Σελίδες

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

«Ἡ συνέπεια στή Χριστιανική ζωή. Ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ» Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Θά θυμάστε παιδιά τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος εἴχαμε πεῖ ὅτι εἶναι ὁ γενάρχης τῶν Ἑβραίων, τοῦ ἔθνους αὐτοῦ ἀπό τό ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Χριστός μας. Ὁ Ἁβραάμ ξεκίνησε ἀπό τήν Μεσοποταμία, ἀπό ἐκεῖ πού εἶναι τό σημερινό Ἰράκ καί πῆγε στήν σημερινή Παλαιστίνη. Ὅταν πῆρε ἐντολή ἀπό τόν Θεό, μετακινήθηκε. Στήν ἀρχή ὁ Θεός δέν τοῦ εἶπε πού θά πάει. Τοῦ εἶπε, φύγε ἀπό τό σπίτι σου, πάρε καί τήν περιουσία σου, ὅ,τι μπορεῖς νά πάρεις καί θά πᾶς ἐκεῖ πού θά σοῦ πῶ. Ὁ Ἀβραάμ μέ αὐτό ἔδειξε ὅτι πιστεύει στόν Θεό. Ἦταν καί μεγάλης ἡλικίας… παρόλα αὐτά εἶπε θά κάνω ὑπακοή στόν Θεό. Μετακινήθηκε, πῆγε στήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, πῆγε στήν Παλαιστίνη καί ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε, μετά ἀπό κάποιες μετακινήσεις, κοντά στά Σόδομα καί τά Γόμορρα μέ τόν ἀνεψιό του, τόν Λώτ. Ἐκεῖ χωρίστηκαν λόγω τοῦ ὅτι οἱ βοσκοί τους μάλωναν καί θυμάστε πού ὁ Λώτ, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ἄδεια ὁ Ἀβραάμ νά διαλέξει αὐτός, διάλεξε γιά τά κοπάδια του τήν πιό εὔφορη γῆ, ἐκεῖ πού ὑπῆρχε ὅμως καί πολύ ἁμαρτία, τά Σόδομα καί τά Γόμορρα. Ὁ Ἀβραάμ πῆγε πιό ψηλά στήν περιοχή τῆς Χεβρώνας καί ἔμενε ἐκεῖ.
Ὁ Ἁβραάμ δέν εἶχε παιδί. Ὅταν ἦταν περίπου 99 ἐτῶν, τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Θεός καί τοῦ λέει «νά ζεῖς σύμφωνα μέ τό θέλημά Μου καί Ἐγώ θά σοῦ δώσω πολλούς ἀπογόνους καί αὐτή εἶναι ἡ διαθήκη πού θά κάνω μαζί σου. Δέν θά ὀνομάζεσαι πλέον Ἄβραμ ἀλλά Ἀβραάμ». Τό πρῶτο του ὄνομα δέν ἦταν Ἀβραάμ ἀλλά Ἄβραμ. Καί ὁ Θεός τοῦ ἀλλάζει τό ὄνομα καί τοῦ λέει θά λέγεσαι Ἀβραάμ, πού θά πεῖ Πατέρας πλήθους λαῶν. Θά γίνεις Πατέρας πολλῶν λαῶν. Ἡ γυναίκα σου, ἡ Σάρα, θά ὀνομάζεται στό ἑξῆς Σάρρα, θά τήν εὐλογήσω καί θά σοῦ γεννήσει γιό καί ἀπό αὐτή θά προέλθουν λαοί καί βασιλιάδες λαῶν. Ὁ Ἀβραάμ ἀναρωτήθηκε πῶς ἤτανε δυνατόν, αὐτός 99 χρόνων καί ἡ Σάρρα 90 νά ἀποκτήσουν παιδί; Ἀλλά ὁ Θεός τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἡ Σάρρα θά γεννοῦσε γιό πού θά τόν ὀνόμαζε Ἰσαάκ. Καί πράγματι θά δοῦμε ὅτι αὐτό ἔγινε, γιατί γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει τίποτα ἀδύνατο, ἔτσι δέν εἶναι; Γι’ αὐτό θά πρέπει κι ἐμεῖς νά μοιάσουμε στόν Ἀβραάμ, στήν πίστη πού εἶχε στόν Θεό.

Ὁ Ἀβραάμ ἔμενε σέ σκηνή, δέν εἶχε σπίτι οὔτε εἶχε κάποιο χωράφι δικό του. Ζοῦσε ἔτσι πολύ ταπεινά, πολύ φτωχικά, παρόλο πού εἶχε πολλά κοπάδια, ζῶα, κ.λπ. Ἦταν πολύ ἁπλός καί ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό καί δέν ἤθελε νά ἔχει τίποτα σ’ αὐτή τήν γῆ, γιατί ὁ νοῦς του ἦταν συνέχεια στόν Θεό. Ἦταν καί πάρα πολύ φιλόξενος. Πήγαινε στό σταυροδρόμι καί ὅποιος ξένος περνοῦσε, τοῦ ἔλεγε, σέ παρακαλῶ ἔλα στό σπίτι μου νά σέ φιλέψω, νά σοῦ κάνω τό τραπέζι. Ἀγαποῦσε πολύ τούς ξένους. Ἔτσι μιά μέρα ἀξιώθηκε νά φιλοξενήσει καί μία συνοδία, τόν Κύριο μέ δύο ἀκόμα! Φαινόντουσαν σάν τρεῖς Ἄγγελοι. Εἶναι αὐτό πού ἔχουμε σήμερα σάν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Βλέπετε πώς ἔτσι εἰκονίζουμε τήν Ἁγία Τριάδα; Εἶναι ὁ Κύριος στή μέση καί δεξιά καί ἀριστερά εἶναι δύο ἄγγελοι. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Χριστός δηλαδή, πού στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἔχει ἀκόμα σῶμα. Εἶναι χωρίς τό ἀνθρώπινο σῶμα. Εἶναι τό δεύτερο Πρόσωπο πού πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση.
Αὐτοί, λοιπόν, ἐπισκέφτηκαν τόν Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραάμ τούς εἶδε ἀπό τό ἄνοιγμα τῆς σκηνῆς του, τούς παρακάλεσε νά ἔρθουν καί τούς προϋπάντησε. Καί λέει «Κύριε, δεῖξε μου τήν εὔνοιά Σου», παρακαλεῖ τόν Κύριο, τό κεντρικό Πρόσωπο, πού εἴπαμε εἶναι ὁ Χριστός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού οἱ Ἑβραῖοι τόν λένε Γιαχβέ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Χριστός λέγεται Γιαχβέ, εἶναι ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν σάρκα, ὁ Χριστός μας δηλαδή.
Τούς λέει λοιπόν λέει «Κύριε, δεῖξε μου τήν εὔνοιά Σου καί μή μέ προσπεράσεις. Θά σᾶς φέρω νερό νά σᾶς πλύνω τά πόδια καί ἀφοῦ δροσιστεῖτε κάτω ἀπό τό δέντρο καί φᾶτε ψωμί, τότε φεύγετε» (Γεν. 18,3-5). Τούς καλεῖ νά τούς κάνει τό τραπέζι ὁ Ἀβραάμ. Μάλιστα ἔσφαξε τό καλύτερο μοσχάρι πού εἶχε καί ζήτησε ἀπό τήν Σάρρα νά κάνει πίτες καί νά φέρει βούτυρο καί γάλα γιά νά δώσει στούς ξένους. Τούς πρόσφερε τό γεῦμα καί μετά κάθησε μαζί τους κάτω ἀπό τό δέντρο.
Ὁ Κύριος τότε, τό κεντρικό Πρόσωπο, ὁ Χριστός μας, τοῦ λέει: «Ποῦ εἶναι ἡ γυναίκα σου;». Ἐκεῖνος τότε ἔδειξε τήν σκηνή. Καί ξαναλέει ὁ Κύριος «Θά ἀποκτήσετε γιό». Ἡ Σάρρα πού τό ἄκουσε ἀπό μέσα, γέλασε, γιατί πῶς ἦταν δυνατό δύο γέροντες σάν κι αὐτούς νά ἀποκτήσουν παιδί; Ἀλλά ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἀβραάμ «Γιατί γέλασε ἡ Σάρρα; Δέν ξέρει ὅτι γιά τόν Κύριο δέν εἶναι τίποτε ἀδύνατο;». Γιά τόν Θεό δηλαδή, πού εἶναι ὁ Κύριος, Αὐτός πού κυριαρχεῖ στά πάντα δέν ὑπάρχει τίποτα ἀδύνατο. Καί ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού δίνει ἤ δέν δίνει παιδί παιδί στά ἀνδρόγυνα.
Ἀπό ἐκεῖ οἱ δύο ἄγγελοι, μέ τόν Ἀβραάμ νά τούς κατευοδώνει, κατευθύνθηκαν στά Σόδομα καί στά Γόμορρα. Ὁ Κύριος μένει πίσω. Καί ἐπειδή ἦταν φίλος τοῦ Θεοῦ ὁ Ἀβραάμ, ὁ Κύριος, ὁ Θεός δηλαδή, τοῦ εἶπε καί τό μυστικό Του! Τοῦ εἶπε ὅτι πάω νά δῶ τί γίνεται στά Σόδομα καί τά Γόμορρα, γιατί ἄκουσα ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει πάρα πολλή ἁμαρτία καί θέλω νά δῶ ἀπό κοντά.
- Δέν ἤξερε ὁ Θεός τί γινόταν στά Σόδομα καί στά Γόμορρα;
Βέβαια ἤξερε! Ἀλλά θέλει νά μᾶς πεῖ ἡ Ἁγία Γραφή ἐδῶ ὅτι ὁ Θεός μᾶς κάνει ὑπομονή. Ἐξαντλεῖ ὅλα τά ὅρια πρίν μᾶς δώσει μία παιδαγωγία, μία τιμωρία. Ἔτσι λοιπόν, λέει καί στόν φίλο Του τόν Ἀβραάμ ὁ Θεός τί σχεδιάζει. Καί ὁ Ἀβραάμ τοῦ λέει: «Κύριε, θά καταστρέψεις μαζί μέ τούς ἄδικους καί τούς δίκαιους;» (Γεν. 18,23). Γιατί μέσα στήν πόλη -καί δέν ἦταν μία πόλη, ἦταν πέντε πόλεις- δέν θά ὐπάρχουν καί μερικοί καλοί; Δέν εἶναι κρίμα νά καταστρέψεις μαζί μέ τού κακούς καί τούς καλούς; Καί Τόν ρωτάει: «Ἅν ὑπάρχουν Κύριε, ἐκεῖ, στίς πόλεις αὐτές, πενήντα καλοί ἄνθρωποι θά τίς καταστρέψεις;». Καί τί λέει ὁ Κύριος; «Ὄχι, ἄν βρῶ πενήντα καλούς ἀνθρώπους, δέν θά τίς καταστρέψω αὐτές τίς πόλεις». Ὁπότε ὁ Ἀβραάμ πῆρε λίγο θάρρος καί λέει «καί ἄν ἀντί γιά πενήντα, Κύριε, εἶναι σαράντα πέντε, θά τίς καταστρέψεις;». «Ὅχι», λέει, «καί σαράντα πέντε νά εἶναι πάλι δέν θά τίς καταστρέψω». Ἀρχίζει τότε καί κατεβάζει τόν ἀριθμό ὁ Ἀβραάμ.
Βλέπετε, πῶς εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἔ; Οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ! Ἔχουνε θάρρος μέ τόν Θεό! Καί ἔκανε λίγα «παζάρια». «Ἅν ἦταν σαράντα;». «Καί σαράντα νά ἦταν, δέν θά τίς καταστρέψω». Τότε λέει «Κύριε, νά τολμήσω ἄλλη μία φορά. Ἄν εἶναι τριάντα;». «Καί τριάντα», λέει «δέν θά τίς καταστρέψω». «Ἅν εἶναι εἴκοσι;». «Πάλι». «Ἅν εἶναι δέκα;». «Καί, δέκα», λέει «νά βρῶ, πάλι δέν θά τίς καταστρέψω». Δέν τόλμησε νά πάει πιό κάτω… Δέν ἦταν οὔτε δέκα καλοί ἄνθρωποι σ’ αὐτές τίς πέντε πόλεις! Εἶχαν ὅλοι παρασυρθεῖ στήν ἁμαρτία, στήν διαφθορά.
Ὁπότε, οἱ δύο ἄγγελοι πού εἴπαμε ὅτι ἔφυγαν, πῆγαν στά Σόδομα καί τά Γόμορρα καί ἐκεῖ στήν πύλη τῆς πόλης ἦταν ὁ Λώτ, πού ἦταν κι αὐτός καλός ἄνθρωπος, ὁ μόνος καλός ἄνθρωπος μέ τήν οἰκογένειά του. Αὐτός λοιπόν, μόλις εἶδε τούς δύο ξένους, τούς προϋπάντησε, τούς ὑποδέχτηκε καί τούς λέει, ἐλᾶτε στό σπίτι μου νά σᾶς φιλοξενήσω. Αὐτοί, ἔπειτα ἀπό πίεση, δέχτηκαν. Λίγο πρίν ἔρθει τό βράδυ γιά νά κοιμηθοῦν, μαζεύτηκαν ὅλοι αὐτοί οἱ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι οἱ Σοδομίτες ἔξω ἀπό τό σπίτι τοῦ Λώτ καί θέλανε νά κάνουν κακό στούς δύο ἀγγέλους, στούς δύο ἀνθρώπους πού φιλοξενοῦσε ὁ Λώτ, πού στήν πραγματικότητα ἦταν ἄγγελοι. Αὐτοί ἐν τῶ μεταξύ εἶχαν ἀγριέψει πολύ γιατί ὁ Λώτ δέν τούς ἔκανε τό χατίρι νά τούς παραδώσει τούς δύο φιλοξενουμένους του. Τότε οἱ ἄγγελοι ἄνοιξαν τήν πόρτα καί πῆγαν μέσα στό σπίτι τόν Λώτ καί τοῦ λένε «Πάρε τήν οἰκογένειά σου καί φύγε στά βουνά. Ὁ Κύριος θά καταστρέψει τήν πόλη, γιατί ἡ διαφθορά εἶναι μεγάλη καί οἱ ἄνθρωποι ἐναντιώθηκαν στόν Κύριο». Τά ἔβαλαν μέ τόν Θεό καί κάνουν τά ἀντίθετα ἀπό αὐτά πού ζητάει καί λέει νά κάνουμε ὁ Θεός. «Φύγετε, ἀλλά μή γυρίσετε καθόλου τό κεφάλι πρός τά πίσω γιά νά κοιτάξετε». Οὔτε ἀπό περιέργεια οὔτε γιά ἄλλον λόγο. Νά μήν κοιτάξετε πίσω. Μετά, ὅταν πῆραν τόν δρόμο γιά τό βουνό, ὁ Κύριος ἔριξε ἀπό τόν οὐρανό θειάφι καί φωτιά καί κατέστρεψε ἐντελῶς τά Σόδομα καί τά Γόμορρα καί τίς ἄλλες πόλεις. Συνολικά πέντε πόλεις.
Ἄν πᾶτε σήμερα παιδιά ἐκεῖ, ὑπάρχει τό μέρος. Ἀλλά ξέρετε τί εἶναι τώρα; Εἶναι μιά μεγάλη λίμνη, πού τή λένε Νεκρά θάλασσα, ἡ ὁποία εἶναι πράγματι νεκρή, δέν ἔχει τίποτα. Δηλαδή εἶναι μιά θάλασσα πού ἔχει μόνο ἁλάτι, πάρα πολύ ἁλάτι καί δέν ζεῖ μέσα τίποτα. Πραγματικά νεκρή. Καί ὅλη ἡ περιοχή γύρω ἀπ’ τήν θάλασσα εἶναι νεκρή, δέν φυτρώνει τίποτα, σάν νά εἶναι καμένη. Εἶναι ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπό τά Σόδομα καί τά Γόμορρα. Ἀραιά καί ποῦ ἄν δεῖς κανένα χορταράκι… κάνει καί τρομερή ζέστη, μπορεῖ νά ἔχει καί 50ο, πάρα πολλή ζέστη, καίγεται ὁ τόπος. Αὐτό τό μέρος μᾶς θυμίζει τήν ἁμαρτία καί τήν καταστροφή πού φέρνει ἡ ἁμαρτία. Γιατί ἡ ἁμαρτία φέρνει τήν καταστροφή καί τόν θάνατο.
Ἀλλά τούς εἶχε πεῖ καί κάτι. Μή γυρίσετε πίσω. Ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ, ὅμως, ἀπό περιέργεια γύρισε πρός τά πίσω. Καί τί ἔγινε; Ἔγινε στήλη ἅλατος.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ὁ Ἀβραάμ κοίταξε πρός τά Σόδομα καί τά Γόμορρα καί εἶδε φωτιά νά βγαίνει ἀπό τή γῆ καί καπνός σάν ἀπό καμίνι. Μόνο ὁ Λώτ σώθηκε ἀπό τόν Κύριο.
Ὁ Ἁβραάμ πίστευε πολύ στόν Θεό, ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό. Ὁ Θεός μία φορά τόν δοκίμασε. Τοῦ ἔκανε θά λέγαμε ἕνα «τέστ». Τί τοῦ ἔκανε; Τοῦ εἶπε: «Ἀβραάμ, πάρε τόν ἀγαπημένο σου υἱό, τόν Ἰσαάκ, καί πήγαινε νά τόν θυσιάσεις στό βουνό» (Γεν. 22,2). Εἴπαμε, ὁ Θεός εἶχε ὑποσχεθεῖ στόν Ἀβραάμ ὅτι πάρα πολλοί ἄνθρωποι θά γεννηθοῦν ἀπό αὐτόν. Καί ἀκόμα δέν τοῦ εἶχε δώσει παιδί! Ὅταν ἔγινε 100 χρονῶν καί ἡ γυναίκα του, ἡ Σάρα, 90, τούς ἔδωσε ἕνα παιδί, τόν Ἰσαάκ. Μετά ἀπό λίγο τούς λέει, τώρα νά πᾶτε αὐτό τό παιδί νά τό θυσιάσετε στόν Θεό. Θά ἔλεγε κανείς: «Καλά, ὁ Θεός μᾶς κοροϊδεύει; Ἀπ’ τή μιά μᾶς λέει ὅτι ἀπό μένα θά βγοῦνε πολλοί ἄνθρωποι, πλῆθος μεγάλο καί δέν μοῦ δίνει παρά μόνο ἕνα παιδί καί τώρα μοῦ λέει καί τό ἕνα παιδί νά τό θυσιάσω; Πῶς θά βγοῦνε κι ἄλλοι, ἀφοῦ καί τό ἕνα παιδί πού ἔχω θά τό θυσιάσω;». Δέν εἶπε ἔτσι ὅμως, ἀλλά «ἀφοῦ τό ζητάει ὁ Θεός, θά κάνω ὑπακοή».
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί λοιπόν, ἀφοῦ ἔκοψε ξύλα γιά τήν θυσία, ξεκίνησε μέ τόν Ἰσαάκ καί δυό ὑπηρέτες νά πάει στό βουνό. Ὅταν εἶδε τό μέρος πού τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Κύριος, εἶπε στούς ὑπηρέτες: «καθίστε ἐδῶ μέ τό γαϊδουράκι καί ἐγώ μέ τόν Ἰσαάκ, θά πᾶμε νά προσκυνήσουμε καί θά ἐπιστρέψουμε». Ἄφησε τούς ὑπηρέτες, γιά νά μήν δοῦν καί ἐμποδίσουν. Πῆρε ὁ Ἀβραάμ τά ξύλα καί τό μαχαίρι γιά τήν θυσία καί ἔφυγε μέ τόν Ἰσαάκ. Τά ξύλα τά φορτώθηκε ὁ Ἰσαάκ. Τοῦ λέει: πατέρα τά ξύλα γιά τήν θυσία τά ἔχουμε, ποῦ εἶναι ὅμως τό πρόβατο; Γιατί ὁ Ἰσαάκ δέν ἤξερε, νόμιζε ὅτι θά θυσιάσουν ἕνα ζῶο στόν Θεό.
Τότε κάνανε θυσίες στόν Θεό. Θυσιάζανε ζῶα καί μετά τά βάζανε πάνω στήν φωτιά καί τά καίγανε. Αὐτή τήν θυσία τήν λέγανε ὁλοκαύτωμα. Καί τί τοῦ ἀπαντάει ὁ Ἀβραάμ; Ὁ Θεός θά φροντίσει γιά τό πρόβατο τῆς θυσίας. Μήν ἀνησυχεῖς! Γιά σκεφτεῖτε καί τήν θέση τοῦ Ἀβραάμ… Ὁ πατέρας νά ἑτοιμάζει τό παιδί του γιά θυσία καί αὐτό νά ρωτάει μπαμπά ποῦ εἶναι τό ζῶο καί νά ἀπαντάει, θά φροντίσει ὁ Θεός... Τί νά τοῦ πεῖ: Ἐσύ εἶσαι πού θά θυσιαστεῖς;..
Ὅταν ἔφτασαν στόν τόπο πού εἶχε ὁρίσει ὁ Θεός, ὁ Ἀβραάμ ἔφτιαξε ἕνα θυσιαστήριο, μετά τοποθέτησαν τά ξύλα καί πάνω ἔδεσε τόν Ἰσαάκ. Ἔπειτα ἅπλωσε τό χέρι του καί πῆρε τό μαχαίρι γιά νά σφάξει τό παιδί του. Τότε ἀκούστηκε φωνή ἀπ’ τόν οὐρανό, ἄγγελος Κυρίου, Ἀβραάμ, μήν ἁπλώσεις τό χέρι, γιατί τώρα γνωρίζω ὅτι φοβᾶσαι τόν Θεό καί δέν Τοῦ ἀρνήθηκες οὔτε τόν ἀγαπημένο σου υἱό! Δέν Τοῦ ἀρνήθηκες τίποτε... ἀκόμη καί ὅ,τι πιό πολύτιμο εἶχες, ἤσουν ἕτοιμος νά τό θυσιάσεις στόν Θεό. Τότε σήκωσε τό βλέμμα του ὁ Ἀβραάμ καί εἶδε ἕνα κριάρι πού τά κέρατά του εἶχαν πιαστεῖ σέ ἕναν θάμνο. Ἔπιασε λοιπόν τό κριάρι καί τό θυσίασε ἀντί γιά τόν γιό του τόν Ἰσαάκ. Ἔπειτα γύρισαν στούς δούλους καί ἐπέστρεψαν ὅλοι μαζί στό σπίτι.
Ἔτσι, παιδιά, ἀπ’ αὐτό τί καταλαβαίνουμε;
- Ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἔκανε ὑπακοή στόν Θεό.
Ναί καί εἶχε καί πίστη στόν Θεό. Δέν εἶπε: Τί θά γίνει τώρα; Ἕνα παιδί τό ἔχω.. θά τό σφάξω κι αὐτό... καί μετά τί θά γίνει; Πῶς θά ἐκπληρωθοῦν οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ; Τίποτα ἀπό αὐτά. Ἔτσι λοιπόν, παδιά, καί ἐμεῖς τί δίδαγμα θά κρατήσουμε ἀπό ὅλα αὐτά;
- Νά ἔχουμε ὑπακοή καί πίστη στόν Θεό.
Αὐτό εἶναι τό βασικό παιδιά. Βλέπετε καί ὁ Ἀβραάμ δέν εἶχε μιά πίστη μόνο στά λόγια. Γιατί κι ἐμεῖς στά λόγια λέμε ὅτι πιστεύουμε στόν Θεό, ἀλλά εἴμαστε συνεπεῖς; Ἔχουμε συνέπεια στήν χριστιανική μας πίστη; Στήν χριστιανική μας ζωή; Ζοῦμε, ὅπως θέλει ὁ Θεός; Τί λέτε; Μήπως κάποια στιγμή στήν πράξη δέν κάνουμε αὐτά πού λέει ὁ Θεός; εἶμαστε συνεπεῖς ἤ ξεφεύγουμε;
Πολλές φορές δέν πιστεύουμε. Πιστεύουμε στόν λογισμό μας, στή σκέψη μας. Ἐνῶ ὁ Θεός λέει, ἄς ποῦμε, μήν λές ψέματα, δέν παρασυρόμαστε καμιά φορά καί λέμε ψέματα; Γιατί λέμε, τώρα ἅμα δέν πῶ ψέματα θά μέ μαλώσουν κ.λ.π. Ἤ ἐνῶ ὁ Θεός λέει νά σηκωθεῖς πρωί-πρωί νά πᾶς στήν Ἐκκλησία, ἐμεῖς τί κάνουμε; Πηγαίνουμε ἤ μήπως παρασυρόμαστε καί λέμε νά κοιμηθῶ καί λίγο ἀκόμα; Καί καμιά φορά δέν πᾶμε καί καθόλου... Μᾶς ζητάει ὁ Θεός μιά μικρή θυσία, ὅπως ζήτησε ἀπό τόν Ἀβραάμ. Τήν κάνουμε; Δυσκολευόμαστε...
Νά ρωτήσω κάτι παιδιά; Εἶναι εὔκολο νά ἔχουμε πίστη στόν Θεό; Τί λέτε; Ἔχετε σκεφτεῖ τί σημαίνει πιστεύω στόν Θεό;
Νά ἀναλύσουμε τήν λέξη πίστη. Τί θά πεῖ πίστις; Ἔτσι θεωρητικά πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός ἤ εἶναι καί κάτι παραπάνω; Λέει κάπου ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος «πίστις, ἄνευ ἔργων, νεκρά ἐστι» (Ἰακ. 2,17). Μιά πίστη πού δέν ἔχει ἔργα εἶναι νεκρή. Τί ἐννοεῖ; Ὅτι μιά πίστη πού δέν ἔχει ζωή σύμφωνη μ’ αὐτά πού λέει ὁ Χριστός εἶναι μιά νεκρή πίστη. Ξέρετε κανέναν πού νά ἔχει μιά τέτοια πίστη; Νά σᾶς πῶ ἕναν; Ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος πιστεύει στόν Θεό. Πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός. Θεωρητικά τά ξέρει ὅλα, ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, ὅτι εἶναι Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι ὑπάρχουν οἱ ἄγγελοι τά ἀγαθά πνεύματα, ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ὅτι σταυρώθηκε, ὅτι ἀναστήθηκε.. Αὑτά τά πιστεύει ὁ διάβολος, γιατί εἶναι ἀληθινά. Ἀλλά δέν ἔχει ζωή σύμφωνη μ’ αὐτά πού λέει ὁ Χριστός. Ἡ πίστη του εἶναι νεκρή, γι’ αὐτό καί λέγεται καί πνεῦμα νεκροποιό. Δηλαδή ὁ διάβολος φέρνει νέκρωση καί ὅποιος πάει μέ τόν διάβολο, νεκρώνεται. Καί ψυχικά νεκρώνεται καί σωματικά.
Ἑπομένως, ὑπάρχει μία ζωντανή πίστη καί μία νεκρή πίστη. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς λέμε ὅτι θέλουμε νά ὀνομαζόμαστε πιστοί, πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας αὐτή τήν πίστη καί νά ζοῦμε σύμφωνα μ’ αὐτά πού κήρυξε ὁ Θεός γιά νά εἶναι ἡ πίστη μας ζωντανή. Γι’ αὐτό, ὅταν λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ὅτι ἡ πίστη δέν ἔχει ἔργα, ἐννοεῖ ἔργα πίστεως. Καί ποιά εἶναι τά ἔργα πίστεως; Ἄν τό δοῦμε λίγο ἔτσι συνολικά, θά δοῦμε ὅτι εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἡ χριστιανική ἀγάπη ἔχει μέσα ὅλα τά ἔργα. Ἕνας πού πιστεύει πραγματικά στόν Χριστό, θά ἀγαπάει σωστά. Θά συγχωρεῖ. Θά ἀγαπάει , χωρίς νά περιμένει ἀνταπόδοση. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη πού δέν ζητάει καί ἀπό τόν ἄλλον νά τόν ἀγαπήσει. Ἀγαπάει καί αὐτούς πού δέν τόν ἀγαπᾶνε. Ἀγαπάει χωρίς νά κάνει ἀνταλλαγή, χωρίς νά περιμένει τόν ἄλλον νά τόν ἀγαπήσει πρῶτος. Γιατί πολλές φορές συμβαίνει αὐτό, περιμένουμε τόν ἄλλον νά κάνει τήν πρώτη κίνηση.
Ἄρα δέν εἶναι εὔκολο πράγμα ἡ πίστις, παιδιά νά ξέρετε. Εἶναι χάρισμα. Δέν εἶναι μόνο δῶρο Θεοῦ βέβαια, ἐξαρτᾶται καί ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει, ὁ Θεός δέν τόν ἀναγκάζει νά πιστέψει. Πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά θελήσει νά πιστέψει, νά κάνει κάτι καί ὁ ἄνθρωπος.
Σήμερα τί λέτε, ὑπάρχει πίστη στόν κόσμο; Πιστεύουν στόν Χριστό οἱ ἄνθρωποι;
Δέν πιστεύουν. Οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι δέν πιστεύουν. Δηλαδή μπορεῖ θεωρητικά νά πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλά αὐτή ἡ πίστις εἶναι νεκρή. Εἶναι σάν τήν πίστη τοῦ διαβόλου.
Αὐτή ἡ πίστις σώζει; Τί λέτε;
Δέν σώζει. Αὐτή ἡ πίστη δέν σώζει, ἁπλῶς νά πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει Θεός. Σήμερα οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι λένε ὅτι πιστεύουν καί ἐννοοῦν αὐτό τό πράγμα. Αὐτό δέν ἔχει καμιά σημασία γιά τήν ζωή μας. Καί ὁ διάβολος τό πιστεύει αὐτό. Αὐτό δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε, ἄν δέν κάνεις κι αὐτά πού λέει ὁ Θεός, τά ἔργα τῆς πίστεως, δηλαδή δέν μετανοεῖς, δέν ζεῖς κατά Θεόν. Πρέπει νά τό ξεκαθαρίσουμε αὐτό, ὅτι πίστη τελικά σημαίνει ἐμπιστοσύνη. Πιστεύω στόν Θεό σημαίνει ἐμπιστεύομαι τόν Θεό. Τόν παίρνω δηλαδή σάν ὁδηγό στή ζωή μου καί αὐτά πού λέει, τίς ἐντολές, τίς παίρνω σάν ὁδηγίες στή ζωή μου.
Καί ὅταν θέλω νά σκεφτῶ κάτι, νά ἀποφασίσω κάτι, νά προχωρήσω σέ κάτι, ποιό θά εἶναι τό κριτήριο; Τί λέει ὁ κόσμος; Τί λέει ἡ ἐπιστήμη; Τί λέει ἡ κοινωνία; Τί λένε οἱ γονεῖς μου; Τί λέω ἐγώ ὁ ἴδιος; Ὄχι, ὅλα εἶναι λανθασμένα. Τό σωστό κριτήριο εἶναι τί λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ κι ἄν αὐτό πού θά κάνω συμφωνεῖ μ’ αὐτό πού λέει ὁ Θεός. Ὑπάρχουν ἐπαγγέλματα πού εἶναι ἀπαγορευτικά γιά τόν χριστιανό. Ὑπάρχουν ἐνασχολήσεις, πού μπορεῖ νά τίς κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά δέν τίς θέλει ὁ Θεός. Ἄν τίς κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἀποδεικνύετεαι ἄπιστος, ὅτι δηλαδή στήν πράξη δέν ἐμπιστεύεται τόν Θεό, ἐμπιστεύεται τήν λογική του, τόν ἑαυτό του κ.λ.π.
Λοιπόν, ἄς κρατήσουμε αὐτό: πίστις χωρίς ἔργα εἶναι νεκρή. Βλέπετε ὁ Ἀβραάμ εἶχε ζωντανή πίστη καί τό ἀπέδειξε μέ τό ὅτι ἦταν ἕτοιμος νά θυσιάσει τό παιδί του. Θά τό ἔκανε! Ἄν ὁ Θεός δέν τόν ἐμπόδιζε, θά τό ἔκανε κι αὐτό. Γιατί; Γιατί ἔλεγε: ὁ Κύριος μοῦ τό ἔδωσε τό παιδί ὁ Κύριος μοῦ τό ζητάει. Δέν μπορεῖ ὁ Θεός νά μοῦ δώσει παιδί πάλι; Καί ἀπό τίς πέτρες ἀκόμα ὁ Θεός μπορεῖ νά κάνει παιδί! Τέτοια πίστη πρέπει νά ἔχουμε, ζωντανή.
Ἐρ. : ... Δέν ξέρω πῶς τό εἶδε ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ ἀλλά ἄς ποῦμε ἄν ἔχεις μία φώτιση καί νομίζεις πώς σοῦ τό λέει ὁ Θεός, μήπως αὐτό μποροῦσε νά πεῖ ὅτι εἶναι στά ὅρια τῆς παραφροσύνης;…
Ἀπ. : Ἦταν βέβαιος, γιατί εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί μποροῦσε νά ξεχωρίσει τήν πλάνη ἀπό τό σωστό. Ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Θεό, ἤξερε ὅτι τοῦ μιλάει ὁ Θεός. Ὁ διάβολος εἶναι ἠθοποιός, εἶναι μίμος, εἶναι ὑποκριτής, ἀλλά δέν τά καταφέρνει νά μιμηθεῖ ἀπόλυτα τόν Θεό καί νά μᾶς ξεγελάσει. Ξεγελάει αὐτούς πού θέλουν νά ξεγελαστοῦν, τούς ὑπερήφανους δηλαδή καί ρίχνει στήν πλάνη αὐτούς πού εἶναι ἐγωιστές. Ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ταπεινός, δέν ξεγελιέται. Ὅλες οἱ πλάνες ξεκινᾶνε ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Δεῖτε καί στήν ζωή τῶν Ἁγίων, τῶν ἀσκητῶν κ.λ.π. Πλανῶνται αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους. Καί τούς φτιάχνει ὁ διάβολος ἕνα σκηνικό ὅτι τάχατες βλέπουν τόν Χριστό, βλέπουν τήν Παναγία, φωτίστηκαν κ.λ.π. καί τούς πλανᾶ. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ὁ διάβολος μετασχηματίζεται καί σέ ἄγγελο φωτός» (Β΄Κορ. 11,14). Ἀλλά ἕνας πού εἶναι ταπεινός, τό καταλαβαίνει. Δέν πέφτει στήν παγίδα τοῦ διαβόλου. Ποιός πλανᾶται; Αὐτός πού ἔχει τήν ἰδέα ὅτι ἀξίζει νά δεῖ ἄγγελο, νά δεῖ τόν Χριστό! Ἐνῶ ὁ ταπεινός θά πεῖ: ἐγώ εἶναι δυνατόν νά βλέπω τόν Χριστό τώρα; Ἔχω τέτοια καθαρότητα; Δέν ἔχω. Ὁπότε ταπεινώνεται, κάνει τόν σταυρό του καί ἐξαφανίζεται τό δαιμονικό ὅραμα. Ἐνῶ ὁ ὑπερήφανος θά πεῖ: «Ἔ, βέβαια, φυσικά… Σέ ποιόν θά πάει ὁ Χριστός; Σέ μένα θά ’ρθεῖ» καί πέφτει στήν παγίδα.
Τό ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἦταν ταπεινός ἀποδεικνύεται ἀπό πολλά. Ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός πού ὅταν ἦταν νά διαλέξει σέ ποιό μέρος θά πάει, ἐνῶ ἦταν ὁ μεγαλύτερος στήν ἡλικία, ὁ θεῖος, ἀφήνει τήν ἐκλογή στόν ἀνιψιό, στόν μικρότερο. Τοῦ λέει «ἀνιψιέ, ἄν ἐσύ πᾶς δεξιά, ἐγώ θά πάω ἀριστερά. Ἄν ἐσύ πᾶς ἀριστερά, ἐγώ δεξιά». Κάνει ὑπακοή ὁ μεγαλύτερος στόν μικρότερο. Καί ἀπό πολλά ἄλλα...
Λοιπόν, παιδιά, στήν πράξη φαίνεται. Ἄν ἔχουμε σωστή πίστη, θά ἔχουμε καί συνέπεια στήν ζωή μας. Γιατί ἁμαρτάνουμε; Γιατί δέν ἔχουμε συνέπεια στήν ζωή μας; Γιατί δέν ἔχουμε σωστή πίστη. Δέν ἐμπιστευόμαστε τόν Χριστό, βάζουμε τήν λογική μας καί λέμε: ἐντάξει, λέει ὁ Χριστός νά μήν λέμε ψέματα, νά μήν ἁμαρτάνουμε σαρκικά, ἀλλά νά, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι κάνουνε. Μήπως εἶμαι ἄρρωστος; Μήπως εἶμαι τρελός; Μά ὁ Χριστός λέει αὐτό. Μά, ὅλοι κάνουν τό ἀντίθετο. Ἐκεῖ φαίνεται ἄν πιστεύουμε. Ἀκόμα κι ἄν ὅλος ὁ κόσμος κάνει τό ἀντίθετο, ἐσύ πρέπει νά κάνεις αὐτό πού λέει ὁ Χριστός καί ἄς εἶσαι μόνος σου. Ἐκεῖ κρινόμαστε παιδιά, ἄν εἴμαστε πιστοί ἤ ὄχι. Κρατῆστε το αὐτό, γιατί ἔρχονται καιροί πού θά μείνουμε σχεδόν μόνοι μας. Καί ὁ Κύριος τό εἶπε ὅτι «θά γίνετε μισητοί ἀπ’ ὅλους» (Ματθ. 24,9). Τό ἀκοῦτε; θά σᾶς μισήσουν, λέει, ὅλοι. «Διά τό ὄνομά μου», ἐπειδή θά φέρετε τό ὄνομά Μου καί θά λέτε ὅτι εἶστε χριστιανοί. Ἔρχονται τέτοιοι καιροί, πού δέν θά τολμᾶς νά πεῖς ὅτι εἶσαι χριστιανός. Θά σέ μισοῦν ἀμέσως, θά σέ θεωροῦν ἀντικοινωνικό, φανατικό κ.λ.π. Ἄν λές ὅτι μόνο ὁ Θεός σώζει, θά σέ θεωροῦνε ρατσιστή. Θά σέ θεωροῦν ὅτι εἶσαι ἀπόλυτος, ὅτι κάνεις κοινωνικό ἀποκλεισμό στούς ἄλλους. Μή λές ὅτι ὁ Χριστός μόνο σώζει. Καί οἱ ἄλλοι σώζουν καί ὁ Μωάμεθ καί ὁ Βούδας... Θά ἔχουμε τέτοια. Καί ἤδη μπαίνουν στή ζωή μας αὐτά. Γιατί λένε, ἄν πεῖς ὅτι μόνο ὁ Χριστός σώζει, προσβάλλεις τόν μουσουλμάνο πού λέει ὅτι ὁ Μωάμεθ σώζει. Προσβάλλεις τόν βουδιστή. Ὄχι, ἐμεῖς θά ποῦμε τήν ἀλήθεια κι ἄς μᾶς μισήσουν. Γιατί, ἄν τό πεῖς αὐτό, ὅτι μόνο ὁ Χριστός σώζει, φυσικά οἱ μουσουλμάνοι θά σέ μισήσουνε, δέν θά σέ μισήσουνε; Καί οἱ βουδιστές θά σέ μισήσουνε καί ὅλοι οἱ ἄθεοι γενικά. Καί οἱ χριστιανοί ἀκόμα, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι πραγματικά χριστιανοί, θά σοῦ ποῦνε δέν πᾶς καλά.. πρέπει νά εἴμαστε ἀνοιχτοί, νά τούς ἀγαπᾶμε ὅλους... Δέν εἶναι ἀγάπη, ὅμως, νά λές στόν ἄλλον ψέματα ὅτι καί οἱ ἄλλοι θεοί σώζουν. Δέν ὑπάρχουν ἄλλοι θεοί. Ὄχι, θά σοῦ ποῦνε, ὅλοι στόν ἴδιο Θεό πιστεύουμε, ἁπλῶς ἔχουν ἄλλα ὀνόματα οἱ θεοί. Ὁ Θεός ἔχει ἄλλα ὀνόματα... στούς βουδιστές λέγεται ἔτσι... στούς μουσουλμάνους κ.λ.π. Καί ἕνας πού θά λέει ὅτι δέν εἶναι οἱ ἄλλοι πραγματικοί θεοί, ἀλλά εἶναι δαίμονες, θά γίνει μισητός.
Ἐκεῖ θά φανεῖ, παιδιά, ἄν εἴμαστε πιστοί. Καί στά ἔσχατα χρόνια, ἐπειδή θά ἔχει ἐλαττωθεῖ πάρα πολύ ἡ πίστις, θά σώζονται αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά ὁμολογοῦν Χριστό ὡς μόνο ἀληθινό Θεό καί φυσικά θά ἔχουν καί τήν ἀνάλογη ζωή. Μόνο αὐτοί θά σώζονται. Μπορεῖ νά μήν κάνουμε μεγάλες ἀσκήσεις, μεγάλες προσευχές, μεγάλες νηστεῖες, ὅπως ἔκαναν οἱ παλιοί Ἅγιοι, ἀλλά θά εἶναι οἱ πιό μεγάλοι Ἅγιοι στά χρόνια τοῦ Ἀντιχρίστου. Καί τώρα, στά χρόνια πού ζοῦμε, συμβαίνουν αὐτά καί ἔρχονται ὅλο καί πιό ἔντονα αὐτά τά φαινόμενα.
Ἄς κρατήσουμε τήν ζωντανή ὀρθόδοξη πίστη, τήν πίστη πού συνδέεται μέ τά ἔργα τῆς πίστεως.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου