Ένας Εβραίος είχε φίλο Χριστιανό, που του εμπιστευόταν μεγάλα ποσά, κάθε φορά που ταξίδευε σε μακρινό τόπο. Σ’ αυτόν εμπιστεύτηκε την τελευταία φορά ένα πορτοφόλι με πεντακόσια νομίσματα.
Ο Χριστιανός όμως έβαλε κατά νουν να καταχραστεί την εμπιστοσύνη του Εβραίου και να σφετεριστεί τα χρήματά του. Έτσι, όταν εκείνος επέστρεψε από το εξωτερικό και ζήτησε το πορτοφόλι του, αρνήθηκε ότι έλαβε τέτοιο πράγμα. Ο Εβραίος, που δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά από τον φίλο του, στενοχωρήθηκε πολύ και κόντευε να χάσει το λογικό του. Όταν κάπως συνήρθε, έκανε την ακόλουθη πρόταση στον Χριστιανό. Επειδή δεν υπήρχε μάρτυρας κατά την παραλαβή των χρημάτων, να φανερωθεί μέσω του Αγίου Μηνά ποιος είχε το δίκιο. Ο Χριστιανός δέχτηκε την πρόταση και πήγαν οι δύο μαζί στο ναό του Αγίου.
Εκεί ο Χριστιανός χωρίς δισταγμό κι αργοπορία έκανε όρκο και βεβαίωσε την άρνηση της παρακαταθήκης. Μετά τον όρκο βγήκαν κι οι δυο από το ναό κι ανέβηκαν στ’ άλογά τους, για να γυρίσει ο καθένας στο σπίτι του. Το άλογο όμως του Χριστιανού κατεχόταν από μία νευρικότητα και ατακτούσε. Εξαγριωνόταν ενάντια στον αφέντη του, στεκόταν στα πισινά του, δάγκανε το χαλινάρι και φοβέριζε να τον γκρεμίσει, να τον σκοτώσει. Σε μία στιγμή τον πέταξε στη γη, χωρίς όμως να τον βλάψει. Χάθηκαν μόνο το μαντήλι του, το κλειδί του κι η χρυσή του σφραγίδα. Έπειτα, αφού ξαναΐππευσε προχωρούσε μαζί με τον Εβραίο. Εκείνος ο καημένος, μη υποφέροντας τη ζημιά των χρημάτων, ήταν λυπημένος κατάκαρδα και στέναζε σ’ όλο τον δρόμο.
Όταν προχώρησαν αρκετά, ο Εβραίος θέλοντας να πιάσει με το καλό τον Χριστιανό, ίσως μεταμεληθεί και του επιστρέψει τα χρήματα, σ’ ένα μέρος κατάλληλο, του πρότεινε να κατέβουν από τ’ άλογα, για να φάνε ψωμί. Μόλις όμως άρχισαν να τρώνε, φάνηκε να έρχεται σ’ αυτούς ο υπηρέτης του Χριστιανού, κρατώντας στο ένα χέρι το πορτοφόλι του Εβραίου και στο άλλο το κλειδί με το μαντήλι του. Βλέποντας αυτά ο Χριστιανός τάχασε και ρώτησε τον υπηρέτη.
Τί είναι αυτά; Εκείνος του απάντησε:
Ένας ιππέας φοβερός πέρασε από την κυρία μου και δίνοντάς της το κλειδί με το μαντήλι σου, της είπε:
«Στείλε με μεγάλη ταχύτητα το πορτοφόλι του Εβραίου, για να μην κινδυνεύει ο άντρας σου». Αμέσως τότε εκείνη μου τα παρέδωσε και, σύμφωνα με την εντολή της, σου τα φέρνω.
Ο Εβραίος τότε, όλος χαρά, παρακίνησε τον Χριστιανό να επιστρέψουν αμέσως στον Άγιο. Εκεί δε, ο μεν Εβραίος παρακαλούσε να βαπτισθεί, ο δε Χριστιανός ζητούσε συγχώρηση για την ψευδορκία, με την οποία παρόργισε τον Θεό. Έλαβαν δε και οι δύο εκείνο που ζητούσαν. Ο Εβραίος δέχθηκε το Άγιο Βάπτισμα κι έγινε μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. Ο Χριστιανός πήρε άφεση για το κρίμα της ψευδορκίας και της κακής σκέψεως να σφετερισθεί τα ξένα χρήματα. Έτσι επέστρεψαν και οι δύο στα σπίτια τους χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεό.
Πηγή
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/08/blog-post_42.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου