Η διαφοροποίηση νοήματος από τους αρχαίους φιλοσόφους
Του π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Ο Χριστός είπε: «έσεσθε ουν
υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστίν»
(Ματθαίος ε΄, 48). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστιανός πρέπει, με την Χάρη
του Θεού, να ανέρχεται συνεχώς τις βαθμίδες της πνευματικής τελειώσεως.
Βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για στάδια
τελειώσεως, δεν εννοούμε κάποια σταθερά σημεία, κάποια χρονικά ή τοπικά
στάδια, αλλά πρόκειται για το πώς ενεργεί η Χάρη του Θεού στον άνθρωπο. Η
άκτιστη Χάρη του Θεού ενεργεί σε όλη την κτίση και στον άνθρωπο. Όταν η
Χάρη του Θεού καθαρίζει τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, όταν τον φωτίζει
λέγεται φωτιστική και όταν τον Θεώνει λέγεται Θεοποιός.
Αυτό το βλέπουμε στην Αγία Γραφή όπου
γίνεται λόγος για κάθαρση του ανθρώπου: « καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός
μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β΄
Κορινθίους ζ, 1).
Ένα χαρακτηριστικό χωρίο, στο οποίο
φαίνονται τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως υπάρχει στην Α’ προς
Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου: «αλλά απελούσασθε, αλλά
ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω
Πνεύματι του Θεού ημών» (Α Κορινθίους στ’, 11). Το «απελούσασθε» είναι η
κάθαρση, το «ηγιάσθητε» είναι ο φωτισμός και το «εδικαιώθητε» είναι η
θέωση.
Έπειτα, ο Χριστός είναι Φως και όσοι
συνδέονται μαζί Του λαμβάνουν Φως και είναι φωτεινοί. Ο Χριστός είπε
στους Μαθητές Του: «υμείς εστε το φως του κόσμου» (Ματθαίος ε: 14) και
«ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα
καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθαίος
ε: 16).
Μέσα στα πλαίσια αυτά κινούνται οι Άγιοι
Πατέρες. Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης κάνει λόγο για κάθαρση,
φωτισμό και τελείωση. Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής συνεχώς ομιλεί για
πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία και μυστική θεολογία. Ο άγιος Συμεών ο
Νέος Θεολόγος γράφει τα τιτλοφορούμενα πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια,
ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνει λόγο για φυσικά, θεολογικά, ηθικά και
πρακτικά κεφάλαια κ.ο.κ.
Ο άνθρωπος στην πορεία του προς την
θέωση κατ’ αρχάς μετέχει της καθαρτικής ενεργείας, έπειτα της φωτιστικής
ενεργείας και τέλος της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Και, βεβαίως,
υπάρχουν αυξομειώσεις στην πορεία αυτή. Η κάθαρση συνίσταται στην
αποβολή των λογισμών από την καρδιά του ανθρώπου, ώστε εκεί να
παραμείνει ένας μόνο λογισμός: το όνομα του Χριστού. Συγχρόνως,
καθαρίζεται το παθητικό της ψυχής, ήτοι η επιθυμία και ο θυμός. Στην
συνέχεια, φωτισμός του νου είναι όταν ο νους του ανθρώπου ξεχωρίζεται
από την λογική και ελλάμπεται από την Χάρη του Θεού, οπότε έχει νοερά
προσευχή και ο φωτισμένος νους διευθύνει το παθητικό μέρος της ψυχής.
Ενώ υπάρχει μια πορεία ανόδου από την
κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση, συγχρόνως μπορεί να υπάρξει και μια
πορεία καθόδου. Δηλαδή, η θεοπτική εμπειρία παραμένει για μικρό η
μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ο άνθρωπος, στην συνέχεια, κατέρχεται
στον φωτισμό. Υπάρχει και περίπτωση ο άνθρωπος να χάσει τον φωτισμό και
να αρνηθεί τον Χριστό στην πράξη, οπότε μετά συγκαταλέγεται μεταξύ των
μετανοούντων.
Αυτή, σε γενικές γραμμές, είναι η
διδασκαλία των Πατέρων για τα στάδια ή βαθμούς της πνευματικής
τελειώσεως. Στην συνέχεια θα αναλυθεί περισσότερο αυτή η πνευματική
πορεία.
Καίτοι δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η
θεολογία περί πνευματικής τελειώσεως είναι διάχυτη μέσα στην
βιβλικοπατερική παράδοση, εν τούτοις μερικοί διατείνονται ότι οι
Απόστολοι και οι Πατέρες επηρεάσθηκαν στον τομέα αυτόν από την αρχαία
Ελληνική φιλοσοφία και, κυρίως, τον νεοπλατωνισμό, ο οποίος αναφερόταν
στα θέματα αυτά.
Είναι γεγονός ότι, η λέξη και η έννοια
της καθάρσεως συναντάται στην αρχαία τραγωδία, η οποία απέβλεπε στο να
καθαρίσει την ψυχή του θεατή από τα πάθη, με έλεος και φόβο, και στην
συνέχεια να οδηγήσει τον θεατή, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, σε ανώτερη
κατάσταση από εκείνη στην οποία βρισκόταν πριν από την παρακολούθηση της
τραγωδίας.
Επίσης, τον όρο «κάθαρση» τον
χρησιμοποιούσε και ο Πλωτίνος και γενικά ο νεοπλατωνισμός, αλλά τον
προσδιόριζε ως φυγή της ψυχής από τον αισθητό κόσμο και το σώμα, για να
φθάσει στον αγέννητο κόσμο των ιδεών. Έτσι, η ανδρεία καθαρίζει τον
άνθρωπο από τον φόβο του θανάτου και η μεγαλοψυχία από τα φθαρτά
πράγματα. Επίσης, ο όρος «έλλαμψη» συναντάται στον Πλάτωνα, σύμφωνα με
τον οποίον όταν ο άνθρωπος ασχολείται συνεχώς με την ουσία του αγαθού,
αιφνιδίως ανάβει ένα φως στην ψυχή και αποκτά την γνώση του αγαθού.
Έτσι, η έλλαμψη και ο φωτισμός, κατά τον Πλάτωνα και τους
Νεοπλατωνικούς, είναι η γνώση ανελλάμψεως των αρχετύπων των όντων, που
είναι οι αγέννητες ιδέες.
«Υπάρχει μία άποψη, ότι η διδασκαλία
περί τελειότητος, κατά τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι
ειδωλολατρικής προελεύσεως και ότι τάχα οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν
επηρεασμένοι από τις διακρίσεις αυτές μεταξύ καθάρσεως, φωτισμού και
Θεώσεως -διότι υπάρχουν παράλληλα και στον νεοπλατωνισμό- υπάρχει σαφής
αυτός ο διαχωρισμός δηλαδή των σταδίων της τελειώσεως. Και λόγω μιας
ομοιότητας αυτών των δύο, οι δικοί μας έχουν υιοθετήσει την άποψη αυτή,
που κυρίως προέρχεται από μελέτες που έχουν κάνει οι Προτεστάντες.
Δηλαδή, οι Προτεστάντες αφού έχουν
απορρίψει τον μοναχισμό και υιοθέτησαν ή τον απόλυτο προορισμό του
Καλβίνου ή την διδασκαλία του Λουθήρου περί σωτηρίας του ανθρώπου δια
μόνης της πίστεως κλπ., και είναι αντιμέτωποι ενός μοναχισμού της
παραδόσεως που συνάντησαν (Φραγκολατίνων), η οποία εβασίζετο σε
αξιομίσθιες, εφ’ όσον ανακάλυψαν ότι η διδασκαλία περί αξιομισθιών είναι
εσφαλμένη διδασκαλία, γι’ αυτόν τον λόγο κατήργησαν και την αγαμία, τον
μοναχισμό. Μαζί με αυτά ο Λούθηρος, κυρίως, και ο Καλβινος, είχανε
μεγάλη απήχηση εναντίον των σταδίων της τελειότητος. Μετά, οι Ιστορικοί
Προτεστάντες ασχολήθηκαν με το θέμα και χάρηκαν τόσο πολύ όταν βρήκαν
την καταπληκτική ομοιότητα μεταξύ της πατερικής διδασκαλίας και της
διδασκαλίας των ειδωλολατρών, και ισχυρίσθηκαν ότι είναι ειδωλολατρικής
προελεύσεως τα περί σταδίων τελειώσεως.
Και γι’ αυτό οι δικοί μας, οι οποίοι
πηγαίνουν με τόση μεγάλη όρεξη και σπουδάζουν -δεν λέω να μην πάνε να
σπουδάσουν, τουλάχιστον να πάνε με κρίση να σπουδάσουν, γιατί πηγαίνουν
χωρίς κρίση στα ξένα Πανεπιστήμια και βλέπεις τώρα εκεί τα συγγράμματα
των Ορθοδόξων θεολόγων γεμάτα, παντού βλέπεις αυτήν την ιδέα, ότι η
Εκκλησία έχει επηρεασθεί από τους ειδωλολάτρες και συγκεκριμένα περί των
σταδίων της τελειώσεως».
θα δούμε όμως στην συνέχεια ότι οι
Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες χρησιμοποιούσαν αυτές τις λέξεις -κάθαρση,
φωτισμός, θέωση- αλλά προσέδιδαν εντελώς διαφορετική σημασία σε αυτές,
από ό,τι οι αρχαίοι φιλόσοφοι, άλλωστε, αυτό γίνεται και σε πολλούς
άλλους όρους, όπως την ουσία, την ενέργεια, το πρόσωπο, την απάθεια, το
τριμερές της ψυχής, το ανώτατον Ον κλπ. Οπότε, δεν πρέπει να ερευνούμε
και να εξετάζουμε ότι αυτοί οι όροι χρησιμοποιήθηκαν από την αρχαία
φιλοσοφία, αλλά να βλέπουμε το ιδιαίτερο νόημα το οποίο προσέδωσαν σε
αυτούς οι Άγιοι Πατέρες.
Η πατερική διδασκαλία περί των σταδίων η
βαθμών της πνευματικής τελειώσεως διαφέρει σαφώς από ανάλογες
διδασκαλίες των αρχαίων φιλοσόφων.
«Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονται
την πραγματικότητα της ανθρώπινης τελείωσης στην θεωρία μέσα στην
πλατωνική, νεοπλατωνική ή αυγουστίνια συνάφεια της ευτυχίας. Ο
προορισμός του ανθρώπου δεν είναι η ικανοποίηση εγωιστικών επιθυμιών με
την κατοχή τού τι κάνει έναν ευτυχισμένο, αλλά μάλλον η μεταμόρφωση του
εαυτού που ζητά φιλαυτία, σε αγάπη η οποία δεν ζητεί τα εαυτής. Έτσι, η
πρόοδος προς την τελείωση είναι χωρίς τέλος και σε αυτήν την ζωή και
στην ερχόμενη.
Αυτό σημαίνει ότι η θεωρία καθ’ εαυτή
δεν είναι μια εγγύηση εναντίον της αμαρτίας και της πτώσης στα πρώτα ή
στα κατοπινά της στάδια. Έτσι, είναι πολύ πιθανόν -χωρίς αυτό να
αποτελεί καμιά μομφή ατέλειας εναντίον του Θεού ή τών κτισμάτων Του- για
τον σατανά, τους αγγέλους και τον άνθρωπο, να πέσουν από την μια
κατάσταση ή κατώτερο επίπεδο της θεωρίας».
Η Εκκλησία αποβλέπει στην θεραπεία του
ανθρώπου, αφού πρέπει η φιλαυτία να γίνει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία και η
ιδιοτελής αγάπη να γίνει ανιδιοτελής. Αυτό γίνεται με την ενέργεια του
Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου, δηλαδή με την θεολογική έννοια της
συνέργειας.
Εάν σε κάθε επιστήμη απαιτείται μέθοδος
για την επίτευξη του στόχου της, το ίδιο συμβαίνει και στην
εκκλησιαστική ζωή. Για να υπάρξει επιτυχία, απαιτείται ανταπόκριση του
ανθρώπου στην αγάπη του Θεού, και αυτός ο στόχος εκπληρώνεται με τα
στάδια της πνευματικής τελειώσεως.
Πηγή:
“Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις
προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ.
Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
http://omothimadon.gr/?p= 36159#more-36159
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου