Σελίδες

Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Μιά πνευματική του κόρη πού πῆγε νά μονάση σέ Μοναστήρι -τήν ἔλεγαν Παρθενία- εἶδε ὁλόκληρη ὁπτασία τήν Δευτέρα Παρουσία. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ.

Ήρθε ένας πνευματικός άνθρωπος σήμερα καί μου έλεγε γιά την κα Μαρία Παπαμακαρίου στην Αθήνα, ήταν σάν τήν αδελφή Ταβιθά. Πολύ πλούσια κυρία. Όλη τήν περιουσία της την διέθεσε σε πτωχούς.Εκείνα τά δύσκολα χρόνια τής Κατοχής μάς είχε προστατέψει μέ τον αδερφό μου σαν μητέρα. Τελευταία είχε κάνει ένα μεγάλο ορφανοτροφείο, είχε βοηθήσει πολλά παιδάκια. Την ώρα πού ξεψυχούσε, έλαμψε τό πρόσωπό της σάν τον ήλιο. Ενα φως υπέρλαμπρο είδαν οι δικοί της μέσα στο δωμάτιο- καί με ζητούσε: «Πού είναι η Μακρίνα, το Μακρινάκι νά το δω;». Πρόφθασα νά την δω την τελευταία ώρα.
Θυμήθηκε η κυρία Μαρία κάποιον Γέροντα πού είχε πολλή εγκράτεια καί άσκησι στήν μοναχική του ζωή. Αυτόν τον άνθρωπο, τον έζησα καί εγώ από κοντά, τότε πού ήμουν στην Αθήνα. Μέναμε μέ τον αδελφό μου στο Μαρούσι, στήν κα Παπαμακαρίου, καί πηγαίναμε πολλές φορές στο Μοναστηράκι του καί βοηθούσαμε. Γιά κελί είχε ένα φούρνο χτισμένο από πλινθιά καί έμπαινε μέσα καί κοιμόταν. Από τό κελλάκι του έβγαιναν ζουζούνια καί διάφορα ζωύφια. «Άφησέ τα, παιδί μου, νά βγούνε, είναι ευλογημένα απ’ τον Θεό καί αυτά, τά έστειλε νά μέ επισκεφτούν», έλεγε. Τόση αγάπη είχε ακόμη καί στα ζώα! Μιά φορά πήγανε κάποιοι Αρχιερείς νά τον δουν καί όπως ήταν μέσ’ τίς στάχτες, ξυπόλητος, σάν διά Χριστόν σαλός, παρουσιάστηκε, έβαλε μετάνοια καί ασπάστηκε τό χέρι τους. Τί πράγμα ήταν αύτό! Θαύμασαν τήν άσκησι καί τήν αυταπάρνησί του. Σ’ όλο τό σώμα φορούσε αλυσίδες. Μιά πνευματική του κόρη πού πήγε νά μονάση σέ Μοναστήρι -τήν έλεγαν Παρθενία- είδε ολόκληρη οπτασία τήν Δευτέρα Παρουσία. Παρουσιάστηκε η Παναγία καί της έδωσε ένα νόμισμα στο χέρι. Από τότε καί χωρίς νάχη τάλαντο αγιογραφίας, άρχισε νά αγιογραφή ό,τι είδε. 
Οταν πήγαμε μέ τον Γέροντα και τον κ. καί την κα Παπαδημητρίου των εκδόσεων «Αστήρ» ήταν χειμώνας, έκανε κρύο καί είχε τρεις πιθαμές χιόνι. Τήν είδαμε πού αγιογραφούσε την εκκλησία. Ήταν άνεβασμένη στήν σκαλωσιά καί πήγαινε τό χέρι της λες καί ήταν μηχανή. Τόσο γρήγορα αγιογραφούσε. Έβλεπες δαίμονες τρομερούς, ένα πράγμα φοβερό! Καί έκανε τόσο κρύο! Πώς δέν κοκκάλιαζε εκεί χωρίς σόμπα, χωρίς τίποτε. Εμείς είχαμε παγώσει καί αυτή ήταν άνεβασμένη στήν σκαλωσιά καί αγιογραφούσε. Καί λέει η Γερόντισσά της, αυτό καί αυτό είδε. Τελείωσε μία δουλειά σέ τρεις μήνες, ενώ ήταν δουλειά έξι-επτά μηνών. Τόσο γρήγορα δούλευε. Θαύμασε καί ο Γέροντάς της. Τί πράγμα είδε αυτή η μοναχή! Οπως τά είδε, έτσι καί τά αγιογράφησε. Καί αγιογράφησε όλη την εκκλησία. Μιά μοναχή πολύ εκλεκτή.
Ο Γέροντας αυτός ήταν πολύ φιλάνθρωπος καί φιλόξενος. Μόλις πήγαινε κάποιος στο Μοναστήρι, έλεγε στούς μοναχούς του νά μή ρωτούν από πού είναι, πώς τον λένε καί τί κάνει. Μόνο νά τού δίνουν νά φάη. Βάζανε ένα σκαμνάκι, ένα πιάτο φαΐ, λίγο ψωμάκι, ένα πηρούνι, ένα κουμαράκι νερό καί έτρωγε ο επισκέπτης.
Μιά μέρα, πήρε ένα ξύλο, τόκοψε καί είπε σέ ένα μοναχό νά ανοίξη μισό μέτρο γούρνα. ’Έπιασε και άνοιξε την γούρνα χωρίς αντιλογία. Τίποτε, υπακοή χωρίς αντιλογία και έσκαψε την γούρνα. Μετά τού ζήτησε νά φυτέψη τό ξύλο καί νά ρίξη νερό. Τού είπε ότι, αν καί ήταν ξερό, τό ξύλο θά βλαστήση. Καί πραγματικά έγινε ένα πελώριο δένδρο. Εκανε πολλή υπακοή ο μοναχός αυτός!
Η ελεημοσύνη του Γέροντα αυτού δέν λεγόταν. Δεν μπορείτε νά φανταστήτε, τί ελεημοσύνη είχε. Βάδιζε στο δρόμο καί, όταν έβλεπε ένα φτωχό, τού έδινε τα παπούτσια καί γυρνούσε ξυπόλητος. Στον δρόμο πήγαινε, έβγαζε τό ράσο, τόδινε καί γυρνούσε μέ τό ζωστικό. Τούς έζησα αυτούς τούς ανθρώπους καί τούς πόνεσα. Βίωμα αγιασμένο, ευωδίαζαν. Είχε ο Γέροντας πνευματική καλλιέργεια πάρα πολύ. Καί όταν έψελνε τό τροπάριο του άγιου Αθανασίου του Αθωνίτου, έκλαιγε.
Ηταν μία κοπέλλα, υποψήφια μοναχή, πού την έλεγαν Καλλιόπη. Ήταν ψηλή καί πολύ όμορφη. Αυτή πάει καί λέει σ’ αυτόν τον Γέροντα: «Γέροντα, θέλω νά κοινωνήσω, αλλά χωρίς την ευλογία σας διάβασα κάποιο θεολογικό βιβλίο». «Τώρα δέν έχει Θεία Κοινωνία. Μόλις τελειώσει η εκκλησία, θά βάλης σ’ όλους μετάνοια καί θά λές: “συγχωρέστε με, χωρίς ευλογία διάβασα θεολογικό βιβλίο”». Λοιπόν, τό κάνει. Στάθηκε στήν πόρτα καί έβαζε μετάνοια. Εγώ κάθισα σέ μία γωνιά καί έκλαιγα σκεπτόμενη πώς θά τό κάνη αυτό τό πράγμα. Ο κόσμος νάναι ατέλειωτος. Στο τέλος την περίμενα καί φύγαμε μαζί. Καί τής είπα: «θέλω νά μου πης τι αισθάνθηκες τόση ώρα». «Σάν νά ξαναγεννήθηκα, σάν νά μπήκα στήν κολυμβήθρα καί νά βγήκα. Τέτοια αγαλλίασι αισθάνθηκα καί χαρά αισθάνομαι». Δέν μπορούσε νά συγκρατήση τά δάκρυά της από την χαρά πού αισθανόταν.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.   ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ  ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/02/blog-post_80.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου