Κάποια
γυναίκα πού αγωνιζόταν στον κόσμο -τήν έλεγαν Χρυσοβαλάντου-, ο Γέροντας τήν
είχε σάν πνευματική μητέρα καί πολύ τήν αγαπούσε. Ηταν άνθρωπος μεγάλης αρετής
και πολύ ελεήμων. Όλα ό,τι είχε, τά έδινε ελεημοσύνη. Όποιον έβλεπε, έδινε. Γι’
αυτήν λοιπόν στά τέλη της είπε ο Γέροντας: «Μόνο οι Όσιοι Πατέρες βλέπουν αυτά
τά πράγματα, οι ασκητάδες, οι ερημίτες, κανείς άλλος δέν τά βλέπει αυτά. Έβλεπε
νά περνούν από μπροστά της ό,τι έδινε. Στρώματα; Παπλώματα; Κουβέρτες; Ό,τι
έδινε και δέν έδινε, όλα». Κι έλεγε: «Πώ, πώ τί διαμαντένια, πώ, πώ τί χρυσά!
Δεν έδωσα κανένα χρυσό πάπλωμα. Τί είναι αυτό;». Μιλούσε μόνη της καί τά ακούγαμε
εμείς.
’Έλεγε: «Τί χρυσά στρώματα, τί χρυσές κουβέρτες είναι αυτές! Τί ωραία
πράγματα είναι αυτά!». Όλα λοιπόν, ό,τι έδινε περάσαν από μπροστά της καί τά είδε.
Την ώρα του θανάτου της τά είδε. «Άντε, Γέροντα, άντε Γέροντα, φθάσε Γέροντα,
ήρθε η ώρα μου, ήρθε ο Άγγελος, άντε Γέροντα», σιγοψιθύριζε. Μόλις ήρθε η ώρα
δέκα καί πήγε ο Γέροντας, αμέσως τήν προλάβαμε, τήν κοινωνήσαμε κι εκείνη τήν
ώρα τελείωσε. Αυτή αγαπούσε πολύ τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, νήστευε, στήν
κάθε γιορτή του θάκανε ολονύκτιο αγρυπνία καί δέν έπινε ούτε νερό, τίποτε. Όταν αρρώστησε από καρκίνο κι είχε αφόρητους πόνους, έλεγε:
«Έγώ, Τίμιε Πρόδρομε, σ’
αγαπούσα, σέ τιμούσα, νήστευα- κι εσύ τώρα γιατί δέν έρχεσαι νά με βοηθήσης;».
Καί παρουσιάστηκε ο Τίμιος Πρόδρομος σάν καλογέρι έχοντας ένα φαναράκι στο ένα
χέρι καί κρατώντας από τό άλλο τήν κόρη της πού είχε κοιμηθή- καί τήν ρώτησε:
«Τί έχεις;». «Δέν βλέπεις τί έχω; Δέν μπορώ από τούς πόνους, χάνομαι». «Μή
στενοχωριέσαι, μία ένεσι δέν έχεις; Μία ένεσι δέν σου έμεινε; Κάνε κι αυτήν καί
δέν θά πονέσης άλλο». Μετά χάθηκε ο Τίμιος Πρόδρομος. Σταμάτησαν οι πόνοι καί
μετά ήρθε η ώρα της κι έφυγε χωρίς πόνους, χωρίς τίποτε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/02/blog-post_58.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου