Σελίδες

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Μαρτυρίες γιά τήν ἀσκητική ζωή τοῦ Ἐπισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς καί τό προορατικό του χάρισμα ἀπό τόν μοναχό ΚάλλιστοΒΕΛΙΜΙ

  Άπό τίς πρώτες μέρες τής δοκιμασίας μου στό μοναχισμό, έπεθύμησα νά φύγω στήν ήσυχία καί στήν έρημο, γιά νά άφοσιωθώ στό Θεό και στόν έαυτό μου. Αυτή μου ή πρόθεση ώρίμαζε καί δυνάμωνε όλο καί περισσότερο μέσα μου. 

Περίμενα τή στιγμή πού θά καλογερέψω καί θά φύγω άμέσως γιά τό βουνό. Γιά τό σκοπό αυτό, μάθαινα τήν προσευχή καί τήν ορθή βιοτή, από βιβλία μά καί από μοναχούς, ιδιαίτερα δέ άπό τόν επίσκοπο Νικόλαο.
 
Τόν άκουγα δίχως αντίλογο, μέ όλη μου τήν επιθυμία καί όλη μου τήν καρδιά. Όλη τήν ήμέρα τοποθετούσα πνευματικά βιβλία σέ κιβώτια, έγραφα τίς διευθύνσεις καί τά έστελνα στό ταχυδρομείο. Τό βράδυ, στό δωμάτιό του καί μέ τήν παρουσία του, διάβαζα ψαλμούς καί προσευχές καί υστέρα πήγαινα νά άναπαυθώ. Εκείνος όμως συνέχιζε νά εργάζεται. Μέχρι αργά τή νύχτα τό φως έκαιγε στό δωμάτιό του. Καί όταν τό πρωί ξυπνούσα νωρίς καί πάλι αντίκριζα τό φως νά είναι αναμμένο καί άκουγα τά βήματα καί τόν βήχα του.
 
Γιά μένα τόν αδαή ήταν ένας άνθρωπος παράξενος, απίστευτος. Κοίταζε τόν άλλον μέ τό κεφάλι λίγο χαμηλωμένο μά τά μάτια του εισχωρούσαν βαθιά μέσα στήν ψυχή σου. Όλοι μας ανεξαιρέτως ήμασταν βέβαιοι γιά τό ότι εκείνος γνωρίζει τήν κάθε μας σκέψη πρίν άκόμα ακούσει τήν άπάντηση στό όποιοδήποτε ερώτημα έθετε. ’Ήμουν καθημερινά μαζί του καί γνώριζα καλά πώς εκείνος, μέσα από τό δωμάτιό του, ξέρει στ’ αλήθεια τό τί συμβαίνει στό μοναστήρι, στή πόλη άλλά καί πιό πέρα ακόμη.
Θυμάμαι μία φορά, πού ό νομάρχης τής Άχρίδας καί ό πρόεδρος του εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, μέ δύο ακόμα κρατικούς ύπαλλήλους, ήθελαν νά επισκεφτούν ένα παραμεθόριο χωριό. Ό πρόεδρος του εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, ώς άνθρωπος ευλαβής, ήρθε να πάρει την ευλογία του επισκόπου γιά τό ταξίδι. Ό Νικόλαος όμως δεν ήθελε νά τήν δώσει. Τόν παρακαλούσε ό άνθρωπος, θύμωσε κιόλας κάποια στιγμή αλλά όλα ήταν μάταια, ώσπου στό τέλος ό επίσκοπος του είπε: «Νομίζεις, πάτερ μου, ότι δέν δίνω ευλογία επειδή σέ μισώ;»
 
-Δέν ξέρω γιατί δέν έπιτρέπεις, δέσποτα, μά εγώ θέλω νά πάω μαζί τους. Τό θέλω πολύ. Γιατί να μην δώσεις ευλογία;
-Άκου εσύ τόν δεσπότη σου καί μήν πας πουθενά δίχως ευλογία, καί μή ρωτάς πολλά.
 
-Εγώ θά πάω, είτε δώσεις ευλογία είτε όχι, είπε εκείνος, κάθισε στό αυτοκίνητο τών βασιλικών ύπαλλήλων καί έφυγε.
Τί έγινε λοιπόν αργότερα; Στό δρόμο, κοντά στά αλβανικά σύνορα, τούς περίμεναν Αλβανοί κακοποιοί, σκότωσαν τόν οδηγό, τούς άρπαξαν ό,τι πολύτιμο βρήκαν επάνω τους καί τούς άπήγαγαν στά βουνά. Επειδή οι βασιλικοί υπάλληλοι δέν γύρισαν πίσω, όταν έπρεπε, κινητοποιήθηκε ό κρατικός μηχανισμός καί σύντομα έγινε γνωστή ή αλήθεια. Τήν ύπόθεση άνέλαβε προσωπικώς ό βασιλεύς Αλέξανδρος πού έπικοινώνησε μέ τόν άλβανό βασιλιά Ζόγου καί του ζήτησε νά επιστρέφουν άμεσα οί άπαχθέντες. Ό επίσκοπος, μου έλεγε- πώς ό βασιλεύς είπε στόν Ζόγου επί λέξη: «Έάν μέσα σε τρεις ημέρες δέν μου δώσεις πίσω τούς ανθρώπους μου ζωντανούς, θά κυριέψω όλη την Αλβανία! Βαρέθηκα πιά μέ τούς εγκληματίες σας!» 
 
Υστερα από δύο ήμέρες έπέστρεψαν στό μοναστήρι μας οί υπάλληλοι, ό νομάρχης καί ό πρόεδρος τού εκκλησιαστικού Δικαστηρίου. Αυτός ό τελευταίος ήταν γεμάτος χτυπήματα. Ήρθε μπροστά στόν επίσκοπο ταπεινωμένος, τού έβαλε βαθιά μετάνοια καί ζήτησε την εύχή του.
Ό Θεός νά σέ ευλογεί πάτερ. Τί σου συνέβη καί κατάντησες έτσι; Τόν ρώτησε ό Νικόλαος.
-Την ψυχή μου έβγαλαν οί καταραμένοι Αλβανοί. Εμένα μονάχα χτυπούσαν μόλο πού τίποτα δέν τούς έκρυψα.
-Τί νομίζεις τώρα πάτερ, γιατί δέν ήθελα να σου δώσω ευλογία καί γιά ποιό λόγο χτύπησαν ε-κείνοι ειδικά εσένα; Ρώτησε ό επίσκοπος.
-Όλα μού είναι κατανοητά σεβασμιότατε! Δέν πρόκειται ποτέ να ξεκινήσω γιά ταξίδι δίχως την ευλογία σας!
 
Ήταν ολοφάνερο πώς ό Νικόλαος γνώριζε τό πώς θά εξελιχθεί τό ταξίδι τους. Μολονότι εκεί-νος έκρυβε τό διορατικό του χάρισμα αρκετές φορές τό επιβεβαίωσα βλέποντας μέ τά ίδια μου τά μάτια διάφορα συμβάντα. Σκεφτόμουν αυτή του την ικανότητα καί αναρωτιόμουν: πώς μπορεί άραγε καί γνωρίζει τί γίνεται εκεί έξω καί έγώ δέν μπορώ; Πώς εκείνος γνωρίζει αυτό πού έγώ σκέφτομαι αλλά έγώ δέν γνωρίζω τί σκέφτεται εκείνος;
Τόν παρατηρούσα καί παρακολουθούσα κάθε του βήμα καί κίνηση μέ σκοπό να καταλάβω καί να δώ τί είδους άνθρωπος ήταν. Ήθελα να γίνω τό ίδιο όπως εκείνος αλλά δέν γνώριζα πώς να τό κατορθώσω. Νόμιζα ότι ξέρει κάποιο μυστικό τρόπο γιά να αποκτά πνευματικές καταστάσεις, καί αυτόν τόν τρόπο τόν κρατά κρυφό από εμάς τούς υπόλοιπους.
Ήξερα τί έτρωγε, πώς προσεύχεται, πού κοιμάται άλλά δέν ήξερα τί κάνει τίς νύχτες, όταν μείνει μονάχος στό δωμάτιό του. Είχα παρατηρήσει ότι μία σανίδα στήν πόρτα του είχε στεγνώσει καί ένας ρόζος είχε ξεκολλήσει καί ήταν έτοιμος να πέσει. Τότε μου έφεξε μία ιδέα: να λοιπόν ή ευκαιρία να δώ τί κάνει τίς νύχτες.
 
Την έπομένη ό επίσκοπος έφυγε στήν πόλη γιά μία ύπόθεση. "Εβγαλα τόν ρόζο καί μέ πολλή προσοχή τόν καθάρισα καί στήν έξωτερική πλευρά κάρφωσα ένα μικρό καρφί καί τόν τοποθέτησα πάλι στη θέση του. Στερεώθηκε καλά καί τώρα ήταν εύκολο να τόν βγάλω όποτε θελήσω.
Εκείνη την ήμερα έκανα διάφορες εργασίες καί τό βράδυ, μόλις εκείνος γύρισε, διάβασα ψαλμούς καί προσευχηθήκαμε. Υστερα έφυγα στό δωμάτιό μου, έβγαλα τά ρούχα μου καί έπεσα στό κρεβάτι: Όταν τά φώτα στόν διάδρομο έσβησαν, σηκώθηκα από τό κρεβάτι καί μέ προσοχή πατώντας στά δάχτυλα τών ποδιών πλησίασα την πόρτα του επισκόπου. Γονάτισα καί μέ προσοχή έβγαλα τόν ρόζο καί από τό άνοιγμα πέρασε μία λεπτή ακτίνα φωτός στό σκοτεινό διάδρομο.
 
Μπερδεύτηκα όμως εκεί, τό καρφί ήταν αδύνατο καί ό ρόζος έφυγε στό πάτωμα. Άνοιξε ή πόρτα καί πριν προλάβω να συνέλθω βρέθηκε μπροστά μου τό τεράστιο κεφάλι τού Νικολάου. Πήδηξα πάνω καί έτρεξα στά σκαλοπάτια. Με είχε αναγνωρίσει. Φώναξε πίσω μου καί με κάλεσε να γυρίσω υποσχόμενος ότι δεν θα πάθω κάτι δυσάρεστο. Όμως εγώ δεν τολμούσα να γυρίσω πίσω επειδή ντρεπόμουν. Φοβόμουν μήπως επάνω στό θυμό του με χτυπήσει, τό ήξερα ότι ήταν λίγο απότομος.
Πέρασα τή νύχτα έξω στήν αυλή. Την επομένη κρυβόμουν μήν τόν συναντήσω καί δέν τολμούσα να μπω στό κτίριο. Τό έπόμενο βράδυ, κρύφτηκα καλά σε μιά γωνία τής μητρόπολης καί εκεί μέ πήρε ό ύπνος. Γύρω στά μεσάνυχτα, κάποιος μέ έπιασε από τά μαλλιά. Μέσα στό σκοτάδι, δέν μπορούσα να δω ποιος ήταν, μά σάν άκουσα τή φωνή κατάλαβα πώς ήταν ό Νικόλαος.
 
-Μή φοβάσαι Ντόμπριβοϊ πήγαινε στό δωμάτιό σου καί κοιμήσου, μου είπε.
Μέ έβαλε στό δωμάτιο, περίμενε να ξαπλώσω, μέ σκέπασε σάν ένα μικρό παιδί καί τότε έφυγε. Ήμουν τρομαγμένος καί μέ παραξένεψε τό γεγονός ότι δέν μου είπε κανένα λόγο αυστηρό. Την επομένη, νωρίς τό πρωί, μέ κάλεσε καί έδωσε εντολή να φέρω από την αποθήκη στό δωμάτιό του τίς σανίδες καί τά ποδαρικά γιά ένα κρεβάτι αφού πρώτα τά πλύνω καλά. Όσο έγώ έστηνα τό κρεβάτι, εκείνος κάλεσε τόν μάγειρα καί τού είπε: «Φίλιππε, από τούτη τή στιγμή καί μέχρι να σε ξανακαλέσω είσαι ελεύθερος. Θα πληρώνεσαι σάν να εργάζεσαι. "Αφού έδιωξε τόν μάγειρα καί μείναμε οί δύο μας γύρισε καί μου είπε:
-Έσύ Ντόμπριβοϊ είσαι πού θέλεις να γίνεις μοναχός. ’Άν είσαι άντρας λοιπόν έτοιμάσου γιά γενναία άσκηση!
-Ό,τι πεις δέσποτα. Έχω περάσει πόλεμο, πείνα, μέχρι καί σαλεμένους έχω φυλάξει. Καί την άσκηση πού μου λες εσύ θα την φέρω πέρα!
-Εύκολο είναι να τά βάλεις μέ τούς ανθρώπους καί να τούς υπομένεις. Τώρα όμως έχεις να παλέψεις μέ τόν εαυτό σου, θα δοκιμάσεις καί θα ατσαλώσεις την επιθυμία σου. Ενα να έχεις στό μυαλό σου: μπροστά στό σώμα τους έκατομμύρια άνθρωποι τρέμουν, τό καλοπιάνουν καί του ύποτάσσονται. Έτοιμάσου λοιπόν!
-Έδώ είμαι δέσποτα. Έσύ μονάχα πρόσταζε!
 
Μέχρι τότε πίστευα, πώς δέν ύπάρχει δοκιμασία πού δέν μπορώ να τή βαστάξω. "Ημουν νέος, γερός, δουλεμένος καί μέ αύτοπεποίθηση μά καί λίγο περήφανος πού επρόκειτο να βιώσω κάτι τό άγνωστο καί μεγάλο καί θα άναδειχθώ μπροστά στόν ίδιο τόν επίσκοπο.
Από νωρίς τό πρωί, ό επίσκοπος μου απαγόρευσε να πιώ νερό καί να φάω οτιδήποτε. Εκείνη την ήμερα κάναμε πακέτα από βιβλία, γράφαμε διευθύνσεις καί τά στέλναμε στό ταχυδρομείο καί τό βράδυ κάναμε την προσευχή μας. Πρώτα απ’ όλα, κάναμε από τριακόσιες μετάνοιες μπροστά στά εικονίσματα, ύστερα ψάλαμε τόν κανόνα τής Θεοτόκου καί τέλος γονατίσαμε γιά προσευχή. Στό δωμάτιο είχαμε ένα ρολόι πού χτυπούσε σε κάθε τέταρτο τής ώρας.
 
Προσευχόμασταν γιομάτες δύο ώρες στά γόνατα μπροστά στις εικόνες επάνω σε ένα κιλίμι. Εκείνος, γύρισε έπιδέξια τό δεξί του πόδι ώστε δέν τόν κούραζε πού ήταν γονατιστός καί δέν κουνήθηκε διόλου. Εμένα πάλι, πονούσαν τά γόνατά μου γι’ αυτό έπρεπε να στηρίζομαι στά χέρια καί να γυρίζω πότε στη μια καί πότε στήν άλλη πλευρά. Στεκόμουν πίσω του καί έτσι δέν μπορούσε να βλέπει τί κάνω εγώ. Ύστερα σηκωθήκαμε καί γιά ένα δίωρο προσευχόμασταν όρθιοι σιωπηλά: «Προσευχήσου διά τού νοός, μην κινείς τή γλώσσα. Ό Θεός γνωρίζει τίς σκέψεις μας. Ή νηστεία δέν έχει νόημα δίχως προσευχή, μπορεί μάλιστα να μάς γίνει καί έμπόδιο», μου έλεγε.
 
Όλη την ήμερα καί τό επόμενο βράδυ δέν είχαμε γευτεί ψωμί καί νερό. Συνεχίσαμε τό ίδιο καί την επομένη. Υπέμενα την πείνα καί τή δίψα, εργαζόμουν, προσευχόμουν καί σιωπούσα. Την τρίτη μέρα ήμουν χάλια. Εύκολα άντεχα την πείνα, επειδή την είχα συνηθίσει, άλλά ή δίψα ήταν πού μέ βασάνιζε φριχτά. Κάποιες στιγμές είχα παραισθήσεις καί ένιωθα πόνο στό συκώτι. Τό βράδυ δέν μπόρεσα να αντέξω πολύ στήν προσευχή καί κοιμήθηκα νωρίτερα. Ετσι ό Νικόλαος έμεινε να προσεύχεται μόνος του. Όταν ξύπνησα τό πρωί, τόν βρήκα να είναι άκόμα στήν προσευχή. Μόνον ό Θεός γνωρίζει πότε καί πόσο κοιμόταν αυτός ό άνθρωπος.
Την τέταρτη μέρα, τό σώμα μου έκαιγε σάν να είχε πάρει ολόκληρο φωτιά. 
 
Τό ένιωθα να φλέγεται μέσα μου. Εκείνο, πού πονούσε πάρα πολύ ήταν τά θεραπευμένα μου τραύματα. Πονούσαν τά πλευρά καί τό στήθος μου ενώ τό συκώτι ήταν ένα συνεχές βασανιστήριο. Ακόμα καί ή καρδιά είχε απορρυθμιστεί. Πήγαινα συχνά πυκνά στό παράθυρο γιά να αναπνεύσω φρέσκον αγέρα καί τόν κατάπινα σάν τό δροσερό νεράκι τής πηγής.
Την πέμπτη μέρα άρχισα να μυρίζω άσχημα. Τά χείλη μου κολλούσαν μεταξύ τους, ήταν αλμυρά. Πάνω στη γλώσσα μου εμφανίστηκε σάλιο σε μεγάλη ποσότητα ολόιδιο μέ τόν ιδρώτα καί αναγκαζόμουν συχνά να τό φτύνω.
 
Την έβδομη μέρα ένιωσα κάποια μεταμόρφωση. Τά μάγουλά μου ξαναέγιναν ροδοκόκκινα καί οί πόνοι είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Έγινα όμως νευρικός καί δέν μπορούσα πια να κοιμηθώ. Έτρεμα σύγκορμος καί διψούσα φοβερά. Τότε ένιωσα γιά πρώτη φορά ότι δέν ήμουν πια σε θέση να συνεχίσω τόν αγώνα. Έδινα θάρρος στόν εαυτό μου μέ διάφορες σκέψεις, πείσμωνα, έκανα τόν ηρώα άλλά τίποτα δέν βοηθούσε. Στό τέλος, αποφάσισα να μαζέψω τά πράγματά μου καί να τό σκάσω από τόν Νικόλαο.
Τόν ξεγέλασα λέγοντάς του πώς πρέπει να βγω γιά τό αναγκαίο. Μόλις βγήκα από την πόρτα, έτρεξα στό δωμάτιό μου καί ετοίμασα στά γρήγορα τή βαλίτσα μου.
 
Μόλις γύρισα γιά να βγω έξω, τόν είδα πού έστεκε στήν ορθάνοιχτη πόρτα. Μέ έπιασε από τούς ώμους, με γύρισε αντίθετα καί μέ διέταξε να αδειάσω τά πράγματά μου. Ήμουν σε σύγχυση, δέν ήξερα τί να κάνω καί μέ ποιό τρόπο να τού ξεφύγω. Τόν εκλιπαρούσα να μέ αφήσει να φύγω ή να μου επιτρέψει να φάω καί να πιω αλλά εκείνος μάλλον ούτε πού άκουγε αυτά πού τού έλεγα. Αφού είδα πώς δέν υπήρχε σωτηρία, τά δάκρυά μου έκαψαν τά μάτια καί παραλίγο να βάλω τούς λυγμούς. Ούτε πού νοιάστηκε γι’ αυτό, μέ άρπαξε από τό αυτί σάν τό μαθητούδι τού σχολείου καί μέ οδήγησε στό δωμάτιό του.
 
-Αλεπού εσύ! Εσύ είσαι εκείνος πού θέλει να γίνει μοναχός; Γιομάτος είσαι βρωμιά στό σώμα καί στό αίμα καί μ’ αυτή τή βρωμιά θέλεις να πετύχεις κάτι μεγάλο, να γίνεις φωτισμένος! Μά δέν τό νιώθεις πώς μέσα σου σιγοκαίει ή σαβούρα καί βρωμάς ολόκληρος; ’Άν θέλεις τό καλό σου, αν θέλεις σε τούτη τή ζωή την έπίγεια να δεις τή Βασιλεία τού Θεού τότε κάθισε, κάμε την έργασία σου καί προσευχή σου καταπώς σου δείχνω!
 
Μέχρι την ενδέκατη μέρα δέν μέ άφησε ούτε μία φορά να ξεπορτίσω. Τότε άποφάσισα καί πάλι να τό σκάσω. Είχα σκεφτεί να πεταχτώ μέ μιας έξω από τό δωμάτιο καί να φύγω όπου μέ βγάλουν τά πόδια μου. Μόλις όμως ξεκίνησα, μέ σταμάτησε πάλι ό Νικόλαος στην πόρτα. Άρχισα να θρηνώ μέ όλη μου τή φωνή καί έτρεμα από οργή. Τόν παρακαλούσα σάν να μέ είχε ό ίδιος γεννήσει, να μέ αφήσει να φύγω. Τού έλεγα πώς τά έντερά μου είχαν κολλήσει από την πείνα καί τή δίψα καί έτσι είναι σίγουρο πώς θα πεθάνω. Μήτε ό θρήνος μήτε καί ό κοπετός έφεραν αποτέλεσμα.
Λίγο πιό μετά μου έδωσε μία φιάλη καί διέταξε να την πλύνω καλά καί να του φέρω νερό. "Άρπαξα τή φιάλη καί χίμηξα έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα στη βρύση. Ανοιξα τό σωλήνα έντελώς, έβαλα μέσα τό στόμα μου καί κατάπινα μέ ευχαρίστηση τό νερό. "Υστερα, έπλυνα τή φιάλη, τή γέμισα νερό καί την έφερα στό δωμάτιο. Ό δεσπότης μέ ρώτησε:
-"Ηπιες αρκετά;
-Ήπια σεβασμιότατε, απάντησα.
-Ωραία, ας ήπιες. Καί τώρα, τέκνον, θα σε ρωτήσω κάτι καί σκέψου καλά αυτό πού θα μου πεις. Δέν είναι ανάγκη να μου απαντήσεις αμέσως, μπορείς καί σε μία ώρα. Πές μου, γιατί ήθελες να μέ κατασκοπεύσεις; Αν μου πεις την αλήθεια θα γίνεις μαθητής μου, μά σάν μέ γελάσεις θα σε διώξω.
Δέν μου χρειάζεται να πολυσκεφτώ γιά να άπαντήσω δέσποτα. Αυτό πού θα σου έλεγα ύστερότερα μπορώ καί τώρα άμέσως. Ήθελα μονάχα να δώ τί κάνει ό δεσπότης όταν μένει μοναχός του στό δωμάτιό του.
-”Ε, τέκνον, τούτες τίς μέρες ήσουν μαζί μέ μένα στό δωμάτιο καί είδες ακριβώς αυτά πού κάνω. Δέν υπάρχει πλέον λόγος να κρυφοκοιτάς από τούς ρόζους.
 
Εγώ καί πάλι τόν παρακαλούσα να μέ αφήσει να ζήσω όπως καί οί υπόλοιποι μοναχοί. Νόμιζα ότι στ’ αλήθεια δεν μπορούσα πλέον να αντέξω δίχως τροφή καί νερό. Είχα πολεμήσει, είχα πεινάσει, είχα περάσει χώρες καί χωριά καί είδα παράξενα πράγματα μά τούτο ’δώ μου φαινόταν πάνω από τίς δυνάμεις μου. Δεν με άφησε όμως να φύγω. Μου είπε: «όταν αρχίσεις καί έχεις παραισθήσεις θα σου δίνω λίγο νεράκι. Αν σε κάθε μία ή δύο ώρες πίνεις από μία γουλιά νερό θα σου περάσουν καί οί ζαλάδες».
 
Εκείνος, ούτε πού γύρισε να κοιτάξει τή φιάλη με τό νερό. Δεν ήπιε ούτε σταγόνα. Δεν έδειχνε να υποφέρει, προσευχόταν καθημερινά όπως καί την πρώτη μέρα. Πάλευα όσο μπορούσα, μα ή προσευχή μου γινόταν όλο καί πιο αδύναμη επειδή συνεχώς σκεφτόμουν άν θα αντέξω να ζήσω ως την έπόμενη μέρα αλλά καί μηχανεύοντας διάφορους τρόπους γιά να τό σκάσω από κοντά του. Εκείνος όμως, ήξερε τό σκοπό μου καί πάντοτε μέ προλάβαινε. Την ήμερα βρισκόταν συνεχώς δίπλα στη πόρτα καί τό βράδυ έβαζε τό κρεβάτι μου κάθετα στήν πόρτα γιά να μήν τού φύγω ένώ θα κοιμάται. Την άλληλογραφία λαμβάναμε από ένα παραθυράκι καί μέ τόν ίδιο τρόπο την άπαντούσαμε.
 
Κράτησα άλλες πέντε ήμέρες δίχως τροφή καί μέ έλάχιστο νερό. Ήμασταν άσιτοι δεκαέξι μέρες συνολικά. Την δέκατη έβδομη μέρα ακούσαμε μηχανές στήν αυλή καί από τό παράθυρο είδαμε αυτοκίνητα. Τότε ό δεσπότης μου είπε: «έρχονται έπισκέπτες Ντόμπριβοϊ. Χαρά σε σένα. Αν δεν ήταν τούτοι θα συνεχίζαμε έτσι γιά ο-ολόκληρες τριάντα μέρες».
Βγήκε τότε από τό δωμάτιο, πλύθηκε, φόρεσε την επίσημη ενδυμασία καί υποδέχτηκε τούς καλεσμένους. Κάλεσε τόν μάγειρα καί τόν έστειλε γιά πέστροφες, κρασί καί τά άλλα αναγκαία γιά τό τραπέζι. Επίσης, έδωσε εντολή στό μάγειρα να ετοιμάσει γιά εμάς τούς δύο «τό συνηθισμένο».
 
Αφού καθίσαμε στο τραπέζι καί ξεκίνησε τό γεύμα, οί επισκέπτες έτρωγαν τίς πέστροφες ένώ εμείς οί δύο τρώγαμε χυλό από καλαμποκάλευρο. Φαίνεται ότι ό μάγειρας γνώριζε τί ήταν αυτό «τό συνηθισμένο», επειδή προφανώς είχε παρόμοιες εμπειρίες. ’Έπρεπε όμως να φάμε τόν χυλό επειδή σίγουρα θα είχαμε σοβαρό πρόβλημα αν τρώγαμε την πέστροφα μετά από μία παρατεταμένη άσιτία. Εκείνη την ήμερα φάγαμε λίγο, την άλλη λίγο παραπάνω καί την τρίτη μέρα ήμουν ήδη χορτάτος.
Μόλις κατάφερα να συνέλθω λίγο μέ τό καλό φαγητό, ένιωσα πάλι ανάλαφρος καί έτοιμος γιά οποιαδήποτε εργασία, μα τώρα μέ τή θέληση πολύ πιο δυνατή. Χάθηκαν οί μώλωπες από τό σώμα μου σάν να μήν είχαν ύπάρξει ποτέ. Δέν ένιωθα πια, τά τραύματά μου. Μέ την ασιτία καθάρισα τό αίμα μου καί τό αίμα καθάρισε μέ τή σειρά του τό σώμα από τίς ασθένειες καί τά τραύματα. Τότε συνειδητοποίησα τί σημαίνει πείνα. Χαιρόμουν πού είχα καταφέρει έστω καί τόσο να αντέξω όλες αυτές τίς ημέρες καί υποσχέθηκα στόν εαυτό μου να ζω στό μέλλον ασκητικά καί συχνά να νηστεύω.
 
Οί επισκέπτες μας ήταν δύο υπουργοί οί ό-ποιοι είχαν πέσει στη δυσμένεια του βασιλέως Αλεξάνδρου. Ό Νικόλαος είχε άναλάβει την διαπαιδαγώγηση των βασιλοπαίδων, Πέτρου καί Γεωργίου καί είχε μεγάλη έπιρροή στό παλάτι. Τό γνώριζαν εκείνοι καί είχαν έρθει να τόν παρακαλέσουν να μεσιτεύσει γι’ αυτούς στόν βασιλέα. Ό δεσπότης τούς είπε: «Δέν θα σάς υποστήριζα αν είχα ακούσει γιά σάς κάτι άσχημο. Μή φοβάστε όμως, όλα θα πάνε καλά!»
Εκείνο τόν καιρό στό μοναστήρι του οσίου Ναούμ τής Άχρίδος έλαβαν τό μοναχικό σχήμα δύο χωριάτες. Ό ένας από αύτούς ήταν ό Δράγολιουμπ Ραδοβάνοβιτς ό όποιος προηγουμένως έπασχε από φυματίωση. Οί γιατροί του είχαν πει ότι θα πεθάνει τό αργότερο σε είκοσι μέρες. Ήταν άνθρωπος μέ ευλάβεια καί ήρθε στό μοναστήρι γιά να πεθάνει εκεί καί να τόν θάψουν δίπλα στό ιερό...
Ό Δράγολιουμπ έγινε καλά, άπαρνήθηκε τά πάντα καί έμεινε γιά πάντα στό μοναστήρι. Αργότερα έγινε ιερομόναχος καί ηγούμενος. Πίσω του ακολούθησαν ή γυναίκα του καί οί δύο θυγατέρες του, πού κι αυτές έγιναν μοναχές.
 
Αυτός λοιπόν ό Δράγολιουμπ καί ό άλλος χωρικός έγιναν μοναχοί λίγο καιρό πριν γίνω καί εγώ. Οί δύο τους στεκόταν μία μέρα στήν αυλή καί κουβέντιαζαν μέ τόν δεσπότη. Πλησίασα τόν επίσκοπο γιά να τόν ασπαστώ, όπως είναι ή τάξη, μα εκείνος μέ διέταξε να πάρω πρώτα την ευχή των νέων μοναχών. Ήμουν υποχρεωμένος να υπακούσω, ήμουν τότε ήδη δόκιμος, μολονότι δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστο αυτό πού μου ζήτησε. Καθώς πλησίασα γιά να φιλήσω τό χέρι του Δράγολιουμπ τόν είδα πού άστραψε από εύτυχία πού άξιώθηκε να του άποδώσω τέτοια τιμή εγώ, ένας μορφωμένος καί παρασημοφορημένος στόν πόλεμο άνθρωπος. Γελούσαν από εύχαρίστηση καί τά μουστάκια του άκόμα. Του φίλησα τό χέρι καί στράφηκα να κάνω τό ίδιο καί μέ τόν δεσπότη. Εκείνος όμως μέ διέταξε να άποδώσω καί στόν έτερο άδελφό τόν πρέποντα ασπασμό. Καί πάλι ήμουν υποχρεωμένος να υπακούσω. Τό ίδιο κι εκείνος ένιωσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Πλησιάζοντάς τον είπα μέσα μου: «Γέλα εσύ όσο θέλεις. Τώρα θα σου δείξω πόσο μεγάλος είσαι καί πόσο πιο σπουδαίος από μένα. Θα δεις τώρα τί θα πάθεις». ’Έπιασα τό δεξί του χέρι καί τό έσφιξα δυνατά. Αντί να τό ασπαστώ, του δάγκωσα τό πάνω μέρος τής παλάμης μέ όση δύναμη είχα. Εκείνος βόγκηξε από τόν πόνο. Ό δεσπότης πήρε τό χέρι του μοναχού καί όταν είδε τή βαθιά δαγκωματιά καί τό αίμα να τρέχει στράφηκε προς τό μέρος μου καί μου είπε: «Είσαι υπερήφανος καί μνησίκακος άνθρωπος. Ούτε σε οκτώ χρόνια μαζί μου δέν πρόκειται να γίνεις καλόγηρος».
 
Γρήγορα άντιλήφθηκα τί είναι αυτό πού ό Θεός θέλει από τόν άνθρωπο καί πώς πρέπει να είναι ό άνθρωπος γιά να είναι ευάρεστος στό Θεό. Εκείνο τόν καιρό έκανα πολλή προσευχή καί έ-λαβα από τό Θεό πολλή Χάρη. ’Ένιωθα μέσα μου να έχω τέτοια δύναμη ώστε μπορούσα πνευματικά να υπερισχύω σε όλους τούς γύρω μου. Κανέναν δέν φοβόμουν, μολονότι ήμουν ένας δόκιμος, ένας αρχάριος. Ό δεσπότης ήξερε ακριβώς ποιος είμαι καί νομίζω ότι με εκτιμούσε περισσότερο από τούς άλλους. Γνώριζε ότι επίτηδες είχα δαγκώσει την παλάμη εκείνου τού υπερήφανου νεαρού καί ήξερε καί γιά ποιόν λόγο τό είχα κάνει.
 
Την επομένη μέρα ό επίσκοπος Νικόλαος επισκέφτηκε ένα γυναικείο μοναστήρι καί πήρε μαζί του κι έμενα. Μόλις φτάσαμε, οί μοναχές μαζεύτηκαν όλες γύρω μας καί μάς κέρασαν ζαχαρόνερο. Εγώ στεκόμουν στό πλευρό τού επισκόπου, μιλούσα περισσότερο άπ’ όσο είναι πρέπον καί έκανα τόν κάμποσο μπροστά στις μοναχές. Ξαφνικά, ό δεσπότης μέ χαστούκισε. Τραντάχτηκα από τό χτύπημα καί κοκκίνισα από τή ντροπή καί τό θυμό. Οί μοναχές έπαθαν σύγχυση καί δέν ήξεραν πώς να φερθούν. Μέ έβλεπαν μέ συμπόνια. Εγώ σιωπούσα άλλά μέσα μου προσευχόμουν να άνοιγε ή γή να μέ καταπιεί γιά να μήν κουβαλάω άλλο τέτοια ντροπή. 
 
Κρατήθηκα όπως-όπως μέχρι τέλους καί ήμουν ευχάριστος στη συζήτηση άλλά τά μάγουλά μου συνέχισαν να είναι κόκκινα από τή ντροπή. Κατά την επιστροφή στό μοναστήρι, δέν είπα κουβέντα στόν επίσκοπο Νικόλαο. Ήξερα πώς τό έκανε γιά να δοκιμάσει την ταπείνωσή μου καί να θραύσει την φιλαυτία. Μόλο πού τό γνώριζα όμως, μου πήρε καιρό να τό ξεχάσω καί να τόν συγχωρήσω. Δέν μέ ενόχλησε πού μέ χτύπησε καί ένιωσα τόν φυσικό πόνο αλλά τό ότι αυτό τό έπραξε μπροστά στις μοναχές.
Μέ κατέλαβε θλίψη μεγάλη, ήμουν μαζί του τόσο θυμωμένος όσο καί θλιμμένος, μη γνωρίζοντας πώς να του συμπεριφερθώ.
 
Μέ τέτοια διάθεση φτάσαμε πίσω στό μοναστήρι. ’Έτσι κακόκεφος, έφυγα αμέσως γιά τό δωμάτιό μου. Δέν πέρασε πολύ ώρα όταν ένας μοναχός τόν όποιο συμπαθούσα πολύ μέ φώναξε να βγω έξω. Εκείνος στεκόταν στό μέσον τής αυλής, μόλις τόν πλησίασα μου έδωσε ένα πολύ δυνατό χαστούκι ώστε μέ έκανε να δώ τόν ουρανό μέ τ’ άστρα. Μή μπορώντας να καταλάβω γιατί τό κάνει αυτό, μέσα στη παραζάλη μου τού γύρισα καί τό άλλο μάγουλο. Εκείνος δέν μέ χτύπησε άλλο. Δέν ένιωθα θυμωμένος μα ούτε καί ένιωθα ντροπή. Καί τή στιγμή ακριβώς πού θέλησα να τόν ρωτήσω τό γιατί, παρατήρησα μοναχούς, ιερείς καί υπηρέτες παντού τριγύρω στά παράθυρα καί πίσω από τούς τοίχους.
 
Μέ τόν τρόπο αυτό, ό επίσκοπος, ό ηγούμενος καί οί υπόλοιποι δοκίμαζαν την ταπείνωσή μου θέλοντας να δουν μέχρι ποιου σημείου μέ είχε εγκαταλείψει ή έπαρση καί ή φιλαυτία. Τό απόγευμα, πηγαίνοντας γιά την κουζίνα πέρασα δίπλα από τόν δεσπότη. Μέ κοίταξε μέ πραότητα, μου χαμογέλασε καί μέ κάλεσε κοντά του. Μου είπε λοιπόν: «Ντόμπριβοϊ, πήγαινε άμέσως στόν ήγούμενο καί πές του να σου ετοιμάσει τό ένδυμα τής κουράς. Κι εσύ να πλυθής, να χτενιστείς, να συγυριστείς... Καιρός είναι πια να πετάξεις γιά πάντα από πάνω σου αυτό τό παρδαλό κουστούμι!»
Κατά την ακολουθία τής κουράς ό δεσπότης ρώτησε τούς πατέρες μα καί τούς λαϊκούς -ό ναός ήταν γεμάτος- αν είμαι άξιος γιά να γίνω μοναχός. Τότε όλοι τους με μια φωνή απάντησαν: Άξιος! Έτσι, έγινα μοναχός καί ό Ντόμπριβοϊ Μιλούνοβιτς έγινε Κάλλιστος.
 
Όταν τελείωσε ή λαμπρή εκείνη ακολουθία καί εγώ ήμουν ήδη ενδεδυμένος τό μοναχικό σχήμα, ό Συμεών Μιλοσάβλιεβιτς πού τόν φωνάζανε όλοι Κίτρινο Διάβολο, πλησίασε τόν δεσπότη Νικόλαο καί τού είπε κατά πρόσωπον: «Φοβερέ άνθρωπε! Πήρες έναν εγκληματία καί τόν έκειρες μοναχό!» Ό δεσπότης τού απάντησε μέ ήρεμία: «Εγώ ρώτησα φανερά καί τούς πατέρες καί τούς άδελφούς άν ό Ντόμπριβοϊ είναι άξιος να ένδυθεΐ τό άγγελικό σχήμα. Όλοι τους απάντησαν πώς είναι. Κρίνε μόνος σου αν έχεις δίκιο. Εσένα φωνάζουν όλοι Κίτρινο Διάβολο κι εσύ μέ αποκαλείς φοβερό άνθρωπο; Πρέπει κανείς να πιστέψει εσένα πού είσαι ένας ή όλους αυτούς τούς ανθρώπους;»
Ἁγιοπνευματικές Διδαχές γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους , Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος,. ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ".
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου