Ο όσιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, χάρη στήν
υπερφυσική του άσκηση, έγινε σαν άσαρκος ενώ ακόμα βρισκόταν στη σάρκα, γι`
αυτό καί μπορούσε να βλέπει αισθητά τά πνεύματα. Μια μέρα είδε στον δρόμο να
περνά μια νεκρική πομπή. Κόσμος πολύς, ιερωμένοι καί λαϊκοί, πήγαιναν να
κηδέψουν έναν πλούσιο άρχοντα. Ακουγόταν ένα βουητό από ψαλμωδίες, θρήνους καί
σπαραχτικές φωνές. Ό όσιος μέ τα διορατικά του μάτια είδε πολυάριθμους μαύρους δαίμονες να βαδίζουν μπροστά
από τους ιερείς καί να φωνάζουν πιο δυνατά από τούς ψάλτες:
— Αλίμονο
του! Αλίμονο του!
Στα χέρια τους κρατούσαν άλλοι κεριά από θειάφι,
άλλοι θυμιατήρια πού βρομούσαν σάν κοπριά, καί άλλοι σακούλια με στάχτη, πού τή
σκόρπιζαν ολόγυρα. Άλλοτε γάβγιζαν σάν σκύλοι καί άλλοτε γρύλιζαν σαν χοίροι.
Μερικοί είχαν περικυκλώσει το φέρετρο και ράντιζαν τό πρόσωπο τού νεκρού μέ
βρομόνερα. Άλλοι πετούσαν κυκλικά στον αέρα καί άγγιζαν το σώμα του, απο το οποίο αναδινόταν αφόρητη δυσοσμία. Άλλοι, πάλι, άκολουθούσαν με τραγούδια και
χορούς άσεμνους, με γέλια και αστεία χυδαία, χτυπώντας χαρούμενα τα χέρια καί
τα πόδια τους. Χλεύαζαν, μάλιστα, τούς ψάλτες καί τούς άλλους χριστιανούς,
λέγοντας: