Σελίδες

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Ἑκούσιες καί ἀκούσιες θλίψεις.Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Σκέφθηκα σήμερα νά συζητήσουμε ἕνα θέμα πού ἔχει σχέση μέ τίς θλίψεις, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν στή ζωή μας. Ὅσο κανείς μεγαλώνει, ἀφήνει τήν παιδική ἡλικία, πού εἶναι κάπως ξέγνοιαστη καί περνάει στήν ἐφηβεία καί στή νεότητα, βλέπει ὅτι ἡ ζωή αὐτή ἔχει πολλές θλίψεις καί ἀναρωτιέται:
- Γιατί νά ὑπάρχουν οἱ θλίψεις;
Γιατί νά ὑπάρχουν ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μᾶς ἔρχονται ἀπ’ ἔξω καί μᾶς ταλαιπωροῦν καί δεύτερον γιατί νά ὑπάρχουν οἱ θλίψεις πού προξενοῦμε ἐμεῖς στόν ἑαυτό μας ἑκούσια; Λόγου χάρη, ἡ νηστεία. Εἶναι μία θλίψη. Ἤ γενικότερα ἡ ἄσκηση. Ἄς δοῦμε λοιπόν τί λένε οἱ Πατέρες πάνω σ’ αὐτό τό θέμα καί νομίζω θά βοηθηθοῦμε.
Ἕνα πρῶτο, πού λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ὅτι οἱ θλίψεις μᾶς βοηθᾶνε νά καθαρισθοῦμε. Ἡ κακοπάθεια (πού σημαίνει θλῖψις) εἴτε εἶναι ἀκούσια, δέν τήν θέλουμε, δέν τήν περιμένουμε, εἴτε εἶναι ἑκούσια, μαζί μέ τήν ταπείνωση, ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπ’ ὅλα τά πάθη, ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἡ μέν κακοπάθεια ἀφαιρεῖ τά σωματικά, ἡ δέ ταπείνωση τά ψυχικά πάθη.
Ὁπότε τά πιάνει κανείς ὅλα, δέν ὑπάρχουν ἄλλα ἤ σωματικά ἤ ψυχικά ἤ ἀνάμεικτα πάθη. Ἄν ἀσχοληθεῖς δηλαδή μέ τά δύο αὐτά, τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση, ἐλευθερώνεσαι ἀπ’ ὅλα τά πάθη καί φωτίζεσαι. Ἀκριβῶς αὐτό εἶναι πού αἰτιολογεῖ καί μποροῦμε νά καταλάβουμε γιατί εἶπε ὁ Κύριος ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. 14,22). Γιατί οἱ θλίψεις βοηθᾶνε στήν κάθαρση. Συντελοῦν στήν κάθαρση καί εἶναι ἀδύνατο χωρίς κάθαρση νά μπεῖ κανείς στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐπειδή δηλαδή δέν μπορεῖ νά μπεῖ βρώμικος, ὁ Θεός παραχωρεῖ τίς ἀκούσιες θλίψεις καί κάνοντας ἐμεῖς καί ἑκούσιες σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τήν προτροπή τοῦ Πνευματικοῦ μας καί τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, γιά νηστεῖες, ἀγρυπνίες κ.λ.π., καθαριζόμαστε.
Ἔτσι λοιπόν ὁ Χριστιανός πού θέλει νά καθαριστεῖ, χαίρεται μέ τίς θλίψεις, δηλαδή τίς ἀγαπάει τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς καί τήν κακοπάθεια. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος, σοῦ ἦρθε ἕνας πειρασμός, νά δοξάσεις τόν Θεό πού σοῦ ἦρθε ὁ πειρασμός. Νά χαίρεσαι μέ τόν πειρασμό, γιατί εἶναι παραχώρηση Θεοῦ γιά νά καθαριστεῖς, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός. Οἱ ἅγιοι πέρασαν φοβερούς πειρασμούς. Ὄχι μόνο ἀπό τά στοιχεῖα τῆς φύσεως, ὅπως τά λέμε, ἀλλά καί ἀπό τούς ἑαυτούς τους καί ἀπό τούς δαίμονες. Φοβερούς πειρασμούς, γιά νά καθαριστοῦν καί νά ἀποκτήσουν τό ταπεινό φρόνημα.
Ὁ Χριστιανός λοιπόν πού θέλει νά καθαριστεῖ, ἀποδέχεται μέ χαρά καί τίς ἑκούσιες, ψυχικές καί σωματικές θλίψεις καί τίς ἀκούσιες. Ἑκούσιες εἶναι οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχές, ἡ στέρηση τῆς σωματικῆς ἀνάπαυσης, ἡ ἀκτημοσύνη ἤ τέλος πάντων ἡ ὀλιγοκτημοσύνη κ.α. Ἡ ὑπακοή ἐπίσης εἶναι μιά ἑκούσια θλίψη, γιατί ὁ καθένας μας ἀγαπάει τό θέλημά του καί θέλει νά κάνει αὐτό πού θέλει. Τό σωστό ὅμως εἶναι νά πάρει εὐλογία. Στήν εὐλογία μπορεῖ νά ἀκούσει καί τό ὄχι. Αὐτό φαίνεται σάν θλίψη, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι λυτρωτική αὐτή ἡ θλίψη γιατί σέ προφυλάσσει ἀπό ἄλλες χειρότερες θλίψεις πού θά ἀκολουθοῦσαν. Ἄν δέν κάνεις ὑπακοή, χάνεις τήν εὐκαιρία νά καθαριστεῖς καί τήν ὁδό πρός τή σωτηρία. Ἄλλη ἑκούσια θλίψη εἶναι ἡ ἀναχώρηση, αὐτό πού κάνουν οἱ μοναχοί καί φεύγουν ἀπό τήν πατρίδα τους καί πᾶνε κάπου ἀλλοῦ. Ἡ ξενιτεία, ὅπως λέγεται διαφορετικά, νά μήν ἔχουν αὐτή τήν παρηγοριά τῶν συγγενῶν, τῶν οἰκείων.
Ὑπάρχουν καί ψυχικές ἑκούσιες θλίψεις -ἄς τίς ποῦμε ψυχικές. Μία τέτοια εἶναι ἡ προσπάθεια νά συγκεντρώνεται κανείς στόν Θεό, ὅταν προσεύχεται μέ τόν νοῦ του. Νά εἶναι ὁ νοῦς του στόν Θεό. Αὐτό θέλει κόπο. Ἴσως εἶναι καί τό πιό ἐπίπονο πράγμα, γιατί ὁ νοῦς μας ἔχει μάθει νά ἀλητεύει.
Ἄλλη ἑκούσια ψυχική θλίψη εἶναι ἡ ἐγκράτεια, πού πρέπει νά βάλεις στούς λογισμούς, στή φαντασία. Νά μήν ἀφήνεις τούς λογισμούς σου νά τρέχουν ἐδῶ καί ἐκεῖ καί τή φαντασία σου ἐπίσης. Νά τά χαλιναγωγεῖς αὐτά τά πράγματα. Αὐτό συνδεέται καί μέ τό προηγούμενο, μέ τήν προσπάθεια γιά προσευχή, γιατί ὅσο κανείς προσεύχεται ἤ προσπαθεῖ νά συγκεντρωθεῖ στήν προσευχή, βάζει καί χαλινάρι στούς λογισμούς καί στή φαντασία.
Μία ἄλλη ψυχική ἑκούσια θλίψη εἶναι τό πένθος. Τό κατά Θεόν πένθος, πού κανείς ἑκούσια λυπᾶται γιά τίς ἁμαρτίες του. Ὑπάρχει λύπη κατά Θεόν καί ὑπάρχει καί λύπη δαιμονική. Ἡ λύπη κατά Θεόν μᾶς ὁδηγεῖ σέ μετάνοια, ἡ δαιμονική λύπη μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνταρσία κατά τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος λέει ‘Εἶδες πῶς ἔγινες τώρα; Ἔγινες κακομοίρης, πού πῆγες στήν Ἐκκλησία. Δέν ἔχεις φίλους, δέν ἔχεις τίς παρηγοριές πού εἶχες κ.λ.π.’. Αὐτό εἶναι καθαρά τοῦ διαβόλου. Γιατί δέν σέ πάει σέ μετάνοια. Γιά νά καταλάβετε μιά λύπη ἄν εἶναι άπό τόν Θεό ἤ ἄν εἶναι ἀπό τόν διάβολο, θά δεῖτε τά ἀποτελέσματα. Ποῦ σέ ὁδηγεῖ. Ἡ κατά Θεόν λύπη σέ ὁδηγεῖ σέ μετάνοια καί ἡ μετάνοια σέ χαρά. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «Οἱ πενθοῦντες εἶναι μακάριοι» (Ματθ. 5,4). Οἱ κατά Θεόν πενθοῦντες. Αὐτοί πού πενθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους. Γιατί εἶναι μακάριοι; Διότι «παρακληθήσονται», θά παρηγορηθοῦν ἀπό τόν Θεό. Ἐνῶ οἱ κατά διάβολον πενθοῦντες, κατά κόσμον πενθοῦντες εἶναι δυστυχισμένοι πλήρως καί τελείως γιατί λυποῦνται μέ αὐτή τήν λύπη, ἡ ὁποία δέν ἔχει παρηγοριά. Εἶναι μία λύπη πού ὁδηγεῖ στόν θάνατο, τόν πνευματικό θάνατο.
Μία ἄλλη ψυχική ἑκούσια θλίψη εἶναι τό κόψιμο τοῦ θελήματος, πού πάλι γίνεται μέσω τῆς ὑπακοῆς. Βέβαια ἡ ὑπακοή πιάνει καί τό σῶμα γιατί λόγω ὑπακοῆς θά κάνεις καί κόπο σωματικό. Κουράζεσαι ψυχικά, πονᾶς δηλαδή γιατί κόβεις τό θέλημά σου, ἀλλά μετά ἀφήνεις καί τό χουζούρι σου καί τήν ἄνεσή σου γιά νά κάνεις αὐτά πού πρέπει νά κάνεις, τήν ὑπακοή. Κόβεις τό θέλημά σου στόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί στούς ἀδελφούς σου, γιατί ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, νά ὑπακοῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον (Ἐφ. 5, 21).
Ἄν κανείς δέν θέλει νά ὑπομείνει τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς, λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐκεῖνος πού δέν ὑπομένει γενναίως τό δυσβάσταχτο βάρος τῶν πειρασμῶν, δέν θά μπορέσει νά προσφέρει καρπό στούς λινούς τοῦ Θεοῦ (λινός: εἶναι τό πατητήρι, ἐκεῖ πού λιώνουν τά σταφύλια) ἀντάξιο τῆς αἰώνιας ἀποθήκης, ἔστω κι ἄν ἔχει ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Διότι, συνεχίζει, κάθε Χριστιανός ἀγωνιστής γίνεται τέλειος μέ τίς ἑκούσιες καί τίς ἀκούσιες θλίψεις, προερχόμενες ἄλλες ἀπό ἀνθρώπους, κατά παραχώρηση Θεοῦ καί ἄλλες ἀπό τόν ἑαυτό μας -οἱ ἑκούσιες- μέ ἄσκηση καί κακοπάθεια. Μᾶς τελειοποιοῦν δηλαδή, ἡ θλίψη και ἡ ὑπομονή στίς θλίψεις. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος εἶπε στήν παραβολή τοῦ σπορέως ὅτι καρποφοροῦσιν ὁ ἕνας κόκκος τριάντα, ὁ ἄλλος ἑξήντα, ὁ ἄλλος ἑκατό, ἀλλά ἐν ὑπομονῆ (Λουκ. 8,5-15). Δέν καρποφορεῖς ἑν ριπή ὀφθαλμοῦ. Θέλει χρόνο. Μάκρος χρόνου.
Καί αὐτή ἡ σύγχρονη Γερόντισσα πού ἁγίασε καί πρόσφατα ἀναγνωρίστηκε ἡ ἁγιότητά της, ἡ Ἁγία Σοφία στήν Κλεισούρα, εἶχε σάν ἀγαπημένο λόγιό της αὐτό: «Ὑπομονή, ὑπομονή, πολλή ὑπομονή» καί πέρασε τήν ζωή της σέ πολύ μεγάλη ὑπομονή, ἄν δεῖ κανείς τί ἄσκηση ἔκανε. Τρομερή ὑπομονή. Γι’ αὐτό καί καρποφόρησε τόσο πολύ καί ἀναγνωρίστηκε πάρα πολύ σύντομα ἡ ἁγιότητά της.
Ὅ,τι ὑφίστανται, λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τά φυτά τῆς γῆς, τόσο ἀπ’ τίς φυσικές μεταβολές, ὅσο καί ἀπό τήν γεωργική τέχνη, τά ἴδια καί μεῖς τά λογικά κλήματα τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νά ὑπομένουμε ἐκ προαιρέσεως, μέ τήν θέλησή μας. Ἕνα φυτό τό δέρνουν οἱ ἄνεμοι, ἡ βροχή, τό χιόνι κ.λ.π., ταλαιπωρεῖται. Στή συνέχεια ἔρχεται ὁ γεωργός τό κλαδεύει, τό σκάβει, τό ποτίζει ἤ ἐνδεχομένως τό ἀφήνει καί ἀπότιστο, γιατί ἔτσι πρέπει. Ὅλα αὐτά πού ὑφίστανται τά φυτά κατ’ ἀναλογία πρέπει νά τά ὑφιστάμεθα κι ἐμεῖς, πού εἴμαστε τά λογικά φυτά, μέ τήν θέλησή μας, ἀφοῦ θέλουμε νά ὑποταχθοῦμε στόν γεωργό τῶν ψυχῶν μας, πού εἶναι ὁ Χριστός. Χωρίς τήν ὑπομονή, λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, στούς ἀκούσιους πειρασμούς, οὔτε ἡ ἑκούσια κακοπάθεια ἀπό τήν ἄσκηση θά τύχει θείας εὐλογίας. Πολλοί κάνουν εὔκολα, π.χ. νηστεῖες, ἰδίως οἱ γυναῖκες, ἀλλά ἄν δέν δέχεσαι, λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καί τούς ἀκούσιους πειρασμούς, δέν σηκώνεις ἕναν λόγο πού θά σοῦ πεῖ ὁ ἄλλος ἤ ἕναν ὁποιοδήποτε ἄλλο πειρασμό πού δέν τόν περιμένεις, τότε χάνεις καί τήν εὐλογία στούς ἑκούσιους, ἀπό τίς ἑκούσιες θλίψεις.
Διότι καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δοκιμάζεται κυρίως μέ τήν θλίψη στούς πειρασμούς. Πότε φανερώνουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τόν Θεό; Ὅταν πειραζόμαστε ἀπό ἀνθρώπους καί ἀπό καταστάσεις πού δέν τά περιμένουμε. Ἐκεῖ φαίνεται ἄν ἀγαπᾶμε τόν Θεό. Προηγουμένως ὅμως, λέει, ἡ ψυχή πρέπει νά κατορθώσει, ὥστε νά ὑπομείνει τίς ἑκούσιες κακοπάθειες καί ἀφοῦ συνηθίσει στήν καταφρόνηση τῶν ἡδονῶν καί τῆς ἀνθρώπινης δόξας, εὔκολα ὕστερα θά ὑπομένει καί τούς ἀκούσιους πειρασμούς. Δηλαδή οἱ ἑκούσιες κακοπάθειες πού κάνουμε μόνοι μας, οἱ νηστεῖες κ.λ.π. ὅπως τά εἴπαμε, εἶναι μία προπόνηση, ὥστε νά μάθουμε νά καταφρονοῦμε τίς ἡδονές καί τήν ἀνθρώπινη δόξα. Μετά θά ὑπομείνουμε καί τούς ἀκούσιους πειρασμούς.
Αὐτό εἶναι τό ἐμπόδιο πού δέν ἀνεχόμαστε τούς ἀκούσιους πειρασμούς, τό ὅτι ἀγαπᾶμε τήν καλοπέραση, τίς ἡδονές καί τή μάταιη δόξα τοῦ κόσμου. Ἄν λοιπόν κάνοντας προπόνηση μόνος σου ρίχνεις τόν ἑαυτό σου σέ ἑκούσιους πειρασμούς, μαθαίνεις νά καταφρονεῖς τίς ἡδονές καί τήν ἀνθρώπινη δόξα, ὁπότε μετά εὔκολα δέχεσαι καί τούς ἀκούσιους. Ὁπότε δέν σοῦ κάνει αἴσθηση νά βρεθεῖ κάποιος νά σέ βρίσει, ἀφοῦ ἐσύ ἤδη τό ἔχεις κάνει, ἔχεις δηλαδή κατεβάσει τόν ἑαυτό σου μέ αὐτή τήν ἑκούσια θλίψη, τήν ἄσκηση πού κάνεις. Τό ἴδιο καί μέ τίς διάφορες ἡδονές, πού ἐσύ προηγουμένως ἔχεις καταφρονήσει, ὁπότε δέν σέ πειράζει ἄν σοῦ ἔλθει κι ἀπό ἔξω μιά στέρηση.
Λέει ἐπίσης ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος, «Ἐπειδή τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας πού ἒχει συσσωρευθεῖ μέσα μας εἶναι πολύ, ἒχει ἀνάγκη καί ἀπό πολύ καθαρτική φωτιά τῆς μετανοίας, μέ δάκρυα καί θεληματικούς κόπους τῆς ἀσκήσεως (γιά νά ἐξουδετερωθεῖ). Τό δηλητήριο αὐτό ἔχει ἕνα κεντρί, ἔχει ἕνα δόλωμα. Τό δόλωμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ ἡδονή. Μᾶς πειράζει ὁ διάβολος λοιπόν προβάλλοντάς μας ἡδονές. Ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τίς ἡδονές καί πέφτουμε στήν ἁμαρτία καί μαζεύεται μέσα μας πάρα πολύ δηλητήριο, ἐξ’ αἰτίας τῶν ἡδονῶν αὐτῶν, οἱ ὁποῖες συσσωρεύτηκαν μέσα μας καί ὅλο καί μᾶς σπρώχνουνε πρός τήν ἁμαρτία. Τό ἀντίδοτο αὐτῶν τῶν ἡδονῶν, οἱ Πατέρες μᾶς εἶπαν, ὅτι εἶναι οἱ ὀδύνες, οἱ θλίψεις. Ὅταν μᾶς τσιμπήσει ἕνα φίδι πρέπει νά πάρουμε τό ἀντίδοτο, ἀλλιῶς ἄν κυκλοφορήσει τό δηλητήριο στό σῶμα ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει. Ἔτσι εἶναι καί στήν πνευματική ἀτμόσφαιρα, θά λέγαμε, στόν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα. Ἄν τό δηλητήριο τῶν ἡδονῶν, πού ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία, κυκλοφορεῖ μέσα μας, θά πεθάνουμε. Γιατί τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος (Ρωμ. 6,23). Χρειάζεται νά πάρουμε τό ἀντίδοτο, πού εἶναι οἱ ὀδύνες. Γι’ αὐτό, ὅπως λέει ὁ ἅγιος, ἐπειδή ὑπάρχει πολύ δηλητήριο μέσα μας, τῆς ἁμαρτίας, ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη ἀπό καθαρτική φωτιά τῆς μετανοίας, ἀπό δάκρυα καί θεληματικούς κόπους. Μέ τό θέλημά μας νά κάνουμε ἄσκηση. Μέ θεληματική ἄσκηση νά ἐξουδετερώσουμε τήν ἡδονή πού συσσωρεύσαμε μέσα μας καί τήν ἁμαρτία.
Συνεχίζει ὁ ἅγιος Νικήτας: Καθαριζόμαστε ἀπό τούς μολυσμούς τῆς ἁμαρτίας ἤ μέ θεληματικούς κόπους ἤ μέ ἀθέλητες ὀδύνες, πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Εἴτε λοιπόν θά κάνουμε μόνοι μας, μέ τή θέλησή μας κόπους, ὥστε νά ἐξουδετερωθεῖ τό δηλητήριο, σάν κατά κάποιο τρόπο νά κάνεις ἕνα ἐμβόλιο ἐσύ στόν ἑαυτό σου ἤ μέ ἀθέλητες ὀδύνες. Ἄν δέν τό κάνεις ἐσύ, ἀλλά βλέπει ὁ Θεός τήν διάθεσή σου νά καθαριαστεῖς καί Τόν παρακαλᾶς, θά σοῦ στείλει ἀθέλητες ὀδύνες γιά νά ἐξουδετερωθεῖ τό δηλητήριο καί νά συμπληρώσει αὐτό πού δέν κάνεις ἐσύ. Ἄν προηγοῦνται τά θεληματικά, κάνουμε ἐμεῖς δηλαδή ἑκούσια ἄσκηση, δέν μᾶς ἔρχονται τά ἀθέλητα. Ὑπάρχει μία ἰσορροπία. Ὅσο κάνουμε ἐμεῖς τήν ἄσκηση, δέν μᾶς ἔρχονται τά ἀθέλητα ἀπ’ ἔξω. Ὅταν ὅμως τά θεληματικά δέν καθαρίζουν τό ἐσωτερικό τοῦ ποτηρίου καί τοῦ πιάτου –δέν φτάνει ἡ ἄσκησή μας, δέν εἶναι ἀρκετή ἡ ἑκούσια θλίψη στήν ὁποία ὑποβάλλουμε τήν ὕπαρξή μας- τότε ἔρχονται οἱ ὀδύνες σφοδρότερες καί συντελοῦν στήν ἀποκατάστασή μας στό ἀρχικό κάλλος γιατί ἔτσι τά οἰκονόμησε ὁ τεχνίτης, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀγαπάει καί θέλει νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ κάθαρσή μας. Ἄν δέν ὁλοκληρωθεῖ δέν θά πᾶμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖ νά μείνει κανείς ἀκάθαρτος. Νά πάει ἐκεῖ «μή ἔχων ἔνδυμα γάμου» (Ματθ. 22,12). Θυμηθεῖτε τήν παραβολή. Θά σέ πιάσουν οἱ ὑπηρέτες καί θά σοῦ ποῦν -Πῶς ἦρθες ἐδῶ χωρίς ἔνδυμα γάμου; Βρώμικος δηλαδή. Τό ἔνδυμα τοῦ γάμου εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ φωτισμός, πού ἔρχεται ἀμέσως μετά τήν κάθαρση. Ἄν δέν ἔχεις κάθαρση, δέν ἔχεις ἔνδυμα γάμου. Δέν εἶσαι κατάλληλος δηλαδή γιά νά παραστεῖς στούς γάμους τοῦ Νυμφίου, ὅπως οἱ μωρές παρθένες.
Τά παραστρήματά μας μπορεῖ νά εἶναι σέ ἐπίπεδο λογισμοῦ. Πραστράτημα στόν λογισμό. Ἀφήνεις ἕναν λογισμό νά ἐξελιχθεῖ, τόν καλλιεργεῖς, τόν δέχεσαι καί ἁμαρτάνεις μέ τόν λογισμό. Αὐτό εἶναι παραστράτημα, εἶναι ἁμαρτία. Ὅλα τά παραστρήματά μας ἔχουν ἔνδικο μισθαποδοσία. Δηλαδή γιά ὅ,τι κάνεις, θά πάρεις μισθό κατά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Θεός εἶναι δικαιοσύνη. Εἶναι ἀγάπη, ἀλλά εἶναι καί δικαιοσύνη. Ὅταν λοιπόν εἶναι καλό αὐτό πού κάνεις, θά πάρεις μισθό, Χάρη ἀπό τόν Θεό, ὅταν ὅμως εἶναι κακό αὐτό πού κάνεις, θά πάρεις τήν ἀκούσια θλίψη. Ὑπερηφανεύτηκες; Ἀμέσως μετά θά ἔχεις πτώση. Ἐπειδή μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός, κάπου θά ἔρθει νά μᾶς ταπεινώσει, πρόσωπο, κατάσταση... Γιατί ξέφυγε ὁ λογισμός καί ὑπερηφανεύτηκες. Εἶναι πνευματικός νόμος αὐτός. Τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός, γιατί ἀκριβῶς δέν θέλει νά χαθοῦμε. Γιατί ἔτσι καί μείνουμε στήν ὑπερηφάνεια, χαθήκαμε. Θά πεῖ κανείς μέ ἕναν λογισμό χάνεσαι; Βέβαια. Ὁ διάβολος ἕναν λογισμό ἔκανε καί χάθηκε. Ὑπερηφάνεια. Νά βάλω τόν θρόνο μου πάνω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Μερικοί προσπαθοῦν νά βροῦν τίς αἰτίες. Γιατί ἔχουμε θλίψεις. Λέει ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής –καί προσέξτε το αὐτό εἶναι πολύ ὡραῖο- “Αἰτία τῶν ἀκουσίων θλίψεων εἶναι ἡ συγκατάθεσίς μας εἰς τά ἑκούσια πάθη”. Τίς ἀκούσιες θλίψεις, αὐτές πού δέν περιμένουμε, πού δέν μᾶς ἀρέσουν. Τίς ἑκούσιες, ἀφοῦ τίς περιμένουμε, κάνουμε μιά προεργασία καί τέλος πάντων παίρνεις ἀπόφαση νά κάνεις νηστεία ἤ μετάνοιες ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο. Μοῦ ἔλεγε κάποιος γιά νά κάνω μετάνοιες, δεκαπέντε λεπτά προσπαθῶ νά πείσω τόν ἑαυτό μου. Νά ξεκινήσει δηλαδή, νά ἀρχίσει τόν κόπο. Ἀλλά γιά τίς ἀκούσιες θλίψεις αἰτία εἶναι ἡ συγκατάθεσή μας στά ἑκούσια πάθη. Βλέπετε, ἀκούσιες θλίψεις - ἑκούσια πάθη. Ἐπειδή συγκατατιθέμεθα στά ἑκούσια πάθη, ἀμέσως μετά ἔρχονται οἱ ἀκούσιες θλίψεις. Εἶναι νόμος πνευματικός. Αὐτοί οἱ νόμοι ἰσχύουν.
Οἱ φυσικοί νόμοι δέν ἰσχύουν, νά τό ξέρετε. Ἐξάλλου καί οἱ φυσικοί τό ἔχουν καταλάβει. Ἁπλῶς περιγράφονται κάποια πράγματα σέ ὁρισμένες συνθῆκες. Ἀκόμα καί οἱ νόμοι οἱ φυσικοί δέν ἰσχύουν παντοῦ. Στό διάστημα δέν ἰσχύουν, ἤ καί μέσα στή γῆ, οἱ νόμοι τῆς βαρύτητος κ.λ.π. Δέν ἰσχύουν παντοῦ οἱ ἴδιοι νόμοι. Ἐνῶ οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ ἰσχύουν παντοῦ.
Οἱ ἀκούσιες θλίψεις εἶναι λοιπόν τό ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν μας, τῶν συγκαταθέσεών μας στά ἑκούσια πάθη. Οἱ συνέπειες τώρα μετριάζονται μέ τήν μετάνοια. Δέν ἐξαλείφονται τελείως. Μετριάζονται. Κατέκρινες; Ὁ νόμος ὁ πνευματικός λέει ὅτι θά πέσεις στό ἴδιο ἀκριβῶς πράγμα γιά τό ὁποῖο κατέκρινες τόν ἄλλον. Κατέκρινες τόν ἱερέα γιά παράδειγμα ὅτι εἶναι σπάταλος ἤ ὅτι εἶναι κενόδοξος. Θά πέσεις κι ἐσύ. Ἀλλά, ἄν μετανοήσεις, προλάβεις καί μετανοήσεις, δέν θά σοῦ ἔρθουν οἱ συνέπειες ἤ θά σοῦ ἔρθουν ἐξασθενημένες, πολύ ἐξασθενημένες. Μειώνεται λοιπόν, ἐλαφρώνει ἡ ἀκούσια θλίψη μέ τήν μετάνοια. Γι’ αὐτό χρειάζεται συνεχῶς νά μετανοοῦμε καί νά ὑπομένουμε μέ γενναιότητα τίς ἀκούσιες θλίψεις, γιατί εἶναι οἱ συνέπειες τῶν δικῶν μας ἀστόχων ἐνεργειῶν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία ἀστοχία.
Πάλι διαβάζουμε στόν Ἅγιο Μάρκο: «ἄν θέλεις νά προσφέρεις στόν Θεό ἀκαταδίκαστη ἐξομολόγηση –σωστή ἐξομολόγηση- μήν ἀναφέρεις ἁπλῶς ἕνα-ἕνα τά παραστρατήματα». Αὐτό εὔκολο εἶναι, νά κάνεις ἕναν κατάλογο, νά τά γράψεις καί νά τά ἐκφωνήσεις, ἔκανα αὐτό, αὐτό, αὐτό.. Ἀλλά αὐτό δέν ἀρκεῖ. Χρειάζεται «νά ὑπομένεις μέ γενναιότητα καί τίς συνέπειές τους». Γιατί εἴπαμε καθετί ἔχει καί τήν μισθαποδοσία του. «Τά λυπηρά καί δυσάρεστα», λέει παρακάτω ὁ ἅγιος Μάρκος, «ἔρχονται ἐξ’ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν πού κάναμε νωρίτερα καί φέρνουν μαζί τους ὅ,τι πρέπει γιά κάθε ἁμαρτία». Δηλαδή γιά νά σταματήσει ἡ ἁμαρτία. Ὁ Θεός μέσα στήν ἀγάπη Του ἔχει οἰκονομήσει τά πράγματα ἔτσι, ὥστε τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας νά εἶναι ἀκόμη μία ἀφορμή γιά θεραπεία. Πότε ὅμως; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπομείνει τίς συνέπειες μέ γενναιότητα καί ἔρθει εἰς ἑαυτόν καί δέν τά βάλει μέ τόν Θεό καί μέ τόν πλησίον πού τοῦ ἔφερε τήν θλίψη. Ἀλλά νά ἀναρωτηθεῖ: Γιατί μοῦ ἦρθε αὐτό; Γιατί ἔσπασα τό χέρι μου, τό κεφάλι μου; Γιατί τράκαρα; Κι ἅμα πάει λίγο πίσω, θά δεῖ τί ἔχει κάνει. Κάπου ὑπερηφανεύτηκε, κάπου κατέκρινε, κάπου πῆγε νά καταστρέψει τόν συνάνθρωπο καί κατεστράφη ὁ ἴδιος τελικά.
Τά λυπηρά καί δυσάρεστα ἔρχονται ἐξ’ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν πού κάναμε νωρίτερα καί φέρνουν μαζί τους ὅ,τι πρέπει, ὅ,τι χρειαζόμαστε ἀκριβῶς γιά νά θεραπευτοῦμε. Πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Μᾶς στέλνει ὁ Θεός τά φάρμακα καί ἐμεῖς εἴμαστε τόσο ἀνόητοι, πού ἀντί νά τά βάλουμε μέ τόν ἑαυτό μας, τά βάζουμε μ’ αὐτόν πού μᾶς φέρνει τά φάρμακα. Μέ τόν τάδε ἤ τήν τάδε λ.χ. πού ἔρχεται καί σέ βρίζει. Ἀντί νά σκεφτεῖς: γιά στάσου εἶναι λόγος αὐτός πού μέ ἔβρισε; Ὄχι, ἄρα σέ κάτι ἄλλο ἔφταιξα. Ἀμέσως ἐκεῖ πρέπει νά πάει τό μυαλό σου, νά δεῖς τί ἔκανες. Νά πᾶς πίσω, νά κάνεις ἀναδρομή στό παρελθόν.
«Ἐκεῖνος πού ἔχει γνώση καί γνωρίζει τήν ἀλήθεια –μιλᾶμε γιά πνευματική γνώση, ὅτι ὑπάρχει αὐτός ὁ νόμος δηλαδή τῆς μισθαποδοσίας- ἐξομολογεῖται στόν Θεό ὄχι ἁπλῶς μέ τήν ἀνάμνηση ἐκείνου πού ἔπραξε ἀλλά μέ τήν ὑπομονή τῶν θλιβερῶν πού τοῦ ἔρχονται». Ὑπομένει καί λέει: «ἄξια ὧν ἔπραξα ἀπολαμβάνω» (Λουκ. 23,41). Αὐτά ποῦ μοῦ ἦρθαν, ἦταν ἀκριβῶς ὅσα ἔπρεπε νά πάθω ὡς συνέπεια αὐτῶν πού ἔκανα. Πολλές φορές δέν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι οἱ θλίψεις μας δέν ἔρχονται τυχαῖα, οὔτε ἄδικα, ἀλλά εἶναι τό δίκαιο ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό.
Οἱ θλίψεις, οἱ ὁποῖες τόσο πολύ μᾶς βοηθᾶνε στήν κάθαρση καί μάλιστα οἱ ἑκούσιες θλίψεις εἶναι μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ἑστιάσουμε στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, θά δοῦμε ὅτι εἶναι μία συνεχής ἑκούσια θλίψη, ἡ ὁποία μάλιστα γιά τόν Χριστό δέν χρειαζότανε. Ὁ Χριστός δέν χρειαζότανε τίς θλίψεις, στίς ὁποῖες ὑπέβαλλε τόν ἑαυτό Του, ἀλλά τό ἔκανε γιά μᾶς. Ὅ,τι ἔκανε ὁ Κύριος καί ὅ,τι εἶπε, γιά μᾶς τό ἔκανε καί τό εἶπε. Ἀπό τήν πρώτη μέχρι τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του κακοπαθοῦσε, ἐνῶ δέν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπό μετάνοια, οὔτε φυσικά ἀπό κάθαρση. Μᾶς ἔδωσε αὐτό τό πρότυπο ζωῆς: τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση καί τρόπο ζωῆς τήν μετάνοια, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μέ τούς κόπους, τήν ὑπομονή στούς κόπους καί στίς θλίψεις. Γι’ αὐτό καί νήστεψε σαράντα μέρες, εἶχε ἀκτημοσύνη, εἶχε ἕνα μόνο χιτώνα, δέν εἶχε χρήματα, δέν εἶχε παρηγοριά ἀπό ἀνθρώπους, «δέν εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20), δέν εἶχε ἕνα σπίτι καί ἕνα μέρος νά σταθεῖ. Λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἐγώ ἀλήτης διά σέ», σάν νά λέει δηλαδή ὁ Χριστός «Ἐγώ ἔγινα ἀλήτης γιά σένα.
Καλούμαστε λοιπόν νά μιμηθοῦμε -κατά δύναμη- τόν Κύριο, κοπιάζοντας καί σωματικά, μέ δάκρυα, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες, ἀποχή ἀπό τήν ὑπερβολική ἀνάπαυση, μέ χειρωνακτική ἐργασία καί ὅλα αὐτά τά πολύ σπουδαῖα ὅπλα, τά ὁποῖα μᾶς μαθαίνουν νά καταφρονοῦμε τίς σωματικές ἡδονές καί τήν κενοδοξία. Αὐτά τά ὁποῖα εἶναι καί τά πιό σημαντικά ἐμπόδια, ἡ ἀνθρωπαρέσκεια, ἡ κενοδοξία καί ἡ ἀγάπη πού ἔχουμε στίς σωματικές ἡδονές καί στά χρήματα καί πού εἶναι οἱ γεννήτριες ὅλων τῶν ὑπόλοιπων παθῶν.
Ὅταν λοιπόν μᾶς ἔρθουν οἱ ἀκούσιες θλίψεις εἴμαστε προετοιμασμένοι. Ἄν τό πρῶτο πάθος εἶναι ἡ φιλαυτία –καί εἶναι πράγματι ἡ φιλαυτία, ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν- ἡ πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές, κατά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἶναι ἡ περιφρόνηση τῆς ἀνάπαυσης. Ἡ φιλαυτία μᾶς παροτρύνει νά μήν κουραστοῦμε καί νά προσέχουμε τόν ἑαυτό μας. «Πρό πάντων τῶν παθῶν, ἡ φιλαυτία· πρό δέ πασῶν τῶν ἀρετῶν, ἡ τῆς ἀναπαύσεως καταφρόνησις». Νά μήν κυνηγᾶς τήν ἀνάπαυση, τήν ξεκούραση. Ἀπό τήν φιλαυτία προέρχονται ὅλα τά ἄλλα πάθη, ἐνῶ ἡ περιφρόνηση τῆς ἀνάπαυσης γεννᾶ ὅλες τίς ἀρετές. Ἕνας ἄνθρωπος πού δέν νοιάζεται γιά τήν ἀνάπαυση, εἶναι ἄνθρωπος πρόθυμος νά κάνει ἄσκηση, νά κουραστεῖ γιά τούς ἄλλους, νά κάνει ὑπακοή καί νά ὑπομείνει καί τίς ἀκούσιες θλίψεις γιά χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ράθυμος. Ἐνῶ ὁ φίλαυτος εἶναι ράθυμος, εἶναι τεμπέλης. Λέει: Ὦχ τώρα βαριέμαι, ἄσε τώρα. Ἀναβολή... ματαίωση... τελικά δέν κάνει τίποτα.
Συνεχίζει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: ἡ ἀνάπαυση καί ἡ ἀργία ἔχουν καταστροφικά ἀποτελέσματα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί μποροῦν νά βλάψουν κάποιον περισσότερο ἀπό τούς δαίμονες. Δηλαδή πιό πολύ καί ἀπό τούς δαίμονες μᾶς βλάπτει ἡ ἀγάπη γιά τήν ἀνάπαυση καί ἡ ἀργία, τό νά μήν κάνουμε τίποτα πνευματικό. Δέν μᾶς πειράζουν οἱ δαίμονες. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὁ χειρότερος ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Γι’ αὐτό, λέει ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τώρα ἔχουμε μεγαλύτερους διωγμούς. Ἡ Ἐκκλησία τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες εἶχε φοβερούς διωγμούς ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Μετά σταμάτησαν οἱ διωγμοί, ἔγινε, σύν τῶ χρόνω, ἐπίσημη θρησκεία ὁ χριστιανισμός καί ὑπῆρχε ἄνεση, ὅπως καλή ὥρα σήμερα. Πηγαίνουμε ἐλεύθερα ἀκόμα στήν Ἐκκλησία. Τώρα ὅμως ἔχουμε περισσότερο διωγμό. Ἡ ἄνεση εἶναι ὁ πιό μεγάλος διωγμός. Ἡ ἄνεση, ἡ καλοπέραση. Πόσοι εἶναι κοντά στόν Θεό σήμερα; Ἐλαχιστότατοι. Ἀφῆστε τούς νέους. Ἐκεῖ εἶναι πανωλεθρία. Σπάνια νά βρεῖς νέο ἄνθρωπο νά εἶναι ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός. Γιατί; Ἡ ἄνεση καί ἡ καλοπέραση. Ὁ μεγαλύτερος διωγμός. Βλάπτει τόν ἄνθρωπο περισσότερο ἀπό τούς δαίμονες.
«Ὅταν τό σῶμα ἀποδεχθεῖ τήν ἀνάπαυση καί τήν ἀργία», λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, «κάθε κακία τελειοποιεῖται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου». Γίνεται τέλειος δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά στήν κακία. «Ἀκόμη καί ἄν κανείς ἐπιθυμεῖ ἔντονα τό καλό, ἡ ἀνάπαυση καί ἡ ἀργία σιγά-σιγά ἀφαιροῦν ἀπό αὐτόν ἀκόμη καί αὐτή τή διάθεση τοῦ καλοῦ, τήν ὁποία εἶχε» καί δέν θέλει νά θέλει τό καλό. Ἄς προσέξουμε λοιπόν τό θέμα τῆς ἀνάπαυσης και τῆς ἀργίας, τῆς πνευματικῆς ἀργίας. Μπορεῖς νά κάνεις πέντε λεπτά προσευχή, δύο λεπτά προσευχή, κάνε. Μήν τό ἀφήνεις γιά ἀργότερα. Ἀφοῦ ἔχεις δυό λεπτά, κάνε. Μπορεῖς νά διαβάσεις μιά σελίδα ἀπό Πατερικό βιβλίο, διάβασε. Μπορεῖ νά μήν ἔχεις χρόνο νά διαβάσεις ὅλο τό βιβλίο, ἀλλά μιά σελίδα ἤ μιά παράγραφο μπορεῖς νά διαβάσεις. Διάβασε αὐτό καί θά δεῖς πῶς ἀλλάζεις μέσα σου. Μή μένεις ἀργός. Εἶναι ἀπαραίτητο νά περιφρονεῖ κανείς τήν ἀνάπαυση τοῦ σώματος καί νά ἀγαπάει καί νά ἐπιδιώκει τόν κόπο καί τίς δυσκολίες, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν στήν τελείωση τῶν ἐντολῶν, ἀποτελοῦν τήν αἰτία τῆς ἀρετῆς καί θεραπεύουν τά πάθη. Γίνεσαι τέλειος ὡς πρός τόν Θεό καί αἰτία τῆς ἀρετῆς καί θεραπεία ἀπό τά πάθη πετυχαίνει αὐτός, ὁ ὁποῖος πολεμάει τήν καλοπέραση καί τήν ἀργία.
Ἄν δεῖτε ἕναν ἅγιο, εἶναι σέ ἐγρήγορση, δέν κοιμᾶται. Ἀξιοποιεῖ καί τό τελευταῖο δευτερόλεπτο. Θυμᾶμαι κάποτε, πού εἶχα δεῖ τόν ἅγιο Παΐσιο, μοῦ εἶχε δώσει αὐτή τήν συμβουλή. Ἀπό τό στόμα του τό ἄκουσα καί σᾶς τό λέω: μή χάνεις δευτερόλεπτο. Τότε ἤμουνα ἀκόμα στόν Στρατό, εἶχα ἀποφασίσει γιά τόν μοναχισμό καί μοῦ εἶχε πεῖ αὐτό τό πράγμα, μή χάνεις δευτερόλεπτο, ἄν δέν μπορεῖς νά πεῖς τήν εὐχή, ψέλνε. Μή χάνεις δευτερόλεπτο πού νά μήν προσεύχεσαι δηλαδή, αὐτό ἐννοοῦσε, γιατί ἡ σπουδαιότερη πνευματική ἐργασία εἶναι ἡ προσευχή. Οἱ ἡσυχαστές, πού προσπαθοῦν ἀδιάλειπτα νά προσεύχονται, εἶναι οἱ πιό δραστήριοι ἄνθρωποι. Ἡ πιό μεγάλη δραστηριότητα αὐτή εἶναι. Δέν εἶναι νά φέρνεις σάν σβούρα τό σῶμα σου ἐδῶ κι ἐκεῖ καί ὁ νοῦς σου νά περιπλανιέται. Ὁ πιό δραστήριος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἔχει συνεχῶς τόν νοῦ του στραμμένο πρός τόν Θεό. Τόν κατευθύνει συνεχῶς πρός τόν Θεό. Ἐκεῖ βλέπει τά πάντα καί τούς πάντες.
Οἱ θλίψεις καί οἱ κίνδυνοι ἐξαφανίζουν τήν ἡδυπάθεια τῶν παθῶν. Τά πάθη φέρνουν μιά ἡδυπάθεια. Μέ τίς θλίψεις, τούς ἑκούσιους πόνους καί κόπους, ἀλλά καί τούς ἀκούσιους, πού παραχωρεῖ ὁ Θεός, ὅταν δέν φτάνουν οἱ ἑκούσιοι, φεύγει αὐτή ἡ ἡδυπάθεια, ἡ ὁποία ἔρχεται καί κάθεται πάνω στήν ψυχή σάν ἕνα ναρκωτικό, πού τρέφεται καί αὐξάνεται μέ τήν ἀνάπαυση. Λέει πάλι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: «Ὥσπερ καθαίρουσι τά φάρμακα τήν ἀκαθαρσίαν τῶν χυμῶν τῶν πονηρῶν ἐκ τοῦ σώματος, οὕτως ἡ σφοδρότης τῶν θλίψεων καθαίρει τά πονηρά ἐκ τῆς καρδίας». Ὅπως τά φάρμακα καθαρίζουν τό σῶμα ἀπό τούς ἀκάθαρτους χυμούς καί τούς πονηρούς, τούς κακούς χυμούς, ἔτσι καί ἡ σφοδρότητα τῶν θλίψεων καθαρίζει τήν καρδιά ἀπό τά πονηρά πράγματα. Παίρνεις ἕνα ἀντίδοτο καί ἐξουδετερώνεις τόν πονηρό χυμό, τό δηλητήριο πού ἔβαλε μέσα σου, ἄς ποῦμε ἕνα φίδι πού σέ τσίμπησε. Ἔτσι καί οἱ θλίψεις καθαρίζουν τά πονηρά ἀπό τήν καρδιά.
Μιά ἑκούσια θλίψη, πού πάρα πολύ συντελεῖ στήν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ νηστεία. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι: «τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Ματθ. 17,21), τό γένος τῶν δαιμόνων καί τῶν παθῶν δηλαδή. Οἱ δαίμονες ἐπηρεάζουν πολλούς ἀνθρώπους. Ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας ἔχουνε ὑποχειρίους τους καί μικρά παιδιά καί νέους καί μεγάλους. Εἶναι πολύ ἔντονες οἱ δαιμονικές ἐνέργειες καί γι’ αὐτό χρειάζεται ἡ νηστεία καί ἡ κακοπάθεια. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ Ἅγιοι πέρασαν ὅλη τους τή ζωή μέ ἄκρα νηστεία καί ἐγκράτεια. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας ὁρίζει Τετάρτη καί Παρασκευή ἀλάδωτο. Ἐγκράτεια, νά τρῶς μέχρι ἐκεῖ, πού νά μήν χορταίνεις.
Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος γιά τή νηστεία: «Βλέπεις τί κάνει ἡ νηστεία· καί ἀρρώστειες θεραπεύει καί ρεύματα σωματικά ξηραίνει καί δαίμονες βγάζει καί λογισμούς πονηρούς ἀποδιώχνει καί τόν νοῦ λαμπικάρει καί καρδιά καθαρή καί σῶμα ἁγιασμένο καί στό θρόνο τοῦ Θεοῦ μπροστά στήνει τόν ἄνθρωπο. Καί γιά νά μή νομίσεις, ὅτι αὐτά εἶναι μόνο λόγια, ἔχεις τήν μαρτυρία τοῦ εὐαγγελίου πού λέει ὁ Κύριος». Αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως ὅτι δέν ἐκδιώκονται τά ἀκάθαρτα πνεύματα παρά μόνο μέ νηστεῖες καί προσευχές. «Καθένας λοιπόν πού ἐνοχλεῖται ἀπό πνεῦμα ἀκάθαρτο, ἐάν κατανοήσει καί χρησιμοποιήσει αὐτό τό φάρμακο, ἐννοῶ τή νηστεία –καί τήν προσευχή βέβαια-, ἀμέσως τό πνεῦμα τό πονηρό στενοχωρούμενο φεύγει, ἐπειδή φοβᾶται τή νηστεία. Διότι πάρα πολύ εὐχαριστιοῦνται οἱ δαίμονες μέ τήν κραιπάλη καί τήν ἀνάπαυση τοῦ σώματος. Ἐνῶ οἱ δαίμονες δέν ἔχουν σῶμα, χαίρονται ὅμως καί τρέφονται μέ τά σωματικά πάθη τά δικά μας. Μεγάλη δύναμη ἡ νηστεία, καί μεγάλα κατορθώματα γίνονται μ' αὐτήν. Διότι πῶς οἱ ἄνθρωποι κάνουν μεγάλες δυνάμεις καί θαύματα γίνονται διά μέσου αὐτῶν, καί θεραπεῖες στούς πάσχοντες δωρίζει ὁ Θεός διά μέσου αὐτῶν, παρά διά τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ταπεινοφροσύνης καί τοῦ ὀρθοῦ τρόπου ζωῆς; Διότι ἡ νηστεία εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀγγέλων, καί ἐκεῖνος πού τήν χρησιμοποιεῖ βρίσκεται στήν ἀγγελική τάξη». Αὐτά τά λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Η κακοπάθεια ἐξολοθρεύει τήν ἡδονή, τήν φιληδονία, ἁγνίζει τό σῶμα καί περικόπτει τά σωματικά ἁμαρτήματα. Παράλληλα καθαρίζει καί τήν ψυχή. Και εἴπαμε κακοπάθεια εἶναι εἴτε ἑκούσια, εἴτε ἀκούσια. Γιατί τώρα καθαρίζεται καί ἡ ψυχή; Διότι ἡ κακοπάθεια ταπεινώνει τό σῶμα καί ἐπειδή τό σῶμα εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένο μέ τήν ψυχή, ἐπηρεάζεται καί ἡ ψυχή καί ταπεινώνεται καί ἡ ψυχή. Μαζί μέ τό σῶμα -πρᾶγμα φαινομενικά παράδοξο- συνταπεινώνεται καί ἡ ψυχή. Ὅταν ταπεινωθεῖ ἡ ψυχή, ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πνευματικός νόμος κι αὐτός. Ἡ ταπεινή ψυχή ἑλκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, άφοῦ ὁ Θεός «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Ἰακ. 4,6).
Κάντε ἕνα πείραμα στόν ἑαυτό σας. Κάντε ἕναν ταπεινό λογισμό, νά δεῖτε πού ἀμέσως θά ἔρθει ἀνάπαυση στήν ψυχή. Ἄν κάνεις ἕναν ὑπερήφανο λογισμό, ἕναν λογισμό ζήλειας, ἄς ποῦμε, ἀμέσως ἔρχεται τό ἀντίθετο, ἔρχεται ταραχή, ἔρχεται σύγχυση.
Ἡ ταπεινή ψυχή ἑλκύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται ἡ Χάρις ἡ καθαρτική καί μᾶς καθαρίζει. Ἑπομένως, δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος καί ἄλλος τρόπος γιά νά καθαριστοῦμε ἀπό τίς θλίψεις. Γι’ αὐτό, εἶπε ὁ Κύριος, «δεῖ», πρέπει «διά πολλῶν θλίψεων» (Πραξ. 14,22) νά μποῦμε στή Βασιλεία.
Ἔτσι καί ὁ μοναχισμός δέν εἶναι ἕνα σύστημα πού ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται. Λένε ‘γιατί νά πᾶς νά γίνεις μοναχός νά βασανίζεις τό σῶμα σου; Γιατί ὁ κοσμικός δέν πρέπει νά βασανίζει τό σῶμα του; Ὅλοι πρέπει, ἑκούσια νά κοπιάζουμε, γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη καί τίς ἀγάπες πού ἔχουμε στίς ἡδονές, στήν καλοπέραση, γιά νά μπορέσουμε νά ἀποβάλλουμε τήν φιλαυτία καί τήν ραθυμία. Δέν ὑπάρχει ἂλλος τρόπος παρά αὐτός, πού εἶναι ἡ μίμηση τῶν παθημάτων καί τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἀκριβῶς αὐτό ἦταν τά πάθη καί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ἦταν μιά μέγιστη ἑκούσια κακοπάθεια.
Χρειάζεται λοιπόν ἑκούσια κακοπάθεια καί ἀποδοχή τῆς ἀκούσιας ἀπό τόν Θεό, συνήθως διά μέσω κάποιων ἀνθρώπων, ὅταν δέν εἶναι ἀρκετή ἡ ἑκούσια. Ἄν θέλουμε νά ἀναστηθοῦμε, θά πρέπει πρῶτα νά σταυρωθοῦμε. Μερικοί θέλουν νά φτάσουν στήν Ἀνάσταση χωρίς νά περάσουν τόν Γολγοθά, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι δυνατόν.
Ὅπως ὁ ᾿Απόστολος Πέτρος ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς. Ἔκανε αὐτό πού ἔκανε, ἀρνήθηκε τόν Κύριο, μετά ὅμως ἔκλαυσε πικρῶς, μετανόησε. Ἑκούσια θλίψη. Λέει μάλιστα ἡ παράδοση ὅτι κάθε φορά πού ἄκουγε λάλημα πετεινοῦ, ἔκλαιγε. Παρόλο πού ὁ Χριστός τόν συγχώρεσε μετά καί τόν ἀπεκατέστησε. Ὅπως ἡ πόρνη, ὅπως ὁ τελώνης, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἔκλαιγαν καί κακοπαθοῦσαν, «ὑστερούμενοι θλιβόμενοι, κακουχούμενοι» (Ἑβρ. 11,37) συνεχῶς, μιμούμενοι τόν Κύριο, ἔτσι ὁφείλουμε καί ἐμεῖς νά κάνουμε· μάλιστα δέ, νά ἀγαπήσουμε τά δάκρυα καί τήν κακοπάθεια.
Λέει ὁ ῝Αγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: ἐκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη μέ τόν κλαυθμό τά κόβει, καί ἐκεῖνος πού θέλει νά ἀποκτήσει τίς ἀρετές μέ τόν κλαυθμό τίς άποκτᾶ. Μέ τή θλίψη δηλαδή τήν ἑκούσια. Καί «Ὅπως ἡ τροφή καί ἡ πόσις εἶναι ἀναγκαία γιά τό σῶμα, ἔτσι καί τά δάκρυα γιά τήν ψυχή, ὥστε αὐτός πού δέν κλαίει κάθε ἡμέρα (δειλιάζω νά πῶ κάθε ὥρα, γιά νά μή φανῶ βαρύς) καταστρέφει τήν ψυχή του μέ τήν πείνα καί χάνεται... Ἀφαίρεσε τά δάκρυα καί συναφαίρεσες μ᾿ αὐτά τήν κάθαρση· χωρίς δέ κάθαρση κανείς δέν θά δεῖ τόν Θεό».
Ἔχει γραφτεῖ ἐπίσης: «υἱέ ἀνθρώπου μέ ζυγαριά νά τρῶς τό ψωμί σου καί μέ μέτρο νά πίνεις τό νερό σου (Ίεζ. 4,10-11), δηλαδή νά ἔχεις ἄσκηση καί μέτρο στό φαγητό καί στό νερό. Ἐπειδή αὐτό εἶναι ἀρκετό γιά νά διατρέφεται ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται κατά Θεόν.
Διότι, ἄν δέν δώσεις αἷμα, δέν θά λάβεις πνεῦμα.
Καί ὁ Δαβίδ πάλι λέει: «τά γόνατά μου ἠσθένησαν ἀπό τή νηστεία καί ἡ ὄψη μου ἀλλοιώθηκε μέ τή στέρηση τοῦ λαδιοῦ» (Ψαλμ. 108,24). Βλέπετε αὐτή ἡ κακοπάθεια εἶναι καθολικό φαινόμενο καί συμβάν στούς ἁγίους καί εἶναι μονόδρομος. Εἶναι δηλαδή ἀπαραίτητο νά γίνει.
Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει: «Μέ τίποτε ἄλλο δέν εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, ὅσο μέ τήν κακοπάθεια, καί στά δάκρυα ἀνταποδίδει τό ἔλεός Του».
Ἀλλά μή νομίζετε ὅτι αὐτή ἡ ζωή εἶναι χωρίς παρηγοριά. Οἱ ἅγιοι δηλαδή, πού εἶχαν αὐτή τή συνεχή κακοπάθεια, δέν σημαίνει ὅτι ἦταν δυστυχισμένοι. Γιατί ἔρχεται ὁ διάβολος καί σοῦ λέει ‘Ἔτσι θά γίνει ἡ ζωή μας ὅλο κλάμα’; Μοῦ λέει κάποιος -Ὅλο θά κλαῖμε πάτερ; Αὐτή ἡ ζωή ἔχει μέσα της θεῖες παρηγοριές, οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο, θά ἔλεγα, ἰσοφαρίζουν αὐτή τήν ἐξωτερική θλίψη, ἀλλά καί πάρα πολύ τήν ὑπερβαίνουν καί ὁ ἄνθρωπος πραγματικά εἶναι μακάριος μέσα σ’ αὐτές τίς θλίψεις. Εἶναι ἡ λεγόμενη χαρμολύπη. Ζεῖ τήν χαρά καί ἔχει τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ καί σχεδόν βεβαιότητα γιά τήν σωτηρία ὄντως μέσα σ’ αὐτή τήν κακοπάθεια.
Λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ: «Ὅπως ἡ μητέρα φροντίζει γιά τό παιδί της, ἔτσι καί ὁ Χριστός φροντίζει γιά τό σῶμα πού κακοπαθεῖ δι΄ Αὐτόν, καί εἶναι πάντοτε κοντά στό σῶμα αὐτό καί τό βοηθεῖ καί δέν τό ἀφήνει νά καταπέσει τελείως». Λέει κανείς -Ἐσύ θά πεθάνεις μ’ αὐτά πού κάνεις. Κι ὅμως δέν πεθαίνεις!
Αὐτή ἡ Ἁγία Σοφία τῆς Κλεισούρας πέθανε 90 καί... ἐτῶν. Ἄν διαβάσετε τί ἔτρωγε! Ὅλα ἦταν μουχλιασμένα, χαλασμένα. Καί τίς κονσέρβες πού ἄνοιγε, τίς ἄφηνε νά χαλάσουν πρῶτα καί μετά τίς ἔτρωγε καί δέν πάθαινε τίποτα.
«Σέ κοιλιά γεμάτη δέν ὑπάρχει γνώση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: «Ὅπως ἀκολουθοῦν σέ ἐκείνους πού σπέρνουν δάκρυα τά δεμάτια τῆς ἀγαλλιάσεως, ἔτσι ἀκολουθεῖ ἡ χαρά, στήν κακοπάθεια γιά τόν Θεό», ἀμέσως ἔρχεται χαρά. «Καί μακάριος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔκλεισε τό στόμα του σέ κάθε ἡδυπάθεια πού τόν χωρίζει ἀπό τόν δημιουργό Του».
Εἶναι γραμμένο στό Γεροντικό ὅτι ρώτησε ἕνας ἀδελφός  κάποιο Γέροντα λέγοντας: «Τί εἶναι ἡ ταπείνωση»; Γιατί εἴπαμε κακοπάθεια καί ταπείνωση εἶναι αὐτά πού καθαρίζουν τόν ἄνθρωπο. Πῶς φτάνει κανείς στήν ταπείνωση γιά νά ἔχει καί τήν πλήρη κάθαρση; «Κι ὁ Γέροντας εἶπε: Ἡ ταπείνωση εἶναι μεγάλο καί θεϊκό ἔργο. Ὁ δέ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση εἶναι οἱ σωματικοί κόποι». Βλέπετε, οἱ κόποι οἱ σωματικοί βοηθᾶνε καί στήν ταπείνωση. Ἐκτός πού αὐτοί καθεαυτοί καθαρίζουν τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή ὁδηγοῦν στήν ταπείνωση καθαρίζεται ἐπιπλέον ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ψυχικῆς ταπείνωσης. «Ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση εἶναι οἱ σωματικοί κόποι πού γίνονται μέ έπίγνωση». Ξέρεις τί κάνεις δηλαδή. Δέν τό κάνεις ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια ἤ αὐταρέσκεια. Νά πεῖς νήστεψα, νά συγχαρεῖς τόν ἑαυτό σου. Ἀλλά νά βοηθήσεις τόν ἑαυτό σου νά ταπεινωθεῖ καί νά καθαριστεῖ. Δεύτερον «τό νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό ὅλη τήν κτίση», ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό τά κτίσματα καί ἀπό τούς δαίμονες καί τρίτον «τό νά προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα». Αὐτά τά τρία πράγματα ὁδηγοῦν στήν ταπείνωση. Μέσα σ’ αὐτά τά τρία διαπιστώνουμε ὅτι εἶναι πάλι ἡ κακοπάθεια. Μόνο αὐτά, ἄν ἀκολουθήσει κανείς, εἶναι ἀρκετό γιά νά κάνει ἐργασία, πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία.
Ἡ ἀδιάλειπτη ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ κακοπάθεια συνδυασμένη μέ τήν ταπείνωση καί τήν προσευχή προσπορίζει τελικά στόν ἀγωνιστή τή θεία Χάρη καί μαζί μ’ αὐτή ἔρχονται καί ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Ἐρ.: ................... κατά πόσο ἡ δικαιοσύνη σέ κάποιους ἀνθρώπους ἔρχεται μετά ἀπό πολύ καιρό....................
- Ἀπ.: Ἄν δέν τούς βρεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτή τή ζωή, σίγουρα θά τούς βρεῖ στήν ἄλλη καί ἐκεῖ εἶναι πολύ πιό δύσκολα τά πράγματα. Μᾶς συμφέρει νά μᾶς βρεῖ ἐδῶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ξεκάθαρα. Τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό καί τούς πᾶνε ὅλα καλά, μήν τούς χαίρεστε, οὔτε νά τούς ζηλεύετε. Δέν τούς πᾶνε καθόλου καλά στήν πραγματικότητα! Γιατί μέσα τους, σίγουρα, 1000% δέν ἔχουν χαρά. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ἔχουν χαρά. Ἐξωτερικά φαίνονται χαρούμενοι, «χαζοχαρούμενοι», γιατί εἶναι κενόδοξοι καί δέν θέλουν νά τούς θεωροῦν κακομοίρηδες. Μήν παραξενευτεῖτε ὅμως ἄν ἀκούσετε πώς αὐτοκτόνησαν, ἀπό ‘ἀξιοπρέπεια’. Ἐκεῖ τούς πάει ὁ διάβολος. Δέν εἶναι ζωή αὐτή...
Μία πλούσια -ἡ Ὡνάση νομίζω- παραδέχτηκε ὅτι μία μέρα στή ζωή της δέν εἶχε χαρά. Πού τά εἶχε ὅλα! Τῆς πηγαίνανε ὅλα καλά. Πολύ καλά. Οὔτε μιά μέρα δέν χάρηκε.
Μή μᾶς παρασέρνουν αὐτά τά ἐξωτερικά. Καλά πᾶνε τά πράγματα, ὅταν ἔχουμε θλίψεις. Σημαίνει δηλαδή ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει, μᾶς θεωρεῖ γνήσια παιδιά Του. «Ὅν ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται» (Ἑβρ. 12,6). Μᾶς παραδέχεται σάν παιδιά Του. Δέν θέλουμε νά θεωρούμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ; Ὅλοι τό θέλουμε. Δέν θέλει κανείς νά εἶναι ἀπόπαιδο.
Μπορεῖ κάποιος νά περνάει ἐξωτερικά καλά, οὐσιαστικά ὅμως δέν περνάει καλά οὔτε ἐδῶ, ἀλλά στήν ἄλλη ζωή σίγουρα δέν θά περάσει καλά. Καθόλου καλά. Γιατί θά εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ.
Ὁ Θεός εἶναι μακρόθυμος, μᾶς περιμένει. Ἀλλά ἔχει καί κάποιο ὅριο. Τούς ἀνθρώπους στήν ἐποχή τοῦ Νῶε, τούς περίμενε ἑκατό χρόνια. Ἔβαλε τόν Νῶε πάνω στό βουνό νά φτιάχνει ἕνα καράβι καί νά λέει: Ξυπνᾶτε, θά ἔρθει κατακλυσμός, θά πνιγοῦμε. Καί τόν κοροϊδεύανε: Πάει, τό ἔχασε τό μυαλό του ὁ Νῶε. Ἀκόμα καί οἱ ἴδιοι οἱ τεχνίτες πού ἔφτιαχναν τήν Κιβωτό, πνίγηκαν. Ἐνῶ φτιάξανε τήν Κιβωτό, πνίγηκαν! Τό σκεφτήκατε αὐτό; Δέν σώθηκαν γιατί καταφρόνησαν τόν Δίκαιο. Ὁ Θεός μᾶς προειδοποιεῖ: Προσέξτε αὐτό, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο.. Τίποτα. Μᾶς στέλνει καί μᾶς διάφορους ‘Νῶε’ νά φωνάξουνε: Ἐτοιμαστεῖτε. Τίποτα. Κάποια στιγμή ξεχειλίζει τό ποτήρι. Νομίζετε αὐτή ἡ κατάσταση θά πάει πολύ; Ἔχουμε γίνει Σόδομα καί Γόμορρα καί νομίζουνε οἱ νέοι -καί οἱ γέροι τώρα, ὄχι μόνο οἱ νέοι- ὅτι δέν ὑπάρχει τιμωρία, μποροῦνε νά κάνουνε τά πάντα. Δέν εἶναι ἔτσι. Θά τά βροῦνε ὅλα μπροστά τους.
Ὁ σύγχρονος Ἅγιος Σεραφείμ τῆς Βίριτσα τό ἔλεγε αὐτό: οἱ νέοι θά βλέπουν τήν ἀτιμωρησία καί θά νομίζουν ὅτι δέν ὑπάρχει τιμωρία, δέν ὑπάρχει Θεός καί θά γεμίσει ἡ κόλαση ἀπό νέους στούς ἔσχατους χρόνους. Δέν θά βρίσκεις νέο παρθένο, ἁγνό, καθαρό παιδί, ὅπως θέλει ὁ Θεός δηλαδή. Αὐτή ἡ Γερόντισσα Σοφία, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, αὐτά ἔλεγε. «Ἐκάκινε ὁ κόσμος καί δέν τιμᾶται ἡ παρθενία». Ἦταν Πόντια καί τά ἔλεγε ποντιακά. «Καί τά ἀγόρια δέν μετανοοῦν». Μήπως τά κορίτσια μετανοοῦν; Μακάρι. Ἔλεγε καί τό ἄλλο: «Δέν θά μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά ζήσουν μαζί». Καί τό βλέπουμε. Ὅλοι χωρίζουνε. Νέα παιδιά καί χωρίζουν. Γιατί ἐπειδή δέν γνωρίστηκαν, ὅπως λένε; Γνωρίζονται δέκα χρόνια καί μετά χωρίζουνε.
- Ἐρ.: .........................
- Ἀπ.: Γιά νά μήν αὐξηθεῖ ἡ κόλασή τους, δέν τούς δίνει ὁ Θεός θλίψεις, γιατί ἄν τούς δώσει θλίψεις, θά βλασφημήσουν ἀκόμα χειρότερα ἀπ’ ὅ,τι βλασφημοῦν δηλαδή καί θά πᾶνε ἀκόμα πιό βαθιά στήν κόλαση. Ἀκόμα μεγαλύτερο βασανισμό δηλαδή θά δεχτοῦν. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μιλοῦσε μέ παραβολές. Γιά νά μήν παίρνουν ἀκόμα μία ἁμαρτία αὐτοί πού ἦταν ἀδιάφοροι. Πολλοί πηγαίνανε στόν Χριστό ἀπό περιέργεια, δέν εἶχαν νά κάνουν τίποτα ἄλλο ἤ καί γιά πλάκα ἤ καί ἀπό πονηρία. Γιά νά πιάσουν ἕναν λόγο καί νά Τόν καταδώσουν στούς Ρωμαίους ἤ στούς Φαρισαίους. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος τούς μιλοῦσε μέ ἱστοριοῦλες καί ὅποιος εἶχε ἐνδιαφέρον, πήγαινε στή τέλος καί ρωτοῦσε: «Τί ἐννοεῖς Δάσκαλε; Ἐξήγησέ μας. Φράσον ἡμῖν τήν παραβολήν». Ἀλλά πόσοι ἦταν αὐτοί; Ἐλάχιστοι.
Πολλοί πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία. Ἀκοῦμε παραβολές, καταλαβαίνουμε τίποτα; Κάτι φιλοσοφικο-ιστορικο-θεολογικά πράγματα, ἀπό τά ὁποῖα δέν συγκρατοῦμε σχεδόν τίποτα καί ἀναρωτιόμαστε –Γιατί δέν μᾶς τά λένε ξεκάθαρα; Γιατί δέν θέλουν νά ἀκούσουν. Ἄν τούς τά ποῦνε ξεκάθαρα πόσοι θά ἀκούσουν ἀπό αὐτούς καί ἀπό αὐτές πού εἶναι ἀπό κάτω; Μόνο ἀπό τόν τρόπο πού εἶναι ντυμένες οἱ γυναῖκες, καταλαβαίνεις πόσο ἀκοῦνε τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁπότε καί ὁ Θεός δέν μᾶς δίνει κήρυγμα. Δέν πρέπει νά παραπονιόμαστε.
Γιατί μᾶς δίνει τέτοιους ἡγέτες πού ἔχουμε; Ὑπάρχει πνευματικός νόμος. Οἱ ἡγέτες ἀντικατοπτρίζουν τόν λαό. Ὅ,τι εἶναι ὁ λαός, εἶναι καί οἱ ἡγέτες. Ἐπειδή εἶναι διεφθαρμένος ὁ λαός, εἶναι διεφθαρμένοι οἱ ἡγέτες. Δέ φταῖνε οἱ ἡγέτες πού διεφθάρη ὁ λαός, γιατί ὁ λαός τούς βγάζει, ὁ λαός φταίει. Βλέπετε τώρα προωθοῦνται οἱ ἀριστεροί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄθεοι. Τό δηλώνουν, δέν τούς συκοφαντοῦμε τούς ἀνθρώπους. Τό λένε μόνοι τους, ἔτσι δέν εἶναι; Θέλουν νά καταργήσουν τήν προσευχή, τά θρησκευτικά νά τά κάνουμε μιά ἐπιστημονική παρουσίαση τοῦ φαινομένου τῆς θρησκείας... Τό λένε. Δέν θά μαθαίνουν τά παιδιά τήν πίστη τους στό σχολεῖο. Ἄς εἶναι 98% ὀρθόδοξοι καί γι’ αὐτό τά στέλνουν οἱ γονεῖς στό σχολεῖο. Θά μάθουνε ὅτι κατάγονται ἀπό τόν χιμπατζή κ.λ.π. Γιατί προωθοῦνται αὐτοί; Ποιός τούς προωθεῖ; Ὁ λαός δέν τούς προωθεῖ μέ τήν ψῆφο του;
Μετά μήν παραπονιόμαστε, ἄν μᾶς ἔρθουν αὐτά πού λέει ἐδῶ καί ὁ Ἱερομόναχος Ἀνδρόνικος, Ἀρχιεπίσκοπος Πέρμ, ὁ ὁποῖος ἦταν τά χρόνια πρίν τόν κομμουνισμό πού ἦρθε στή Ρωσία τό 1917, ὅπου ἐπικράτησε ἡ ἀθεΐα. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτά πού ζοῦμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς τά ζοῦμε ἀκόμα πιό ἔντονα, ἀκόμα χειρότερα. Περιγράφει τήν κατάσταση τῆς Ρωσίας πρίν ἔρθει ὁ Κομμουνισμός, πρίν ἐπικρατήσει δηλαδή ὁ ὑπαρκτός σοσιαλισμός -γιά τόν ὁποῖο μιλάει καί τό κόμμα πού προωθεῖται. Τότε πού ἀνατίναζαν τίς Ἐκκλησίες, τίς βεβήλωναν κ.λ.π. Λοιπόν αὐτό θά ἔρθει σέ μᾶς τώρα, ἄν δέν μετανοήσουμε.
«Τά σημάδια τῆς ἀσέβειας εἶναι φανερά στή ζωή τοῦ λαοῦ μας. Ὅλοι βλέπουμε μέ θλίψη τά μεθύσια, τούς ξυλοδαρμούς μέχρι θανάτου, τήν κραιπάλη καί τήν ἀκολασια, ἰδιαίτερα τῶν νέων, τήν κατάπτωση τῶν οἰκογενειακῶν ἠθῶν -ὑπάρχει οἰκογένεια σήμερα;- προπάντων τήν ἀνυποταξία τῶν παιδιῶν στούς γονεῖς, τό ἐξεζητημένο ἤ καί ἔξαλλο ντύσιμο, τήν αἰσχρή καί ἀντικοινωνική συμπεριφορά, τή σκληρότητα καί τήν ἐκδικητικότητα, τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη. Ὅλα αὐτά δείχνουν τήν ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Θεό. Τά παιδιά καί οἱ νέοι μεγαλώνουν χωρίς κανέναν ἐλπιδοφόρο καί αὐστηρό κανόνα διαγωγῆς. Στά πρόσωπά τους εἶναι ζωγραφισμένη ἡ σκληρότητα. Τί θά γίνει λοιπόν; Ἀργότερα ὅταν ἡ σκληρότητα τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, τῆς ἀνελέητης ζωῆς θά βάλει πάνω τους καί τή δική της σφραγίδα, καθῶς αὐτοί θά κυνηγοῦν τίς ὑλικές ἤ μᾶλλον τίς κτηνώδεις ἀπολαύσεις -θά γίνουν κτήνη, ἀποκτήνωση- γιατί τό ξέφρενο κυνηγητό τῶν ἀπολαύσεων ἀποτελεῖ τό χαρακτηριστικό ἰδεοληπτικό γνώρισμα τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, πού ἔχουν ἀπαρνηθεῖ τίς ὑψηλές, τίς πνευματικές ἀξίες».
Ἀκριβῶς αὐτό συμβαίνει καί σήμερα. Τί κυνηγᾶνε οἱ νέοι σήμερα; Τίς ἀπολαύσεις. Τό γενετήσιο, τό σέξ ἔχει γίνει θεός. «Ὅλα αὐτά εἶναι περισσότερο ἀπό θλιβερά. Εἶναι ἀπογοητευτικά καί δυσοίωνα. Ἀγωνιῶ γιά τό μέλλον τοῦ λαοῦ μας». Τά ἔλεγε ὁ ἅγιος λίγα χρόνια πρίν. Μετά ἦρθε ὁ ὑπαρκτός σοσιαλισμός καί τόν σκότωσε! Εἶναι μάρτυρας, ἱερομάρτυρας. Γιά νά μή φτάσουμε ἐκεῖ, θά πρέπει νά μετανοήσουμε καί νά τό ποῦμε καί στούς ἄλλους. Θά πεῖτε εἶναι ἀρκετό ἐμεῖς νά μετανοήσουμε; Εἶναι. Θυμηθεῖτε δέκα δίκαιοι ἄν ὑπῆρχαν στά Σόδομα καί στά Γόμορρα, δέν θά τά κατέστρεφε ὁ Θεός, ἀλλά δέν ὑπῆρχαν. Ὅσο γίνεται περισσότερο νά τό λέμε καί στούς ἄλλους, γιατί ἀλλιῶς θά ἔρθουν αὐτές οἱ ἀκούσιες θλίψεις ὡς συνέπεια τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Αὐτό πού λέγαμε ὅτι κάθε ἁμαρτία ἔχει μισθαποδοσία. Λέει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὅτι καί ἕνας λογισμός πού κάνεις, ἔχει ἀμέσως τήν μισθαποδοσία του. Ὅπως καί κάθε καλό πού κάνουμε γιά τόν Θεό κι αὐτό ἔχει μισθαποδοσία.
- Ἐρ.: .........................
- Ἀπ.: Εἶναι πόλεμος πού μᾶς κάνει ὁ πονηρός. Μή νομίζετε ὅτι εἶναι δικό μας. Θά πρέπει νά τό ποῦμε στόν Πνευματικό καί ὅ,τι μᾶς πεῖ ὁ Πνευματικός μας νά κάνουμε. Καί οἱ ἀσκητές ἔχουν τόν πόλεμο τῆς ἀκηδίας. Βαρεμάρα, μπούχτισμα, νά μήν ἔχεις ὄρεξη νά κάνεις τίποτα. Ἔρχεται αὐτό. Καί στούς ἁγίους ἐρχότανε καί συνεχῶς πάλευαν μέ τήν ἀκηδία. Ἰδίως πιάνει ἐκείνους πού εἶναι μόνοι τους. Αὐτοί πού εἶναι στό κοινόβιο δέν πιάνονται τόσο πολύ ἀπό τήν ἀκηδία, γιατί ὑπάρχει συναναστροφή μέ ἄλλους, κάπου ξεχνιοῦνται... δέν χρειάζεται νά τούς πολεμήσει μ’ αὐτόν τόν τρόπο, τούς πολεμάει μέσω τῶν ἄλλων ἀδελφῶν. Ἀλλά, ἄν εἶσαι μόνος σου, σέ πολεμᾶνε οἱ δαίμονες μετά. Εἴτε λοιπόν οἱ θλίψεις εἶναι ἀπό τούς ἄλλους ἀδελφούς, εἴτε εἶναι ἀπό τούς δαίμονες, θά πρέπει νά κάνουμε πολύ ὑπομονή. Νά μήν ἀφήνουμε τόν ἀγώνα.
Μοῦ ἦρθε ἕνας λογισμός ὅτι βαριέμαι, τί θά κάτσω ; Ὄχι. Συρόμενος θά κάνω τόν κανόνα μου. Θά τόν κάνω. Αὐτή εἶναι ἡ βία γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ Χριστός μας: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11,12). Ἅμα ἀφεθοῦμε; Δέν πρόκειται νά κάνουμε τίποτα. Οὔτε θά ξυπνήσουμε νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, οὔτε θά σηκωθοῦμε νά κάνουμε τίς μετάνοιές μας... Τίποτα. Δέν ὑπάρχει περίπτωση. Τό σῶμα θά σοῦ πεῖ ‘Τώρα εἶσαι ὄρθιος, δέν εἶναι καλύτερα νά κάτσεις’; Ὅταν κάθεσαι θά σοῦ πεῖ ‘Δέν εἶναι καλύτερα νά ξαπλώσεις’; Ὅταν ξαπλώσεις θά σοῦ πεῖ ‘Κλεῖσε καί τό ξυπνητήρι, νά μή σέ ξυπνήσει’. Ἔτσι γίνεται κι ἄν ἀφεθοῦμε σ’ αὐτό, καταστραφήκαμε.
Γι’ αὐτό εἶπε ὁ ἅγιος Ἰσαάκ προσέξτε τήν ἀργία καί τήν ραθυμία.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου