναφιλητά άκουσα να λέει: «ο Θεάς σάς έστειλε!». "Ύστερα από λίγο, και αφού ηρέμησε, μου εξήγησε ότι είχε βρεθεί σε απόγνωση• αλλά παρόλα αυτά συνέχισε να προσεύχεται στον παντοδύναμο Θεό, παρακαλώντας Τον να την βοηθήσει. Κάποια στιγμή, και ένώ κοιμόταν ελαφρά, άκουσε μία φωνή να της λέει: «Σε λίγο θα περάσει στον δρόμο μία νεαρή περιπλανώμενη• κάλεσέ την και θα σε βοηθήσει», και της περιέγραψε το ντύσιμό μου. Στήν συνέχεια παρακάλεσε τούς οικοδεσπότες τού σπιτιού να περιμένουν έξω στον δρόμο, έως ότου με δουν.
Κατόπιν, μου αφηγήθηκε την ιστορία της ζωής της. Είχε μείνει ορφανή από έντεκα χρόνων, και την ανατροφή της ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος. Την πήρε μαζί του στην Μόσχα, στο σπίτι πού κατοικούσε, και φρόντισε να λάβει την απαραίτητη μόρφωση, περιβάλλοντάς την, ταυτόχρονα, με κάθε είδους πολυτέλεια. Εκείνος όμως ήταν ανύπαντρος, Και ενώ η κοπέλα τον έβλεπε σαν πατέρα της, όταν συμπλήρωσε και το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας της, της είπε ότι πλέον μπορούσαν να παντρευτούν. Εκείνη στενοχωρήθηκε πολύ, άλλα δεν τόλμησε να αρνηθεί, από ευγνωμοσύνη για τα όσα είχε κάνει τόσα χρόνια γι αυτήν.
   Ήταν πολύ ευγενικός και περιποιητικός μαζί της, αλλά κάποια στιγμή της εξέφρασε την κάθετη αντίθεση του ως προς τον εκκλησιασμό της, και της απαγόρευσε να μεταλαμβάνει. Η κοπέλα από την παιδική της ηλικία είχε βαθιά χαραγμένη στην ψυχή της την πίστη της στον Χριστό, και το γεγονός αυτό της προξένησε μεγάλη δυστυχία, κάνοντας την να υποφέρει πολύ. Η ζωή της έμοιαζε με σκοτάδι, αφού είχε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων δεκαέξι ολόκληρα χρόνια.
Έφυγαν για την Γαλλία και εκεί εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Τα καλοκαίρια πήγαιναν στην Νίκαια. Κάποια στιγμή, εκείνη αρρώστησε και θέλησε να κοινωνήσει, αλλά φοβόταν τον άντρα της, και δεν τολμούσε. Δεν ήξερε τί να κάνει, και μέσα στην απελπισία της προσευχόταν στον θεό. Ο σύζυγός της επρόκειτο να έρθει από μέρα σε μέρα. Εκείνη με εκλιπαρούσε να μείνω κοντά της και να την βοηθήσω.
Το μαρτύριό της άγγιξε την καρδιά μου, ώστε άρχισα να προσεύχομαι με μεγάλη θέρμη για εκείνην. Πήγα να βρω έναν Ρώσο ιερέα και τού ζήτησα να έρθει να κοινωνήσει την ασθενή. Την καθησύχασα, λέγοντας της ότι αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη σε περίπτωση πού εμφανιστεί ο άντρας της. Έτσι, επιτέλους εξομολογήθηκε και μετέλαβε. Αμέσως άρχισε να αναρρώνει.
Ο σύζυγός της, λόγω αυξημένων υποχρεώσεων, καθυστέρησε να επιστρέφει από το Παρίσι. Έτσι, έμεινα για σαράντα ήμερες στο δωμάτιο που μου είχαν παραχωρήσει. Προσευχόμουν και για τους δύο, ενώ σε καθημερινή βάση πήγαινα να την επισκεφτώ, και συζητούσαμε. Όταν πια εκείνος επέστρεψε, του μίλησα. Προς έκπληξη της γυναίκας του, είχε εξευμενιστεί και υποσχέθηκε να μην την εμποδίσει στον εκκλησιασμό της και στην Θεία Κοινωνία. Έτσι, έφυγα αναπαυμένη.
Πριν εγκαταλείψω την Νίκαια, βρέθηκα κάποια στιγμή σε μία Ρωσική Εκκλησία. Ξαφνικά, παρατήρησα τα άμφια ενός λευκασμένου ιερέα να γίνονται διαφανή και αιθέρια, με ασημένιες αποχρώσεις. Εξομολογήθηκα σ’ αυτόν τον ιερέα, και κατόπιν μετέλαβα. Μου είπε: «Δούλη του Θεού, η θέση σου είναι σε μοναστήρι». Τα λόγια του αυτά σαν φωτιά πύρωσαν την καρδιά μου, και η ψυχή μου βεβαίωσε το γεγονός.
Συνέχισα την πορεία μου για τον Άγιο Νικόλαο. Βγαίνοντας από την Νίκαια, κατά το δειλινό έφτασα στις Άλπεις. Τα λιβάδια ήταν θερισμένα, και το σανό στοιβαγμένο σε μπάλες. Ό ήλιος βασίλευε, και κανείς δεν ήταν παρών. Ή ωραιότητα αυτού του τόπου με γοήτευσε, και αποφάσισα να περάσω την νύχτα κάτω από την μπάλα του σανού. Η ευπρέπεια του Θεού δέσποζε μέσα μου και γύρω μου.
Είκοσι ημέρες αργότερα, βρισκόμουν στήν Βενετία. Ο δρόμος μου πήγαινε, μέσω Λομβαρδίας[2], στα γραφικά ακατοίκητα μέρη, στις πόλεις και στα χωριά. Ή ψυχή μου φλεγόταν από την επιθυμία να πάω σε μοναστήρι. Οι γνωστοί μου στήν Νίκαια μου έδωσαν μία διεύθυνση στήν Βενετία.
Επρόκειτο για έναν Ρώσο δούκα και την Ιταλίδα σύζυγό του. Μου παραχώρησαν ένα άνετο δωμάτιο στο σπιτάκι του κήπου. Στήν Βενετία έμεινα δέκα ήμερες.
Εκείνο το διάστημα, άρχισε να μου συμβαίνει κάτι σαν πειρασμός: Την ώρα της προσευχής και μετά, αισθανόμουν κοντά στήν καρδιά μου και στο λαρύγγι μου περίεργες ηδονικές κινήσεις• οσφραινόμουν αρώματα και άκουγα καμπάνες να χτυπούν. Δεν εμπιστευόμουν αυτά τα πράγματα ούτε μπορούσα, όμως, και να απαλλαγώ από αυτά. Προσευχόμουν και έλεγα: «Κύριε, δεν μπορώ να ερμηνεύσω την ενέργεια των δυνάμεων Σου• σώσε με, Εσύ, ο ίδιος!».

Όταν έμαθε ο δούκας ότι σκόπευα να πάω στο Μπάρι με τα πόδια, με παρακάλεσε να πάρω τρένο και μου αγόρασε το εισιτήριο. Δέχτηκα, καθώς η ψυχή μου ήταν συνεπαρμένη από την ακατάβλητη επιδημία να βρεθώ σε μοναστήρι. Για δύο ημέρες δεν έφαγα και δεν ήπια τίποτα, ώστε να μπορέσω να προσκυνήσω τα άγια λείψανα, κατά τον δέοντα τρόπο.


ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ.ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/05/blog-post_77.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου