Καβιώτης Κώστας, δια Χριστόν σαλός.
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Όλοι οι Καρυώτες γνώριζαν τον Κώστα και του έδειχναν αγάπη και
συμπάθεια. Τον έβλεπαν να περιφέρεται στις Καρυές, να λειτουργείται
τακτικά στο Πρωτάτο, να κάνει τις τρέλες του, και όλοι ήταν σε απορία.
Είναι τρελός, πάσχει στα μυαλά του η κάνει τον τρελό και είναι διά Χριστόν σαλός;
Το ήρεμο, φωτεινό, αν και άπλυτο πρόσωπό του, και μερικά σοφά και προορατικά που έλεγε, προβλημάτιζαν τους πατέρες. Ήταν ήσυχος, άκακος, δεν πείραζε κανέναν και δεν ζητούσε τίποτε από κανέναν.
Αλλά ποιος ήταν ο Κώστας; Ήταν μοναχός ή λαϊκός; Αυτό ήταν μυστήριο ανεξιχνίαστο.
Γεννήθηκε στις 10-2-1898 στο Καλέντζι Δωδώνης της Ηπείρου από τον Σταύρο Αγγελή και την Ανθούλα. Ήρθε για μοναχός και έμενε για ένα διάστημα στο Διονυσίου ως δόκιμος. Ύστερα ήρθε στις Καρυές και έμενε σαν Καβιώτης σ’ ένα ερειπωμένο κελί στο Σαράι.
Φορούσε μια καλογερική σκούφια, είχε γένια και μαλλιά, και απ’ αυτό φαινόταν σαν καλόγερος. Αντί για ράσα φορούσε ένα πανωφόρι, μία παλαιά χλαίνη.
Το χειμώνα κυκλοφορούσε σχεδόν γυμνός με ένα κουρέλι πάνω του μέχρι τα γόνατα, ενώ το καλοκαίρι φορούσε παλτό δεμένο στη μέση με σχοινί.
Ποτέ του δεν πλύθηκε και ποτέ του δεν έπλυνε τα ρούχα του.
Είναι τρελός, πάσχει στα μυαλά του η κάνει τον τρελό και είναι διά Χριστόν σαλός;
Το ήρεμο, φωτεινό, αν και άπλυτο πρόσωπό του, και μερικά σοφά και προορατικά που έλεγε, προβλημάτιζαν τους πατέρες. Ήταν ήσυχος, άκακος, δεν πείραζε κανέναν και δεν ζητούσε τίποτε από κανέναν.
Αλλά ποιος ήταν ο Κώστας; Ήταν μοναχός ή λαϊκός; Αυτό ήταν μυστήριο ανεξιχνίαστο.
Γεννήθηκε στις 10-2-1898 στο Καλέντζι Δωδώνης της Ηπείρου από τον Σταύρο Αγγελή και την Ανθούλα. Ήρθε για μοναχός και έμενε για ένα διάστημα στο Διονυσίου ως δόκιμος. Ύστερα ήρθε στις Καρυές και έμενε σαν Καβιώτης σ’ ένα ερειπωμένο κελί στο Σαράι.
Φορούσε μια καλογερική σκούφια, είχε γένια και μαλλιά, και απ’ αυτό φαινόταν σαν καλόγερος. Αντί για ράσα φορούσε ένα πανωφόρι, μία παλαιά χλαίνη.
Το χειμώνα κυκλοφορούσε σχεδόν γυμνός με ένα κουρέλι πάνω του μέχρι τα γόνατα, ενώ το καλοκαίρι φορούσε παλτό δεμένο στη μέση με σχοινί.
Ποτέ του δεν πλύθηκε και ποτέ του δεν έπλυνε τα ρούχα του.
Όταν δεν έπαιρναν άλλη λίγδα, τα άπλωνε στη βροχή, πλένονταν μόνα τους
και αφού στέγνωναν, τα φορούσε. Πήγαινε στον παπα-Γαβριήλ το Μακκαβό.
Εκείνος τον λυπόταν, του έδινε φαγητό και έριχνε μέσα στα ρούχα του
σκόνη για τους ψύλλους που τον έτρωγαν.
Είχε ένα «μπακράτσι» (κονσερβοκούτι με ένα σύρμα για χερούλι), γι’ αυτό μερικοί τον αποκαλούσαν «μπακρατσά».
Πήγαινε σε Κονάκια ή σε Κελιά και περίμενε ώρες, μέχρι να ανοίξει την πόρτα μόνος του ο νοικοκύρης. Εκείνος καταλάβαινε και του έβαζε φαγητό στο μπακράτσι. Ό, τι του έδιναν, σούπα, γλυκά, σαλάτα, τα έβαζε όλα μαζί, και μερικές φορές συμπλήρωνε με νερό το «μπακράτσι» του. Έκανε μετάνοια, έλεγε ευχαριστώ και έφευγε.
Πήγαινε στο Κουτλουμούσι και καθόταν με τους πατέρες στην τράπεζα τελευταίος. Τέσσερις-πέντε μερίδες φαγητού τις ανακάτευε όλες και πότε ξεσπούσε σε δάκρυα με λυγμούς, πότε σε γέλια. Ο ηγούμενος παπα-Μακάριος τον είχε σε μεγάλη ευλάβεια και έλεγε σ’ ένα νέο καλογέρι που ήταν τραπεζάρης: «Τον Κώστα και τα μάτια σου. Να τον προσέχεις και να του δίνεις ό, τι ζητήσει».
Άλλες φορές τον έβλεπαν οι πατέρες να στέκεται στραμμένος προς το κοιμητήρι, απέναντι από το Πρωτάτο, για μια-δύο ώρες. Τον άκουγαν να ψιθυρίζει κάτι, να κάνει μορφασμούς, αλλά δεν καταλάβαιναν τι έλεγε. Μήπως έκανε προσευχή για τους κεκοιμημένους;
Το ίδιο έκανε και άλλες φορές. Καθόταν στο δρόμο και ψιθύριζε. Ήταν συνεπαρμένος, προσηλωμένος ο νους του σ’ αυτά που έλεγε μουρμουριστά. Οι πνευματικοί πατέρες πίστευαν ότι στιχολογούσε το Ψαλτήρι, ηρπάζετο ο νους του και δεν καταλάβαινε ότι τον πλησίασαν άνθρωποι. Όταν του μιλούσαν συνερχόταν, έκανε κάποιες χειρονομίες, καμιά σαλότητα και έφευγε, κρύβοντας την πνευματική του εργασία.
Ο Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος, που τον έζησε χρόνια στο Σαράι, προσπάθησε να μάθει περισσότερα για τον Κώστα και τη ζωή του από καλή περιέργεια.
Τον παρακολούθησε. Τον άκουσε να κάνει Εσπερινό, να τα λέει όλα απ’ έξω χωρίς βιβλίο και φως, και μάλιστα έψαλε το «Κύριε εκέκραξα…», τα αναστάσιμα τροπάρια και το Θεοτόκιον στον ήχο της Κυριακής εκείνης.
Κάποια φορά που είχε φύγει από το Κελί του, πήγαν να το εξερευνήσουν αλλά έκπληκτοι βρήκαν τον Κώστα μέσα. Και ενώ ήταν αμήχανοι, τους είπε να προσκυνήσουν τέσσερις μεγάλες εικόνες ολόσωμες σε φυσικό μέγεθος. Του ζήτησαν συγνώμη και αυτός τους είπε: «Στο καλό, ο Χριστός μαζί σας».
Στο κελί του δεν είδαν ούτε τραπέζι ούτε κρεβάτι ούτε κουβέρτες και μαξιλάρι, και φυσικά ούτε θέρμανση. Και ο χειμώνας στις Καρυές δε βγαίνει εύκολα, ακόμη και με θέρμανση. Όλα αυτά έκαναν τον άγιο Ροδοστόλου να σέβεται και να ευλαβείται πολύ το γερω-Κώστα.
Λίγοι κατανοούσαν την πνευματική του κατάσταση, αλλά και αυτοί όχι σε όλο το βάθος της˙ οι περισσότεροι πατέρες τον βοηθούσαν από συμπόνια, αλλά υπήρχαν δυστυχώς και ελάχιστοι που τον περιγελούσαν, τον περιφρονούσαν και τον ταλαιπωρούσαν για να γελούν μαζί του.
Ένας από αυτούς είδε μια μέρα τον Κώστα να έρχεται στο μονοπάτι που περνούσε κάτω από το μπαλκόνι του. Γέμισε έναν κουβά με νερό και, όταν έφθασε από κάτω, άδειασε όλο το νερό επάνω του και φυσικά τον μούσκεψε ολόκληρο. Ο γερω-Κώστας συνέχισε ατάραχος το δρόμο του σαν να μην είχε συμβεί τίποτε και μάλιστα ούτε γύρισε να δει τον άνθρωπο.
Ποιος θα το άντεχε αυτό αδιαμαρτύρητα;
Όλα τα ασκητικά αγωνίσματα είναι δύσκολα και γίνονται με κόπο, περισσότερο όμως η υπακοή, γιατί κατά τους αγίους πατέρες είναι άρνηση ψυχής και ομολογία. Αλλά ακόμη πιο δύσκολη είναι η σαλότης, διότι ο διά Χριστόν σαλός γίνεται «πάντων περίψημα», «ταπεινούται σφόδρα» και καταπατά τελείως την υπερηφάνεια.
Η διά Χριστόν σαλότης απαιτεί ειδική κλήση από το Θεό. Και οι σαλοί είναι αγαπητοί στο Θεό, γιατί για την αγάπη Του σηκώνουν αυτό το βαρύ σταυρό, και ο Θεός για τη μεγάλη ταπείνωσή τους αποκαλύπτει σ’ αυτούς τα μυστήριά Του.
Τέτοιος, διά Χριστόν σαλός, πίστευαν οι πατέρες ότι ήταν και ο γερω-Κώστας και ότι έκρυβε κάποιο μυστικό πνευματικό.
Διηγήθηκε Καρυώτης Γέρων: «Μία μέρα, όταν ήμουν νέο καλογέρι 20-22 χρόνων, στο μαγαζί του παπα-Στέφανου χαριεντιζόμουνα και γελούσα, οπότε μπήκε μέσα ο γερω-Κώστας. Μια στιγμή που έλειψε ο παπα-Στέφανος μου είπε με σοβαρό ύφος: «Οι καλόγεροι δε γελάν». Εγώ αμέσως μαζεύτηκα. Και μόλις γύρισε ο παπα-Στέφανος, πάλι άρχισε τα χαζά του. Μου έκανε εντύπωση η σοβαρότητά του και η συμβουλή του. Ένας τρελός δε μιλά έτσι».
Ύστερα ο Κώστας έφυγε από το Σαράι και έμεινε στο εγκαταλελειμμένο Κελί του Αγίου Γεωργίου, το ονομαζόμενο του Φιλαδέλφου, έξω από τις Καρυές. Το Κελί δεν είχε πόρτες και παράθυρα ούτε και πάτωμα, παρά μόνο μια παλιόπορτα στην κεντρική είσοδο. Πατούσε στα καδρόνια και κοιμόταν σε μια άκρη της Εκκλησίας, στο Ιερό. Είναι απορίας άξιον πώς άντεχε το χειμώνα. Ανθρωπίνως ήταν αδύνατο αλλά φαίνεται τον σκέπαζε η χάρις του Θεού.
Είχε ένα Τριώδιο παλαίτυπο, από το οποίο έψαλλε, και μία Αγία Γραφή
δερματόδετη. Κάποιος που την είδε, την επεθύμησε και την έκλεψε. Όταν
τον συνάντησε στο δρόμο ο Κώστας, του είπε: «Μου πήρες την Αγία Γραφή.
Να μου τη φέρεις γρήγορα».Είχε ένα «μπακράτσι» (κονσερβοκούτι με ένα σύρμα για χερούλι), γι’ αυτό μερικοί τον αποκαλούσαν «μπακρατσά».
Πήγαινε σε Κονάκια ή σε Κελιά και περίμενε ώρες, μέχρι να ανοίξει την πόρτα μόνος του ο νοικοκύρης. Εκείνος καταλάβαινε και του έβαζε φαγητό στο μπακράτσι. Ό, τι του έδιναν, σούπα, γλυκά, σαλάτα, τα έβαζε όλα μαζί, και μερικές φορές συμπλήρωνε με νερό το «μπακράτσι» του. Έκανε μετάνοια, έλεγε ευχαριστώ και έφευγε.
Πήγαινε στο Κουτλουμούσι και καθόταν με τους πατέρες στην τράπεζα τελευταίος. Τέσσερις-πέντε μερίδες φαγητού τις ανακάτευε όλες και πότε ξεσπούσε σε δάκρυα με λυγμούς, πότε σε γέλια. Ο ηγούμενος παπα-Μακάριος τον είχε σε μεγάλη ευλάβεια και έλεγε σ’ ένα νέο καλογέρι που ήταν τραπεζάρης: «Τον Κώστα και τα μάτια σου. Να τον προσέχεις και να του δίνεις ό, τι ζητήσει».
Άλλες φορές τον έβλεπαν οι πατέρες να στέκεται στραμμένος προς το κοιμητήρι, απέναντι από το Πρωτάτο, για μια-δύο ώρες. Τον άκουγαν να ψιθυρίζει κάτι, να κάνει μορφασμούς, αλλά δεν καταλάβαιναν τι έλεγε. Μήπως έκανε προσευχή για τους κεκοιμημένους;
Το ίδιο έκανε και άλλες φορές. Καθόταν στο δρόμο και ψιθύριζε. Ήταν συνεπαρμένος, προσηλωμένος ο νους του σ’ αυτά που έλεγε μουρμουριστά. Οι πνευματικοί πατέρες πίστευαν ότι στιχολογούσε το Ψαλτήρι, ηρπάζετο ο νους του και δεν καταλάβαινε ότι τον πλησίασαν άνθρωποι. Όταν του μιλούσαν συνερχόταν, έκανε κάποιες χειρονομίες, καμιά σαλότητα και έφευγε, κρύβοντας την πνευματική του εργασία.
Ο Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος, που τον έζησε χρόνια στο Σαράι, προσπάθησε να μάθει περισσότερα για τον Κώστα και τη ζωή του από καλή περιέργεια.
Τον παρακολούθησε. Τον άκουσε να κάνει Εσπερινό, να τα λέει όλα απ’ έξω χωρίς βιβλίο και φως, και μάλιστα έψαλε το «Κύριε εκέκραξα…», τα αναστάσιμα τροπάρια και το Θεοτόκιον στον ήχο της Κυριακής εκείνης.
Κάποια φορά που είχε φύγει από το Κελί του, πήγαν να το εξερευνήσουν αλλά έκπληκτοι βρήκαν τον Κώστα μέσα. Και ενώ ήταν αμήχανοι, τους είπε να προσκυνήσουν τέσσερις μεγάλες εικόνες ολόσωμες σε φυσικό μέγεθος. Του ζήτησαν συγνώμη και αυτός τους είπε: «Στο καλό, ο Χριστός μαζί σας».
Στο κελί του δεν είδαν ούτε τραπέζι ούτε κρεβάτι ούτε κουβέρτες και μαξιλάρι, και φυσικά ούτε θέρμανση. Και ο χειμώνας στις Καρυές δε βγαίνει εύκολα, ακόμη και με θέρμανση. Όλα αυτά έκαναν τον άγιο Ροδοστόλου να σέβεται και να ευλαβείται πολύ το γερω-Κώστα.
Λίγοι κατανοούσαν την πνευματική του κατάσταση, αλλά και αυτοί όχι σε όλο το βάθος της˙ οι περισσότεροι πατέρες τον βοηθούσαν από συμπόνια, αλλά υπήρχαν δυστυχώς και ελάχιστοι που τον περιγελούσαν, τον περιφρονούσαν και τον ταλαιπωρούσαν για να γελούν μαζί του.
Ένας από αυτούς είδε μια μέρα τον Κώστα να έρχεται στο μονοπάτι που περνούσε κάτω από το μπαλκόνι του. Γέμισε έναν κουβά με νερό και, όταν έφθασε από κάτω, άδειασε όλο το νερό επάνω του και φυσικά τον μούσκεψε ολόκληρο. Ο γερω-Κώστας συνέχισε ατάραχος το δρόμο του σαν να μην είχε συμβεί τίποτε και μάλιστα ούτε γύρισε να δει τον άνθρωπο.
Ποιος θα το άντεχε αυτό αδιαμαρτύρητα;
Όλα τα ασκητικά αγωνίσματα είναι δύσκολα και γίνονται με κόπο, περισσότερο όμως η υπακοή, γιατί κατά τους αγίους πατέρες είναι άρνηση ψυχής και ομολογία. Αλλά ακόμη πιο δύσκολη είναι η σαλότης, διότι ο διά Χριστόν σαλός γίνεται «πάντων περίψημα», «ταπεινούται σφόδρα» και καταπατά τελείως την υπερηφάνεια.
Η διά Χριστόν σαλότης απαιτεί ειδική κλήση από το Θεό. Και οι σαλοί είναι αγαπητοί στο Θεό, γιατί για την αγάπη Του σηκώνουν αυτό το βαρύ σταυρό, και ο Θεός για τη μεγάλη ταπείνωσή τους αποκαλύπτει σ’ αυτούς τα μυστήριά Του.
Τέτοιος, διά Χριστόν σαλός, πίστευαν οι πατέρες ότι ήταν και ο γερω-Κώστας και ότι έκρυβε κάποιο μυστικό πνευματικό.
Διηγήθηκε Καρυώτης Γέρων: «Μία μέρα, όταν ήμουν νέο καλογέρι 20-22 χρόνων, στο μαγαζί του παπα-Στέφανου χαριεντιζόμουνα και γελούσα, οπότε μπήκε μέσα ο γερω-Κώστας. Μια στιγμή που έλειψε ο παπα-Στέφανος μου είπε με σοβαρό ύφος: «Οι καλόγεροι δε γελάν». Εγώ αμέσως μαζεύτηκα. Και μόλις γύρισε ο παπα-Στέφανος, πάλι άρχισε τα χαζά του. Μου έκανε εντύπωση η σοβαρότητά του και η συμβουλή του. Ένας τρελός δε μιλά έτσι».
Ύστερα ο Κώστας έφυγε από το Σαράι και έμεινε στο εγκαταλελειμμένο Κελί του Αγίου Γεωργίου, το ονομαζόμενο του Φιλαδέλφου, έξω από τις Καρυές. Το Κελί δεν είχε πόρτες και παράθυρα ούτε και πάτωμα, παρά μόνο μια παλιόπορτα στην κεντρική είσοδο. Πατούσε στα καδρόνια και κοιμόταν σε μια άκρη της Εκκλησίας, στο Ιερό. Είναι απορίας άξιον πώς άντεχε το χειμώνα. Ανθρωπίνως ήταν αδύνατο αλλά φαίνεται τον σκέπαζε η χάρις του Θεού.
Ο κλέφτης τα έχασε, συγκλονίστηκε και διερωτάτο πώς το κατάλαβε, αφού έλειπε και δεν τον είδε. Πίστεψε ότι έχει χάρισμα ο Κώστας, ότι είναι σε κατάσταση πνευματική και ότι προσποιείται το σαλό.
Κάποτε ο γερω-Κώστας πλησίασε έναν μαθητή της Αθωνιάδος, του απεκάλυψε μία αμαρτία που είχε κάνει, και του είπε άλλη φορά να μην την ξανακάνει.
Τον ρώτησε κάποτε νέος μοναχός:
- Δεν μου λες, Κωνσταντίνε, είσαι καλόγερος;
- Ναι, απάντησε μονολεκτικά.
- Και πού έγινες καλόγερος;
- Στο Διονυσίου.
- Και ποιο ήταν το καλογερικό σου όνομα;
- Ακάκιος.
- Από πού είσαι;
- Από τα νησιά.
- Από ποιο νησί;
- Από τη Ρόδο.
Και όταν ο μοναχός συνέχισε να τον ρωτά λεπτομέρειες για άλλα πράγματα που αφορούσαν τη ζωή του, άρχισε τότε να λέει διάφορα παλαβά.
Είχε γίνει πράγματι καλόγερος ή αισθανόταν ως μοναχός; Όσα είπε ήταν υπεκφυγή ή τα εννοούσε ο ίδιος διαφορετικά;
Το γερω-Δαμασκηνό Αγιοβασιλειάτη, όταν τον πρωτοσυνάντησε στην Καψάλα, τον απεκάλεσε με το όνομά του, χωρίς να τον γνωρίζει. Μίλησαν και του είπε ο γερω-Κώστας ότι είναι αγενεαλόγητος Μικρασιάτης, θεολόγος και αδόκιμος συγγραφεύς. Τον ρώτησε για κάτι που τον απασχολούσε, και ο γερω-Κώστας του είπε: «Εκεί βρίσκεσαι ακόμα γερω0Δαμασκηνέ; Όποιος δεν πολεμείται από αυτόν τον ασυνήθιστον λογισμόν, μοναχός δε γίνεται».
Οι απλοί του λόγοι ανέπαυσαν το γερω-Δαμασκηνό.
Τελικά ο γερω-Κώστας δεν ήταν τρελός, όπως τον θεωρούσαν μερικοί, αλλά ήταν θεολόγος και συγγραφέας δύο βιβλίων: Ο άνθρωπος, το άνθος του ουρανού και της γης, και , Πώς εγνώρισα το Άγιον Όρος και πώς το αφήνω.
Την ημέρα που ψηφιζόταν ο νέος καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους, ο Κώστας, νέος τότε και στην αρχή της διά Χριστόν σαλότητός του, ανέβηκε στο καμπαναριό του Πρωτάτου και χτυπούσε πένθιμα τις καμπάνες. Διηγήθηκε εκ των υστέρων το περιστατικό και τους λόγους που τον παρακίνησαν να το κάνει αυτό, στο γερω-Δαμασκηνό τον Αγιοβασιλειάτη ως εξής: «Γερω-Δαμασκηνέ, θα γνωρίζετε ότι ο τόπος αυτός είναι αφιερωμένος εις την Παναγία μας.
Η κοινή μας Μητέρα φώτισε τους κτήτορας όλων των ιερών σεμνείων και εζήτησαν από τους Πατριάρχας και Αυτοκράτορας, το Άγιον Όρος να είναι και να παραμένει αδέσποτον και αδούλωτον από της πνευματικής και πολιτειακής εξουσίας, μη αποκλειομένης της εποπτείας.
Το προνομιακόν αυτό καθεστώς ήτο εγγυημένον από το ιερόν τυπικόν του Τράγου και των άλλων Πατριαρχικών Σιγιλλίων, Αυτοκρατορικών Χρυσοβούλλων και Σουλτανικών φιρμανίων.
Εκτός των αιωνοβίων αυτών εγγυητικών εγγράφων, εδέσποζε η Ιερά Παράδοσις, η οποία εστηρίζετο εις τας Ιεράς Γραφάς, τας υποθήκας και συμβουλάς των εν αρετή προεκδημησάντων πατέρων και, το σπουδαιότερον εξ όλων, ελειτούργει ορθοδόξως, ο ορθόδοξος καταλογισμός της αγιορείτικης συνειδήσεως.
Διά τούτο ούτε Ποινικοί Κώδικες ούτε Ποινικαί Δικονομίαι εχρειάσθησαν να λειτουργήσουν προληπτικώς ή κατασταλτικώς διά την κοινήν ειρήνην του τόπου, ούτε Συνταγματικαί κυρώσεις των προνομίων.
Το προνομιακόν αυτό καθεστώς ήτο ενδογενές, αυτοδύναμον και αιώνιον.
Οι σύγχρονοι προϊστάμενοι ηπατήσθησαν και αντήλλαξαν όλα τα ανωτέρω με τον καταστατικόν χάρτην. Εγώ, γερω-Δαμασκηνέ, ηξεύρωντας αυτά, από εσωτερικήν ανείπωτον παρόρμησιν, όταν εψηφίζετο εις το κοινόν ο νέος καταστατικός χάρτης, αισθάνθηκα ότι τα αναφαίρετα δικαιώματα του ιερού τόπου επωλούντο, και έβλεπα νεκρόν και ακυβέρνητον το Άγιον Όρος από το νέον καθεστώς˙ διά τούτον μετέβην εις το κωδωνοστάσιον του Πρωτάτου και εκτυπούσα πένθιμα και ρυθμικά τους κώδωνας με την ακλόνητον πεποίθησιν ότι το Άγιον Όρος, ως αυτοδιοίκητος οργανισμός, απεβίωσε σήμερον.
Η πένθιμος κωδωνοκρουσία ανεστάτωσε την συνεδριάζουσαν Ι. Διπλήν Σύναξιν των είκοσι Μονών και απέστειλε τον Σερδάρην να μάθουν ποίος εκοιμήθη.
Όταν ήλθε ο Σερδάρης, με ηρώτησε ποίος εκοιμήθη; Το Άγιον Όρος, του απάντησα και συνέχισα˙ η απότομος όμως συμπεριφορά του Σερδάρη με ηνάγκασε να σταματήσω και εζήτησα να παρουσιασθώ εις την Διπλήν Σύναξιν, να γίνει πρακτικόν κηδείας του αυτοδιοίκητου του Αγίου Όρους, αλλά με τας συνήθεις ύβρεις και χλευασμούς με απέπεμψαν και απήλθον λελυπημένος…
Όταν, γερω-Δαμασκηνέ, φύγει ο απόηχος του παλαιού συστήματος και εφαρμοσθούν αι διατάξεις του νέου τούτου συστήματος, ειρήνην ο τόπος αυτός δε θα γνωρίσει. Τότε το μοναχικόν πολίτευμα θα διωχθεί ή θα εξαχρειωθεί από την εκμετάλλευσιν των αποθησαυρισμένων ανεκτίμητων θησαυρών και κειμηλίων, διά τα οποία το κράτος και ο Επίσκοπος θα εύρουν τρόπον εκμεταλλεύσεως». Ταύτα τα ρήματα ουκ έστι δαιμονιζομένου ή τρελού, αλλ’ αληθείας και σωφροσύνης ρήματα.
Από τα ανωτέρω φαίνεται ότι ο γερω-Κώστας όχι μόνο τρελός δεν ήταν, αλλά ήταν πολύ σοφός, αφού γνώριζε τόσα πράγματα και μάλιστα έβλεπε πολύ μακριά.
Τότε η Ιερά Κοινότης δεν τιμώρησε τον Κώστα, δεν έδωσε σημασία στην ενέργειά του να χτυπήσει πένθιμα τις καμπάνες. Ποιος έδινε σημασία στις πράξεις του «τρελο-Κώστα;». Αργότερα όμως, το έτος 1969, μερικοί «έξυπνοι» που σκέφτονταν με κοσμικό τρόπο, θεωρούσαν όνειδος την εμφάνιση του Κώστα στις Καρυές και μάλιστα στους Ευρωπαίους που άρχισαν μετά την χιλιετηρίδα να επισκέπτονται το Όρος. Γι’ αυτό ενήργησαν την απέλασή του. Έστειλαν τον άνθρωπο του Θεού στο Τρελοκομείο! Εκεί, αφού τον εξήτασαν και τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν στο Γηροκομείο, όπως αναφέρει ο γέροντας Παΐσιος. Έκτοτε χάνονται τα ίχνη του.
Οι πατέρες που τον είχαν κατανοήσει, στενοχωρήθηκαν και πίστευαν ότι «κακώς, πολύ κακώς τον έδιωξαν, διότι ούτε αταξίες έκανε ούτε πείραζε κανέναν. Ήταν κόσμημα και στολίδι και όχι όνειδος για το Άγιον Όρος». Ήταν ένα ευωδέστατο άνθος στον πάντερπνο παράδεισο της Θεοτόκου, στο Άγιον Όρος. Αλλά εμείς, οι κοσμικά σκεπτόμενοι, τον αδικήσαμε.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
"Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος"
σελ. 99-109
1 σχόλιο:
πολυ καλο αφιερωμα .συγχαρητηρια ,
Δημοσίευση σχολίου