Σελίδες

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

«Τά δάκρυα»

«Ὅσο ἀγωνίζεστε στή σιωπή καί στόν ἀπαρρησίαστο τρόπο συμπεριφορᾶς, τόσο καί τά δάκρυα θά σᾶς ἐπισκέπτωνται. Ἡ εὐχή μετά πόνου γεννάει τό πένθος. Τό πένθος φέρνει τά δάκρυα. Τά δάκρυα γεννοῦν καθαρωτέρα εὐχή. Διότι τό δάκρυ ὡσάν μύρο εὐῶδες ἀποπλύνει τόν ρύπο καί καθαρίζεται ἡ ψυχή».
«Γέροντας Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης»

ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ
 
Σ᾿ ὅλη του τή ζωή ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ἔχυνε ποτάμια τά δάκρυα μέ φοβερή ἔντασι. Χαρακτηριστικό τῆς ἐντάσεως τοῦ κλαυθμοῦ του ἦταν τό ἐπόμενο περιστατικό.
Μιά φορά, ὅπως καθόταν ἔξω στήν ἐρημιά μόνος του, ἔκλαιγε ὡς συνήθως. Ξαφνικά ἄκουσε βήματα, κάποιος ἔτυχε νά περνάῃ ἀπό ᾿ κεῖ καί θέλησε νά συγκρατήσῃ τά δάκρυά του. Προσπάθησε νά ἀνακόψῃ τούς κρουνούς τῶν δακρύων, ἀλλά δέν τά κατάφερε, διότι ἔτρεχαν μέ τόσην ὁρμή, σάν νά τόν εἶχε πληγώσει κάποιος θανάσιμα.
Ἀπό τήν προσωπική του πείρα γιά τά δάκρυα ἔλεγε: «ὅσο ἀγωνίζεστε στή σιωπή καί στόν ἀπαρρησίαστο τρόπο συμπεριφορᾶς, τόσο καί τά δάκρυα θά σᾶς ἐπισκέπτωνται. Ἡ εὐχή μετά πόνου γεννάει τό πένθος. Τό πένθος φέρνει τά δάκρυα. Τά δάκρυα γεννοῦν καθαρωτέρα εὐχή. Διότι τό δάκρυ ὡσάν μύρο εὐῶδες ἀποπλύνει τόν ρύπο καί καθαρίζεται ἡ ψυχή».

Δέν ὑπῆρξε ἡμέρα, δέν ὑπῆρξε ὥρα, πού τά μάτια μας νά μήν ἦσαν δύο βρύσες. Πολλές φορές ἡ παράκλησις τῆς ψυχῆς ἔφερνε τά δάκρυα καί ἀνερμήνευτα ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια μας. Καί ὅλη αὐτή ἡ κατάστασις, ὁπωσδήποτε, μέ τήν ἐλάφρωσι καί τήν κάθαρσι τοῦ νοῦ, ἔφερνε τίς ἅγιες μνῆμες περί Θεοῦ μέ ἀποτέλεσμα τήν αὔξησι ὅλων τῶν πνευματικῶν καταστάσεων.

Ὅλα αὐτά ἦσαν ἀποτέλεσμα τῆς διδασκαλίας, τῆς παιδείας μέ σοφία καί διάκρισι καί τῶν προσευχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντός μας. Ἦσαν τά δικά του δάκρυα, πού ἔχυνε γιά μᾶς.
Τόν ρώτησα μιά ἡμέρα:
  • Γέροντα, γιατί κάνετε τόση νηστείᾳ ἔπειτα ἀπό τόση ἐξάντλησι;
Καί μοῦ ἀπήντησε:
  • Διότι, παιδί μου, θέλω νά ἀγωνισθῶ, γιά νά δώσῃ σέ σᾶς τήν Χάριν Του ὁ Πανάγιος Θεός.
Καί πράγματι, τό νοιώθαμε, πώς ἡ παρρησία τοῦ Γέροντος μᾶς ἔστελνε αὐτή τήν εὐλογία. Ποτέ δέν μᾶς πέρασε ἀπό τήν σκέψι μας πώς ὅλες αὐτές οἱ καταστάσεις πού ζούσαμε ἦσαν ἀπό τήν προσωπική μας προσπάθεια. Καί σκέπτομαι σήμερα: ποῦ εἶναι αὐτά τά γιγάντια πνευματικά ἀναστήματα, πού μέ τίς προσευχές τους νά μποροῦν νά μεταδώσουν στά ὑπήκοα πνευματικά τους τέκνα τέτοιες καταστάσεις;
Ὅταν ἔκανα διακονίες καί ἐπιστρέφοντας ἔβλεπα ἀπό μακριά τήν σπηλιά τοῦ Γέροντος, ἔλεγα: «Ἔχουν ἄλλα καλογέρια τέτοιο Γέροντα;» Γιατί οἱ Γεροντάδες ἦσαν σπάνιοι καί τότε καί τώρα.
Μέ ρωτοῦσε ὁ παπα- Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης:
  • Τί καλό ἔκανες ἐσύ καί πῆγες σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο;
  • Ἐγώ καλό δέν ἔκανα, ἀπάντησα. Ἄλλος ἔκανε καλό, ἡ μάνα μου. Αὐτή εἶναι πού τά ἔκανε ὅλα μέ τίς προσευχές της, τά κλάματά της, τίς μετάνοιές της, τά τριήμερα, καί τίς ὁλονυχτίες της.
Καί τό ἔλεγε αὐτό ὁ παπα- Ἐφραίμ, διότι καί ὁ ἴδιος εἶχε γνωρίσει ἐκ πείρας τήν θλῖψι πού προκαλεῖ ἡ σπανιότητα τῶν ἁπλανῶν καί διακριτικῶν Γερόντων.
Ἔγραφε ὁ Γέροντας: « Ἐάν δέν βλέπῃς τά δάκρυα νά χέουν εἰς κάθε ἐνθύμησιν τοῦ Θεοῦ, ἀγνωσίαν νοσεῖς, ἐξ οὗ γεννᾶται ἡ ὑπερηφάνεια καί σκληρύνεται ἡ καρδιά».
Γνώρισμα τῆς ταπεινώσεως εἶναι τά ἀμέτρητα δάκρυα, ὅπου ἐπί τρία-τέσσερα ἔτη τρέχουν ἐν εἴδει πηγῆς. Ἐξ αὐτῶν γεννᾶται ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή, ἡ λεγομένη Νοερά προσευχή. Ὅπου, μόλις εἰπῆς: «Ἰησοῦ μου γλυκύτατε»! τρέχουν τά δάκρυα. Μόλις εἰπῆς: «Παναγία μου»! δέν δύνασαι νά κρατήσης. Ὁπότε ἐξ αὐτῶν γεννᾶται μία γαλήνη εἰς ὅλον τό σῶμα καί τελεία εἰρήνη.

Ἕνας ἀδελφός ἠθέλησε κάποτε νά κρατήση τόν ἑαυτόν του –ἐπειδή εἶχον κινήσει τά δάκρυα καί κάποιος τήν θύραν ἐκτύπησεν– καί δέν ἐδυνήθη, μέχρις ὅτου παρῆλθον. Τόσην δύναμιν ἔχουν.

Ἐάν λοιπόν αὐτά ἀποκτήσης, δέν φοβεῖσαι νά πάθης ἀλλοίωσιν. Διότι γίνεσαι ἄλλης φύσεως ἄνθρωπος. Ὄχι ὅτι ἀλλάσσει ἡ φύσις, ἀλλά τά ἰδιώματα αὐτῆς μεταλλάσσει ἡ Χάρις διά τῶν τοῦ Θεοῦ θείων ἐνεργειῶν» (Γεροντος Ἰωσήφ, Ἔκφρασις..., σελ. 57).

Μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας Ἰωσήφ νά κάνουμε καί λίγη πνευματική ἀνάγνωσι στήν ἀγρυπνία μας, διότι ἡ ἀνάγνωσις φωτίζει τόν νοῦ καί τόν βοηθᾶ στήν εὐχή. Νά διαβάζουμε δυό-τρία κεφάλαια ἀπό τόν Ἀββᾶ Δωρόθεο ἤ τόν Εὐεργετινό ἤ τόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο ἤ βίους Ἁγίων καί ἰδιαίτερα τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ τόν Σύρο, πού γι᾿ αὐτόν ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Ἐάν χάνονταν ὅλα τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς “ἐρήμου” περί νήψεως καί προσευχῆς καί ἐσώζοντο μόνο τά Ἀσκητικά τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θά ἐπαρκοῦσαν νά διδάξουν ἕναν μοναχό ὁλόκληρη τήν ζωήν τῆς ἡσυχίας καί προσευχῆς ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. Ἀποτελοῦν τό ἄλφα καί τό ὠμέγα διά τήν νηπτικήν ζωή τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς, καί μόνα τους ἐπαρκοῦν νά ὁδηγήσουν ἕναν ἄνθρωπο ἀπό τά πρῶτα βήματά του μέχρι τήν τελειότητα».

Πίστευα ἀκράδαντα ὅτι ὁ λόγος τοῦ Γέροντος ἦταν λόγος Θεοῦ, ἀφοῦ εἶχε δοκιμάσει ὅλα τά ἀσκητικά παλαίσματα καί εἶχε ἐκ πείρας γευθῆ τίς δυσκολίες καί τούς καρπούς των. Εἶχε χιλιοπερπατήσει τόν ἀσκητικό δρόμο καί ἤξερε ἀνά πᾶσα στιγμή τί θά συναντήσῃ. Καί ἑπομένως, ἦταν ἐπιβεβλημένη ἡ ἀπόλυτος ἐμπιστοσύνη στό πρόσωπό του.

Ὁ Γέροντας μοῦ εἶχε ἀναθέσει νά τοῦ κάνω τόν καφέ του γιά τήν τόνωσι τῆς ἀγρυπνίας του. Ἀμέσως μετά τό ἐγερτήριο τοῦ τόν ἔκανα καί τόν ἔπινε κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπό τό μπρίκι, πού ἦταν μιά παλιοκονσέρβα μέ ἕνα ξύλο καρφωμένο γιά χερούλι καί τήν ὁποία δέν τήν πλύναμε ποτέ.

Μιά φορά πού ἀπό ἀγάπη καί σεβασμό τήν ἔπλυνα, μόλις τό εἶδε μοῦ εἶπε:
  • Ξανά μή τό πλύνῃς.
  • Νά ᾿ ναι εὐλογημένο.
Δέν μοῦ ἐπέτρεπε ἐκείνη τήν ὥρα, πού τοῦ πήγαινα τόν καφέ νά τοῦ πῶ οὔτε μιά λέξι οὔτε ἕναν λογισμό, πῶς ἤμουν ἤ κάτι παρόμοιο. Δέν δεχόταν ὁ Γέροντας λέξι, ἀκόμη κι᾿ ἄν ἤρχετο ὁ Ἄγγελός του.

Τήν πρώτη φορά, πού τοῦ ἔφερα κάποιες ἐπιστολές, τοῦ εἶπα: «Γέροντα, σᾶς ἔφερα γράμματα». Ἔβαλε τό χέρι του στό στόμα καί μοῦ εἶπε: «Σιωπή, οὔτε μιά λέξι, φῦγε!», καί αὐτό διότι βρισκόταν στήν προκαταρκτική κατάστασι τῆς ἀγρυπνίας του. Καί κατόπιν μοῦ ἐξήγησε: «πρίν ἀπό τήν ἀγρυπνία δέν πρέπει νά λέμε λέξι, γιατί τήν κρέμα τοῦ νοός ὀφείλομε νά τήν προσφέρουμε στόν Θεό. Δηλαδή μόλις ξυπνήσουμε, πού τό μυαλό εἶναι ἥσυχο, ἤρεμο καί καθαρό, πρέπει νά δίδεται κατ᾿ εὐθεῖαν στόν Θεό. Καί μετά τήν ἀγρυπνία μιλᾶμε γιά τά ἀπαραίτητα».

Στά δώδεκα χρόνια πού εἶχα αὐτό τό διακόνημα, μία καί μοναδική φορά τό παρέβλεψα, ποτέ ἄλλοτε.

Μετά τήν ἀγρυπνία καί χωρίς νά μιλήσουμε καθόλου μεταξύ μας πήγαινα καί ξάπλωνα στό καλυβάκι μου καί εἶχα ἕνα τόσο ἥσυχο ὕπνο ἐξ αἰτίας τῆς εὐχῆς. Ἄχ! Ὕπνος μακάριος. Ὅταν κατόπιν σηκωνόμουν, ἡ ψυχή μου ἔνοιωθε πνευματική εὐφροσύνη, ἀπό τίς τόσες ὧρες προσευχῆς. Μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, τά δάκρυα δέν ἔπαυαν οὔτε μέρα οὔτε νύχτα. Τόσο πολύ εἶχε ἡ ψυχή μου καταποθῇ ἀπό τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή, πού ὅπου κι᾿ ἄν πήγαινα, ἔκλαιγα. Τά δάκρυα ἔρρεαν συνεχῶς καί δέν ἤξερα γιατί κλαίω.

Εἴχαμε συντροφιά στήν ἀγρυπνία μας τά πουλιά καί τά ὄρνεα, ἀλεποῦδες καί τσακάλια. Φώναζε καί ὁ γκιώνης, φώναζε καί ὁ τσομπανάκος ὅλη τήν νύκτα, κι᾿ ἐγώ ἔξω μέ τό κομποσχοίνι! πώ, πώ τί ἀγρυπνία ἦταν αὐτή! Ἡ χαρά μας ἦταν ἡ νυκτερινή ἀγρυπνία μέσα στήν ἀπόλυτη ἡσυχία. Ἀφοῦ ἀπό μόνη της ἡ ἡσυχία εἶναι ἱκανή νά δώσῃ στόν ἄνθρωπο πού ἀγρυπνεῖ θεία παράκλησι, πόσο μᾶλλον ἄν τόν ἐπισκεφθῇ καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἀνεβαίνει ὁ νοῦς κατ᾿ εὐθείαν στόν οὐρανό καί γίνονται ἕνα πρᾶγμα.

Πολλές φορές ἀπό τήν πολλή ἡσυχία, εἶχε τόση ἀνάπαυσι στήν ψυχή πού κατέληγε σέ δάκρυα, χωρίς βέβαια νά ὑπάρχῃ κάποιος ἰδιαίτερος λογισμός, ἀλλά μόνον καί μόνο ἀπό τήν ἡσυχίαν. Γι᾿ αὐτό, μόνο ἐκεῖνος πού ἔχει γνωρίσει τήν ὠφέλεια τῆς ἡσυχίας ξέρει νά τήν ἐκτιμήσῃ. Ἄχ! ἡ εὐλογημένη ἡσυχία! ἐκεῖ ἡ προσευχή, ἐκεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ οἱ φωτεινές θεωρίες!

Ἡ ἐρημία καί μόνη της εἶναι σέ θέσι νά χαρίσῃ παράκλησι στήν ψυχή. Ἄν μοῦ ἔλεγαν: «Θά σέ κάνουμε αὐτοκράτορα, μόνο δῶσε μας μία σπιθαμή ἀπ᾿ αὐτό πού ἔχεις» οὔτε πόντο δέν θά᾿ δινα.

Μετά ἀπό τήν ἀγρυπνία τῶν 8-10 ὡρῶν Νοερᾶς προσευχῆς ὁ Γέροντας ἔβγαινε ἀπό τήν καλύβα του καί τότε πήγαινα κοντά του γιά νά τοῦ πῶ πῶς πέρασα τήν ἡμέρα μου καί τήν νύχτα. Ἄν εἶχα πολέμους καί ἐπιθέσεις ἀπό τόν διάβολο ἤ ἄν εἶχα προσβολές ἀπό λογισμούς. Τοῦ τά ἔλεγα ὅλα καί ὅταν ἔβλεπε ὅτι εἶχα ἀνάγκη πνευματικῆς τονώσεως, μοῦ ἔλεγε διάφορα πρός οἰκοδομήν μου.

Ἐνῶ ὁ Γέροντας ἦταν αὐστηρός καί τυπικός κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, ἐν τούτοις κατά τίς στιγμές τῶν ἐξαγορεύσεων μᾶς ἐφέρετο μέ πολλή ἀγάπη καί γλυκύτητα καί μᾶς τόνωνε διηγούμενος τίς θεϊκές ὀπτασίες πού εἶχε, ἀφοῦ ἄλλωστε ἦταν θεόπτης, τίς ἐπισκέψεις τῆς Χάριτος, τούς διαφόρους πολέμους, τούς ὁποίους αὐτός προσωπικά συνάντησε, ἱστορίες ἀπό ἀσκητάς πού ἔζησαν πρίν ἀπ᾿ αὐτόν καί ὅ,τι εἶχε ἀκούσει ἀπό τόν δικό του Γέροντα γιά τά θαυμαστά κατορθώματα τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων.

Στίς διηγήσεις του ἦταν χαριέστερος. Ὅταν μιλοῦσε ἤθελες συνεχῶς νά τόν ἀκοῦς. Πάμπολλα μᾶς ἔλεγε, διότι γνώρισε πολλούς παλαιούς μοναχούς. Ζωντανή παράδοσις. Θά μπορούσαμε νά γράψουμε ἕνα νέο Γεροντικό. Κι᾿ ἔτσι μᾶς τόνωνε, μᾶς δυνάμωνε στήν πίστι καί μᾶς ἑτοίμαζε γιά τήν παλαίστρα τῶν πνευματικῶν ἀγώνων.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ὁ Γέροντας δέν ἔκανε πολλές συζητήσεις καί κατηχήσεις, οὔτε διδασκαλίες πολύωρες. Ὄχι! Λίγη ὥρα μᾶς μιλοῦσε, ἀλλά ἡ διδασκαλία του ἦταν μεστωμένη καί γεμάτη προσωπική πολύτιμη πεῖρα γιά μᾶς τούς νεωτέρους, πού ἀγωνιζόμεθα γιά τήν πνευματική μας προκοπή.

Τοῦ λέγαμε ἕναν λογισμό καί μᾶς ἀπαντοῦσε μέ πέντε πράγματα Πατερικά καί δυό συμβουλές. «Τράβα,» μᾶς ἔλεγε κατόπιν, «νά τά δῇς αὐτά στήν πρᾶξι».

Αὐτό ἦταν τό πνεῦμα τοῦ Γέροντος, ὅτι ὁ χριστιανός πού βιάζεται γιά τήν σωτηρία του δέν χρειάζεται πολλά λόγια. Ἡ μοναχική ζωή δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό μακρόσυρτες διδασκαλίες. Λίγα πράγματα χρειάζεται νά ἀκούσῃ ὁ μοναχός, ἀλλά πρέπει αὐτά νά τά κάνῃ πρᾶξι.

Μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας: «σιώπα, λέγε τήν εὐχή, διῶχνε τούς κακούς λογισμούς, μή κάθεσαι νά ἀργολογῇς». Αὐτά, ἐάν δέν τά ἐφαρμόζαμε, ὅσα κι᾿ ἄν ἀκούγαμε ἀπό τό στόμα του θά ἦταν δῶρο ἄδωρο.

Τί κρῖμα πού ὅταν ὁ Γέροντας κοιμήθηκε, δέν εἶχαν κυκλοφορήσει ἀκόμα τά μαγνητόφωνα γιά νά καταγράψουμε τούλάχιστον μία ὁμιλία του περί πίστεως καί θεωρίας. Μᾶς μίλησε πολλές φορές πάνω σ᾿ αὐτά τά θέματα, ἀλλά δέν μπορούσαμε νά τά κρατήσουμε. Ἦταν πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας.

Κάποτε, ἐνῶ τραβοῦσα κομποσχοινάκι μαζί μέ τόν Γέροντα, ἔξω, καί μοῦ ἔλεγε τίς ἐμπειρίες του ἀπό τούς πατέρες πού εἶχε γηροκομήσει, καί περί προσευχῆς..., εὐωδίαζε ὁ τόπος ἀπό κρίνα καί τριαντάφυλλα, ἐνῷ γύρω μας ὑπῆρχαν μόνο πουρνάρια. Ἐγώ μύριζα ἔντονα καί μοῦ λέει:
  • Τί κάνεις ἔτσι;
  • Γέροντα, κρίνα, τριαντάφυλλα μυρίζουν.
  • Βρέ μποῦφο, δέν πᾶς λίγο πιό πέρα; Δέν πᾶς στήν πόρτα μου.
Πῆγα στήν πόρτα τοῦ Γέροντα καί μύρισα τό κελλάκι του. Εὐωδίαζε ὁλόκληρο, ἀκόμα καί τά γένια καί τά ροῦχα μου κόλλησαν ἀπ᾿ αὐτήν τήν οὐράνια εὐωδία.

Καί μοῦ ἐπαναλαμβάνει:
  • Ἀπό τήν προσευχή εἶναι, μποῦφο. Δέν καταλαβαίνεις; Εὐδωδία εἶναι τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Φαίνεται θά εἶχε πολλή προσευχή ἐκεῖνο τό βράδυ. Διότι αἰσθανόμουν τήν ὀσμή τῆς προσευχῆς του νά διαποτίζῃ ὅ,τι τόν περιέβαλλε, ἐπηρεάζοντας ὄχι μόνο τίς ἐξωτερικές μου αἰσθήσεις, ἀλλά καί ὁλόκληρο τόν ἐσωτερικό μου κόσμο. Πολλές φορές καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μου, ὅταν πήγαιναν στό κελλί τοῦ Γέροντος, μετά τήν ἀγρυπνία του, γιά νά ποῦν τούς λογισμούς τους καί νά ἀκούσουν δύο λόγια ζωῆς, ἠσθάνοντο τήν ἴδια εὐωδία.

Κάθε βράδυ τό κελλάκι τοῦ Γέροντος γινόταν μία «πυρπολουμένη βάτος» καί πολλές φορές σκεπτόμουν καί ἔλεγα: «Μά, τί γίνεται μέσα σ᾿ αὐτήν τήν ψυχή, σ᾿ αὐτήν τήν καρδιά τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἀνθρώπου;»

Γιά νά μπορέσουμε μέσα μας νά νά πληροφορηθοῦμε ἐμπράκτως τό τί συνέβαινε μέσα στήν καρδιά τοῦ συγχρόνου αὐτοῦ ἁγίου, πρέπει κι᾿ ἐμεῖς νά γευθοῦμε καί νά νοιώσουμε τήν εὐχή νά λέγεται μόνη της, μέσα στήν καρδιά μας εἴτε σέ πολύ εἴτε σέ λίγο χρόνο. Νά δοῦμε καί νά γευθοῦμε διά τῆς Νοερᾶς προσευχῆς πῶς εἶναι ὁ Θεός. Τί ὀμορφιά ἔχει. Τί εἶναι τά θεῖα ἰδιώματά Του. Νά νοιώσουμε θαυματουργικά καί μυστηριακά τήν παρουσία Του, τήν ὕπαρξί Του, τό πῶς συνέχει τήν κτίσι, τό πώς βρίσκεται μέσα στήν κτίσι καί ἔξω ἀπ᾿ αὐτήν καί μέσα στήν καρδιά ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ μέ τήν ἐνέργειά Του. Καί πῶς γίνεται ὁ Τριαδικός Θεός νά παίρνῃ τόν νοῦ καί νά τόν ὁδηγῇ στά ἀπόρρητα μυστήριά Του, καί τί ἀκατάληπτες ἀποκαλύψεις τοῦ δωρίζει. Ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά ὁ Γέροντας τά ἔζησε σέ πληρότητα ἀδιανόητη σέ μᾶς. Ὅμως προσπαθοῦσε τίς ἐμπειρίες του αὐτές νά μᾶς τίς μεταγγίσῃ λεπτύνοντας τήν συνείδησί μέ τήν μνήμη τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς μας.

Ἡ δύναμις τῆς καθαρῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντος ἐπιδροῦσε ὄχι μόνο στόν ἑαυτό του, ἀλλά καί στήν κτίσι γύρω του. Τήν ὥρα πού προσευχόταν, ἔρχονταν στά παράθυρα τοῦ κελλιοῦ του τά ἄγρια πουλιά καί κτυποῦσαν τά τζάμια μέ τό ράμφος τους. Θά νόμιζε κανείς ὅτι αὐτό ἦταν διαβολικός πειρασμός, γιά νά ἀποσπάσῃ τήν προσοχή του. Στήν πραγματικότητα ὅμως, τά πουλιά εἱλκύοντο ἀπό τήν Χάρι τῆς προσευχῆς του.

Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!


Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:
Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσήφ ὁ ἡσυχαστής καί σπηλαιώτης”

Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου

Ἐκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου