Ο Θεόφιλος
ιδιαίτερα απέφευγε τήν συνάντηση με διανοούμενους καί μέ τους επιφανείς
κοινωνικά. Περισσότερο απ’ όλους όμως αντιπαθούσε εκείνους πού ονομάζονταν
«άνθρωποι της άμαξας», αυτούς δηλαδή πού καθισμένοι πάνω σε άμαξες έρχονταν νά
δουν τόν Θεόφιλο σάν κάτι αξιοπερίεργο.
«Τί ζητάτε από
έναν βρωμιάρη σαν κι εμένα;» συνήθιζε να ρωτάη τους ενοχλητικούς επισκέπτες.
«Γιατί μέ ψάχνετε εμένα έναν άθλιο φτωχό Στάρετς καί μεγάλο αμαρτωλό;».
«Μιά καλή
κουβέντα Μπάτουσκα, μιά συμβουλή, λίγη καθοδήγηση καί παρηγοριά», συνήθως απαντούσε ο επισκέπτης.
«Πηγαίνετε στον
Μεγαλόσχημο Παρθένιο. Αυτός μπορεί να σας διδάξη, εγώ δέν έχω τίποτα νά σας πω.
Προσπέστε στην Ύπεραγία Θεοτόκο καί στους άγιους Πατέρες της Λαύρας Περτσέσκαγια,
με αγνή πίστη κι εκείνοι θά σας δώσουν ό,τι χρειάζεστε, εγώ δέν έχω τίποτα».
Μερικές φορές ο
Στάρετς, προχωρούσε περισσότερο ακόμα καί από τέτοιες αποθαρρυντικές απαντήσεις,
έσπρωχνε μακρυά όλους εκείνους πού συνωστίζονταν γύρω του καί έφευγε γρήγορα από ανάμεσά τους. Καί στ’ αλήθεια, τι απαντήσεις μπορούσε νά τούς δώση; Συνήθως
οί ερωτήσεις ήταν πολύ κοσμικές. Κάποιος θά τού ζητούσε την βοήθεια γιά νά
κερδίση μιά δίκη από τήν οποία κάποιος φτωχός θάβγαινε ζημιωμένος. Άλλοι
προσπαθούσαν νά μάθουν αν ο γιος τους θά έπαιρνε προαγωγή στή δουλειά του. Αλλος
ζητούσε συμβουλές γιά το αν έπρεπε νά παντρέψη τον γιό του μέ μια πλούσια νύφη
ή τήν κόρη του μ’ έναν ονομαστό γαμπρό. Άλλοι πάλι ζητούσαν προσευχές γιά νά
πάρουν αξιώματα ή μεγάλες συντάξεις.