Σελίδες

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Δύο γυναῖκες στὸν Ἄθωνα. «Ἦταν κάτι τὸ πρωτοφανές!»

Ἕνα ὡραῖο ὅραμα ἑνὸς ἁπλοῦ καὶ ταπεινοῦ Μοναχοῦ 
Τὴν ἐποχὴ τῆς ἡγουμενείας τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου ζοῦσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Γρηγορίου ἕνας ἐξαιρετικὸς Μοναχός, ὁ π. Γελάσιος, πολὺ ἁπλὸς καὶ ταπεινός.
Ὁ π. Ἀθανάσιος ἔνιωθε ὑπερβολικὰ εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν διαγωγὴ αὐτοῦ τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Ὄχι μόνο γιατὶ ἐκτελοῦσε ὁλοπρόθυμα τὰ μοναχικά του καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ γιατὶ εἶχε εὐθύτητα καρδίας. 
Ὁταν συνωμιλοῦσαν μαζί, τοῦ παρουσίαζε τὸ κάθε τὶ μὲ ἀπονήρευτο τρόπο. Ὁ ψυχικός του κόσμος ἔμοιαζε μὲ ὁλό- ϊσιο δρόμο ποὺ ἀγνοοῦσε τοὺς ἑλιγμούς, τὶς στροφὲς καὶ τὶς διακλαδώσεις. Τὸν διέκρινε δηλαδή, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν πατερικὴ φράσι, τὸ «ἀνόθευτον ἦθος» καὶ ἡ «ἀποίκιλος ἁπλότης». 
Σὲ τέτοιες ψυχὲς εὔκολα κλίνουν οἱ οὐρανοί, καὶ τὰ παραπετάσματα μεταξὺ ἐπιγείων καὶ ἐπουρανίων εὔκολα παραμερίζονται. 
* * * 
Ἦταν ὥρα τοῦ Ὄρθρου. Ἡ Ἀκολουθία εἶχε φθάσει στὴν ἐνάτη ὠδὴ τῶν κανόνων –τὴν ὠδὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου– ὁπότε ὁ Μοναχὸς αὐτὸς παρατηρώντας  πρὸς τὴν ὡραία πύλη ἀντίκρυσε ἕνα θέαμα ἀπροσδόκητο: 
Ἔβγαιναν ἀπὸ ἐκεῖ δύο γυναῖκες, ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, ἐπίσημες καὶ ἐπιβλητικές. 
Ἦταν κάτι τὸ πρωτοφανές! Γυναῖκες σὲ ἁγιορείτικη Μονή... 
Ἐν συνεχείᾳ προχώρησαν πρὸς τὸν Ναὸ καὶ περνοῦσαν ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Μοναχούς, στοὺς ὁποίους ἡ δεύτερη κατ᾿ ἐντολὴν τῆς πρώτης μοίραζε χρήματα. 
Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἡ πρωϊνὴ τράπεζα, ὁ π. Γελάσιος βιάσθηκε νὰ δῆ τὸν Γέροντα. 
– Γέροντα, τοῦ λέει, τί γυναῖκες ἦταν αὐτὲς ποὺ ἦρθαν σή- μερα στὸν Ναό; 
Ὁ π. Ἀθανάσιος κατάλαβε ἀμέσως πὼς κάποια οὐράνια εὐλογία δέχθηκε ὁ ὑποτακτικός του. 
– Πῶς τὶς εἶδες; Πόσες ἦταν; Ποιά ἦταν ἡ ἐμφάνισίς τους; 
– Ἦταν δύο. Ἡ πρώτη λίγο ὑψηλή, φοροῦσε ἕνα ὡραῖο κόκκινο φόρεμα ποὺ τῆς σκέπαζε καὶ τὸ κεφάλι καὶ ἔμοιαζε σὰν βασίλισσα. Ἡ δεύτερη ἦταν νεαρὴ στὴν ἡλικία, πολὺ σεμνή, μικρόσωμη, καὶ φοροῦσε ροῦχα γκρίζα σκοῦρα.
 Μάλιστα ἡ δεύτερη ἔδινε στοὺς πατέρες νομίσματα –ἔτσι τῆς εἶχε πεῖ ἡ πρώτη. 
– Ὡραῖο ὅραμα, παιδί μου, σοῦ ἔστειλε ὁ Θεός! Ἡ πρώτη ποὺ εἶδες ἦταν ἡ Παναγία, ἡ Βασίλισσα καὶ κυρίαρχος τοῦ Ἁγίου Ὅρους, καὶ ἡ δεύτερη ἡ Ἁγία Ἀναστασία, ἡ προστάτις τῆς Μονῆς μας, ποὺ ἔχουμε καὶ τὰ ἅγια Λείψανά της. 
– Ἔτσι πρέπει νἆναι, Γέροντα! Ἔτσι τὸ δέχεται ἡ ψυχή μου. Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ καταλάβω γιατὶ μοίραζαν χρήματα. Τί σχέσι ἔχουν οἱ Ἅγιοι μὲ τὰ χρήματα; 
– Ἤθελαν νὰ δείξουν ὅτι εὐχαριστιοῦνται ἀπὸ τὸν κόπο τῶν πατέρων ποὺ σηκώνονται τὴν νύχτα γιὰ νὰ ὑμνήσουν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ ὅτι τοὺς ἀξίζει ἀμοιβή. 
Θυμᾶσαι τὶ διαβάσαμε στὸ συναξάρι τῆς 1ης Ὀκτωβρίου; 
– Δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ. 
– Διαβάσαμε τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Κουκουζέλη, ποὺ ἦταν ὁ μεγαλύτερος μουσικὸς καὶ ὁ καλύτερος ψάλτης τῆς ἐποχῆς του. Ἀρχιμουσικὸς στὴν χορωδία τῶν ἀνακτόρων! Ἀπὸ τὴν πολλή του ὅμως ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἐγκατέλειψε τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ τὰ Παλάτια κι ἐγκαταστάθηκε ἐδῶ στὸ Ὄρος, ἔξω ἀπὸ τὴ Μονὴ τῆς Λαύρας. 
Κάποια φορὰ – Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου– ἐνῶ ἔψαλλε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἀπὸ τὴν κούρασι ἀποκοιμήθηκε γιὰ λίγο ὄρθιος στὸ στασίδι του. Τότε παρουσιάσθηκε ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ τοῦ λέει: «Χαῖρε Ἰωάννη, τέκνον μου. Ψάλλε μου καὶ δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω». 
Καὶ τοῦ βάζει κάτι στὸ χέρι. Ἐκεῖνος ξύπνησε ἀμέσως γεμᾶτος συγκίνησι. 
Καὶ ἔκπληκτος βλέπει ὅτι κρατοῦσε πραγματικὰ στὸ δεξί του χέρι χρυσὸ νόμισμα. Ἀργότερα μάλιστα, ποὺ τοποθέτησε αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία, ἐπιτελοῦσε καὶ θαυματουργίες!
 Ὁ π. Γελάσιος ἄκουγε ἐκστατικὸς τὰ λόγια τοῦ Ἡγουμέ- νου. Κατάλαβε τὶ νόημα ἔκρυβε τὸ μοίρασμα τῶν χρημάτων. Μέσα του ἑδραιώθηκε ἡ πίστις, ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι ὁλοζώντανοι καὶ παρακολουθοῦν μὲ στοργὴ τοὺς κόπους τῶν Μοναχῶν. 
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἀσπαζόταν μὲ μεγαλύτερη εὐλάβεια τὶς Εἰκόνες τῆς Παναγίας καὶ τὰ ἱερὰ Λείψανα τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. 
Χαρίσματα καὶ Χαρισματοῦχοι, Τόμος Γ’, ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, σελ. 88-90, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2002.
 
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/02/blog-post_491.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου