Σελίδες

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

«Ὁ μπαρμπα-Γιάννης ὁ ψαρᾶς μέ τήν βαρκούλα»

Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης

Ἐκεῖ πού ψάρευε κάπου-κάπου ὁ ἀδελφός αὐτός μέ καμμιά μπετονιά στούς πιό ἀπόκρημνους θαλασσινούς βράχους τῆς Ν. Σκήτης, ἔτυχε νά γνωρίση ἕνα γεροντάκι, πού ἦταν στό ἐπάγγελμα ψαρᾶς. Εἶχε καί μιά ὡραία βαρκούλα, ἀλλά λόγω γήρατος, ἀδυνατοῦσε νά τήν μεταχειριστῆ.
Ὁ ψαρᾶς λοιπόν τῆς συνοδείας π. Ν., λίγο ἄς ποῦμε λυπήθηκε τό γεροντάκι πού δέν εἶχε κανένα νά τόν κοιτάξη, λίγο ἄς ποῦμε ὅτι ὀρέχθηκε καί τήν βαρκούλα, τί σκέφτηκε;
Πάει στόν Γέροντα Ἰωσήφ καί τόν ἐκλιπαρεῖ νά γηροκομήσουν τό γεροντάκι, μέ μόνο ἀντάλλαγμα νά κερδίσουν τήν βαρκούλα, πού τόσον εἶχαν ἀνάγκη. Ὁ σοφός ὅμως Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
  • Λεῖψε ἀπό τό ψυχικό, νά μή σέ βρῆ τό κρῖμα.
Ὁ ἄλλος ὅμως δέν τό βάζει καί κάτω.
  • Ἄντε, Γέροντα, τί ὡραῖα! θά σᾶς φέρνω καί φρέσκα ψαράκια ....
Τέλος ἀφοῦ ἐπιμένει ὁ ὑποτακτικός, ἐξ ἀνάγκης ὑποχωρεῖ ὁ Γέροντας· ἀλλά τοῦ λέει:
  • Ὡραῖα· νά φέρης τό γεροντάκι . Ὅμως θ᾿ ἀναλάβης καί τό γηροκόμημα. Ἐντάξει;
  • Ἐντάξει. Νά ᾿ ναι εὐλογημένο.
Ἔτσι κι ἔγινε. Πράγματι καί ψαράκια φρέσκα ἔφερνε τακτικά ὁ π. Ν., ἀλλά καί τό γεροντάκι ἀνέλαβε καί κοιτοῦσε μέ πολλήν ἐπιμέλειαν.

Τί ὅμως τό μετά ταῦτα; Δέν περνοῦν πολλές ἡμέρες· τόν πιάνει τόν μπάρμπα-Γιάννη μιά ἀκατάσχετη διάρροια σέ βαθμόν νά μή προλαβαίνη νά πάη στήν τουαλέτα, μέ ἀποτέλεσμα νά λερώνεται καί τό γεροντάκι καί τό δωμάτιο. Αὐτό ὅμως ἐπαναλαμβανόταν συχνά καί κάθε μέρα.

Μέχρι τότε ὁ π. Ν., δέν εἶχε πρόβλημα. Μόλις ὅμως ὁ γέρος ἄρχισε νά λερώνεται τότε... σήκωσε τά χέρια. Τί νά κάμη; Μόνος του ὅμως τό ζήτησε· ἔπρεπε νά τό σηκώση. Κι ὅμως ἀνθρώπινο εἶναι. Ἀπό τήν μικρήν ἐμπειρία μου σέ κοινόβιο, μέσα σέ μιάν μεγάλη ἀδελφότητα ὅλοι τους κάτι προσφέρουν. Ὁ ἕνας ἀναπληρώνει τόν ἄλλον. Ὅμως νά καθαρίσουν γεροντάκι πού λερώνεται, αὐτό μπορῶ νά πῶ εἶναι εἰδικό χάρισμα· λίγοι τό μποροῦν. Ὡστόσο ὁ π. Ν. βρῆκε τήν λύσιν. Κάλλιον νά λείπη καί ὁ μπαρμπα-Γιάννης καί ἡ βάρκα του. Τρέχει στόν Γέροντα:

  • Γέροντα, εἴπαμε νά κοιτάζω τό γεροντάκι· ἔ, ὄχι ὅμως καί νά μᾶς τά κάνη πάνω του κάθε λίγο.
  • Καί τί νά κάνουμε, παιδί μου;
  • Γέροντα, σκέφτηκα νά τόν ξαναπάω ἐκεῖ πού τόν βρῆκα κι ἄς λείπει κι αὐτός καί ἡ βάρκα του.
  • Τί εἶπες βρέ; Ἐσύ δέν παρακαλοῦσες νά τόν γηροκομήσης; Τώρα νά τόν διώξης; Βλέπεις αὐτό τό λερωμένο γεροντάκι; Στό πρόπωπό του φιλοξενοῦμεν τόν Χριστόν. Ἄν διώξουμε αὐτόν, σημαίνει διώχνουμε ἀπό τό σπίτι μας τόν Χριστόν. Ἄντε φύγε· ἄστο σ᾿ ἑμένα καί ἄλλη φορά νά μάθης νά μή βάζης θέλημα.
Φεύγει ὁ π. Ν. Ἀμέσως ὁ Γέροντας φωνάζει τόν παπα-Χαράλαμπον.

  • Παπᾶ, ἀπό σήμερα ἀναλαμβάνεις τόν μπαρμπά-Γιάννην.
  • Νά ᾿ ναι εὐλογημένο.
«Ἀπό ἐκείνην τήν ἡμέραν ἀρχίζουν, λέει ὁ Γέροντας, τά βάσανά μας. Τόν περιλαμβάνω χάριν ὑπακοῆς, ἀλλά δέν μπόρεσα νά μή κατακρίνω καί λίγο τόν παραδελφό μου. “Βρέ, λέω, μέσα μου· τί εἶν᾿ αὐτό. Νά βγάλη αὐτός τόν πειρασμόν καί μετά νά τόν φορτώση σ᾿ ἐμένα”. Ὅμως ἔβαλα ὅλα τά δυνατά μου καί ἐξουδετέρωσα αὐτόν τόν λογισμόν. Ἀντέλεγα μέσα μου: “Πρόσεξε Χαράλαμπε, ὑπηρετᾶς τόν Χριστόν. Ἄν καταφρονήσης τό γεροντάκι αὐτό, τόν Χριστόν καταφρονεῖς. Φώναζε ὅλη νύχτα ὅσο θέλεις νά σ᾿ ἐλεήση. Μέσα σου θ᾿ ἀκοῦς τήν ἀπάντησιν, “μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται”, καί τό ἄλλο, “ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε”. Πρόσεξε· ἐξετάσεις δίνεις ξανά· μή τύχη καί μείνης στάσιμος”.

Μέ κάτι τέτοιους συλλογισμούς εἰρήνευσα καί ἄρχισα νά ἐπιμελοῦμαι τό ἔργο μου. Δέν ἔπλενα μόνο λερωμένα παντελόνια στοίβα κάθε μέρα, ἀλλά καί τό ἴδιο τό γεροντάκι, καί μιά γραμμή σάν ταινία ἀπό τό δωμάτιο μέχρι τό ἀποχωρητήριο. Σιχαινόμουν σάν ἄνθρωπος. Ἔπιανα τήν μύτη μου μιά δυό μέρες. Ὅμως κατόπιν δυνάμωσε τόσον πολύ μέσα μου ἡ εὐχή, αἰσθανόμουν τόσο μεγάλην χαράν καί ἀγαλλίασιν, ὥστε πράγματι αἰσθανόμουν ὅτι ὑπηρετῶ τόν Χριστόν μου. Ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἦταν τό ἑξῆς θαυμαστό· ἐνῶ στήν ἀρχή κρατοῦσα τήν μύτη μου ἀπό τήν δυσοσμία, ξαφνικά αἰσθάνομαι μίαν ἔντονην εὐωδίαν ὅπως αὐτήν ἀκριβῶς πού βγαίνει ἀπό τά ἅγια λείψανα καί πιό κτυπητή. Σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι ἔπλενα γεμάτα παντελόνια· μέ τίς χούφτες κρατοῦσα ἀκαθαρσίες, καί ἡ εὐωδία αὐτή ἦταν τόσο ἔντονη, ὥστε ἐξουδετέρωνε κάθε ἄλλην ὀσμήν. Μεθοῦσα μέσα μου ἀπ᾿ αὐτήν τήν εὐωδίαν. Μόλις μοῦ συνέβη, τρέχω στόν Γέροντα νά τοῦ τό ἐξομολογηθῶ. Σάν ἀπάντησι μοῦ εἶπε:

Διάβασες στόν Εὐεργετινόν γιά ἐκείνην τήν σαλούν (σαλήν) πού σ᾿ ἕνα μοναστήρι, ὅλες οἱ καλογριές νόμιζαν ὅτι εἶναι πράγματι σαλή; Ἐκτός πού τήν κορόϊδευαν, τήν ἔβριζαν, τήν κτυποῦσαν, τήν βάζαν νά καθαρίζη ὅλο βρωμιές καί ἀποχωρητήρια. Ἔ, αὐτήν τήν χάριν εἶχε καί γι᾿ αὐτό εὐχαριστιόταν ὅσο πιό πολύ τήν καταφρονοῦσαν. Ἐσένα σοῦ ᾿ δωσε ὁ Θεός αὐτό τό δῶρο χάριν καί μόνον τῆς προθυμίας καί τῆς ὑπακοῆς”».

Ἀλλά γιά νά μή μείνετε στήν περιέργειαν θ᾿ ἀναφέρω καί τί ἀπέγινε ὁ μπαρμπα-Γιάννης.

Ὁ Γέοντας Ἰωσήφ ἀπό τήν ἡμέραν πού δημιούργησε τό γεροντάκι αὐτό τό πρόβλημα, ἔπεσε σέ θερμήν προσευχήν κι ἔλεγε. «Κύριε, ἐσύ μᾶς τόν ἔστειλες. Ἐγώ δέν μπορῶ νά τόν διώξω. Ἐσύ δῶσε τήν λύσιν». Ἀποτέλεσμα μετά ἀπό ἀρκετές μέρες ξεσηκώνεται τό γεροντάκι νά φύγη. Τοῦ λένε:
  • Ρέ παπποῦ, ποῦ θά πᾶς μ᾿ αὐτά τά χάλια;
  • Δέν σᾶς νοιάζει ἐσᾶς· θέλω νά φύγω. Πάρτε με ἐκεῖ πού μέ βρήκατε.
Ἀφοῦ ὁ γέρος ἐπέμενε μέ φωνές, κραυγές, λέει ὁ Γέροντας:

- Τώρα, παιδιά μου, μποροῦμε νά τόν πάρουμε ἐκεῖ πού τόν βρήκαμε. Δέν φέρουμε εὐθύνην. Ἀπό τόν Θεόν εἶναι αὐτή ἡ λύσις.


συνεχίζεται...

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Ἰωσήφ Μ.Δ.

Ἀπό τό βιβλίο: ἁπλοϊκός ἡγούμενος καί
διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς

Ἐκτύπωση, Βιβλιοδεσία: ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ»
Κεντρική Διάθεση: Βιβλιοπωλεῖον «ΛΥΔΙΑ»
Καμβουνίων 1, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ τηλ. 2310237-412

Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς Γραφικές Τέχνες «ΜΕΛΙΣΣΑ» και τό βιβλιοπωλεῖο «ΛΥΔΙΑ», γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Τά ἔσοδα θά διατίθενται γιά φιλανθωπικούς σκοπούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου