Σελίδες

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Κλείνοντας λοιπόν αὐτά τά λόγια περί εὐχελαίου, νά γιατί θά διηγηθῶ γιά τήν πνευματική μάχη τῆς Σουροτσίκας, ( ὑποκοριστικό τοῦ ὀνόματος Ἀλεξάνδρα), ἡ ὁποία ἑτησίως ἐρχόταν στήν Ὄπτινα γιά νά συμμετάσχει στό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου.



Κλείνοντας λοιπόν αυτά τα λόγια περί ευχελαίου, να γιατί θα διηγηθώ για την πνευματική μάχη της Σουροτσίκας,
( υποκοριστικό του ονόματος Αλεξάνδρα) η οποία ετησίως ερχόταν στην Όπτινα για να συμμετάσχει στο μυστήριο του Ευχελαίου.
Η Σουροτσίκα είναι μια καθαρίστρια επαγγελματίας και ο στάρετς μάς λέει:
- Το να είσαι καθαρίστρια στην εκκλησία σημαίνει ότι έχεις κλίση, και η Σουριτσίκα έχει χάρισμα από τον Θεό.
Συνέβαινε να έρθει επίσκεψη στο σπίτι μου η Σουροτσίκα και μετά το σπίτι να λάμπει από καθαριότητα. Το πρόγραμμά της ήταν το ακόλουθο: Στις πέντε το πρωί πήγαινε στο μοναστήρι στο Μεσονυκτικό, μετά την Θεία λειτουργία καθάριζε τον ναό και έπειτα άρχιζε να μου πλένει και να καθαρίζει το σπίτι. Εγώ διαμαρτυρόμουν: -         Σουροτσίκα, ξεκουράσου!
Τα λόγια μου όμως πήγαιναν χαμένα. Μια μέρα της απαγόρευσα να κάνει δουλειά στο σπίτι. Η Σουροτσίκα στενοχωρήθηκε και πήγε στο χαγιάτι, πλένοντας εκεί όλες τις παλιατζούρες που είχα για πέταμα. Η αλήθεια είναι πως η ίδια ήταν αυτή που αργότερα πέταξε αυτά τα σκουπίδια από το χαγιάτι και αναγνώρισε:
-         Δεν μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω δουλειά, βαριέμαι. Μου αρέσει πολύ να εργάζομαι!
Στην εκκλησία η Σουροτσίκα είχε πολλούς προστατευόμενους, ηλικιωμένους και ασθενείς. Συνέβαινε να αυτοπροσκληθεί σε κάποια άρρωστη ενορίτισσα και να της κάνει λάτρα στο σπίτι πριν από κάποια γιορτή. Παρότι η δούλη του Θεού Αλεξάνδρα είχε περάσει τα εβδομήντα της χρόνια, όλοι τη φώναζαν χαϊδευτικά Σουροτσίκα - τόσο καλή, εξυπηρετική και εύθυμη ήταν, σαν ένα παιδί. Θα ήθελα να διευκρινήσω ότι ποτέ η Σουροτσίκα δεν είχε προβλήματα υγείας και γι’ αυτό απόρησα όταν έμαθα πως είναι «άρρωστη». Αυτό το πρόσεξα μια μέρα που την επισκέφθηκε ο ηγούμενος Πέτρος Μπαραμπάς, ο οποίος έμεινε στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τον Χριστό. Η Σουροτσίκα συναντιόταν τότε για πρώτη φορά με τον ηγούμενο και στη θέα του έβγαλε μια κραυγή.
-         Σουροτσίκα, τι έχεις;
-         Είναι ένας ιερέας με μεγάλη χάρη και παρρησία στο Θεό.
-         Εσύ από πού το ξέρεις;
-         Εγώ δεν το ξέρω, αλλά ο δαίμονας μέσα μου φώναζε σαν τρελός από τόση θεία χάρη.
Δεν την πίστεψα τη Σουροτσίκα, αλλά μετά την κοίμηση του π. Πέτρου διάβασα σ’ ένα βιβλίο, πως είχε μεγάλη παρρησία στο Θεό και θεία χάρη: Έκανε εξορκισμούς στους δαιμονισμένους, θεράπευε τους ανήμπορους και δι’ ευχών του ο Κύριος έδωσε την όραση σε μια τυφλή.
Κατά τα λεγάμενα της Σουροτσίκα αυτό το έπαθε εξαιτίας του ότι απαρνήθηκε τον Θεό. Μεγάλωσε σε μία οικογένεια χωρικών, με θερμή πίστη στον Θεό, αλλά έπειτα για να είναι αρεστή στον άπιστο σύζυγό της έβγαλε τον σταυρό και εγκατέλειψε την εκκλησία. Ούτε είχαν στεφανωθεί και η σχέση δεν κράτησε πολύ. Όταν η Σουροτσίκα μετανοημένη γύρισε στην εκκλησία, άρχισε κάτι τρομακτικό. Μια αόρατη δύναμη την έδιωχνε από τον ναό και μερικά χρόνια δεν μπορούσε να κάνει Ευχέλαιο και να κοινωνήσει. Έτσι άρχισε ένας αόρατος πόλεμος που διαρκεί μέχρι σήμερα. Εκ πρώτης όψεως δεν το παρατηρείς.
Από τα λεγάμενα της, κατά την διάρκεια του Ευχελαίου, φωνάζει και γι’ αυτό φεύγει από την Μόσχα κι έρχεται στο μοναστήρι για να «μη γίνει ρεζίλι» μπροστά στους γνωστούς της. Σίγουρα σ’ αυτό το σταυρό που κουβαλάει δεν υπάρχει ντροπή αλλά η Σουροτσίκα έχει την δική της εμπειρία ζωής: Κάποιο Πάσχα δώρισε σε μια γνωστή της ένα μαντήλι κι εκείνη το πέταξε με αηδία όταν της είπαν πως η Σουροτσίκα είναι «δαιμονισμένη». Συνεπώς άλλος στη ζωή απέκτησε πλούτη, άλλος δόξα, ενώ η Σουροτσίκα απέκτησε την αγάπη των ανθρώπων και δεν επιθυμούσε να την χάσει.
Η αλήθεια είναι πως καθώς στεκόμουν με τη Σουροτσίκα στο Ευχέλαιο, δεν την άκουσα να φωνάζει, αλλά την είδα ξαφνικά πως βγήκε γρήγορα από τον ναό και εγώ έτρεξα πίσω της:
-         Σουροτσίκα, αισθάνεσαι καλά;
-         Ο δαίμονας μέσα μου φωνάζει τρομερά: «Με καίει, χάνομαι, σου υπόσχομαι να φύγω από σένα αν βγεις από τον ναό!» Εγώ βγήκα γρήγορα, αλλά αυτός με κοροϊδεύει: «Τι ζώον που είσαι! με πίστεψες; Χα, χα, χα». Κατά τη διάρκεια του Ευχελαίου είναι τόση η θεία Χάρη όπου καίει το κακό σαν φωτιά!
Όταν γνωστοποίησα στον καθηγητή τα λεγάμενα της Σουροτσίκας για τη μεγάλη χάρη που υπάρχει την ώρα του Ευχελαίου, μου απάντησε πως δεν μπορεί να πιστέψει μια οπισθοδρομική γριά.
Η Σουροτσίκα μπορεί να είχε τελειώσει τρεις τάξεις, αλλά από μικρή έμαθε να διαβάζει τους Αγίους Πατέρες. Διάβαζε πολύ τον αββά Δωρόθεο, τη Φιλοκαλία, ενώ το Ψαλτήρι το είχε πάντοτε στα χείλη. Η Σουροτσίκα μου διηγόταν πως στο χωριό της πολλοί άνθρωποι ήξεραν το Ψαλτήρι απέξω κι εμένα μου αρέσει να ακούω ιστορίες δικές της από το παρελθόν:
- Εμείς ζούσαμε με τον Θεό και ζούσαμε σαν στον παράδεισο. Η σοδειά ήταν πλούσια και στο πρώτο χτύπημα της καμπάνας, όλος ο κόσμος έτρεχε στην εκκλησία. Στη νηστεία έκαναν χίλιες μετάνοιες και πόσο πολύ τους άρεσε να εργάζονται! Οι άνθρωποι ήταν δυνατοί, υγιείς, έπειτα άρχισαν να αρρωσταίνουν εξαιτίας του αθεϊσμού. Σήμερα είναι διαφορετικοί, σαν να μην έχουν δυνάμεις και πόσο πολύ κουράζονται στον ναό. Η πίστη αδυνάτισε και το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο η σάρκα όμως ασθενής, γι’ αυτό και ζούμε σύμφωνα με αυτά που είναι γραμμένα: «Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί τό σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή».

Η Σουροτσίκα θεωρεί και τον εαυτό της ασθενή στην πίστη και στενοχωριέται που δεν μπορεί να φτάσει στα μέτρα των γονιών της. Τον πατέρα της σχεδόν δεν τον θυμάται - τον σκότωσαν οι κομσομόλοι όταν πήγαν να γκρεμίσουν την εκκλησία. Η μητέρα της, που έμεινε μόνη με τα παιδιά, ακολούθησε σταθερά τον δρόμο της ομολογίας. Για την άρνησή της να μπει στο κολχόζ και να βγάλει τις εικόνες από το σπίτι, τους πήραν τη γη μέχρι την πόρτα του σπιτιού, έπειτα την αγελάδα, τις κότες, τα παπλώματα, τα ρούχα και δεν τους άφησαν στο σπίτι ούτε μια χούφτα αλεύρι. Όταν ήταν παιδί η Σουροτσίκα φοβόνταν τόσο πολύ την πείνα, όπου μερικές φορές σκέφτονταν: Δεν θα ήταν καλύτερα να ζούμε όπως οι δολοφόνοι του πατέρα και να γίνει κομσομόλα; Η πίστη της μητέρας της ήταν αυτή που σταματούσε τις σκέψεις αυτές:
- Άραγε θα μας εγκαταλείψει ο Κύριος;

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά από τα βάθη της παιδικής της ηλικίας, ακούει την φωνή της μητέρας που διάβαζε στα παιδιά το Ευαγγέλιο: «ο δε Θεός ου μη ποίηση την εκδίκησιν των εκλεκτών αυτού των βοώντων προς αυτόν ημέρας και νυκτός, και μακροθυμών επ’ αυτοίς; λέγω υμίν ότι ποιήσει την εκδίκησιν αυτών εν τάχει πλήν ο υιός του ανθρώπου ελθών αρα ευρήσει την πίστιν επι της γης;» (Λουκ. 18, 7- 8).
Ακούω τη Σουροτσίκα και σκέφτομαι τα δικά μου. Στο περιβάλλον μου σαν να είναι όλοι Ορθόδοξοι, αλλά μερικές φορές μου συμβαίνει να ακούω απίστευτα πράγματα:

- Πήρα έναν ιερέα να μου κάνει σπίτι Ευχέλαιο και τι κατάλαβα; διαμαρτυρόταν μια επιχειρηματίας. Άλλοτε δώριζα πολλά στην εκκλησία, αλλά τώρα αμφιβάλλω, για ποιο λόγο να δώσω;
Η επιχειρηματίας αυτή μάλιστα όπως και ο καθηγητής θεωρούν τους εαυτούς τους πιστούς. Πόσο μακριά είναι όμως η πίστη μας από την πίστη εκείνης της απλής χωριάτισσας που ρωτούσε τα παιδιά της: «ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επι της γης;»

Η ΗΜΕΡΑ ΤΟY ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΝΙΝΑ ΠΑΒΛΟΒΑ.  . ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ.
 
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/03/blog-post_12.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου