Σελίδες

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

«Ἑνός ἐστι χρεία»,μέρος β΄ (τελευταῖο)

ΟΜΙΛΙΑ Δ΄


Δέν ἔχουμε τίποτα στήν ἐξουσία μας· οὔτε τόν ἑαυτό μας ἐξουσιάζουμε, οὔτε τήν γυναῖκα μας, οὔτε τά παιδιά μας, οὔτε τόν πλοῦτο, οὔτε τήν ὑγεία, τίποτα. Ὅλα εἶναι ἐπισφαλῆ, ὅλα κρέμονται σέ μιά κλωστή, διότι μποροῦμε νά τά χάσουμε ὅλα καί μετά θάνατος. Ξέρεις ποῦ θά πᾶς; Ὄχι! Ξέρεις τόν δρόμο; Ὄχι! Ἄρα, ποιός θά σέ ὁδηγήση ἐκεῖ πού θά πᾶς; Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεός μόνος θά σέ ὁδηγήση, κοίταξε νά τά φτιάξης τώρα μέ τόν Θεό, γιατί ἄν δέν τά φτιάξης μαζί Του, θά σέ ὁδηγήση κάποιος ἄλλος στά τρομερά τοῦ Ἅδου, ἐκεῖ πού δέν μπορεῖ νά διορθωθῆ τίποτα.


Πόσοι περπατοῦσαν στόν δρόμο κι ἀπό ἕνα τροχαῖο ἔμειναν στό τόπο; Μέσα σέ στιγμές χρόνου, ἐκεῖ πού τραγουδοῦσε κάποιος, τόν χτύπησε ἕνας ἄλλος μέ τό αὐτοκίνητο κι ἔμεινε στόν τόπο. Μέ τό τραγούδι στό στόμα πῆγε στό δικαστήριο τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος!
Ἡ καρδιά του δουλεύει σάν τό ρολόϊ. Χάλασε τό ἐλατήριο τοῦ ρολογιοῦ, σταμάτησε νά λειτουργῆ. Σταμάτησαν οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τελείωσε ἡ ὑπόθεσις. Γι᾿ αὐτό εἶπεν ἡ Γραφή:
«Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης» (Ρωμ. Γ΄: 4). Ὄχι, γιατί λέει ψέμματα, ἀλλά γιατί εἶναι σάν ἕνα ψέμμα· ἐκεῖ πού φαίνεται μεγάλος καί τρανός, γιά μιά στιγμή σωριάζεται κάτω νεκρός.


Γιά ὅλα αὐτά πρέπει νά μεριμνήσουμε, πῶς νά ἀρέσουμε στόν Θεό. Ὁ Θεός κοιτάζει τήν ψυχή καί ὄχι τά ἔξω. Τά ἔξω τά κοιτάζει ὁ διάβολος. Τήν στιγμή πού ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας, δακρύων, πένθους, γυρίζουμε ἐδῶ κι ἐκεῖ, γλεντοῦμε, χορεύουμε, φτιαχνόμαστε, γιά νά γίνουμε διαφορετικοί ἀπ᾿ ὅ,τι μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός. Κι ὅμως πρέπει νά ὀμορφύνουμε τήν ψυχή μας μέ ἀρετές καί ὄχι τά ἐξωτερικά, κάνοντας τήν μορφή μας διαφορετική κι ἀλλάζοντας τήν φυσική της ὀμορφιά.

Ὅσο ἐξωτερικά φτιάχνουμε τόν ἑαυτό μας, τόσο ἐσωτερικά παραμορφώνουμε τήν ψυχή μας.

Ἔχουμε ἐξομολογηθῆ καμμιά φορά ὅτι ντυθήκαμε προκλητικά καί ἐνδεχομένως νά σκανδαλίσαμε μία ἀθάνατη ψυχή; Μηδαμῶς!

Ἔχουμε ἐξομολογηθῆ ὅτι μποροῦσαμε νά κάνουμε ἕνα καλό καί δέν τό κάναμε; Ὄχι! Κι αὐτό εἶναι ἁμαρτία.

Γιά ὅλα θά μᾶς ζητήση λόγο ὁ Θεός, διότι τίποτε δέν μένει ἀπαρατήρητο. Κάνουμε ἕνα σφᾶλμα καί τό «κομπιοῦτερ» τοῦ Θεοῦ ἔρχεται καί καταγράφει τήν εὐθύνη. Καί ἀντιστρόφως, ὅταν μετανοήσουμε, πάλι τό «κομπιοῦτερ» σβήνει τό χρέος. Αὐτομάτως τό κάνει ὁ Θεός! Γιατί εἶναι πνεῦμα· εἶναι πανταχοῦ παρών, ὁπότε δέν ἔχει καμμιά δυσκολία νά καταγράψη καί τόν λεπτότατο λογισμό ὅλων τῶν δισεκατομμυρίων ἀνθρώπων αὐτοστιγμεί καί νά καταλογίση τήν εὐθύνη στό ποινικό τοῦ καθενός.


Ὁ Οὐρανός, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰώνια ζωή εἶναι ἀνοιχτή. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ὁ Χριστός μας ἐξέπνευσε ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν, μέ τήν ἐκπνοή Του ὁ Παράδεισος ἄνοιξε διάπλατα. Μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη, ἡ πύλη τοῦ Οὐρανοῦ, ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου, ἡ πύλη τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ ἦταν κλειστή. Ὁ Χριστός μας ἁπλώνοντας τά ἄχραντα χέρια Του, ἀνοίγοντας τήν ἀγκαλιά Του ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν ἀγκάλιασε ὅλο τό ἀνθρώπινον γένος, γιά νά τοῦ χαρίση τήν αἰώνια ζωή.


«μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει,

ἴνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ.


ὑμεῖς φίλοι ἐστε,

ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν.»


Ἰωάν. Ιε΄: 13 - 14


Ξέρετε τί σημαίνει αἰώνια ζωή; Ζωή κοντά στόν Θεό. Εἶναι ἀμύθητος ὁ πλοῦτος καί ἡ εὐτυχία, πού δέν συλλαμβάνεται μέ τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Ἄνθρωποι πού πῆγαν στόν Οὐρανό καί γύρισαν, μᾶς εἶπαν πολλά. Ἡ ἰσχυροτέρα ὅμως μαρτυρία ἀπό τόν ἁγιώτατο Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, εἶναι ὅτι ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός τόσα ἀγαθά, ὅσα δέν μπορεῖ νά τά συλλάβη ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου· «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. β΄: 9). Μιά τέτοια ζωή περιμένει τόν ἄνθρωπο, πού οὔτε ὁ νοῦς συνέλαβε οὔτε ἡ καρδιά του ἔχει αἰσθανθῆ τήν εὐτυχία της. Ἑπομένως ἀξίζει ὁ κόπος. Δέν εἶναι ἄξια τά παθήματα τοῦ «νῦν καιροῦ» ἐμπρός εἰς τήν μέλλουσαν δόξαν, ἡ ὁποία θά ἀποκαλυφθῆ στά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καί κάθε ἄνθρωπος πού θά σωθῆ, θά εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμος τῆς Βασιλείας Του.


Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἀγαπήσει τόν Χριστό, καί πρῶτος ἐγώ, διότι, ἐάν τόν ἀγαπούσαμε, δέν θά ἁμαρτάναμε. Τόν ἔχουμε ξεχάσει, ἀλλ᾿ Αὐτός οὐδέποτε μᾶς ξεχνᾶ. Εἶναι ὁ Μόνος, ὁ Ὁποῖος ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ! Μᾶς ἐπισκέπτεται συνέχεια· πότε μέ τήν ἀσθένεια, πότε μέ τήν θλῖψι, πότε μέ διάφορες δοκιμασίες. Ὁ Χριστός εἶναι πού χτυπᾶ τήν πόρτα ἑκάστου ἀνθρώπου καί λέγει: «Ἄνοιξέ μου τήν πόρτα νά μπῶ μέσα, καί θά σέ κάνω εὐτυχῆ, θά σέ κάνω κληρονόμο μου». Ἐμεῖς ἀμπαρώνουμε καλά – καλά τήν πόρτα καί δέν καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Χριστός μᾶς χτυπάει σωτήρια. Πόσο εὔκολα συγχωρεῖ ὁ Θεός! Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά Τοῦ ἀνοίξη καί νά ἐπιστρέψη διά τῆς μετανοίας στόν Θεό. Ὁ Θεός δέν θέλει ἀπό τόν ἄνθρωπο ἀνταμοιβή καί ἀντίκρυσμα, γιά ὅ,τι τοῦ ἔχει χαρίσει αἰώνια. Ἑκατομμύρια νά εἶναι τά ἁμαρτήματά του, δισεκατομμύρια νά εἶναι, γιά τόν Θεό εἶναι μηδέν. Τί εἶναι μία χούφτα ἄμμος μέσα στόν ὠκεανό; Ἕνα μικρόβιο μέσα στόν ὠκεανό εἶναι ὅλα τά ἁμαρτήματα τῆς ἀνθρωπότητος. Δέν ὑπάρχει ἁμάρτημα πού νά νικᾶ τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως τά ἁμαρτήματα τοῦ ἑνός ἀνθρώπου εἶναι μηδέν. Ὅταν ἐπιστρέψη τό παιδί διά τῆς μετανοίας στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα, ὅλα ἔληξαν μπροστά στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ.


Λοιπόν, ἐφ᾿ ὅσον ἔχουμε τόση εὐσπλαχνία ἄπειρη, ἀνοιχτή μπροστά μας, γιατί νά χωλαίνουμε; Νά τρέξουμε νά μποῦμε σ᾿ αὐτήν τήν ἀγκαλιά καί νά συγχωρηθοῦμε. Ὁ διάβολος μᾶς τραβᾶ πίσω, ὁ Θεός καί ὁ ἄγγελος φύλακας μᾶς σπρώχνουν μπροστά. Τώρα σέ ὅποιον θά κάνουμε ὑπακοή, ἐκεῖ καί θά πᾶμε. Αὐτά μᾶς διδάσκουν τό Ἱερό Εὐαγγέλιον καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἄς μή τά περιφρονήσουμε, ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε, ἄς μή μᾶς πνίξη ἡ μέριμνα τοῦ βίου. Ὁ Χριστός τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ἑνός ἐστι χρεία». Ἄς ἀφήσουμε, ἄς ἀποθέσουμε τήν μέριμνα τοῦ βίου καί ἄς ἀφοσιωθοῦμε στό πῶς θά καλλιεργήσουμε τήν ψυχή μας, γιά νά τήν καταστήσουμε καρποφόρον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος θά ἔρθη, θά μᾶς ἀκολουθήση· εἴτε θέλουμε εἴτε ὄχι, θά φθάσουμε στήν μαύρη πύλη του, θά μποῦμε στό κανάλι του καί θά περάσουμε ἀπέναντι. Ἄλλος δρόμος, ἄλλο μονοπάτι δέν ὑπάρχει. Εἴμεθα ἑκατό τοῖς ἑκατό πεπεισμένοι, ὅτι ὄντως ὁ καθένας μας θά πεθάνη, κι ἑπομένως θά περάση ἀπό τό δικαστήριο. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά μεριμνήσουμε.


Ὅταν κάποιος ἔχει μία δίκη καί μάλιστα σοβαρή, γνωρίζουμε ὅλοι μας, τί μέριμνα ἔχει, γιά νά μπορέση νά γλυτώση τήν φυλάκισι ἤ καί αὐτόν τόν θάνατο. Βρίσκει δικηγόρους, μεριμνᾶ ποιός δικηγόρος εἶναι πιό δυνατός, ποιός ἄνθρωπος ἔχει μέσον, κοιτάζει νά πληρώση, νά βάλη μάρτυρες καί δικηγόρους, ὥστε ἡ ἀπόφασις νά εἶναι ἡ ἀπαλλαγή του. Τόση μέριμνα, τόση στενοχώρια γιά μία πρόσκαιρη περίπτωσι! Τό δικαστήριο τοῦ Θεοῦ πού μᾶς περιμένει ἀναπόφευκτα, δέν τό παίρνουμε σοβαρά· ἀψήφιστα τό παίρνουμε. Ἀπόδειξις εἶναι ἡ ζωή μας καί τά ἔργα μας.


Ἄς δώση ὁ Θεός χάρι, ἄς μᾶς δώση βοήθεια, ἄς μᾶς στείλη φώτισι, δύναμι, νά ἀξιωθοῦμε αὐτῆς τῆς ἁγίας μερίμνης, πού θά μᾶς ὁδηγήση μέ ἐπιτυχία, νά περάσουμε μέσα εἰς τόν Παράδεισον τοῦ Θεοῦ καί νά φύγουμε ἀπό τήν κόλασι.


Ἡ κόλασις εἶναι κάτι πολύ – πολύ φοβερό! Δέν εἶναι μόνο στήν συνείδησι τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἡ κόλασις δογματικά εἶναι πνευματική, ὅπως πνευματικός εἶναι καί ὁ Παράδεισος. Πνευματική ἡ ψυχή, πνευματική καί ἡ ὑπαρξις τῶν δαιμόνων. Ὁ Χριστός θά πῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του: «Ἀπέλθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον, τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. Κε΄: 41). Γιά τούς δαίμονας ἔχει ἑτοιμασθῆ ἡ αἰωνία κόλασις καί ἐκεῖ θά ἐξαποσταλοῦν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία καί ὅσοι ἄνθρωποι θά κάνουν τά ἔργα τῶν δαιμώνων. Οἱ δαίμονες αἰσθάνονται κόλασιν, ὅταν δέν ἐγκληματοῦν κατά τοῦ Θεοῦ, γιατί πάντα πανηγυρίζουν στό ἔγκλημα κατά τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό καί δέν καίγονται ἀπό τήν συνείδησι, δέν ἔχουν βασανισμό στήν συνείδησι, ὅπως ὁ ἄνθρωπος, καίτοι ἔχουν βασανισμό στήν συνείδησι, τῶν πράξεών τους. Ὁ ἄνθρωπος πάσχει καί ὑποφέρει, ὅταν ἁμαρτάνη στόν Θεό, γιατί ἔχει ψυχή, ἔχει συνείδησι, εἶναι πνοή τοῦ Θεοῦ· ἐνῷ ὁ διάβολος δέν πάσχει, πανηγυρίζει. Ἑπομένως τοῦ χρειάζεται κόλασις, ὄχι στήν συνείδησι, ἀλλά στήν ὕπαρξι γενικά καί εἶναι γι᾿ αὐτόν ἑτοιμασμένη αἰώνια. Ἐκεῖ ὅμως ἐξαποστέλλονται καί οἱ ἄνθρωποι, πού θά βρεθοῦν ἀμετανόητοι τήν ὥρα τοῦ θανάτου.


Ἡ ἀσκητική καί Πατερική Παράδοσις ἔχει πλοῦτον ἀμέτρητον ἀπό παραδείγματα, τόσον γιά τήν κόλασι τήν πνευματική τῆς ἄλλης ζωῆς, ὅσον καί τοῦ Παραδείσου, τά ὁποῖα ἀμφότερα εἶναι τῆς ἰδίας φύσεως κατά τήν αἰωνιότητα καί τήν πνευματικότητα. Οἱ Πατέρες μίλησαν δογματικά καί δίδαξαν, ὅτι τόσον ὁ Παράδεισος ὅσον καί ἡ Κόλασις δέν εἶναι ὑλικές, ἀλλά πνευματικές καταστάσεις, πού βιώνονται ἀνάλογα μέ τήν κατάστασι τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ οἱ κεκαθαρμένοι θά βλέπουν τόν Θεόν ὡς Φῶς, οἱ δέ ἀκάθαρτοι θά αἰσθάνωνται τόν Θεόν ὡς φωτιά.


Σήμερα πολλοί, καί θεολόγοι μάλιστα, λέγουν ὅτι ἡ κόλασις εἶναι στήν συνείδησι τοῦ ἀνθρώπου κ.λ.π., γιά νά ἀμαυρώσουν καί νά ἀφαιρέσουν τήν ὠφέλεια τῆς σκέψεως καί τῆς θεωρίας τῆς κολάσεως καί νά ποῦνε: «Ὡραῖα! Καταπνίγω κι ἐγώ τήν συνείδησί μου, τήν νεκρώνω, ἀδιαφορῶ καί δέν κολάζομαι». Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τό πρᾶγμα. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἡ συνείδισι θά μέ τρώη σάν τό σκουλήκι καί θά μέ σκοτεινιάζη γιά τά σφάλματα, πού ἔχω κάνει στόν Θεό. Ὄχι· μαζί μέ τήν συνείδησι θά ἔχουμε καί τήν πνευματική κόλασι. Ἄρα ἡ κόλασις εἶναι θετική, εἶναι σκότος, εἶναι φωτιά, σκώληξ ἀκοίμητος καί τόσα ἄλλα, κατά τήν Γραφή.


Γνωρίζοντας, λοιπόν, τήν ἀλήθεις περί τῆς κολάσεως καί τοῦ Παραδείσου, ἄς μεριμνήσουμε νά γλυτώσουμε ἀπό τήν κόλασι καί νά μήν πᾶμε ἐκεῖ κάτω· δέν εἶναι τόπος γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ. Ἡ ψυχή πρέπει νά ἐπιστρέψη στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί νά ζήση ἐκεῖ αἰώνια μέ τόν Οὐράνιο Πατέρα. Ἐκεῖνος πού ξεκίνησε τήν ἀνταρσία, ἀκεῖνος πού ἐγκλημάτησε ἀμετανόητα, ὁ διάβολος, ἐκεῖνος νά πάη ἐκεῖ.


Γι᾿ αὐτό ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἄς μετανοήσουμε, ἄς χύσουμε δάκρυα, ἄς ἐπιστρέψουμε, τώρα σήμερα, διότι τό αὔριο ἴσως ξημερώση θλιβερό. Αὐτήν τήν στιγμή νά στρέψουμε τήν καρδιά μας πρός τόν Θεό καί νά ποῦμε: «Θεούλη μου, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου καί οὔκ εἰμι ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου, ἀλλά ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων Σου» (Λουκ. Ιε΄: 19). Ἐπιστροφή κατ᾿ εὐθεῖαν στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα! Κι ἀμέσως ὁ Θεός θά μᾶς πλύνη, θά μᾶς καθαρίση, θά μᾶς ἐνδύση μέ τήν Χάρι Του, θά μᾶς δώση τόν «μόσχον τόν σιτευτόν», θά μᾶς ὁδηγήση στήν Τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας, θά μᾶς δώση τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του καί θά γίνουμε ἕνα μέ τόν Χριστό. Καί τότε ὁ διάβολος δέν θά ἔχη κανένα δικαίωμα πλέον ἐπάνω μας. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἐναντιωθῆ στήν ἀλήθεια αὐτή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία μας.


Νά εὐχώμεθα στήν προσευχή μας νά μᾶς δώση ὁ Θεός μετάνοια κι ἐπιστροφή καί τέλος ἀγαθόν, χριστιανικόν, ἀνώδυνον, χωρίς αἰσχύνην, μέ μίαν ἀρίστην ἀπολογίαν ἐνώπιον τοῦ Δικαίου Κριτοῦ καί νά μᾶς ἀξιώση τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν!



Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!




Ἀπό τό βιβλίο: τέχνη τῆς σωτηρίας

Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου


Ἔκδοσεις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος


Τόμος α΄



Κεντρική διάθεση:

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου