Σελίδες

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Στάρετς Θεόφιλος, ὁ διά Χριστόν σαλός: «Ὁρίστε, ἦρθες στό Κοινόβιο γιά νά μᾶς μολύνεις μέ τόν καπνό σου»

Εκτός απ’ τήν αγάπη του καί τήν μέριμνα γιά τά πουλιά καί τά ζώα, ο Στάρετς Θεόφιλος, είχε κι άλλες συνήθειες: π.χ. αντιπαθούσε τους καπνιστές καί δεν άντεχε τήν μυρωδιά του καπνού.
«Βλέπεις, έχεις δηλητηριαστεί μέ τό φαρμάκι του διαβόλου», θα έλεγε πολύ αυστηρά σέ κάποιον επισκέπτη πού κάπνιζε:
«Ορίστε, ήρθες στό Κοινόβιο γιά νά μάς μολύνεις μέ τόν καπνό σου. Τί κέρδος θαχης νά πλησιάσης αύριο τά Φριχτά Μυστήρια μ’ αυτή τήν μυρωδιά του καπνού στήν αναπνοή σου; Φύγε μακριά μου, δέν έχεις την εύλογία μου!»
Μιά άλλη φορά, ο Θεόφιλος περπατούσε κατά μήκος του αυλόγυρου του Μοναστηριού μ’ έναν αφοσιωμένο στό πρόσωπό του λαϊκό, καί κουβαλούσε σέ μιά χύτρα, τριμμένα χειμωνιάτικα ραπανάκια μέσα σέ κβάς, οπότε τόν πλησίασε κάποιος Βίκτωρ Ιγνάτιεβιτς Ασκοτσένσκυ, εκδότης του περιοδικού «Τοπικές συζητήσεις».
Κάπνιζε ένα τσιγάρο. Καθώς άνοιξε τό στόμα του να του μιλήση, φύσηξε τόν καπνό ακριβώς πάνω στό φαγητό του Θεόφιλου.
Ο ευλογημένος, δέν είπε τίποτα, αλλά βούτηξε τό δάχτυλό του μέσα στήν χύτρα καί ράντισε τόν καπνιστή μέ λίγο από τό ζουμί πού είχε μέσα.
Οταν ο Ασκοτσένσκυ γύρισε σπίτι του, κάθησε γιά τό δείπνο, αλλά τό πιάτο πού του σέρβιραν είχε μιά περίεργη μυρωδιά από χειμωνιάτικα ραπανάκια. 
Φυσικά εκείνος δέν υποψιάστηκε την αιτία. Έστειλε μόνον πίσω τό πιάτο καί ζήτησε να του φέρουν άλλο. Του έφεραν, αλλά κι αυτό είχε τήν ίδια μυρωδιά. Αυτό επαναλήφθηκε καί γιά τρίτη φορά, καί η μυρωδιά ήταν η ίδια. Σ’ αυτό τό σημείο ο Ασκοτσένσκυ θύμωσε κι άρχισε να επιπλήττη τόν μάγειρα καί τούς υπηρέτες. Αλλά δέν ύπήρχε καμιά εξήγηση γιά τήν μυρωδιά. Θύμωσε πάρα πολύ, αφού επαναλήφθηκε ο γύρος του σερβιρίσματος μέ τό ίδιο άποτέλεσμα. Έφυγε από τό σπίτι του καί πήγε στό σπίτι κάποιου φίλου του. Καθώς εκείνος τόν υποδέχτηκε, έκανε τό’σχόλιο ότι μύριζε έντονα χειμωνιάτικα ραπανάκια. 'Ωστόσο κάνοντας ότι δέν κατάλαβε, ζήτησε από τόν φίλο του κάτι να φάη, εξηγώντας του γιά τήν απροσεξία καί τήν αφροντισιά των υπηρετών πού ετοίμαζαν τό φαγητό στό σπίτι του.
Πόσο μεγάλη όμως ήταν η έκπληξή του, όταν διαπίστωσε ότι καί τό φαγητό πού του πρόσφερε ο φίλος του, είχε τήν ίδια μυρωδιά από χειμωνιάτικα ραπανάκια! Ολότελα συγχυσμένος πήγε στόν φούρνο ν’ άγοράση λίγα μπισκότα.
Γύρισε στό σπίτι του καί κάθησε να πιή ένα τσάϊ μέ τά μπισκότα, άλλά αλλοίμονο! κι αύτά είχαν τήν ίδια αηδιαστική μυρωδιά.
Γιά τρεις ολόκληρες ημέρες ο φτωχός Ασκοτσένσκυ υποφέροντας έτσι, έφτασε σέ απόγνωση.
Ο καθένας πού τόν συναντούσε σχολίαζε πόσο πολύ μύριζε χειμωνιάτικα ραπανάκια.
Ο άτυχος άνδρας προσπάθησε απεγνωσμένα να βρη την αιτία πού είχε αυτό τό φαινόμενο καί τελικά θυμήθηκε τήν συνάντηση με τόν Στάρετς Θεόφιλο. Αφού συναισθάνθηκε τήν άπρεπη συμπεριφορά του, έτρεξε στό Κιτάγιεφ, στόν μακάριο. Τόν ικέτεψε γιά συγχώρηση καί αμέσως η δυσάρεστη μυρωδιά εξαφανίστηκε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ (1788-1853Μ.Χ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/01/blog-post_531.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου