Σελίδες

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

«Ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλούτου», Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ: «Ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλούτου»

Ὁ Κύριός μας στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο στόν δέκατο ἔνατο στίχο στό ἕκτο κεφάλαιο γράφει: «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς», δηλαδή μήν θησαυρίζετε γιά τόν ἑαυτό σας θησαυρούς στή γῆ. Καί στή συνέχεια λέει: «ὅπου ὁ σκόρος καί ἡ σαπίλα τούς καταστρέφουν καί ὅπου οἱ κλέπτες κάνουν διάρρηξη καί τούς κλέπτουν ͘ἀλλά θησαυρίζετε γιά τόν ἑαυτό σας θησαυρούς στόν οὐρανό, ὅπου οὔτε σκόρος οὔτε σαπίλα τούς καταστρέφουν καί ὅπου οἱ κλέπτες δέν κάνουν διάρρηξη καί δέν μποροῦν νά κλέψουν». Καί καταλήγει διότι, ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας, «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6,19-21). Εἶναι ἀπό τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς καί σκέφτηκα σήμερα νά ποῦμε ἀγαπητοί ἀδελφοί, νά ἀναρωτηθοῦμε:
- Ποῦ εἶναι ὁ θησαυρός μας καί ποιός εἶναι ὁ θησαυρός μας;
Τί, δηλαδή, εἶναι αὐτό πού πραγματικά θεωροῦμε τό πιό πολύτιμο πράγμα; Ποιό εἶναι γιά μᾶς τό πιό πολύτιμο πράγμα; Γιατί, θά μοῦ πεῖτε, νά τό ἐξετάσουμε αὐτό; Διότι, λέει ὁ Κύριος, ἐκεῖ πού εἶναι αὐτό, τό πιό πολύτιμο πράγμα πού γιά σᾶς εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ, λέει, θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας. Καί τό ἑπόμενο ἐρώτημα εἶναι:

- Ἄραγε μπορεῖ νά εἶναι ἡ καρδιά μας ὁπουδήποτε;
Ἐπιτρέπεται ἀπό τόν Θεό; Ἀρέσει στόν Θεό ἡ καρδιά μας νά εἶναι κάπου ἐκτός τοῦ Θεοῦ; Στήν Ἁγία Γραφή, ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμα, θά δοῦμε ὅτι ὁ Κύριος λέει καί μάλιστα μέ ἕναν, θά λέγαμε, ἀπαιτητικό τρόπο «υἱέ μου, δός μοι, σήν καρδίαν» (Παροιμ. 23,26), παιδί μου δῶσε μου τήν καρδιά σου. Πού σημαίνει, ὅσοι εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ καί θέλουμε νά λεγόμαστε μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί παιδιά τοῦ Θεοῦ, νά ὀνομάζομαστε χριστιανοί καί νά λέμε ὅτι ἀγαποῦμε τόν Χριστό, θά πρέπει νά τηροῦμε αὐτή τήν ἐντολή, ἡ καρδιά μας δηλαδή νά εἶναι δοσμένη στόν Χριστό. Ἄρα, θά πρέπει καί ὁ θησαυρός μας νά εἶναι ὁ Χριστός. Ἄν δέν εἶναι ὁ θησαυρός μας ὁ Χριστός καί εἶναι κάτι ἄλλο, ὁπότε καί ἡ καρδιά μας εἶναι κάπου ἀλλοῦ ἐκτός ἀπό τόν Χριστό, καταλαβαίνουμε ὅτι δέν εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ, δέν εἴμαστε χριστιανοί.
Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος «σκέψου, ἀγαπητέ, ὅτι, ὅπως ὑπάρχει αὐτός ὁ αἰσθητός μέγας κόσμος, πού ἀποτελεῖται ἀπό τά κτίσματα», ὅλα αὐτά τά ὡραῖα πού ἔχουμε, τή γῆ, τά ἀστέρια, τόν ἥλιο, ὅσα ὑπάρχουν πάνω στήν γῆ, μέσα στή θάλασσα καί στούς ὠκεανούς, ὅλα αὐτά εἶναι ἕνας κόσμος, αἰσθητός κόσμος. Ἔτσι ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος διεστραμμένος κόσμος «ἀποτελούμενος ἀπό ἁμαρτωλούς» καί στοιχεῖα ἁμαρτωλά, «τοῦ ὁποίου τά -κύρια- στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, τούς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης· πρῶτον, ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν, δεύτερον, ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου, καί τρίτον, ὁ ἔρωτας τῆς δόξας· «Ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου, ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Α΄ Ἰω. 2,16). Ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας: φιληδονία, ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν: φιλαργυρία, τό μάτι τό ἀχόρταγο, τό ἄπληστο καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου: ἡ φιλοδοξία, ἡ ἐπιθυμία νά ἔχουμε μία ἐπιφάνεια, ἕνα καλό ὄνομα στόν κόσμο, νά εἴμαστε ὑπερήφανοι. «Αὐτός ὁ πονηρός κόσμος, εἶναι ὅλος ἐνάντιος στόν σκοπό τοῦ Θεοῦ καί ἐξουσιάζεται ἀπό τόν ἑωσφόρο (γι’ αὐτό καί λέγεται κοσμοκράτορας)». Δέν κυριαρχεῖ ὁ ἑωσφόρος στόν κόσμο πού ἔφτιαξε ὁ Θεός, ἀλλά σ’ αὐτόν τόν πονηρό κόσμο πού βασιλεύουν τά τρία πάθη, οἱ τρεῖς αὐτοί ἔρωτες, τῆς δόξας, τοῦ πλούτου καί τῶν ἡδονῶν.
Τόν μεγάλο ἐχθρό -τόν ἑωσφόρο- τόν ὁποῖον ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα ἦλθε στήν γῆ γιά νά πολεμήσει. Γι΄ αὐτό καί λέει πάλι ἡ Γραφή ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ «γιά νά καταλύσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Ἰω. 3,8). Ἔτσι, πῆρε ὁ Θεός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ τήν ἀνθρώπινη φύση καί στόν ἑαυτό Του, ὡς ἄνθρωπος, μέ τήν ἀνθρώπινη φύση ὁ Χριστός μας ἀναδείχθηκε νικητής περίτρανος τῶν τριῶν αὐτῶν πειρασμῶν πού ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, τῶν τριῶν αὐτῶν ἄρρωστων ἐπιθυμιῶν, τῶν τριῶν ἐρώτων. Μέ τήν ὅλη Του στάση καί ζωή ὁ Χριστός μας, μᾶς ἔδειξε ὅτι δέν πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε οὔτε τήν ἀνάπαυση τῆς σάρκας οὔτε τίς ἡδονές τίς σαρκικές οὔτε τόν πλοῦτο, ἀλλά ἀντίθετα τήν φτώχεια. Γι’ αὐτό καί μέ τήν διδασκαλία Του μᾶς εἶπε «μακάριοι οἱ πτωχοί» (Λουκ. 6,20). Ὄχι τῷ πνεύματι. Τό εἶπε κι αὐτό, ἀλλά στό κατά Λουκᾶν λέει οἱ πτωχοί, δηλαδή νά ἐπιδιώκει κανείς νά εἶναι πτωχός. Γιά τόν ἔρωτα, ἐπίσης, τῆς δόξας μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος μέ τήν ὅλη Του ἀκενόδοξη ζωή νά φεύγουμε τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, τόν ἔπαινο, τά μπράβο, τίς τιμές τίς ἀνθρώπινες. Καί ὅταν ἀκόμη ὁ Ἴδιος ἔκανε θαύματα τρισμέγιστα(!), τούς ἔπαιρνε ἰδιαιτέρως καί τούς θεράπευε ἤ ἔλεγε στόν θεραπευμένο νά μήν τό πεῖ σέ κανέναν. Ὁ Χριστός μας, λοιπόν, μᾶς δείχνει τόν δρόμο.
Ἐπειδή τό θέμα μας εἶναι ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλούτου, θά ἐπικεντρωθοῦμε πιό πολύ σ’ αὐτή τήν ἄρρωστη ἐπιθυμία τοῦ πλούτου, ἡ ὁποία ὑπάρχει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος ἄραγε πού νά τοῦ δώσουν ἕνα τεράστιο χρηματικό ποσό καί νά πεῖ, ὄχι δέν τό θέλω;.. Δέν ξέρω ἄν ὑπάρξει κανένας τέτοιος ἄνθρωπος... Μπορεῖ νά ὑπάρξει.. Ἀλλά, ἄραγε, ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος πού νά μήν θέλει νά γίνει πλούσιος καί, ἄν τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, νά πεῖ ὄχι δέν θέλω; Ἐγώ ἑκούσια παραμένω φτωχός καί θέλω νά μείνω φτωχός; Ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος πού νά προτιμάει νά ζημιωθεῖ καί νά πάθει μεγάλη ζημιά οἰκονομική προκειμένου νά παραβεῖ μιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ; Ἤ προτιμάει νά παραβεῖ τήν ἐντολή καί νά μήν ζημιωθεῖ οἰκονομικά; Δηλαδή τό τελικό ἔσχατο κριτήριο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Θεός ἤ εἶναι ἡ οἰκονομία ἤ εἶναι τά χρήματα ἤ εἶναι τό νά ζημιωθῶ ἤ νά μή ζημιωθῶ; Φοβᾶμαι ὅτι αὐτό εἶναι... Ἄν ὁ καθένας μας ἀναρωτηθεῖ: Ποιός εἶναι ὁ θησαυρός μου; Μπορεῖ νά πεῖ θεωρητικά ὅτι ἐγώ ἔχω τόν Χριστό, ἀλλά πολλές φορές στήν πράξη φαίνεται ὁ θησαυρός μας εἶναι κάτι ἄλλο καί ὄχι ὁ Χριστός. Μπορεῖ νά εἶναι τά χρήματα, μπορεῖ νά εἶναι ἡ περιουσία, μπορεῖ νά εἶναι τά κτήματα, μπορεῖ νά εἶναι καί ἕνα ἁπλό ἀντικείμενο, μπορεῖ νά εἶναι καί ἕνα εὐτελές ἀντικείμενο, ἀλλά νά ἔχει κολλήσει ἡ καρδιά σ’ αὐτό.
Κάποτε στό Ἅγιο Ὄρος, στήν Ἁγία Ἄννα, εἶχε γίνει ἕνας φόνος. Κάποιος εἶχε κλέψει ἀπό ἕναν ἁγιογράφο ἕνα πινέλο καί τόσο ἐκεῖνος ὁ καημένος εἶχε προσκόλληση σ’ αὐτό τό πινέλο πού παραφύλαξε καί σκότωσε τόν κλέφτη. Ἀπό τότε ἔβαλαν ἀστυνομία στήν Ἁγία Ἄννα. Εἶχε τόση προσκόλληση... ἡ καρδιά του ἦταν στό πινέλο! Μπορεῖ κανείς δηλαδή νά ἔχει δώσει τήν καρδιά του σέ κάτι πολύ φτηνό. Ἀλλά καί σέ κάτι πολύ μεγάλο, ὑλικό ὅμως, τό ὁποῖο πάλι εἶναι πολύ φτηνό. Ἐπιτέλους, τί εἶναι ὀ χρυσός, πού τόσο πολύ λατρεύουμε; Ἄν τό σκεφτεῖτε, τί εἶναι; Εἶναι μιά οὐσία πού ὑπάρχει μέσα στή γῆ, ὅπως ὑπάρχουν καί πολλές ἄλλες οὐσίες. Καί ἐμεῖς τῆς δίνουμε τόσο μεγάλη ἀξία! Ἀλλά οὐσιαστικά τί εἶναι; Χῶμα εἶναι. Ἕνα τίποτα εἶναι.
- Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νά φύγουμε ἀπ’ αὐτή τήν γῆ θά πάρουμε τά χρυσά μαζί μας ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ὕλη; Ὁτιδήποτε ἀπό αὐτούς τούς θησαυρούς;
Ὄχι, βέβαια. Ἦταν πρίν λίγα χρόνια στό Μεξικό κάποιος, ὁ ὁποῖος μάζευε χαρτονομίσματα. Ἦταν πολύ λάτρης καί τά ἔβαζε μέσα σέ σεντούκι καί τά ἄφηνε ἐκεῖ. Κατάφερε νά μαζέψει ἕνα τεράστιο ποσό, 5 ἑκατομμύρια πέσο περίπου. Κάποια μέρα ἄνοιξε τό σεντούκι του νά δεῖ τί γίνονται τά χρήματα... Τά εἶχε φάει ὅλα ὁ σκόρος! Κόντεψε νά τρελαθεῖ... Ὁ θησαυρός του! Εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού λέει ὁ Χριστός: «μήν θησαυρίζετε θησαυρούς πού τούς τρώει ὁ σκόρος», πού σήπονται, πού εἶναι μάταιοι, πού θά τούς ἀφήσεις ἐδῶ στή γῆ ἀναγκαστικά, πού κι ἄν δέν τούς ἀφήσεις τώρα, θά τούς ἀφήσεις σίγουρα μετά ἀπό κάποια χρόνια, ὅταν θά φύγεις ἀπό αὐτόν τόν κόσμο.
Τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας; «Πάντα κόνις», ὅλα εἶναι σκόνη, «πάντα σκιά, πάντα τέφρα» τά γήινα, «πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα». Τά ὄνειρα εἶναι ἀπατηλά, ἐξαπατοῦν. Καί αὐτά πού ὑπάρχουν ἐδῶ στή γῆ εἶναι ἀκόμα πιό ἀπατηλά. Κι ἀπ’ τά ὄνειρα πιό ἀπατηλά. Ἐκεῖ πού νομίζεις ὅτι ἔχεις, ξαφνικά δέν ἔχεις τίποτα. Μιά ἀπάτη... «Οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα». Πεθαίνεις; Δέν συνοδεύει ἡ δόξα. Φέρνουν μερικοί στεφάνια στίς κηδείες, γιά νά φανοῦν πιό πολύ αὐτοί, ὄχι γιά νά δοξάσουν τόν κεκοιμημένο... Μετά ἀπό λίγο ποιός τόν εἶδε, ποιός τόν ξέρει... «Οὐκ ἀκολουθεῖ ἡ ἡδονή». Οἱ ἀπολαύσεις ἐδῶ στή γῆ θά σέ ἀκολουθήσουν; Θά τίς ἔχεις καί μετά; Τελειώσανε ὅλα. «Οὐδέ οἱ ἄσεμνοι καί ἐκνευριστικοί χοροί» καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες διασκεδάσεις. Τίποτα ἀπό αὐτά τά φθαρτά καί τά γήινα δέν θά σέ συνοδεύσουν μετά τόν θάνατο. «Ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2) τά γήινα, αὐτά πού εἶναι σκόνη.
Ἑπομένως, αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει αὐτά, τελικά εἶναι ἕνας ἄφρων, ἕνας ἀνίατος, γιατί κολλάει σ’ αὐτά πού σέ λίγο θά τά ἀφήσει, σέ κάτι πού μπορεῖ νά τόν ἀφήσει καί πρίν πεθάνει. Βλέπετε, ἔχουμε καί κάποιες -ἄς τό ποῦμε- προρρήσεις. «Θά κοιμηθεῖτε καί τό πρωί δέν θά ἔχετε τίποτε στήν τράπεζα», εἶχε πεῖ ἕνας γέροντας. Μπορεῖ νά γίνει καί αὔριο! Δύσκολο εἶναι; Τί ἔγινε πρίν λίγο καιρό στήν Κύπρο μέ τά capital controls... Εἶχαν καί δέν εἶχαν... Καί ἐδῶ στήν Ἑλλάδα τό ἴδιο. Κάποιοι κόντεψαν νά τρελαθοῦν. Εἶχαν καί τελικά δέν εἶχαν τίποτα. Ἡ τράπεζα τά ἔχει, ἐσύ δέν τά ἔχεις. Ἐσύ τά παίρνεις μέ τό σταγονόμετρο, ὅσο ἀφήνουν. Καί ὅσο σ’ ἀφήνουν κι αὐτό… Μετά ἀπό λίγο μπορεῖ νά σοῦ ποῦνε: χρεοκοπήσαμε, δέν ὑπάρχει τίποτα, τά χρήματά σου ἀέρας, ἐξαφανίστηκαν! Τί θά κάνεις; Ἄν ἡ καρδιά σου εἶναι σ’ αὐτά, θά πάθεις καρδιακό ἐπεισόδιο κι ἀκόμα χειρότερα… γιατί θά νομίσεις ὅτι χάθηκαν τά πάντα! Τελείωσες! Ἡ ἐλπίδα σου, ὁ θεός σου πάει… πέθανε.
Ὑπάρχει ἐλπίδα; Βέβαια. Αὐτό πού λέει ὁ Κύριος: νά θησαυρίζετε, ἀλλά θησαυρούς οὐράνιους. Κι αὐτά τά ὑλικά, τά γήινα πού σοῦ δίνει ὁ Θεός, ἄν σοῦ τά ἔδωσε, νά τά δώσεις στόν Θεό πάλι, γιατί τοῦ Θεοῦ εἶναι. Μέ ποιό δικαίωμα ἤ μέ ποιά λογική τά θεωρεῖς δικά σου; καί λές τά δικά μου. Ποιά δικά σου; Ἐσύ τά ἔφτιαξες; Ἐσύ τά δημιούργησες; Ὁ Θεός δέν τά ἔχει κάνει ὅλα; Δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ τά πάντα; «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1). Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ εἶναι δικά σου; Καί τό χωράφι, τά δύο μέτρα πού σοῦ πῆρε ὁ γείτονας καί δέν τοῦ ἔχεις πεῖ καλημέρα τόσα χρόνια καί τόν πηγαίνεις στά δικαστήρια καί τόν κυνηγᾶς... Τό κατεπάτησε καί σέ ἀδίκησε. Καί λοιπόν, τί ἔγινε; Ἐσύ πόσους ἔχεις ἀδικήσει; Νά πεῖς θά τόν συγχωρέσω, γιά νά συγχωρεθῶ καί ἐγώ γιά τίς δικές μου ἁμαρτίες πού ἔχω κάνει σέ ἄλλους, γιατί δέν ἀδικοῦμε μόνο ὅταν κλέβουμε. Μέ πολλούς τρόπους ἀδικοῦμε. Καί μέ ἕνα βλέμμα μπορεῖς νά ἀδικήσεις τόν ἄλλον. Καί μέ μιά σκληρή κατάκριση, νά κάνεις μεγάλη ζημιά στόν ἄλλον μέ τόν φθόνο καί τή ζήλια πού ἐκπέμπεις. Ἀντί νά τό δεῖς σάν εὐκαιρία γιά νά συγχωρεθεῖς γιά τίς ἁμαρτίες σου, ἐσύ κυνηγᾶς ἐκεῖνον πού νομίζεις ὅτι παίρνει τά δικά σου, πού δέν εἶναι δικά σου ἀλλά εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πλούσιος, λοιπόν, εἶναι ἄφρων γιά πολλούς λόγους. Θά ποῦμε μερικούς λόγους, γιατί εἶναι ἄφρων, γιατί εἶναι ἀνόητος. Τόν πρῶτο λόγο τόν εἴπαμε, ὅτι θεωρεῖ δικά του αὐτά πού δέν εἶναι δικά του ἀλλά εἶναι τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι μιά ἀλογία, μιά παραλογία, εἶναι ἕνα ψέμα -καί ἄν θέλετε- εἶναι καί μιά κλοπή. Κλέβεις τόν Θεό. Πῶς λές ὅτι εἶναι δικά σου αὐτά πού ἀνήκουν στόν Θεό; Δέν εἶναι μία ἰδιοποίησις ξένου πλούτου; Δέν λέγεται κλοπή αὐτό; Ἔτσι λέγεται… Ὅταν παίρνεις ἕνα χωράφι πού ἀνήκει σέ ἕναν ἄλλον, στά ἀνθρώπινα, αὐτό πῶς λέγεται; Κλοπή λέγεται, ὅταν καταπατεῖς τόν ξένο τόπο. Μά, ὅλος ὁ τόπος εἶναι τοῦ Θεοῦ! Μέ ποιό δικαίωμα ἐσύ λές ὅτι εἶναι δικό μου; Τά μικρά παιδάκια δέν καταλαβαίνουν αὐτό τό πράγμα, δικό μου καί ξένο, μέτα μπαίνει αὐτή ἡ ἰδέα τῆς ἰδιοκτησίας. Τό «ἐμόν καί τό σόν αὐτό τό ψυχρόν ρῆμα», λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού μᾶς χωρίζει τόσο πολύ. Ἐνῶ, βλέπετε, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε σωστά τό Εὐαγγέλιο, παύει αὐτό, τό ἐμόν καί τό σόν, δέν ὑπάρχει τό δικό μου καί τό δικό σου. Πάρτε παράδειγμα τούς πρώτους χριστιανούς πού ζοῦσαν τό Εὐαγγέλιο στήν πληρότητά του, τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους. Δέν ὑπῆρχε ἰδιοκτησία. Ὄχι ὅτι ὑπῆρχε τό κομμουνιστικό σύστημα πού ἀνάγκαζε τούς ἀνθρώπους νά δίνουν τήν περιουσία τους στό κοινό ταμεῖο, ἀλλά οἱ ἴδιοι, ἐπειδή εἶχαν ἀγάπη, εἶχαν καί κοινοκτημοσύνη καί ἀκτημοσύνη καί ὅ,τι εἶχαν τό ἔθεταν στό κοινό ταμεῖο. Ἔτσι καί σήμερα σ’ ἕνα κοινόβιο, σ’ ἕνα σπίτι πού λειτουργεῖ σωστά, δέν ὑπάρχει τό δικό μου καί τό δικό σου, ὅλα εἶναι κοινά.
Μία, λοιπόν, πρώτη ἀφροσύνη εἶναι αὐτή: νά θεωρεῖς δικά σου αὐτά πού δέν εἶναι δικά σου, ἀλλά εἶναι τοῦ Θεοῦ. Μία ἄλλη ἀφροσύνη πού ἔχει ὁ πλούσιος εἶναι ὅτι δίνει τήν καρδιά του σέ κάτι πού δέν ἀξίζει νά δώσει, σέ κάτι πού δέν εἶναι ἱκανό νά τόν στηρίξει σέ τίποτε, σέ κάτι πού δέν δίνει χαρά καί εὐτυχία, ὅπως ἐκεῖνος νομίζει. Στό ὑποσυνείδητο τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων ὑπάρχει αὐτή ἡ ἰδέα: ἅμα γίνεις πλούσιος, γίνεσαι εὐτυχισμένος. Μεγάλη ἀπάτη... πολύ μεγάλη ἀπάτη! Πάρτε τούς πλούσιους νά δεῖτε πόσοι εἶναι εὐτυχισμένοι; Κανένας. Ζοῦνε μέσα σέ μιά μεγάλη ἀγωνία, σ’ ἕνα μεγάλο ἄγχος. Διάβαζα γιά τήν κόρη τοῦ Ὠνάση τοῦ ἐφοπλιστή, ἡ ὁποία ὁμολόγησε ὅτι: «οὔτε μιά μέρα στήν ζωή μου πέρασα εὐτυχισμένη, οὔτε μία μέρα...» Καλά, δέν τά βλέπουμε αὐτά; Κι ὅμως, ὅλοι λίγο-πολύ θέλουμε νά γίνουμε πλούσιοι.
Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε αὐτή τήν παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, γιά νά μᾶς διδάξει νά μήν κολλάει ἡ καρδιά μας σέ κάτι πού δέν ἀξίζει, σέ κάτι πού εἶναι ἄχυρα καί στάχτη καί κόνις. Βλέπουμε σ’ αὐτή τήν παραβολή πού λέει ὅτι «εὐφόρησεν ἡ χώρα τοῦ πλουσίου αὐτοῦ» (Λουκ. 12,16-21). Δηλαδή, ἔδωσε μεγάλη καρποφορία ὁ Θεός. Καί τότε ὁ πλούσιος τί ἔκανε; Ἐπειδή, ἀκριβῶς, ἦταν κολλημένος στά ἀγαθά του, στά γεννήματά του, μπῆκε σέ ἕνα πολύ μεγάλο ἄγχος. Τί ἄγχος; Διαχείρισης. Πῶς θά τά διαχειριστῶ αὐτά; Πῶς θά τά φυλάξω; Μή τυχόν καί μοῦ πάρει κανείς τίποτε! Γιατί εἶναι ὅλα δικά μου... Βλέπετε; Ἡ προσκόλληση τῆς καρδιᾶς. Πῶς θά φυλάξει, ποῦ θά μαζέψει ὅλα αὐτά καί ποῦ θά τά βάλει.
Λέει ἕνας Ἅγιος Σέρβος, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, «ἀντί νά θυμηθεῖ τόν Δοτήρα κάθε ἀγαθοῦ, ἀρχικά σκέφτηκε ποῦ νά μαζέψει καί νά φυλάξει τ’ ἀγαθά του, ὅπως ὁ κλέφτης πού βρίσκει μιά τσάντα μέ χρήματα στόν δρόμο καί δέν τόν ἀπασχολεῖ σέ ποιόν ἀνήκουν αὐτά, ποιός τά ’χασε», νά τόν περιμένω, πόση ἀγωνία θά ἔχει τώρα.. νά ψάξω νά τόν βρῶ, νά τόν βοηθήσω, νά τοῦ τά δώσω, «ἀλλά πρώτη σκέψη του εἶναι ποῦ νά τά κρύψει». Μήν τυχόν καί γυρίσει ὁ ἰδιοκτήτης καί τά πάρει πίσω. «Ὁ πλούσιος αὐτός ἄνθρωπος στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας κλέφτης. Δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ πώς ὅλα αὐτά τά ἀγαθά βγῆκαν ἀπό δικούς του κόπους».
- Τί ἔκανε αὐτός καί εὐφόρησεν ἡ χώρα;
Ὅ,τι ἔκανε κάθε χρονιά. Κι ὅμως μιά χρονιά ἦρθαν πολύ περισσότερα. Δικό του κατόρθωμα ἦταν; Ὄχι, ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ. «Δέν εἶχε κάνει ἀπολύτως τίποτα. Δέν μποροῦσε νά κάνει τίποτα γιά τόν ἥλιο, τήν βροχή, τούς ἀνέμους καί τή γῆ». Ἄλλος τά κανονίζει αὐτά... Αὐτά κανονίζονται ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν ἦταν δικό του κατόρθωμα. «Στά μάτια τῶν ἀνθρώπων φαίνεται ἀγνώμων -τό λιγότερο, ἀχάριστος- ἐκεῖνος πού δέχεται δῶρο ἀπό ἕναν ἄλλο καί δέν λέει «εὐχαριστῶ» οὔτε καί δίνει κάποια προσοχή στόν δωρητή, ἀλλά βιάζεται νά κρύψει τό δῶρο σέ ἀσφαλές μέρος. Ὁ πλούσιος, ὅμως, δέν ἔκανε οὔτε μιά σκέψη νά εὐχαριστήσει τόν Θεό». Ἕνας φτωχός ζητιάνος πολλές φορές καί μέ ἕνα κομμάτι ψωμί πού θά τοῦ δώσεις, θά σέ εὐχαριστήσει. Ὁ πλούσιος «οὔτε ἕνα μικρό χαμόγελο χαρᾶς δέν εἶχε στά χείλη του, οὔτε μιά διάθεση εὐχαριστίας καί δοξολογίας στόν Θεό γιά τήν τόσο πλούσια σοδειά. «Ἀντί γιά προσευχή εὐχαριστίας καί δοξολογίας στόν Θεό καί καρδιακή χαρά, ἄρχισε ἀμέσως -νά ἀγχώνεται- ν’ ἀνησυχεῖ, νά σκέφτεται πῶς θά μαζέψει τόσα ἀγαθά καί νά τά διαχειριστεῖ μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μή μείνει πίσω οὔτε ἕνα σπυρί γιά τά πουλιά ἤ γιά τούς φτωχούς... ὅλα εἶναι δικά μου... τίποτε μήν πέσει στά χέρια τῶν φτωχῶν.
«Καί εἶπε· αὐτό θά κάνω· θά γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες, θά χτίσω μεγαλύτερες καί ἐκεῖ θά συγκεντρώσω τά γεννήματά μου καί τά ἀγαθά μου» (Λουκ. 12,18). Προσέξτε, σέ τί μεγάλους κόπους προβαίνει ἕνας ἀσυλλόγιστος άνθρωπος!». Ὁ ἄφρων! Τά εἶχε ἀνάγκη; Καμιά ἀνάγκη δέν τά εἶχε. Ἦταν ἤδη αὐτάρκης καί παραπάνω ἀπό αὐτάρκης. Κι ὅμως, μπαίνει σέ λεπτομερή, κοπιώδη προσπάθεια, πού δέν χρειάζεται. Δέν εἶναι ἀνοησία αὐτό; Δέν εἶναι ἀφροσύνη; Τί θέλει ὁ ἄνθρωπος γιά νά ζήσει; Ἕνα πιάτο φαγητό, ἄντε νά τρώει πρωί-μεσημέρι-βράδυ, ἕνα σπιτάκι καί κάποια ἐλάχιστα ἐνδύματα. «Ἀντί νά προσπαθήσει νά φονεύσει τόν παλαιό ἄνθρωπο μέσα του -τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες- καί ν’ ἀναστήσει τόν νέο ἄνθρωπο -τόν κατά Χριστόν-, ἐξαντλεῖ ὅλες του τίς προσπάθειες στό νά γκρεμίσει τίς παλιές ἀποθῆκες» καί ὄχι τόν παλαιό ἄνθρωπο καί «νά χτίσει καινούργιες. Ἔτσι οἱ σιταποθῆκες του ἀπό χρόνο σέ χρόνο αὐξάνονται ἤ μεγεθύνονται, ἐνῶ ἡ ψυχή του ὁλοένα στενεύει καί παλιώνει κι οἱ παλιοί καρποί του σαπίζουν, ὅπως κι ἡ ψυχή του. Γύρω του σωρεύεται τό μίσος κι ἐναντίον του ἐκτοξεύονται κατάρες. Οἱ φτωχοί θά βλέπουν μέ φθόνο τά πλούτη του». Αὐτό δέν γίνεται; Οἱ φτωχοί, πού θέλουν νά γίνουν πλούσιοι, φθονοῦν καί μισοῦν τούς πλούσιους. Κάνουν ἐπαναστάσεις, αἱματηρές πολλές φορές, καί ἀπολαμβάνουν καί οἱ πλούσιοι μιά μεγάλη ἐχθρότητα ἀπό τούς φτωχούς. «Οἱ πεινασμένοι θά καταριοῦνται τή σκληρότητα, τήν φιλαυτία καί τήν ἰδιοτέλειά του. Ἔτσι τά πλούτη του φέρνουν τήν καταστροφή τόσο στόν ἴδιο ὅσο καί στούς ἀνθρώπους πού ζοῦν κοντά του», γιατί ἕνας πού συσσωρεύει πλοῦτο, ἀδικεῖ καί τούς ἄλλους καί ἀφαιρεῖ καί ἀπό τούς ἄλλους. Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι «αὐτό πού σοῦ περισσεύει δέν εἶναι δικό σου, εἶναι τοῦ φτωχοῦ». Τό ἔχεις κλέψει. Πρέπει νά τοῦ τό δώσεις, ἄν θέλεις νά εἶσαι σωστός διαχειριστής τοῦ πλούτου τοῦ Θεοῦ. Γιατί τίποτα δέν εἶναι δικό σου, ὁ Θεός τά ἔδωσε ὅλα αὐτά σέ ἐσένα γιά νά τά διαχειριστεῖς καί ὄχι νά τά καρπωθεῖς ὡς δικά σου καί νά τά ἀπολαύσεις μόνο ἐσύ.
«Ἡ ψυχή του θά χαθεῖ ἀπό τή σκληροκαρδία καί τήν φιλαυτία του. Οἱ ψυχές τῶν ἄλλων θά βλαφτοῦν ἀπό τόν φθόνο καί τίς κατάρες». Βλέπετε πόσα κακά γίνονται; «Βλέπετε πῶς χρησιμοποιεῖ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ ἕνας ἄνθρωπος χωρίς ἐπίγνωση, τόσο γιά τή δική του ὅσο καί γιά τῶν ἄλλων τήν ἀπώλεια. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τά πλούτη, γιά νά βοηθήσουν στή σωτηρία τόσο τή δική του ὅσο καί τῶν ἄλλων, ἐκεῖνος ὄμως τά χρησιμοποίησε γιά κατάρα, γιά τό κακό τό δικό του, μά καί τῶν ἄλλων».
«Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει ὅλους ἐκείνους πού εἶναι πρόθυμοι νά δεχτοῦν συμβουλή: «Ἔφαγες μέχρι κορεσμοῦ;». Δηλαδή, ἔφαγες καί χόρτασες; «Θυμήσου τούς πεινασμένους. Ἱκανοποίησες τή δίψα σου;». Ξεδίψασες; «Θυμήσου τούς διψασμένους. Ζεσταίνεσαι καλά; Θυμήσου αὐτούς πού κρυώνουν. Ζεῖς σ’ ἕνα πλούσια ἐπιπλωμένο σπίτι; Βάλε μέσα καί τούς ἄστεγους. Ἔνιωσες εὐτυχισμένος σέ μιά γιορτή; Προσπάθησε νά χαροποιήσεις τούς λυπημένους καί τούς θλιμμένους. Σέ τιμοῦν ὡς ἄνθρωπο πλούσιο; Προσπάθησε νά ἐπισκεφτεῖς καί ν’ ἀνακουφίσεις τούς ἐνδεεῖς», τούς φτωχούς. «Εἶσαι εὐχαριστημένος ἀπό τόν προϊστάμενό σου;». Σοῦ φέρεται ὄμορφα; «Κάνε καί τούς ὑφισταμένους σου χαρούμενους. Ἄν εἶσαι σπλαχνικός κι εὐγενικός μαζί τους, θά βρεῖς ἔλεος κι εὐσπλαχνία, ὅταν ἡ ψυχή σου ἀναχωρήσει ἀπό τό σῶμα σου».
«Δύο μεγάλοι ἀσκητές στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου προσευχήθηκαν στόν Θεό νά τούς ἀποκαλύψει ἄν ὑπάρχει ἄνθρωπος στόν κόσμο πού νά ὑπηρετεῖ τόν Θεό καλύτερα ἀπ’ αὐτούς». Ἴσως τούς πείραξε λίγο ἡ κενοδοξία. «Καί τούς ἀποκαλύφτηκε τό ἑξῆς: Δέχτηκαν τήν ἐντολή νά πᾶνε σ’ ἕνα συγκεκριμένο μέρος καί σ’ ἕνα συγκεκριμένο ἄνθρωπο, γιά νά βροῦν ἀπάντηση στό ἐρώτημά τους», ἄν ὑπάρχει κάποιος πού νά λατρεύει τόν Θεό καλύτερα ἀπό αὐτούς, πού ἦταν μεγάλοι ἀσκητές καί εἶχαν δοθεῖ στήν ἄσκηση, τήν ἀγρυπνία, τήν νηστεία καί τήν προσευχή. «Πῆγαν στόν τόπο πού τούς ἀποκαλύφτηκε καί βρῆκαν ἕναν ἁπλοϊκό ἄνθρωπο πού τόν ἔλεγαν Εὐχάριστο. Ἦταν κτηνοτρόφος. Οἱ ἀσκητές δέν βρῆκαν τίποτα ἀξιόλογο στόν ἄνθρωπο αὐτό, ἀλλά τόν ρώτησαν πῶς προσπαθοῦσε νά τηρήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Τί ἔκανε; Γιατί, γιά νά μᾶς στείλει ἐδῶ τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἔκανε λάθος. «Ὁ Εὐχάριστος δίστασε ἀρκετά κι ὑστέρα τούς εἶπε πώς μοίραζε ὅσα κέρδιζε ἀπό τά ζωντανά του σέ τρία μερίδια: Τό ἕνα μερίδιο τό ἔδινε στούς φτωχούς καί τούς ἄπορους, ἄλλο ἕνα γιά νά περιποιεῖται τούς ξένους καί τό τρίτο τό κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του καί τή σεμνή σύζυγό του. Οἱ ἀσκητές τ’ ἄκουσαν αὐτά, εὐχαρίστησαν τόν εὐργέτη τους καί γύρισαν στά κελιά τους».
Τί βλέπουμε ἀπό αὐτό τό παράδειγμα; «Πώς ὁ Θεός λογαριάζει μεγαλύτερη ἀρετή τήν ἐλεημοσύνη καί τή φιλανθρωπία ἀπό τόν αὐστηρό ἀσκητισμό». Πόσο μεγάλη ἀρετή εἶναι ἡ ἀγαθότητα, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη! «Ὁ ἄπληστος πλούσιος τῆς παραβολῆς μας δέν σκεφτόταν καθόλου τόν Θεό, τήν ψυχή του ἤ τήν φιλανθρωπία. Μοναδική του σκέψη ἦταν νά ἐπεκτείνει τίς σιταποθῆκες του, γιά νά στοιβάσει μέσα ὅλα τά γεννήματα ἀπό τούς ἀγρούς του. Καί τί θά γίνει ὅταν θά ‘χει κάνει ὅλ’ αὐτά; Ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο: «Καί ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου», ὅταν καταφέρει καί τά μαζέψει ὅλα καί δέν χαθεῖ οὔτε σπυρί. «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. 12,19). Ψυχή ἔχεις πολλά ἀγαθά, νά τρῶς, νά πίνεις, νά χαίρεσαι. Στήν ψυχή του τά λέει! Ἀφροσύνη! «Μπορεῖ ἡ ψυχή νά φάει ἤ νά πιεῖ; Τό σῶμα καταναλώνει τή σοδειά του, ὄχι ἡ ψυχή. Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος, ὅταν μιλάει γιά τήν ψυχή του, ἐννοεῖ τό σῶμα του». Ἡ ψυχή δηλαδή ἔχει σαρκοποιηθεῖ, ἔχει χαθεῖ, ἔχει ταυτιστεῖ μέ τό σῶμα καί θεωρεῖ ἀπόλαυση τῆς ψυχῆς τίς ἀπολαύσεις τοῦ σώματος. «Ἡ ψυχή ἔγινε ἕνα μαζί του, ὁ πλούσιος ξέχασε ὡς καί τ’ ὄνομά της. Δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ καλλίτερη ἔκφραση γιά τόν καταστροφικό θρίαμβο τοῦ σώματος κατά τῆς ψυχῆς». Ἐνῶ μιλάει στό σῶμα του, τό ὀνομάζει ψυχή. Ἔχει χάσει καί τό ὄνομα ἀκόμα. «Φανταστεῖτε ἕνα ἀρνί παγιδευμένο στή φωλιά ἑνός σκύλου». Ἕνας σκύλος ἔπιασε ἕνα ἀρνί καί τό ἔχει μέσα στή φωλιά του καί εἶναι «ξεχασμένο μέσα ἐκεῖ. Ὁ σκύλος γυρίζει καί φέρνει στή φωλιά τροφή γιά τόν ἴδιο. Ὅταν γεμίσει τή φωλιά του μέ σάπια κρέατα καί κόκκαλα, φωνάζει τό πεινασμένο ἀρνί: «Τώρα, ἀγαπητό μου ἀρνί, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Ἔχουμε φαγητό γιά πολλές μέρες». Καταλαβαίνετε τήν ἀλληγορία; Αὐτό κάνει ὁ πλούσιος. Τό ἀρνί εἶναι ἡ ψυχή καί ὁ πλούσιος προσπαθεῖ νά χορτάσει τήν ψυχή, ὅπως ὁ σκύλος τό ἀρνί, μέ κάτι πού δέν τρώει... «Κι ὑστέρα πέφτει στό φαγητό καί τρώει, ἐνῶ τό ἀρνί -φυσικά- θά μείνει νηστικό», ἡ ψυχή. Δέν μπορεῖ νά χορτάσει. Δέν τρώει ἀπό αὐτά! Οὔτε χρήματα τρώει, οὔτε καρπούς, οὔτε τίποτα ὑλικό. Καί ὄχι μόνο θά μείνει νηστικό τό ἀρνί, ἀλλά «θά πεθάνει ἀπό τήν πείνα. Μέ τόν ἴδιο τρόπο συμπεριφέρεται στήν ψυχή του ὁ πλούσιος, ὅπως καί ὁ σκύλος στό πεινασμένο ἀρνί». Δέν εἶναι αὐτό μιά ἀφροσύνη; Δέν εἶναι αὐτό μιά τρέλα; Νά προσπαθεῖς νά χορτάσεις τήν ψυχή μέ κάτι πού δέν τρώει; Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπί παντί ρήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ» (Ματθ. 4,4). Δέν μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος μόνο μέ ψωμί, γιατί εἶναι διφυής, ἔχει καί σῶμα, ἔχει καί ψυχή. Τό σῶμα θέλει ψωμί, ἡ ψυχή δέν θέλει ψωμί. Ἄλλο πράγμα θέλει ἡ ψυχή γιά νά χορτάσει. Τί τῆς λές: χόρτασε ψυχή μου καί τῆς δίνεις λεφτά; Τί νά τά κάνει τά λεφτά ἡ ψυχή; Δέν εἶναι ἀφροσύνη αὐτό; Γιατί ἀδικεῖς ἔτσι τήν ψυχή σου;
«Ἡ ψυχή δέν τρέφεται μέ φθαρτή τροφή, αὐτός ὅμως τέτοια τροφή τῆς προσφέρει. Ἡ ψυχή νοσταλγεῖ τήν οὐράνια πατρίδα της». Γι’ αὐτό βλέπετε καί οἱ ἄνθρωποι σήμερα τό νιώθουν, δέν πᾶμε καλά.. κάτι μᾶς λείπει... τί μᾶς λείπει; Νά τί σᾶς λείπει! Ἡ οὐράνια τροφή μᾶς λείπει. Ἔχουμε ἀφήσει τήν ψυχή μας νηστική καί ἀποθνήσκουσα, γιά νά μήν πῶ ἤδη πεθαμένη. «Ἐκεῖ -στήν οὐράνια πατρίδα πού νοσταλγεῖ ἡ ψυχή- βρίσκονται οἱ σιταποθῆκες οἱ οὐράνιες καί ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Αὐτός ὅμως», ὁ ἄφρων πλούσιος, ὁ ἄφρων φιλάργυρος, ὁ ἄφρων ὑλιστής τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ ἀπατεῶνος «τήν καρφώνει στή γῆ. Ὁρκίζεται πώς θά τήν κρατήσει ἔτσι καρφωμένη γιά πολλά χρόνια». Μή μιλᾶς καθόλου λέει, αὐτά εἶναι, αὐτά ἔχεις, ἔτσι εἶναι. Σε λα βι (C' est la vie), πού λένε καί οἱ ξένοι. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή, δέν ἔχει τίποτα ἄλλο. Προσπάθησε νά χορτάσεις μ’ αὐτά, μέ τά ξυλοκέρατα κι ἅμα σ’ ἀρέσει.. Τρομερό πράγμα...
«Ἡ ψυχή εὐφραίνεται μόνο κοντά στόν Θεό. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν προφέρει ποτέ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μέ τά χείλη του» καί οὔτε ἀνέχεται νά τό ἀκούει, ἄν πάει νά τό πεῖ ὁ διπλανός του. Τόν φιμώνει, μή μιλᾶς γιά Θεό. «Ἡ ψυχή τρέφεται μέ ἀγάπη κι εὐσπλαχνία. Σ’ αὐτόν ὅμως δέν ἔτυχε ποτέ νά χρησιμοποιήσει τά πλούτη του, γιά νά δείξει ἀγάπη κι ἔλεος στούς φτωχούς, στούς ἄπορους καί τούς ἀνάπηρους πού βρίσκονταν στή γειτονιά του. Ἡ ψυχή ἐπιθυμεῖ ἁγνή ἀγάπη, οὐράνια. Ἐκεῖνος, ὅμως ,  ρίχνει λάδι στό καμίνι τῶν παθῶν του, λιβανίζει τήν ψυχή του μέ τό δύσοσμο ἄρωμα πού αὐτά παράγουν» καί ζεῖ μέσα στίς ἀναθυμιάσεις τῶν παθῶν, τῆς σάρκας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας. «Ἡ ψυχή ἀναζητᾶ τόν στολισμό της, δηλαδή ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἀγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, ἐγκράτεια (πρβλ. Γαλ. 5,22-23)». Αὐτά εἶναι τά στολίδια τῆς ψυχῆς. «Ἐκεῖνος ὅμως τή φορτώνει μέ μέθη, λαιμαργία, μοιχεία καί ματαιότητα», μέ σαρκικότητα καί μέ διαστροφές. «Πῶς θά μποροῦσε νά μήν πεθάνει ἕνα χορτοφάγο ἀρνί, ὅταν ἔχει γιά συντροφιά ἕνα σαρκοβόρο σκυλί; Πῶς μπορεῖ νά ζήσει ἡ ψυχή, ὅταν καταπιέζεται ἀπό ἕνα βαρύ πτῶμα;».
«Ὁλόκληρη ἡ ἀνοησία τοῦ πλουσίου, βέβαια, δέν ἐξαντλεῖται στό γεγονός ὅτι προσφέρει κρέας στό ἀρνί ἤ μᾶλλον σαρκική τροφή στήν ψυχή. Εἶναι καί τό ὅτι μεταβάλει τόν ἑαυτό του σέ κυρίαρχο τοῦ χρόνου καί τῆς ζωῆς. Βλέπουμε πώς προετοιμάζει γιά τόν ἑαυτό του τροφές καί ποτά γιά ἔτη πολλά». Ποῦ τό ξέρεις ὅτι θά ἔχεις φαγητό καί ποτό γιά πολλά χρόνια; Πρῶτον, κάτι γίνεται καί χάνοναι ὅλα. Δεύτερον, φεύγεις ἐσύ καί τά ἐγκαταλείπεις. Ἔχεις κάνει συμβόλαιο μέ τόν Θεό; Ἤ, ὅπως λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι, μέ τόν χάρο; Καί εἶσαι σίγουρος ὅτι θά ζήσεις πολλά χρόνια, ἐπειδή εἶσαι πλούσιος; Νά μιά ἄλλη διάσταση τῆς ἀφροσύνης τοῦ πλούσιου: νομίζει ὅτι κυριαρχεῖ στόν χρόνο. Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ νομίζεις ὅτι ὁ θάνατος θά σταματήσει μπροστά στά πλούτη σου ἤ στούς γιατρούς πού θά πληρώσεις καί θά χρυσοπληρώσεις; Ὅλα αὐτά πού μάζεψες ἀδίκως θά πᾶνε σ’ αὐτούς καί σέ κάποιους ἄλλους πού θά σέ ἐκμεταλλευτοῦν.
«Ἄς ἀκούσουμε ἐδῶ, ὅμως, καί τήν φωνή τοῦ Θεοῦ: «Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12,20). Ἄφρων! ἐσύ πού νομίζεις ὅτι μετά ἀπό πολλά χρόνια θά πεθάνεις, αὐτή τήν νύχτα τήν ψυχή σου ζητᾶνε ἀπό σένα. Δέν λέει, προσέξτε, τήν ζητάω Ἐγώ. Τήν ζητᾶνε. Ποιοί ζητᾶνε τήν ψυχή τοῦ πλούσιου; Οἱ δαίμονες. Γιατί αὐτούς ἀγάπησες. Οὐσιαστικά αὐτούς ὐπηρετεῖς, σ’ αὐτούς ἀνήκεις. Γιατί, ὅταν δέν εἶσαι μέ τόν Θεό, εἶσαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, «ὁ μή ὤν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ ἐστι» (Λουκ. 11,23), λέει ὁ Κύριος.
- Καί ποιός εἶναι κατά τοῦ Θεοῦ;
Ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του. Ἄρα, δικαίως ἀπαιτοῦν ἀπό σένα τήν ψυχή σου, τήν ὁποία ἐσύ κολάκευες ἀνοήτως ὅτι θά ἔχει πολλά ἀγαθά γιά πολλά χρόνια. «Ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». Κι ὅλα αὐτά πού μάζεψες τόσα χρόνια ποῦ θά τά ἀφήσεις; Σέ ποιόν θά πᾶνε; «Ἔτσι μίλησε ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου, ὀ δημιουργός τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου, πού «ἐν χειρί αὐτοῦ ψυχή πάντων ζώντων καί πνεῦμα παντός ἀνθρώπου» (Ἰώβ, 12,10). Ἡ ψυχή ὅλων τῶν ζωντανῶν εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Τό πότε θά πεθάνεις εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Τό πότε θά ἀρχίσει ἡ ὕπαρξή σου πάλι εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι δικό σου θέμα.
«Ἀνόητε ἄνθρωπε! Γιατί σκέφτεσαι μέ τήν κοιλιά σου κι ὄχι μέ τόν νοῦ σου;». Γιατί δέν σκέφτεσαι λογικά καί παραλογίζεσαι; «Ὅπως δέν ἦταν στή δική σου δύναμη νά ὁρίσεις τήν ἡμέρα πού θά γεννηθεῖς, ἔτσι δέν μπορεῖς νά ὁρίσεις καί τήν ἡμέρα πού θά πεθάνεις» ὅσο καλούς γιατρούς κι ἄν ἔχεις καί ὅσο τέλεια ἰατρικά μηχανήματα καί νοσοκομεῖα κι ἄν ψάξεις νά βρεῖς. «Ὁ Κύριος ἄναψε τό καντήλι τῆς ἐπίγειας ζωῆς σου ὅταν Ἐκεῖνος ἔκρινε πώς ἦταν ὁ κατάλληλος χρόνος. Ὁ Ἴδιος θά τό σβήσει, ὅταν τό ἀποφασίσει. Ὅπως τά πλούτη σου δέν ὅρισαν τόν χρόνο τῆς ἔλευσής σου στόν κόσμο, ἔτσι δέν μποροῦν νά καθυστερήσουν καί τόν χρόνο τῆς ἀναχώρησής σου. Μήπως ἡ αὐγή ἤ τό σούρουπο ἐναπόκειται σέ σένα; Ὄχι, βέβαια. Τό ἴδιο δέν ἐναπόκειται σέ σένα κι ὁ χρόνος πού θά διανύσεις στή γῆ, οἱ σιταποθῆκες καί τά κελάρια σου, τά πρόβατα κι οἱ στάνες σου. Ὅλα αὐτά ἀνήκουν στόν Θεό, ὅπως κι ἡ ψυχή σου. Κάθε μέρα καί κάθε ὥρα ὁ Θεός μπορεῖ νά πάρει αὐτά πού ἀνήκουν σέ σένα», ὅπως νομίζεις, ἐνῶ εἶναι ὅλα τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, «καί νά τά δώσει σέ κάποιον ἄλλο. Ὅσο ζεῖς ὅλα εἶναι δικά Του, ὅπως δικά Του θά εἶναι καί μετά τόν θάνατό σου. Ἡ ζωή κι ὁ θάνατός σου βρίσκονται στά χέρια Του. Γιατί λοιπόν προγραμματίζεις γιά ἔτη πολλά;». Κάνουν προγράμματα οἱ ἄνθρωποι... πενταετή, δεκαετή, ἀναπτυξιακά προγράμματα... ἄλλα προγράμματα καί προϋπολογισμούς. Ἀνόητα πράγματα. Ὅλα εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ζωή σου εἶναι μετρημένη ὡς τό τελευταῖο λεπτό. Ἡ τελευταία σου στιγμή θά τελειώσει τούτη τή νύχτα. Μή λοιπόν σκέφτεσαι τό αὔριο, τί θά φᾶς ἤ τί θά πιεῖς ἤ τί θά φορέσεις. Σκέψου, ὅμως, καί ξανασκέψου τήν ψυχή σου πού θά παρουσιάσεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ καί Κυρίου σου. Σκέψου περισσότερο τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτή ἀποτελεῖ τήν τροφή τῆς ψυχῆς σου». Λέει ὁ Κύριος: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά σᾶς προστεθοῦν» (Ματθ. 6,33).
«Ὁ Κύριος τέλειωσε τήν ὡραία αὐτή παραβολή μέ τά ἑξῆς λόγια: «οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν» (Λουκ. 12,21). Δηλαδή, ἔτσι παθαίνει αὐτός πού μαζεύει θησαυρούς γιά τόν ἑαυτό του καί δέν φροντίζει νά πλουτίζει στόν Θεό, γιά τόν Θεό, μέ τόν Θεό.
Ὑπάρχει αὐτή ἡ λέξη ἡ τόσο χαρακτηριστική καί εὔστοχη «χρῆμα». Τί θά πεῖ χρῆμα; Δέν εἶναι ἀπό τό χρῆσις; Εἶναι κάτι πού πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε, κάτι πού πρέπει νά ρέει, νά κυκλοφορεῖ. Οἱ οἰκονομολόγοι λένε ὅτι, ὅταν τό χρῆμα μένει στάσιμο, χάνει τήν ἀξία του. Τό χρῆμα πρέπει νά κυκλοφορεῖ καί ἡ καλύτερη κυκλοφορία βεβαίως γίνεται μέσω τῆς ἐλεημοσύνης, μέσω τῆς ἀγάπης, μέσω τῆς δωρεᾶς σ’ αὐτούς πού δέν ἔχουν. Ὁ Κύριος σοῦ δίνει τό χρῆμα γιά νά τό διαχειριστεῖς καί ὄχι γιά νά τό κρύβεις.
«Τί θα πάθει ὁ πλούσιος; Θά ἀποχωριστεῖ ξαφνικά τά πλούτη του, ὅπως κι ἡ ψυχή του θά χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα του». Νά καί κάτι ἄλλο. Αὐτό πού φοβᾶσαι μιά ζωή, μή τυχόν καί χάσεις τά πλούτη σου, μή τυχόν καί σοῦ τά πάρει κανείς ἄλλος, μή τυχόν καί πέσει τό χρηματιστήριο, γίνει καμιά χρεοκοπία… ἀγωνία… θά τό πάθεις σίγουρα ἐκεῖ πού δέν τό περιμένεις. Ὅταν χωριστεῖ ἡ ψυχή μέ τό σῶμα σου, τότε θά τά ἀφήσεις ὅλα, θέλεις δέν θέλεις. Καί δέν θά σέ σώσει τίποτε, οὔτε οἰκονομολόγοι, οὔτε οἱ τράπεζες, οὔτε οἱ πολλές σκέψεις πῶς θά ἐξασφαλίσεις καί πῶς θά διασφαλίσεις τόν πλοῦτο σου καί ποῦ θά ἐπενδύσεις καί ἄν θά πάρεις μετοχές ἤ χρυσό κ.λ.π. Σέ μιά στιγμή, ξαφνικά, τά ἀφήνεις ὅλα. «Τά πλούτη σου θά δοθοῦν σέ ἄλλους», θέλεις δέν θέλεις.. «Τό σῶμα σου θά παραδοθεῖ στή γῆ κι ἡ ψυχή σου», καθώς ἀποδείχθηκες ἄφρων καί κακός διαχειριστής τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ, «θά ὁδηγηθεῖ σέ τόπο σκοτεινό, ὅπου «ὁ βρυγμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων». Οὔτε ἕνα καλό ἔργο δέν θά βρεθεῖ γιά νά τόν ὑποδεχτεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νά βρεῖ ἡ ψυχή του κάποιον τόπο ἐκεῖ». Γιατί δέν θησαύρισε ἐκεῖ, δέν ἀγόρασε τίποτα ἐκεῖ. Καθένας μέ τήν ζωή του, μέ ὅ,τι κάνει ἐδῶ, μέ τήν διαχείριση πού κάνει ἐδῶ, ἐπενδύει ἐκεῖ ἤ δέν ἐπενδύει, κάνει ἀγορές στόν οὐρανό ἤ ὄχι. Ὁπότε, ἄν δέν ἔχεις κάνει καθόλου ἀγορές, φυσικά δέν θά πᾶς ἐκεῖ. «Τό ὄνομά του δέ θά βρεθεῖ γραμμένο στό Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Δέ θά τόν γνωρίσουν καί δέ θά βρεθεῖ ἀνάμεσα στούς εὐλογημένους τοῦ Πατρός». Θυμηθεῖτε κάτι πολύ ὡραῖο πού λέει ὁ Κύριος. Νά δίνετε, λέει, ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς, ὥστε, ὅταν θά πᾶτε στόν οὐρανό, νά βγοῦν οἱ φτωχοί νά σᾶς ὑποδεχτοῦν. Τί ὡραῖο εἶναι αὐτό! Θά σοῦ ποῦν, ἐσύ μᾶς ἔκανες ἐκεῖνο τό καλό… Ἐσύ μπορεῖ νά τό ξέχασες, ἀλλά οἱ φτωχοί καί ὁ Κύριος δέν τό ξεχνᾶνε. Θά σέ ὑποδεχτοῦν καί αὐτοί θά παρακαλέσουν γιά σένα στόν Θεό. Ὅταν, ὅμως, δέν ἔχει κάνει τίποτα; Δέν θά τόν γνωρίσουν καί δέν θά βρεθεῖ ἀνάμεσα στούς εὐλογημένους τοῦ Πατρός.
«Τήν ἀνταπόδοσή του», ὁ ἄφρων πλούσιος, «τήν ἔλαβε ὁλόκληρη στή γῆ, τά ἀρίφνητα οὐράνια πλούτη τοῦ Θεοῦ δέν θά ἀποκαλυφτοῦν στό πνεῦμα του. Πόσο φοβερός εἶναι ὁ ξαφνικός θάνατος! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νομίζει πώς εἶναι σταθερά ἐγκατεστημένος, πώς πατάει γερά στή γῆ».. ἔτσι λένε μερικοί, πατάω καλά στά πόδια μου… «ἡ ἴδια γῆ ἀνοίγει ξαφνικά καί τόν καταπίνει, ὅπως κατάπιε τόν Δαθάν καί τόν Ἀβειρών (βλ. Ἀριθ. 16,32)». Ἕνας πού ἔχει αὐτή τήν συμπεριφορά τοῦ φιλάργυρου, τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ἀσεβεῖ στόν Θεό. «Ὅταν κάποιος ἀγνοεῖ τόν Θεό κι ἐπιδιώκει γιά πολλά χρόνια ἀποκλειστικά τήν εὐωχία, πέφτει φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί τόν κατακαίει, ὅπως τά Σόδομα καί τά Γόμορα (βλ. Γέν. 19,24). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύει πώς ἔχει ἐξασφαλίσει τή θέση του καί τά ’χει καλά τόσο μέ τόν Θεό ὅσο καί μέ τόν συνάνθρωπό του, θά πεθάνει ξαφνικά, ὅπως ὁ Ἀνανίας καί ἡ Σαπφείρα (βλ. Πράξ. 5, 10)».
Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει, ἀδελφοί μου, ἀπό αὐτή τήν ἀφροσύνη. Ὁ θάνατος εἶναι πολύ κοντά καί τά οὐράνια ἀγαθά εἶναι αὐτά πού θά ξεδιψάσουν πραγματικά τήν ψυχή μας. Ἄς ἀγαπήσουμε αὐτόν τόν θησαυρό καί ἄς τόν κάνουμε τόν θησαυρό μας. Ὁ μακαριστός, ὁ π. Αὐγουστίνος Καντιώτης, εἶχε κάνει ἕνα κήρυγμα κάποτε «Οἱ θησαυροί καί ὁ θησαυρός μας». Ὑπάρχουν πολλοί θησαυροί, πού ὁ κόσμος τούς θεωρεῖ θησαυρούς, ἀλλά ἕνας πρέπει νά εἶναι ὁ θησαυρός μας, ὁ θησαυρός τοῦ χριστιανοῦ, ὁ Χριστός. Ἀξίζει κανείς ἐκεῖ νά ἐπενδύσει καί ἐκεῖ νά δώσει ὅ,τι ἔχει. Εἶναι αὐτό πού λέει ὀ Κύριος «ὁ πολύτιμος μαργαρίτης». Ὁ πραγματικά ἔξυπνος ἔμπορος εἶναι αὐτός πού πουλάει τά πάντα γιά νά ἀγοράσει αὐτόν τόν πολύτιμο μαργαρίτη. Βλέπετε, ὁ Χριστός μας εἶπε «ἄν ὁ ἄνθρωπος πού ἔρχεται κοντά Μου δέν ἀποτάσσεται πάντα ὅσα ἔχει, δέν μπορεῖ νά γίνει μαθητής Μου». Μά θά πεῖ κανείς: Πρέπει ὅλοι νά γίνουμε μοναχοί, νά ἔχουμε τέλεια ἀκτημοσύνη, νά μήν ἔχουμε τίποτε; Δέν ἐννοεῖ αὐτό. Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἐσύ πού ζεῖς στόν κόσμο εἶναι συγκεχωρημένο νά ἔχεις μιά μικρή περιουσία. Ἀλλά δέν πρέπει νά εἶσαι κολλημένος σ΄ αὐτή. Νά μήν εἶναι ἡ ἐλπίδα σου σ’ αὐτά, ἀλλά στόν Θεό. Κι ἄν τά χάσεις, νά μήν ἀρχίσεις νά καταριέσαι τόν κλέφτη πού τά πῆρε ἤ τό Κράτος ἤ τήν τράπεζα ἤ ὁτιδήποτε, γιατί αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτός ἦταν ὁ θησαυρός σου καί ὄχι ὁ Θεός. Εἴτε τά ἔχεις εἴτε δέν τά ἔχεις νά τά θεωρεῖς σάν νά μήν τά ἔχεις. Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος γιά τούς ἐγγάμους «οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μή ἔχοντες» (Α΄Κορ. 7,29). Τό ἔχετε διαβάσει αὐτό; Καί ἐσεῖς, λέει, πού ἔχετε γυναῖκες νά ζεῖτε σάν νά μήν τίς ἔχετε. Φεύγει ὁ κόσμος… «παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου» (Α΄Κορ. 7,31), χάνεται. «Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα». Τίποτα δέν μένει ἀπό αὐτά ὅλα τά σχήματα τοῦ κόσμου. Μήν κολλάει ἡ καρδιά σου, μή κάνεις θησαυρούς ἐδῶ στήν γῆ, μήν ἐπενδύεις ἐδῶ στήν γῆ οὔτε σέ ὑλικά ἀγαθά οὔτε σέ πρόσωπα. Νά ἐπενδύεις μόνο στόν οὐρανό, στά οὐράνια ἀγαθά πού δέν τά τρώει ὁ σκόρος καί δέν τά καταστρέφει ἡ σῆψις.
Τίποτα ἀπό τά γήινα δέν μπορεῖ νά σοῦ δώσει ἀληθινή εὐτυχία. Ὁ θησαυρός μας δέν ὑπάρχει στήν γῆ. Πουθενά ἐδῶ στήν γῆ δέν θά τόν βροῦμε. Ὁ θησαυρός μας εἶναι ὁ Χριστός καί ἐκεῖ ἀξίζει νά δώσουμε τήν καρδιά μας. Αὐτά ἤθελα νά πῶ στήν ἀγάπη σας σάν ἕναν προβληματισμό, γιά τό ποιός εἶναι τελικά ὁ θησαυρός μας καί ποιά εἶναι ἡ ἀφροσύνη μας, ὁλονῶν μας. Γιατί ὅλοι, ἴσως ἀνεπιγνώστως, τουλάχιστον ἐμεῖς πού προσπαθοῦμε κάπως πνευματικά, νά ἔχουμε δώσει τήν καρδιά μας φαινομενικά στόν Χριστό καί πραγματικά στήν ὕλη. Γι’ αὐτό πολλοί ἄνθρωποι μέσα στήν Ἐκκλησία δέν θέλουν νά συγχωρήσουν αὐτόν πού τούς ἔκλεψε ἤ αὐτόν πού τούς ἀδίκησε. Πρόσφατα ἄκουσα γιά μία γιαγιά -δέν ξέρω ἄν κοιμήθηκε- πού ἔλεγε: ἡ ἀδελφή μου πού μέ ἀδίκησε, πού μοῦ πῆρε ὅλη τήν περιουσία, μοῦ τά πῆρε ὅλα… δέν πρόκειται νά τῆς πῶ καλημέρα, δέν πρόκειται νά τήν συγχωρήσω. Δέν τήν συγχωρῶ! Εἶναι φοβερό… καί δέν κοινωνῶ! Τό ἀκοῦτε; Δέν τήν συγχωρῶ καί δέν κοινωνῶ… Αὐτό τί σημαίνει; Κόλαση. Δέν κοινωνεῖς, δέν θέλεις τόν Χριστό δηλαδή. Προτιμᾶς τό χρυσάφι, προτιμᾶς νά κρατήσεις ʿχαρακτήρα᾽ πού λέει ὁ κόσμος.. Τί κάνει ὁ διάβολος! Ποῦ εἶναι ὁ θησαυρός σου γιαγιά; Στόν Χριστό εἶναι; Δέν εἶναι στόν Χριστό. Καταλάβατε; Φοβερό πράγμα. Ποῦ μπορεῖ νά σέ φτάσει ὁ διάβολος…
Γι’ αὐτό, νά ψάξουμε καλά τήν καρδιά μας, ποιός εἶναι ὁ θησαυρός μας; Τί προτιμᾶμε κάθε φορά; Ξέρετε, κρινόμαστε κάθε στιγμή. Κάθε στιγμή! Τόν Χριστό ἤ τί θά πεῖ ὁ κόσμος; Τόν Χριστό ἤ τήν ἐπιδότηση; Τόν Χριστό ἤ νά χάσουμε καί κάτι ἀπό αὐτά πού δικαιούμαστε; Τόν Χριστό ἤ τά μπράβο τῶν ἀνθρώπων; Τόν Χριστό ἤ τήν ξεκούρασή μας καί τό βόλεμά μας; Κάθε στιγμή κρινόμαστε. Κάθε στιγμή ὁ Χριστός βλέπει ποῦ εἶναι ἡ καρδιά μας, τί προτιμᾶμε. Κάθε στιγμή δίνουμε ἐξετάσεις. Γι’ αὐτό ἄς φροντίζουμε κάθε στιγμή νά δίνουμε σωστές ἀπαντήσεις, θά λέγαμε, στά τέστ πού μᾶς βάζει ὁ Θεός καί νά ἐπιλέγουμε τόν Χριστό μας.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : …………………………
Ἀπ. : Ἀντί νά λέμε εὐτυχῶς, λέμε δυστυχῶς εἴμαστε φτωχοί. Βλέπετε; Δέν ζοῦμε εὐαγγελικά, δέν σκεφτόμαστε εὐαγγελικά. Ὁ Χριστός λέει «μακάριοι οἱ πτωχοί» καί ἐμεῖς λέμε: Τί νά κάνω; Εἶμαι φτωχός. Δυστυχῶς εἶμαι φτωχός. Ἀντί νά πεῖς δόξα τῶ Θεῶ πού εἶσαι φτωχός. Ἀφοῦ λέει μακάριος εἶσαι πού εἶσαι φτωχός καί «οὐαί τοῖς πλουσίοις». Τί θά πεῖ οὐαί; Ἀλλοίμονο! Ἀλλοίμονο στούς πλούσιους. Καί ἐσύ λές, δυστυχῶς δέν εἶμαι πλούσιος, ἀντί νά χαίρεσαι πού δέν εἶσαι πλούσιος. Ὅλα αὐτά πού ἔχεις, θά δώσεις λόγο στόν Θεό πῶς θά τά διαχειριστεῖς. Καί ὅσο πιό πολλά ἔχεις τόσο πιό πολύ λόγο θά δώσεις πῶς τά διαχειρίστηκες. Καί τί εἶπε πάλι ὁ Κύριος; «Πόσο δύσκολα οἱ πλούσιοι θά μποῦνε στήν Βασιλεία;». Πόσο δύσκολα; Εἶπε: «πιό δύσκολα ἀπ’ ὅσο περνάει μιά καμήλα ἀπό τήν τρύπα μιᾶς βελόνας» (Ματθ. 19,24). Ἔχετε δεῖ ποτέ καμήλα νά περνάει ἀπό τρύπα βελόνας; Ποτέ! Στήν πραγματικότητα δέν γίνεται αὐτό. Τί λέει ὁ Χριστός δηλαδή; Ὅτι εἶναι ἀδύνατο! Αὐτό λέει οὐσιαστικά. Μά θά πεῖς, δέν ἔχουμε πλούσιους στόν παράδεισο; Ἔχουμε λίγους, ἐλάχιστους. Τόν Ἀβραάμ. Πλούσιος… ἀλλά γιά κοιτάξτε… στηνότανε στό σταυροδρόμι νά ἐντοπίσει τούς ξένους. Καί μόλις τούς ἐντόπιζε «ἐλᾶτε νά σᾶς κάνω τό τραπέζι». Ὄχι νά τό ζητήσουν… πρίν κἄν τό ζητήσουν. Πλούσιος, ἀλλά στόν παράδεισο. Πόσοι τέτοιοι πλούσιοι ὑπάρχουν; Μπορεῖ νά ὑπάρχουν. Μακάρι νά ὑπάρχουν πολλοί. Ὁ Κύριος εἶπε πολύ δύσκολα... Γιατί; Γιατί κολλάει ἡ καρδιά σ’ αὐτά καί ἔχεις μιά ψευδαίσθηση μετά βεβαιότητας, σιγουριᾶς, γιατί ἔχεις πολλά χρήματα καί παίρνεις καί τά μπράβο τῶν ἄλλων καί «εἶσαι πλούσιος, δέν ἔχεις ἀνάγκη κανέναν..». Κι ὅμως ἔχεις… Θυμᾶμαι τό μικρό παιδί τοῦ Ὠνάση εἶχε πέσει μέ ἀεροπλάνο καί δήλωνε, θά δώσω σέ ὅποιον σώσει τό παιδί μου τή μισή μου περιουσία γιά ἀμοιβή. Τίποτα. Δέν μπόρεσε νά τό σώσει τό παιδί του. Πώς δέν ἔχεις ἀνάγκη κανέναν; Ἔχεις ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνοησία μας.
Ἐρ. : Δέν ὑπάρχουν φτωχοί σήμερα μέ τήν ἔννοια πού λέμε ἐμεῖς. Εἶχα διαβάσει κάπου ὅτι, ἅμα ἔχεις μία στέγη νά κοιμηθεῖς, ἅμα ἀνοίγεις τό ψυγεῖο σου καί ἔχεις δυό πραγματάκια, ἔχεις ἕνα κρεβάτι καί ἔχεις μία δουλίτσα πού σοῦ φέρνει τά ἀναγκαῖα, εἶσαι αὐτάρκης. Ἔχεις πάνω ἀπό αὐτά πού ἔχει τό 70% τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς καί ἐμεῖς κοιτᾶμε νά πιάσουμε τό 100%. Δέν κοιτᾶμε λίγο πρός τά πίσω γιά νά δοῦμε σέ κάποια μέρη τῆς ὑφηλίου κάποια παιδάκια πού κάνουν 10-15 χλμ. γιά νά βροῦνε λίγο γάλα. Καί κοιτᾶμε τόν πλούσιο πού ἔχει πιό μεγάλο ἀμάξι, ἔχει πιό ὡραῖο σπίτι καί ζεῖ μέ πολυτέλεια καί λέμε ἐμεῖς εἴμαστε φτωχοί. Ποιοί εἶναι φτωχοί τελικά; Τελικά μήπως εἴμαστε «πτωχοί τῷ πνεύματι» καί νομίζουμε ὅτι εἴμαστε πτωχοί καί στά ἄλλα; Ποιός δέν ἔχει νά φάει; Ποιός δέν ἔχει σπίτι νά κοιμηθεῖ; Ποιός κοιμᾶται ἔξω; Τώρα βλέπουμε αὐτούς ἀπό τούς σεισμούς, τούς πονᾶμε καί λέμε «ἄχ, οἱ καημένοι»… μέχρι ἐκεῖ. Περνᾶνε μιά-δυό μέρες… Δέν ἦρθε σέ μᾶς ἡ φτώχεια. Δέν τούς συναισθανόμαστε. Καί πάλι στά ἴδια, στήν καθημερινότητα, δέν ἔχω, δέν ἔχω… Εἴμαστε ἐμεῖς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ; Κλαιγόμαστε…. ἄν καί ἔχουμε ὅλα αὐτά…
Ἀπ. : Γιατί τό παθαίνουμε αὐτό; Γιατί κοιτᾶμε αὐτόν πού ἔχει περισσότερα καί ὄχι αὐτόν πού ἔχει λιγότερα; Δέν ξέρω ἄν τό ἔχετε σκεφτεῖ αὐτό. Κι αὐτοί πού εἶναι πάμπλουτοι, πού εἶναι μετρημένοι στά δάχτυλα, ὁ Μπιλ Γκέιτς κ.λ.π., πού ἔχουν τεράστια, ἀμύθητα ποσά, δέν εἶναι χαρούμενοι. Γιατί; Γιατί ὑπάρχει κάποιος ἄλλος πού εἶναι λίγο πλουσιότερος ἀπό αὐτούς. Λέει: εἶμαι μέν, ἀλλά δέν εἶμαι Μπιλ Γκέιτς! Κι ἄν γίνεις ἔτσι, πάλι τό ἴδιο θά λές, γιατί θά ὑπάρχει κάποιος ἄλλος πιό πλούσιος. Γιατί ὅμως τό παθαίνουμε αὐτό; Εἶναι αὐτό πού λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος πού διαβάσαμε, προσπαθοῦμε νά ταΐσουμε τό ἀρνί κρέας, δηλαδή τήν ψυχή μας μέ σάρκες, καί δέν χορταίνει. Καί ὑπάρχει ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου πού λέει ʿδῶσε παραπάνω, μέ τό παραπάνω θά χορτάσει᾽. Τρώει τό παραπάνω καί πάλι δέν χορταίνει, γιατί δέν τρώει κρέας ἡ ψυχή, πῶς νά τό κάνουμε; Δέν μπορεῖ νά χορτάσει. Καί μᾶς λέει ἄν δώσεις παραπάνω θά χορτάσει... μᾶς κοροϊδεύει. Γι’ αὐτό ὁ πλούσιος εἶναι ἄπληστος, δέν γεμίζει μέ τίποτε.
Ὅλες αὐτές οἱ ἐπιθυμίες καί οἱ ἡδονές οἱ γήινες ἔχουν κόρο. Τά βαριέσαι ὅλα. Γιατί; Γιατί δέν ξεδιψᾶνε τήν ψυχή σου, οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ δόξα τοῦ κόσμου οὔτε οἱ ἡδονές. Ὅλα αὐτά ἔχουν κόρο καί ἔρχεται κάποια στιγμή καί λές ʿτί ἔγινε; δέν ἔχει τίποτα ἄλλο;᾽. Καί ἔρχεται ὁ διάβολος καί λέει ʿὑπάρχει καί κάτι ἄλλο᾽. Τό κάνει καί ἐκεῖνο, μετά ἀπό λίγο, τό χορταίνει καί πάλι τίποτα… Κάτι ἄλλο, κάτι ἄλλο… Καί ἔτσι πᾶμε στίς σαρκικές ἡδονές, στόν πλοῦτο, στή συσσώρευση καί γίνονται ὅλα αὐτά πού βλέπουμε στόν κόσμο, οἱ πολυεθνικές ἐταιρεῖες καί ὅλοι αὐτοί οἱ πάμπλουτοι ἄνθρωποι. Οἱ πιό πολλοί ἀπό αὐτούς παίρνουν ναρκωτικά καί αὐτοκτονοῦν. Τούς λείπει ἡ δόξα; Ὄχι. Γιατί ὅμως; Γιατί ἀκριβῶς δέν χόρτασε ἡ ψυχή τους, ὅσα χειροκροτήματα κι ἄν ἄκουσαν, ὅσο πιό ψηλά κι ἄν ἀνέβηκαν στίς λίστες… Δέν χορταίνει ἡ ψυχή μέ αὐτά. Καί πάντα ἔρχεται ὁ διάβολος καί σοῦ λέει: Ξέρεις γιατί δέν χόρτασες; Ὑπάρχει κάτι παραπάνω, πήγαινε λίγο παραπάνω. Μᾶς δουλεύει ἀγρίως (συγγνώμη). Κι ἐμεῖς δεχόμαστε αὐτή τήν κοροϊδία, ἀντί νά ποῦμε, γιά στάσου, μήπως πήραμε τήν ζωή μας λάθος; Ναί, λάθος τήν πήραμε. Γιατί ἡ ψυχή εἶναι σάν τό ἀρνί, θέλει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν θέλει σάρκες καί οἶνο.
Ἐρ. : …………………………
Ἀπ. : Εὐχαριστῶ πάρα πολύ. Εἶναι πολύ καλή ἐρώτηση. Νά σᾶς πῶ κάτι ἀκόμα: Δικαιούμαστε νά ἐπιθυμοῦμε; Ὄχι μόνο αὐτό, ὁτιδήποτε. Μποροῦμε; Ἐπιτρέπεται νά ἐπιθυμοῦμε; Τί λέει ὁ Χριστός; Ἐπιτρέπεται νά θέλουμε κάτι; Λένε μερικοί: Θέλω νά ζῶ ἀξιοπρεπῶς… θέλω νά ἔχω τά ἀναγκαῖα… Τί λέτε; Ἀρέσει αὐτό στόν Θεό νά τό λέμε; Δέν ἀρέσει. Νά σᾶς πῶ γιατί δέν ἀρέσει; Γιατί ὁ Χριστός εἶπε νά μήν θέλουμε τίποτα. Ἀλλά νά λέμε πάντα «γενηθήτω τό θέλημά Σου». Ὅ,τι θέλεις Ἐσύ, τό θέλω καί ἐγώ. Θέλεις νά μήν ἔχω τά ἀναγκαῖα; Νά μήν τά ἔχω! Γιά τό καλό μου θά εἶναι… Αὐτό εἶναι πού ἀρέσει στόν Θεό, νά πᾶμε ἐν λευκῷ, νά ἀφήσουμε ὅλα τά δικά μας θελήματα.
Τί λέει μετά ὁ Χριστός, γιά νά ὁλοκληρώσουμε.. «Νά ζητᾶτε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά σᾶς προστεθοῦν» (Ματθ. 6,33). Τά ἄλλα εἶναι αὐτά τά βασικά πού εἴπατε, τά στοιχειώδη, αὐτό πού λέει ἠ ψυχολογία τό αἴσθημα τῆς αὐτοσυντήρησης, πού εἶναι ἰσχυρό στόν ἄνθρωπο. Δέν θέλει νά πεθάνει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία δέν σέ νοιάζει καί νά πεθάνεις, γιατί ξέρεις ὅτι αὐτός ὁ θάνατος δέν εἶναι τίποτα, ἴσα-ἴσα σέ πάει πιό κοντά στόν Θεό. Ὄχι νά αὐτοκτονήσεις βέβαια, αὐτό δέν εἶναι εὐλογημένο, ἀλλά ἄν θέλει ὁ Θεός νά στερηθοῦμε καί τά ἀναγκαῖα καί νά πεθάνουμε, τότε νά ’ναι εὐλογημένο, γιατί ξέρουμε ὄτι εἶναι μέσα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά ὁ Θεός εἶπε γιά αὐτά, μήν μεριμνᾶτε, μήν βάζετε θέλω, θέλω, θέλω… Ξέρει ὁ Θεός τί θέλουμε. Ἀφοῦ Ἐκεῖνος μᾶς ἔπλασε, δέν ξέρει ὅτι θέλουμε ἕνα πιάτο φαγητό, ἔνα ρουχαλάκι, μιά στοιχειώδη προστασία ἀπό τόν ἥλιο καί ἀπό τήν βροχή; Τό ξέρει. Καί λέει, Ἑγώ θά σᾶς τά προσθέσω. Δέν λέει, δουλέψτε γιά νά σᾶς τά δώσω ἤ πληρῶστε Με γιά νά σᾶς τά δώσω. Θά σᾶς τά δώσω δωρεάν, αὐτό θά πεῖ θά σᾶς τά προσθέσω, θά σᾶς τά δώσω ἕτοιμα στό πιάτο. Θά σᾶς τά φέρω ὅλα! Προσθέτω τί θά πεῖ; Ἔχεις κάτι καί σοῦ δίνω καί ἐγώ κάτι παραπάνω.
Πότε ὅμως θά μᾶς τά δώσει; Εἶναι πολύ βασικό: ὅταν ζητᾶς, λέει, τήν Βασιλεία Μου, τουτέστι νά κυριαρχήσω Ἐγώ μέσα σου ὡς βασιλέας. Ἐγώ ὁ βασιλιάς, Ἐγώ ὁ κυρίαρχος, ὁ θρόνος Μου νά εἶναι ἡ καρδιά σου. Ἐγώ νά βασιλεύω στήν καρδιά σου. Τά πάντα νά εἶμαι Ἐγώ, ὅλη σου ἡ ἐπιθυμία νά εἶμαι Ἐγώ, ἡ χαρά σου νά εἶμαι Ἐγώ, ἡ ἀπόλαυσή σου θά εἶμαι Ἐγώ. Ὅταν εἶναι ἔτσι, δέν θά στερηθοῦμε τίποτα ἀπό αὐτά τά γήινα. Ὄχι τά οὐίσκι καί τά τσιγάρα… αὐτά δέν χρειάζονται. Ἀλλά τά ἁπλά καί ἀναγκαῖα θά τά ἔχουμε. Καί αὐτό ξέρετε ἔχει ἀποδειχτεῖ στήν πράξη πολλές φορές… πάντα! Στά χρόνια τῆς κατοχῆς οἱ μαυραγορίτες ἔπιναν τό αἷμα τοῦ λαοῦ, τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων. Ἕνας τενεκές λίρες γιά ἕνα τσουβάλι ἀλεύρι, ἄς ποῦμε. Φοβερή ἐκμετάλλευση, φοβερή ἀπανθρωπιά, φοβερή ἀδικία. Δέν εἶχαν οὔτε ἱερό οὔτε ὅσιο. Καί ἐρχότανε μιά στιγμή πού δέν εἶχαν τίποτα, οὔτε μιά χούφτα ἀλεύρι. Ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ποτέ δέν ἔφταναν σ’ αὐτή τήν ἔσχατη ἀνάγκη. Πάντα εἴχανε. Δέν εἶχαν τήν ἄνεση καί τήν καλοπέραση, ἀλλά ποτέ δέν τούς ἄφηνε ὁ Θεός στήν ἔσχατη ἔνδεια. Οἱ ἄλλοι, ἐπειδή δέν εἶχαν τόν Θεό, ἐπειδή δέν ζητοῦσαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, φτάνανε σ’ αὐτή τήν κατάσταση καί μπορεῖ καί νά πέθαιναν ἀπ’ τήν πείνα. Τίποτα δέν εἶναι τυχαῖο, λειτουργοῦν πάντα οἱ πνευματικοί νόμοι. Νά μάθουμε πῶς θέλει ὁ Θεός νά σκεφτόμαστε, νά ἐνεργοῦμε.
Εἶναι πολύ βασικό ἐρώτημα αὐτό: Ἐπιτρέπεται νά θέλουμε; Λοιπόν, δέν ἐπιτρέπεται. Βάλτε το καλά στό μυαλό σας, γιατί ὅλη ἡ δυστυχία μας ἀπό ἐκεῖ ξεκινάει: θέλουμε πράγματα… θέλω νά μ’ ἀγαπᾶνε… θέλω νά μή μ’ ἀδικοῦνε… θέλω νά ἔχω ἀξιοπρέπεια… Νά μήν θέλεις τίποτα! Καί εἶσαι εὐτυχισμένος. Ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Θέλει ὁ Θεός νά μέ περιφρονοῦν ὅλοι καί νά μέ χλευάζουν; Νά εἶναι εὐλογημένο, θά εἶναι γιά τό καλό μου. Δέν τό βλέπω ἐγώ. Δέν πειράζει, ὁ Θεός ξέρει καί θά εἶναι γιά τό καλό μου. Ἔτσι ἐλευθερωνόμαστε ἀπό κάθε στενοχώρια. Σήμερα, αὐτό πού βασανίζει τόν ἄνθρωπο καί φτάνουν οἱ ἄνθρωποι νά ἔχουν κατάθλιψη, εἶναι αὐτά τά θέλω, οἱ ἐπιθυμίες. Καί ὄχι μόνο σήμερα, πάντα. Τί λέει στήν Ἁγία Γραφή; «Ἕκαστος πειράζεται ὑπό τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας» (Ἰακ. 1,14). Πειραζόμαστε, δηλαδή μπαίνουμε σέ πειρασμό καί βασανιζόμαστε ἀπό τά θέλω μας, τίς ἐπιθυμίες μας. Θέλω ἕναν ὡραῖο νέο νά παντρευτῶ… καί βασανίζεται ἡ κοπέλα καί παρακαλάει καί προσεύχεται. Νά μήν θέλεις τίποτα. Καί ὁ νέος ἀντίστοιχα. Γιατί νά βασανίζεσαι ἔτσι; Κι ἄν αὐτός πού ἐσύ νομίζεις θά εἶναι ἡ εὐτυχία σου, εἶναι ἡ καταστροφή σου; Καί πόσοι ἔρχονται μετά καί λένε, πάτερ, ἅμα ἤξερα δέν θά παντρευόμουν. Προηγουμένως, ὅμως, τοῦ εἶχες πάρει τά αὐτιά τοῦ Πνευματικοῦ, θέλω νά παντρευτῶ, θέλω… κάνε καί ἐσύ πάτερ προσευχή. Ἐγκλωβιζόμαστε μέσα σ’ αὐτά καί χάνουμε τήν χαρά μας καί τήν εὐτυχία μας. Ἐνῶ, πόσο χαρούμενοι διαρκῶς θά εἴμαστε, ἄν λέγαμε: Θεέ μου, δέν θέλω τίποτα, ὅ,τι θέλεις Ἐσύ.
Βλέπετε, οἱ τρεῖς παῖδες ἐν καμίνῳ -πόση ἐντύπωση μοῦ εἶχε κάνει- μέσα στό καμίνι τούς ρίξανε γιά νά τούς κάψουνε καί φτάνανε οἱ φλόγες μέχρι πάνω. Καί αὐτοί κάνανε προσευχή μέσα στό καμίνι καί τί λέγανε; «Θεέ μου, νά εἶσαι δοξασμένος»! Νά εἶσαι δοξασμένος;… πού σέ ἔριξαν μέσα στό καμίνι; Ναί! Δόξαζαν τόν Θεό μέσα στό καμίνι, τόν ὑμνολογοῦσαν. Ὁ ὕμνος τῶν τριῶν παίδων, τό διαβάζουμε στήν Ἐκκλησία μας τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Καί πάλι λέγανε: «Ἄν θέλεις νά μᾶς σώσεις, σῶσε μας. Ἄν πάλι δέν θέλεις, ἐμεῖς δέν θά πάψουμε νά Σέ δοξάζουμε καί νά Σέ ἀγαπᾶμε». Στά χέρια Σου εἴμαστε. Καταλάβατε τί ὡραῖο εἶναι αὐτό; Ὄχι, Θεέ μου σῶσε με, Θεέ μου κάνε με καλά… Καί ποῦ ξέρεις, ἄν εἶναι γιά τό καλό σου νά γίνεις καλά;
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος εἶχε δεκαεφτά ἀρρώστιες. Πῆγαν τά πνευματικά του παιδιά στό δάσος καί ἔκλαιγαν «Θεέ μου, κάνε τόν γέροντά μας καλά». Τούς ἔπιασε ὁ Ἅγιος Πορφύριος μέ τό ραντάρ πού εἶχε, πνευματικό ραντάρ, καί λέει, γιά ἐλᾶτε ἐδῶ… τί λέτε στό δάσος πού πᾶτε καί κλαῖτε; Ἔ, γέροντα, λένε… λέμε νά γίνεις καλά. Ὄχι, λέει, λάθος. Νά μή λέτε ἔτσι, νά λέτε νά γίνω καλός! Νά τί πρέπει νά θέλουμε κι ἐμεῖς. Ἄν θέλετε κάτι νά θέλετε, αὐτό νά θέλετε. Τίποτα ἄλλο. Νά γίνουμε καλοί, νά ἀρέσουμε στόν Χριστό… καί ὅλα τά ἄλλα μετά θά μᾶς προστεθοῦν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου