Σελίδες

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

«Θεωρητικό» μέρος β΄ τελευταῖο


Ὅσιος Θεόδωρος Ἐδέσσης

Δέ θά παραλείψομε νά κάνομε λόγο καί γιά φόβο. Ὅσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ θεος ἔρωτας, τόσο μεγαλώνει μαζί καί ὁ φόβος. Γιατί ὅση εἶναι ἡ ἐλπίδα νά ἐπιτύχομε τό Ἀγαθό (ἡ ὁποία κεντᾶ τούς πληγωμένους ἀπό τό θεῖο ἔρωτα περισσότερο ἀπό τίς ἀπειλές μυρίων κολάσεων, γιατί τό νά ἐπιτύχομε τό Ἀγαθό προξενεῖ μακαριότητα), τόσος εἶναι καί ὁ φόβος νά τό χάσομε, πράγμα πού εἶναι ἀθλιότατο. Γιά νά συνεχιστεῖ ὁ λόγος μας, ἄς ἐξετάσουμε τό σκοπό. Γιατί θεωρεῖται ὅτι στό κάθε τί, ὁ σκοπός του εἶναι πού καθορίζει καί τή διαίρεση τῶν ἐπιμέρους στοιχείων καί τήν διάταξη αὐτῶν. Σκοπός λοιπόν τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ μακαριότητα, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἤ τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό σημαίνει, ὄχι μόνο νά βλέπομε τήν βασιλικότατη, ἄς ποῦμε, Τριάδα, ἀλλά ἐπιπλέον νά δεχόμαστε τήν ἔκχυση τῆς θείας χάρης καί νά πάσχομε, κατά κάποιο τρόπο, τή θέωση· καί ὅ,τι ἐλλιπές ἤ ἀτελές ἔχομε μέσα μας, νά ἀναπληρώνεται καί νά τελειοποιεῖται μέ τήν ἔκχυση τῆς χάρης. Καί αὐτό εἶναι ἡ τροφή τῶν νοερῶν ὑπάρξεων, ἡ ἀναπλήρωση τῶν ἐλλείψεων μέ αὐτή τήν ἔκχυση τῆς χάρης. Καί εἶναι ἕνας κύκλος αἰώνιος πού ἀρχίζει ἀπό ἕνα σημεῖο καί καταλήγει στό ἴδιο. Γιατί ὅσο κανείς νοεῖ, τόσο καί ἐπιθυμεῖ· καί ὅσο ἐπιθυμεῖ, τόσο ἀπολαμβάνει· καί ὅσο ἀπολαμβάνει, τόσο περισσότερο νοεῖ καί ἀρχίζει πάλι τήν ἀκίνητη κίνηση, ἤ ἀλλιῶς τήν ἀκίνητη ἀκινησία. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας, ὅσο μᾶς εἶναι ἐφικτό νά ἐννοήσομε· ἄς ἐξετάσομε πῶς θά φτάσομε σ᾿ αὐτόν.
Στίς λογικές ψυχές πού εἶναι νοερές οὐσίες καί λίγο μόνο κατώτερες ἀπό τούς ἀγγέλους, ὁ παρών βίος ἔχει δοθεῖ ὡς ἀγώνας καί τόπος ὅπου γίνεται προσπάθεια γιά τή νίκη. Ἔπαθλο εἶναι ἡ θεία κατάσταση πού ἀναφέραμε, δῶρο ἀντάξιο τῆς θείας ἀγαθότητας καί δικαιοσύνης, ἀπό τή μία, γιατί φαίνεται ὅτι ἀπό τούς κόπους του κερδίζει κανείς αὐτά τά ἀγαθά, κι ἀπό τήν ἄλλη, γιατί ἡ ἀφθονοπάροχη θεία δύναμη ὑπερνικᾶ κάθε κόπο. Ἄλλωστε καί τό νά μπορεῖ κανείς καί τό νά πράττει τό ἀγαθό, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Ποιός λοιπόν εἶναι ὁ ἐδῶ ἀγώνας; Ἡ λογική ψυχή ἔχει ἑνωθεῖ μέ σῶμα ὅμοιο μέ τῶν ζώων, πού ἔχει τήν ὕπαρξη ἀπό τή γῆ καί στρέφεται πρός τά κάτω. Καί ἔχει τόσο ἑνωθεῖ ἡ ψυχή μέ τό σῶμα, ὥστε νά γίνει ἕνα ἀπό αὐτά τά δύο τελείως ἀντίθετα, χωρίς μεταβολή –πρός Θεοῦ– ἤ σύγχυση τῶν μερῶν, ἀλλά ἀπό τά δύο φυσικά μέρη νά γίνει μία ὑπόσταση μέ δύο τέλειες φύσεις. Ἔτσι λοιπόν σύνθετος ἀπό δύο διαφορετικές φύσεις ὁ ἄνθρωπος, ἐνεργεῖ ἐκεῖνα πού ἀνήκουν στήν κάθε μία φύση. Καί τοῦ σώματος ἁρμόδιο εἶναι νά ἀποβλέπει πρός τά ὅμοιά του. Ὁ ἔρωτας αὐτός πρός τά ὅμοια εἶναι φυσικός στά ὄντα, γιατί δῆθεν βοηθεῖται ἀπό αὐτόν ἡ ὕπαρξή τους μέ τή συμβίωση καί τή συναναστροφή μέ αὐτά καί ἡ ἀπόλαυση αὐτῶν μέ τήν αἴσθηση. Ἀκόμη ἐπειδή εἶναι βαρύ τό σῶμα, ἀγαπᾶ τήν ἄνεση. Στή ζωώδη φύση, αὐτά εἶναι κατάλληλα καί ἀγαπητά. Στή λογική ὅμως ψυχή, ἐπειδή εἶναι νοερή οὐσία, φυσικά καί ἐπιθυμητά εἶναι τά νοητά καί ἡ ἀπόλαυσή τους μέσω τῆς νοήσεως. Προπάντων ὁ ἔρωτας πρός τό Θεό εἶναι ἐκ φύσεως ριζωμένος μέσα της. Καί θέλει νά ἀπολαμβάνει τό Θεό καί τά ἄλλα νοητά, δέν μπορεῖ ὅμως νά τό κάνει αὐτό ἀνεμπόδιστα.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος (ὁ Ἀδάμ) μποροῦσε ἀνεμπόδιστα νά ἐννοεῖ καί νά ἀπολαμβάνει τά νοητά μέ τό νοῦ, ὅπως καί τά αἰσθητά μέ τήν αἴσθηση. Εἶχε ὅμως χρέος νά ἀσχολεῖται ὄχι μέ τά χειρότερα, ἀλλά μέ τά ἀνώτερα. Καθώς μποροῦσε νά κάνει καί τά δύο, στό χέρι του ἦταν νά βρίσκεται εἴτε μέ τά νοητά μέσω τοῦ νοῦ, εἴτε μέ τά αἰσθητά μέσω τῆς αἰσθήσεως. Δέ λέω ὅτι ὁ Ἀδάμ δέν ἔπρεπε νά χρησιμοποιεῖ τήν αἴσθηση (γιατί δέν ἔφερε μάταια τό σῶμα)· λέω ὅτι δέν ἔπρεπε νά προσκολλᾶται στά αἰσθητά, ἀλλά βλέποντας τήν ὀμορφιά τους, νά ὁδηγεῖται πρός τό Δημιουργό τους. Καί στό ἑξῆς νά ἀπολαμβάνει τό Θεό μέ θαυμασμό, ἔχοντας διπλές ἀφορμές νά θαυμάζει τόν Κτίστη. Ὄχι ὅμως νά προσκολληθεῖ στά αἰσθητά καί αὐτά νά θαυμάζει καί ὄχι τό Δημιουργό τους, παραμελώντας τό νοητό κάλλος. Τέτοιος λοιπόν πλάστηκε ὁ Ἀδάμ. Ἀφοῦ ὅμως ἔκανε κακή χρήση τῆς αἰσθήσεως, θαύμαζε τό αἰσθητό κάλλος· τοῦ φάνηκε ὁ καρπός ὡραῖος στήν ὅραση καί καλός στή γεύση1, ἔφαγε ἀπ᾿ αὐτόν καί ἄφησε τήν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν. Γι᾿ αὐτό ὁ δίκαιος Κριτής, κρίνοντάς τον ἀνάξιο, ἀφαίρεσε ἀπό αὐτόν τή θεωρία ἐκείνων πού καταφρόνησε, δηλαδή τοῦ Θεοῦ καί τῶν ὄντων, καί ἔβαλε σκότος γιά νά τοῦ ἀποκρύψει τόν ἑαυτό Του2 καί τίς ἄυλες οὐσίες. Γιατί δέν ἔπρεπε νά ἀφήνοται τά ἅγια στούς βέβηλους. Καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα πόθησε αὐτά τοῦ ἄφησε νά ἀπολαμβάνει, δηλαδή νά ζεῖ μέ τήν αἴσθηση καί μέ ἐλάχιστα ἴχνη τῶν θείων στό νοῦ του.
Ἀπό τότε ὁ ἀγώνας μας γιά τά γήινα ἔγινε βαρύτερος, γιατί δέν ἔχομε τήν ἐξουσία νά ἀπολαμβάνομε τά νοητά, ὅπως τά αἰσθητά μέ τήν αἴσθηση, ἄν καί μέ τό βάπτισμα βοηθούμαστε πάρα πολύ, ἐπειδή καθαριζόμαστε καί ὑψωνόμαστε. Ἀλλά, ὅσο εἶναι δυνατόν πρέπει νά ἀσχολούμαστε μέ τά νοητά καί ὄχι μέ τά αἰσθητά, καί ἐκεῖνα νά θαυμάζομε καί νά θέλομε. Ἀπό τά αἰσθητά, κανένα νά μή θαυμάσομε καθ᾿ ἑαυτό, οὔτε νά θελήσομε νά ἀπολαύσομε. Πραγματικά, καμιά ἀξία δέ φαίνεται νά ἔχουν σέ σχέση πρός τά νοητά. Ὅσο πιό θαυμαστή εἶναι ἡ οὐσία τῶν νοητῶν ἀπό τήν οὐσία τῶν αἰσθητῶν, τόσο καί τό κάλλος τῶν νοητῶν εἶναι πιό πολύ τό χειρότερο ἀπό τό ὡραιότερο καί τό ἀτιμότερο ἀπό τό τιμητικότερο, ποιά παραφροσύνη δέν ὑπερβαίνει; Καί αὐτά γιά τά αἰσθητά καί νοητά δημιουργήματα. Ἀλλά τί θά ἔλεγες ὅταν καί ἀπό Ἐκεῖνον πού εἶναι πάνω ἀπό αὐτά, προτιμοῦμε τήν ἄμορφη καί χωρίς κάλλος ὕλης;
Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ ἀγώνας, νά προσέχομε τούς ἑαυτούς μας μέ πολλή ἀκρίβεια, γιά νά ἀπολαμβάνομε πάντοτε τά νοητά, ὑψώνοντας πρός αὐτά τό νοῦ καί τήν ἐπιθυμία, καί ποτέ νά μήν ἐξαπατηθοῦμε ἀπό τά αἰσθητά, ὥστε νά παρασυρθοῦμε ἀπό κάτι αἰσθητό μέσω τῆς αἰσθήσεως καί νά τό θαυμάσομε αὐτό καθ᾿ ἑαυτό. Ἄν εἶναι κάτι πού πρέπει νά χρησιμοποιήσομε καί τήν αἴσθηση, αὐτό εἶναι γιά νά ἀντιλαμβανόμαστε τόν Κριτή ἀπό τά κτίσματα, βλέποντας μέσα σ᾿ αὐτά Ἐκεῖνον, ὅπως βλέπομε μέσα στό νερό τόν ἥλιο. Ἐπειδή ὑπάρχουν στά ὄντα εἰκόνες τοῦ Πρῶτου Αἰτίου ὅλων, ὅσο εἶναι δυνατόν σ᾿ αὐτά. Αὐτό λοιπόν εἶναι τό κατόρθωμα. Ἄς σκεφτοῦμε πῶς θά τό κατορθώσομε. Εἶπαμε λοιπόν ὅτι τό σῶμα ἐπιθυμεῖ νά ἀπολαμβάνει τά συγγενή μέ αὐτό, μέσω τῆς αἰσθήσεως, πράγμα πού εἶναι ἀντίθετο μέ τήν πρόθεση τῆς ψυχῆς, καί ὅσο πιό πολύ δυναμώνει τό σῶμα, τόσο περισσότερο ἐπιθυμεῖ. Γι᾿ αὐτό ἄς φροντίσει ἡ ψυχή νά βάλει χαλινό σέ ὅλες τίς αἰσθήσεις, γιά νά μήν ἀπολαύσομε τά αἰσθητά. Ἐπειδή ὅταν εἶναι πιό ρωμαλέο τό σῶμα, περισσότερο ὁρμᾶ· καί περισσότερο ὁρμώντας, γίνεται ἀκράτητο· γι᾿ αὐτό ἡ ψυχή δύσκολα φροντίζει νά τό νεκρώσει μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, ὀρθοστασίες, χαμαικοιτίες, ἀλουσία καί μέ κάθε ἄλλη κακοπάθεια, ὥστε νά καταμαράνει τή δύναμή του γιά νά τό ἔχει ἥμερο καί πειθήνιο στίς νοερές πράξεις της. Αὐτό εἶναι πού ἔχομε νά κατορθώσομε. Ἐπειδή ὅμως αὐτά εἶναι εὐκολότατο νά τά ὑποσχεθοῦμε, δύσκολο ὅμως νά τά ἐφαρμόσομε, καί εἶναι πολύ περισσότερα τά σφάλματα ἀπό τά κατορθώματα ἀκόμη καί ἄν προσέχει κανείς πάρα πολύ, γιατί συχνά ἡ αἴσθηση ἐξαπατᾶ, γι᾿ αὐτό ἔχει ἐπινοηθεῖ καί τρίτο φάρμακο, ἡ προσευχή καί τά δάκρυα.
Ἡ προσευχή περιέχει εὐχαριστία γιά ὅσα καλά μᾶς ἔχουν δοθεῖ, καί αἴτηση συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων καί ἐνισχυτικῆς δυνάμεως γιά τό μέλλον· γιατί χωρίς τή θεία βοήθεια, ὅπως προείπαμε, τίποτε δέν μπορεῖ νά κατορθώσει ἡ ψυχή. Ἐπίσης, ὁδηγεῖ στήν ἕνωση μέ τόν ποθούμενο Θεό καί τήν ἀπόλαυσή Του, καί τήν ὁλοκληρωτηκή κλίση τῆς βουλήσεως πρός Αὐτόν· τό νά πείσομε τή βούληση νά ἐπιθυμεῖ αὐτά ὅσο τό δυνατόν πιό πολύ, εἶναι τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ κατορθώματος. Καί τά δάκρυα πάλι ἔχουν μεγάλη δύναμη. Γιατί ἐξιλεώνουν τόν Κύριο γιά τά σφάλματά μας καί μᾶς καθαρίζουν ἀπό τίς κηλίδες πού ἀποκτήσαμε ἀπό τήν αἰσθητή ἡδονή καί δίνουν φτερά πρός τόν οὐρανό στήν ἐπιθυμία μας. Καί αὐτά ἔτσι εἶναι. Τό κατόρθωμα λοιπόν εἶναι ἡ θεωρία τῶν νοητῶν καί ὁ τέλειος πόθος τους. Γιά νά τό πετύχομε αὐτό, χρειάζεται ἡ δουλαγώγηση τοῦ σώματος, μέρη τῆς ὁποίας εἶναι ἡ νηστεία, ἡ σωφροσύνη καί ἄλλα, πού γίνονται ὅλα γι᾿ αὐτό τό σκοπό. Καί γιά νά πετύχομε αὐτά, καί μαζί μ᾿ αὐτά, χρειάζεται ἡ προσευχή, καί τό καθένα ἀπό αὐτά μοιράζεται σέ πολλά μέρη· γιατί ὅπως αὐτά χρειάζονται γιά ἄλλα, ἔτσι καί γι᾿ αὐτά χρειάζονται ἄλλα.
Κανείς νά μήν νομίζει ὅτι ἡ φιλοδοξία καί ἡ φιλαργυρία ἀφοροῦν στό σῶμα. Μόνον ἡ φιλιδονία ἀφορᾶ στό σῶμα, ἡ ὁποία βρῆκε κατάλληλο φάρμακο τήν κακοπάθεια τοῦ σώματος. Οἱ ἄλλες δύο κακίες πού εἴπαμε, εἶναι γεννήματα τῆς ἄγνοιας. Γιατί ἡ ψυχή υἱοθετεῖ τά νόθα ἀπό ἔλλειψη ἐμπειρίας τῶν πραγματικά καλῶν καί ἀπό ἄγνοια τῶν νοητῶν. Μέ τόν πλοῦτο νομίζει ὅτι παρηγορεῖ τή φτώχεια· συγχρόνως ὅμως ὁ πλοῦτος ἐπιδιώκεται γιά φιληδονία καί γιά φιλοδοξία, καί καθ᾿ ἑαυτόν, σάν νά ἦταν κάποιο καλό. Αὐτό συμβαίνει ἀπό ἄγνοια τῶν πραγματικά καλῶν. Ἡ φιλοδοξία δέν ὀφείλεται στήν ἀνάγκη τοῦ σώματος – γιατί δέν ἐξυπηρετεῖ διόλου τό σῶμα – ἀλλά στήν ἀπειρία καί τήν ἄγνοια τοῦ Πρώτου Καλοῦ καί τῆς ἀληθινῆς δόξας· αἰτία αὐτῆς καί γενικά ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, εἶναι ἡ ἄγνοια. Γιατί δέν γίνεται ἐκεῖνος πού ἐννόησε σωστά τή φύση τῶν πραγμάτων, ἀπό ποῦ προῆλθε τό καθένα καί ποῦ καταλήγει, κατόπιν νά περιφρονήσει τό σκοπό του καί νά στραφεῖ στά γήινα· γιατί ἡ ψυχή δέν ἐπιθυμεῖ ἐκεῖνο πού φαινομενικά εἶναι καλό. Καί ἄν τυραννεῖται ἀπό τή συνήθεια, μπορεῖ κάλλιστα νά νικήσει καί τή συνήθεια. Ἀλλά ὅταν ἀκόμη ὑπῆρχε ἡ συνήθεια, ξεγελιόταν ἀπό τήν ἄγνοια. Ἑπομένως πρέπει νά φροντίσει γιά τό πρῶτο-πρῶτο ἀγαθό, καί νά ἀποκτήσει ὀρθή ἰδέα περί τῶν ὄντων, καί ἀκολούθως νά δώσει φτερά στή βούληση γιά νά πετάξει πρός τό Πρῶτο Ἀγαθό, νά καταφρονήσει ὅλα τά παρόντα καί νά πληροφορηθεῖ γιά τή μεγάλη ματαιότητα τους. Γιατί, τί μᾶς βοηθοῦν στό σκοπό μας;
Καί γιά νά συνοψίσω, ἕνα μόνο εἶναι τό ἔργο τῆς λογικῆς ψυχῆς μέσα στό σῶμα, νά ἐπιθυμεῖ τόν τελικό της σκοπό. Καί ἐπειδή ἡ ἐνέργεια τῆς βουλήσεως, χωρίς νόηση, εἶναι ἀκίνητη, γι᾿ αὐτό προσλαμβάνομε τή νοερή ἐνέργεια. Ἡ νόηση εἶναι εἴτε γιά χάρη τῆς βουλήσεως, εἴτε καί γιά τόν ἑαυτό της καί γιά τή βούληση· πράγμα πού φαίνεται πιό σωστό. Γιατί ἡ μακαριότητα, τῆς ὁποίας ὄχι μόνον πρόξενος, ἀλλά καί τύπος εἶναι ἡ ἐδῶ ζωή τοῦ ἀγωνιστῆ, ἔχει καί τίς δύο ἐνέργειες, καί τή νόηση καί τή βούληση, δηλαδή ἀγάπη καί πνευματική ἡδονή. Εἴτε λοιπόν καί οἱ δύο ἐνέργειες, εἴτε ἡ μία εἶναι ἡ κυριότερη, ἄς φιλοσοφήσουν ὅσοι θέλουν. Πρός τό παρόν δεχόμαστε καί τίς δύο ἐνέργειες. Καί τή μία τήν ὀνομάζομε θεωρία, ἐνῶ τήν ἄλλη, πράξη. Καί εἶναι ἀδύνατο νά συναντᾶται ἡ μία χωρίς τήν ἄλλη, ὅταν μιλᾶμε γιά τίς ὑψηλότατες αὐτές ἐνέργειες. Σ᾿ ἐκεῖνες πού εἶναι χαμηλότερες καί ἔρχονται ὕστερα ἀπό αὐτές, εἶναι ἐνδεχόμενο νά συμβαίνει αὐτό. Ὅσα ἐμποδίζουν τίς ἐνέργειες αὐτές ἤ ὁδηγοῦν στά ἀντίθετα, τά ὀνομάζομε κακίες. Ὅσα βοηθοῦν ἤ μᾶς ἀπαλλάσσουν ἀπό τά ἐμπόδια, τά ὀνομάζομε ἀρετές.
Τίς ἐνέργειες τῶν ἀρετῶν τίς ὀνομάζομε κατορθώματα.
Τίς ἐνέργειες τῶν κακιῶν τίς ὀνομάζομε παραπτώματα καί ἁμαρτήματα.
Χαρακτηριστικό κάθε ἐνέργειας, εἴτε πρός τό χειρότερο, εἴτε πρός τό καλύτερο, εἶναι ὁ τελικός σκοπός τόν ὁποῖον ἀποβλέπει ὅποιος ἐνεργεῖ, καί ὁ ὁποῖος εἶναι ἐνέργεια σύνθετη ἀπό νόηση καί βούληση.

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


"ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ" Τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν
Τόμος β΄
(σελ.34-42 )
Ἐκδόσεις: Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας"

Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας" γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν. 

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
1Γεν. 3 : 6.
2Β΄ Β ασ. 22 : 12.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου