Ἦλθε στὸ Μοναστήρι ἕνας νέος ἀδελφός, ποὺ προσκολλήθηκε σὲ μένα καὶ
ἤθελε ὅλη τὴν ὥρα νὰ τοῦ λέω μιὰ συμβουλή, νὰ μοῦ πεῖ τί ἔκανε, ὅτι
εἶναι χαρούμενος ἢ στενοχωρημένος.
— Τί νὰ κάνω, Γέροντα; Ἂν τὸν περιφρονήσω, παραπονεῖται στὸ Γέροντα. Ἂν τὸν ἀκούω κάθε φορά, δὲν ξέρω ἂν ὠφελούμαστε.
— Ἔμπλεξες ἄσχημα. Τώρα δύσκολα ξεμπλέκεις. Μόνο μὲ προσευχή. Αὐτὸς δὲν κάνει χωρὶς ἐσένα. Θέλει δυὸ λόγια, γιὰ νὰ ἀναθάλλει ἡ ψυχή του.
Σήμερα δὲν ὑπάρχει ὁ παλαιὸς μοναχισμός, ἔχει ξεφτίσει. Ὅλο μερικὴ φιλία καὶ φιλαρχία εἰσχωροῦν.
Αὐτοὶ οἱ τύποι δὲν στέκονται στὸ Μοναστήρι, δὲν καρποφοροῦν. Τελικά, μὲ τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ σηκώνονται καὶ φεύγουν.
Καὶ πράγματι μετὰ ἕνα χρόνο, ὁ ἀδελφὸς ἔφυγε. Πῆγε σὲ ἄλλο Μοναστήρι.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἡ θεϊκὴ φλόγα ποὺ ἄναψε στὴν καρδιά μου ὁ Γέρων Πορφύριος“, τοῦ μ. Ἀγαπίου.
Πηγή: porphyrios.net
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/02/blog-post_118.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου