Ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης,
κατά κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στίς 7 Φεβρουαρίου τοῦ
1906 στό χωριό Ἅγιος Ἰωάννης Εὐβοίας. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Λεωνίδας
Μπαϊρακτάρης καί Ἑλένη, τό γένος Ἀντωνίου Λάμπρου. Ὁ Γέροντας ἀπό
μικρός ἀναγκάζεται νά φυλάσσει πρόβατα στό βουνό. Παρακολουθεῖ μόνο τήν
Α΄ Δημοτικοῦ καί αὐτήν ὄχι πλήρως. Σέ ἡλικία 7 ἐτῶν πηγαίνει στήν
Χαλκίδα ὅπου ἐργάζεται γιά 2-3 χρόνια. Κατόπιν μεταβαίνει στόν Πειραιᾶ,
ὅπου ἐπίσης ἐργάζεται γιά δύο χρόνια σέ παντοπωλεῖο συγγενοῦς του. Στά
δώδεκά του χρόνια μεταβαίνει (ὑπερνικώντας τήν ἀγάπη στούς γονεῖς του)
στό Ἅγιον Ὄρος. Πόθος του εἶναι νά μιμηθεῖ τή ζωή τοῦ ἀγαπημένου του
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου.
Ἐγκαθίσταται στά Καυσοκαλύβια, στήν
Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ κάνει ἀδιάκριτη καί χαρούμενη ὑπακοή
στούς δύο αὐταδέλφους Γέροντες του, τόν ἱερομόναχο-πνευματικό
Παντελεήμονα καί τόν γέροντα Ἰωαννίκιο. Σέ ἡλικία 14 ἐτῶν γίνεται
μοναχός, παίρνοντας τό ὄνομα Νικήτας ἐνῶ δύο χρόνια ἀργότερα κείρεται
μεγαλόσχημος. Δέν περνᾶ πολύς χρόνος καί ὁ Θεός τοῦ δωρίζει τό διορατικό
Χάρισμα. Στά 19 του χρόνια ἀρρωσταίνει πολύ σοβαρά καί ἀναγκάζεται,
ἐγκαταλείποντας τό Ἅγιον Ὄρος, νά μεταβεῖ στήν Μονή τοῦ Ἁγίου
Χαραλάμπους Λευκῶν, στήν Εὔβοια. Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν (στά 1926)
χειροτονεῖται ἱερέας στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Κύμης ἀπό τόν ἐπίσκοπο Σιναίου
Πορφύριο Γ΄, ὁ ὁποῖος τοῦ δίδει τό ὄνομα Πορφύριος. Στά 22 του χρόνια
γίνεται πνευματικός καί λίγο ἀργότερα ἀρχιμανδρίτης. Γιά ἕνα διάστημα
ἐργάζεται ὡς ἐφημέριος καί πνευματικός σέ διάφορους τόπους στήν Εὔβοια.
Στά
1940 ἐγκαθίσταται στήν Ἀθήνα, ὅπου ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἐφημερίου καί
πνευματικοῦ στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν
(Ὁμόνοια, ὁδός Σωκράτους καί Πειραιῶς). Γιά 33 χρόνια διακονεῖ ἐκεῖ, τόν
πονεμένο λαό τοῦ Θεοῦ. Στά 1955 ἐγκαθίσταται στά Καλλίσια, στό μονύδριο
τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Καλλιεργεῖ τήν γύρω περιοχή καί συγχρόνως ἀσκεῖ τό
πνευματικό του ἔργο, μέχρι τό 1978, ὁπότε παθαίνει ἔμφραγμα. Τό
καλοκαίρι τοῦ 1979 ἐγκαθίσταται στό Μήλεσι Ἀττικῆς, ἀρχικά σ΄ ἕνα
τροχόσπιτο. Ὄνειρό του εἶναι νά χτίσει ἕνα μοναστήρι. Λίγο ἀργότερα
μένει σ' ἕνα σπιτάκι ἀπό τσιμεντόλιθους. Στά 1984 μεταφέρεται σέ κτίσμα
τοῦ ὑπό ἀνέγερση μοναστηριοῦ. Ἄν καί εἶναι πολύ ἄρρωστος καί τυφλός,
ἐργάζεται μέ πολύ ζῆλο γιά τήν ἀποπεράτωση τῆς Μονῆς (Ἱερά Μονή
Μεταμορφώσεως του Σωτῆρος). Στά 1990, στίς 26 Φεβρουαρίου θεμελιώνει τό
Καθολικό τῆς Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἑτοιμάζεται γιά τό
τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του μέ γενική ἐξομολόγηση. Στά 1991, ἀρχές τοῦ
καλοκαιριοῦ, ἐπιστρέφει στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου διατηροῦσε κελλί ἀπό τά
1984. Ἐπιστρέφει στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στήν Καλύβη τῆς
μετανοίας του. Ἐκεῖ κοιμᾶται ὁσιακά τό πρωί τῆς 2ας Δεκεμβρίου τοῦ 1991.
Τήν ἑπομένη θάπτεται στό κοιμητήριο τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων (τῆς
Ἁγίας Τριάδος), ἁπλά καί ἀθόρυβα, ὅπως τό ἐπιθυμοῦσε.
Τά
τελευταῖα του λόγια, ἦσαν αὐτά τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τά
ὁποῖα στή διάρκεια τῆς ζωῆς του πολύ συχνά ἐπαναλάμβανε: «Ἵνα ὦσιν
ἕν»[1].
Ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος, τοῦ ὁποίου εἴθε νά ἔχουμε τήν
εὐχή, ἦταν ἕνας ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένος ἄνθρωπος καί ἕνας σοφός
παιδαγωγός πού καθοδήγησε καί συνεχίζει νά καθοδηγεῖ ἑκατομμύρια
ἀνθρώπους. Ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία, τόν κάθε συνάνθρωπο καί τήν ἐν Χριστῷ
οἰκογένεια. Κατανόησε τήν σημασία τῆς ὕπαρξης ἀληθινά χριστιανικῶν
οἰκογενειῶν γι’ αὐτό καί ἐργάστηκε συστηματικά γιά τήν δημιουργία καί
καθοδήγησή τους. Πραγματικά θυσιάστηκε γιά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ζωή του ἀποτελεῖ πρότυπο γιά ὅλους, ὅσους
προσπαθοῦν νά ζήσουν ἐν Χριστῷ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου