Σελίδες

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

9ο Μέρος, Ἡ μορφή τοῦ Γέροντα 4. Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


        

9ο Μέρος, Ἡ μορφή τοῦ Γέροντα 4.
Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ὁμιλία στίς 22-03-2015

            Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, συνεχίζουμε τό 3ο Κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Ἡ μορφή τοῦ Γέροντα». Λέει, λοιπόν, ὁ π. Σωφρόνιος «Πολλές φορές ἡ ψυχή χάνει πολλά, γιατί τῆς περνᾶ μία σκέψη ἀμφιβολίας γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ». Ποιά εἶναι αὐτή ἡ σκέψη; «Κι ἄν ὁ Κύριος δέν μέ συγχωρέσει;». Ναί μέν ἐγώ ζητάω τό ἔλεος, Κύριε ἐλέησον, θά μέ συγχωρέσει, ὅμως, ὁ Κύριος; Αὐτή τήν σκέψη δέν πρέπει νά τήν κάνουμε, γιατί χάνει πολλά ἡ ψυχή.
            «Ἡ ἀπόγνωση ὅμως», γιατί πίσω ἀπό αὐτή τήν σκέψη ἔρχεται ἡ ἀπόγνωση, «εἶναι τό χειρότερο ἀπό ὅλα· βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ». Ἄν κανείς ἀναρωτιέται, ἄν θά τόν συγχωρήσει ὁ Θεός, εἶναι σάν νά βλασφημεῖ τόν Θεό κατηγορώντας Τον καί ὀνομάζοντάς Τον ἀνοικτίρμονα καί ἀνελεήμονα, ἐνῶ ἡ πραγματικότητα εἶναι τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Ὁ Θεός εἶναι οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος. Ὁπότε, δέν πρέπει νά περνάει ἡ σκέψη ἀπό τόν ἄνθρωπο ὅτι ὁ Θεός δέν θά τόν ἐλεήσει, δέν θά τόν συγχωρήσει, ἐφόσον ζητάει συγγνώμη.
            Εἶναι «σάν νά μήν ἔχει Αὐτός -ὁ Θεός- τήν δύναμη νά μᾶς σώσει, ἤ ὅτι μπορεῖ τό μέτρο τῶν ἁμαρτιῶν μας νά ξεπεράσει τήν ἀμέτρητη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ». Αὐτό δέν συμβαίνει ποτέ. Ὅσες κι ἄν εἶναι οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερο. «Αὐτός -ὁ Θεός- σήκωσε τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου … Ἄν ἡ μάνα συγχωρεῖ τά πάντα στό παιδί της, γιατί εἶναι ἀκόμα ἄπλαστο, πολύ περισσότερο συγχωρεῖ ὁ Κύριος, ἄν ἔχουμε ταπείνωση καί μετανοοῦμε». Ξέρει ὅτι εἴμαστε ἄπλαστοι, ἀδιαμόρφωτοι, ἀτελεῖς.
            «Ὁ πνευματικός πόλεμος εἶναι παρόμοιος μέ τόν συνηθισμένο πόλεμο. Ἡ πνευματική ἀνδρεία ἔγκειται στήν ἰσχυρή ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ». Ὁ πιστός πρέπει νά ἔχει πνευματική ἀνδρεία, ἡ ὁποία συνίσταται στόν Θεό, στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος στήν πνευματική του διαθήκη: «ἔχω ἕνα συναίσθημα τώρα πού θά πάω πάνω στόν οὐρανό», γιατί τήν γράφει στά τελευταῖα του αὐτή τή διαθήκη, «θά μοῦ πεῖ ὁ Θεός τί δουλειά ἔχεις ἐσύ ἐδῶ πέρα; Καί ἐγώ θά τοῦ πῶ, δίκαιο ἔχεις Κύριε, δέν ἀξίζω ἐγώ γιά ἐδῶ ἀλλά ἄς κάνεις ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη Σου. Καί ἐλπίζω νά ἐνεργήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ». Αὐτή ἡ ἐλπίδα εἶναι ἡ πνευματική ἀνδρεία.
            «Ὁ ἀνδρεῖος ἀσκητής, κι ἄν ἀκόμα πέσει στήν ἁμαρτία», καί κατ’ ἐπέκταση ὁ κάθε πιστός, «κι ἄν ἀκόμα δελεασθεῖ καί ξεστρατίσει ἀπό τόν σωστό δρόμο, ἀκόμα κι ἄν προσκυνήσει τόν δαίμονα...», ἔχουμε τέτοια περιστατικά, ἀσκητές πού προσκύνησαν τόν διάβολο, πού πλανήθηκαν δηλαδή καί νόμισαν ὅτι εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ διάβολος ἔχει τή δυνατότητα νά μετασχηματίζεται καί σέ ἄγγελο φωτός ἤ ἀκόμα νά μετασχηματίζεται καί σάν Χριστός. Ἀλλά εἶναι σχῆμα... Γι’ αὐτό θά πρέπει νά ἔχει κανείς πολλή ταπείνωση καί νά μή ζητάει νά βλέπει ὁράματα καί τέτοια πράγματα, γιατί ὁ διάβολος τότε θά τοῦ δημιουργήσει πλάνη.
            Ἀκόμα ὁ ἀσκητής «κι ἄν προσκυνήσει τόν δαίμονα δέν χάνει τό θάρρος του, ἀλλά γεμάτος ἐλπίδα στρέφεται μετανοιωμένος στόν Θεό καί ἔτσι νικᾶ τούς ἐχθρούς». Ὅσο χαμηλά κι ἄν πέσει κανείς, ἐφόσον ἐπιστρέψει στόν Πατέρα, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μήν τόν δεχτεῖ. «Ἡ δειλή ψυχή ὅμως τά χάνει, ἀπελπίζεται, καί στό τέλος χάνεται». Ὁ Θεός δέν θέλει νά εἴμαστε δειλοί, γιατί ὁ Θεός ὑποκύπτει στόν λογισμό τῆς ἀπόγνωσης, τῆς ἀπελπισίας καί ὁδηγεῖται στήν ἀπώλεια, ἄν μείνει στήν ἀπελπισία.
            «Ὅταν παρεκκλίνει κανείς ἀπό τόν σωστό δρόμο καί πέσει σέ πλάνη, τότε κυρίως εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐξομολογηθεῖ μέ εἰλικρίνεια σέ ἕναν πνευματικό». Καί μία ἁμαρτία εἶναι πλάνη. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά πέσει κανείς σέ πολύ μεγάλες πλάνες, νά πάει σέ ἄλλες θρησκεῖες κ.λ.π. ἀλλά καί ἡ ὅποια ἁμαρτία πρέπει νά γίνεται ἀντικείμενο ἐξομολόγησης, νά τήν ὁμολογοῦμε στόν Θεό μέ ἀνδρεία. Αὐτός πού εἶναι δειλός καί πέφτει στήν ἀπόγνωση, χάνεται. Γιατί; Γιατί δέν πάει νά ἐξομολογηθεῖ λόγω τῆς ἀπελπισίας. Πείθεται στά λόγια τοῦ διαβόλου ὅτι πλέον δέν ὑπάρχει ἔλεος γιά σένα, δέν θά σέ συγχωρέσει ἐσένα ὁ Θεός... κι ἔτσι μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος καί μέχρι τήν αὐτοκτονία. «Μέ τή δύναμη τῆς καθαρῆς ἐξομολόγησης θά ἐξασθενήσει ὁπωσδήποτε ἡ ἐνέργεια τῆς πλάνης καί μετά ἀπό λίγο καιρό θά ἔλθει ἡ πλήρης διόρθωση». Γι’ αὐτό ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅτι ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί ὅλα τά πεσμένα σηκώνονται, ἀνορθώνονται. Καί ἡ ψυχή ἀνορθώνεται καί βρίσκει τή δύναμη νά προχωρήσει πάλι σωστά.
            «Πολλοί παραπλανῶνται, ἀλλά δυστυχῶς λίγοι διορθώνονται. Πολλοί λαβαίνουν στήν ἀρχή μεγάλη χάρη, λίγοι ὅμως τήν ξαναποκτοῦν ἄν τήν χάσουν». Τό ξέρουμε κι ἐμεῖς, ἴσως ἀπό προσωπική ἐμπειρία, ἴσως ἀπό ἄλλους καί οἱ πνευματικοί τό ἀκοῦνε πολλές φορές αὐτό «στήν ἀρχή, πάτερ, πετοῦσε ἡ ψυχή μου, τώρα τό ἔχασα αὐτό». Γιατί τό ἔχασες; Γιατί κάπου ὑπερηφανεύτηκες, κάπου ραθύμησες, ἴσως καί γιά λόγους παιδευτικούς, παιδαγωγικούς, ὁ Θεός ἀπέσυρε λίγο τή Χάρη Του ἔτσι, ὥστε νά ἀγωνιστεῖς καί νά τήν ξαναποκτήσεις κάνοντας κι ἐσύ λίγο ἀγῶνα. Γιατί ἡ πρώτη χάρη που παίρνει ὁ χριστιανός μέ τό πού μετανοεῖ δέν εἶναι ἀποτέλεσμα δικοῦ του κόπου, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀποτέλεσμα τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἑλκύσει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο στήν καινούρια ζωή καί νά τόν σταθεροποιήσει σ’ αὐτή.
            «Ὁ μοναχός ρώτησε:
-           Γιατί ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός ἄρχισε νά προσεύχεται, νά ξαναγυρίσουν τά πάθη;». Ὑπάρχει αὐτό τό περιστατικό στό Γεροντικό. Ἦταν σπουδαῖος Γέροντας ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός καί πολύ γρήγορα ἀπέκτησε τήν ἀπάθεια, ὄχι μέ τήν κοσμική ἔννοια πού σημαίνει ἀδιαφορία, ἀλλά μέ τήν πατερική ἔννοια πού σημαίνει δέν εἶχε πλέον πάθη, δέν τόν ἐνοχλοῦσαν πλέον τά πάθη, δέν εἶχε λογισμούς ἐμπαθεῖς. Κι ἄν εἶχε κάτι ἐλάχιστο, τό ὑπερέβαινε, τό περιφρονοῦσε. Ἀλλά μόλις ἦρθε σ’ αὐτή τήν κατάσταση κατάλαβε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὅτι δέν τόν συμφέρει πνευματικά καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά ξαναγυρίσουν τά πάθη. Ἔκανε προσευχή νά ξαναγυρίσουν τά πάθη, γιατί εἶδε ὅτι αὐτό τόν συνέφερε περισσότερο.          Γιατί ὅμως; Τοῦ ἐξηγεῖ ἐδῶ ὁ Γέροντας, ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
«- Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κολοβός, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, νίκησε μέ τήν φλογερή μετάνοιά του σέ σχετικά λίγο χρόνο τά πάθη, δέν ἔλαβε ὅμως τήν ἀγάπη γιά τόν κόσμο καί τήν προσευχή γιά τόν κόσμο», πού εἶναι ἕνα ὑψηλότερο πνευματικό σκαλί. Στήν ἀρχή κανείς παρακαλάει γιά τόν ἑαυτό του, ζητάει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μετά ὅμως ξεχνάει τόν ἑαυτό του, κατά κάποιο τρόπο, καί προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο καί πονάει γιά ὅλο τόν κόσμο, ὅπως μᾶς δίδασκε ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κολοβός ἐλευθερώθηκε ἀπό τά πάθη, ἀλλά δέν εἶχε φτάσει σ’ αὐτό τό σκαλοπάτι. «Ὅταν ἔγινε λοιπόν ἀνενόχλητος, εἶδε πώς ἐξασθένησε ἡ προσευχή μέσα του» καί λέει αὐτό δέν μέ συμφέρει, νά ἐξασθενήσει ἡ προσευχή. «Γι’ αὐτό ἄρχισε νά παρακαλεῖ νά ἐπανέλθουν τά πάθη, ὥστε νά ἀγωνίζεται κατά τῶν παθῶν καί ἔτσι νά παραμείνει στήν ἀδιάλειπτη ἔνθερμη προσευχή». Βλέπετε πῶς τά πάθη, οἱ πειρασμοί δηλαδή, ξυπνᾶνε τόν ἄνθρωπο γιά νά προσεύχεται πιό δυνατά. Καί ἐμεῖς τό βλέπουμε αὐτό στή ζωή μας, ὅταν ἔχουμε κάποιο πειρασμό κάνουμε πιό θερμή προσευχή. Ὅταν δέν ἔχουμε κάποιο πειρασμό ἔντονο, κάποια δυσκολία στή ζωή μας, χαλαρώνουμε καί ἡ προσευχή μας ἀδυνατίζει. Γι’ αὐτό εἶναι μεγάλη εὐλογία πού ὑπάρχει ὁ διάβολος, πού τόν ἀφήνει ὁ Θεός καί ὑπάρχει, γιατί μᾶς ξυπνάει ὥστε νά ζεσταίνεται περισσότερο ἡ ψυχή μας, νά ἀγωνίζεται περισσότερο καί νά προσεύχεται ἐντονότερα, ὁπότε νά κολλάει στόν Χριστό.
            «Ἄν ὅμως μετά τήν νίκη του πάνω στά πάθη λάβαινε τή χάρη τῆς προσευχῆς γιά τόν κόσμο, τότε δέν τοῦ χρειαζόταν οἱ πειρασμοί». Γιατί τότε ὁ πόνος πού θά εἶχε γιά τόν κόσμο καί τήν οἰκτρή κατάσταση τοῦ κόσμου, θά τόν ἐνεργοποιοῦσε σέ ἔντονη προσευχή. Δέν θά χρειαζόταν τήν δυσκολία ἀπό τόν πονηρό καί τά πάθη.
            «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πολεμᾶ τά πάθη, δέν μπορεῖ νά μένει στήν καθαρή θεωρία τοῦ Θεοῦ ἤ νά προσεύχεται διακαῶς γιά τόν κόσμο», γιατί βέβαια ἔχει τόν προκείμενο νεκρό μπροστά του, ἔχει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. «Ἔτσι νομίζω ἐγώ», λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
            «Ὁ μοναχός ἔκανε κι ἄλλη ἐρώτηση:
- Γιατί ἕνας Γέροντας, ὅταν ρωτήθηκε εἶπε στόν Ὅσιο Ποιμένα τόν Μέγα νά ἀφήνει τόν λογισμό νά μπαίνει στήν καρδιά καί μετά νά τόν πολεμᾶ, ἐνῶ σέ ἄλλον ἀδελφό ἀντιθέτως εἶπε νά ἀποδιώξει ἀμέσως τόν λογισμό;». Κι αὐτό ὑπάρχει στό Γεροντικό. Πήγανε δύο σέ ἕναν μεγάλο Γέροντα καί τόν ρώτησαν τό ἴδιο πράγμα: «Νά ἀφήνω τούς λογισμούς νά μπαίνουν στήν καρδιά μου καί νά τούς πολεμάω ἤ νά μήν τούς ἀφήνω καί νά τούς διώχνω ἀμέσως»; Καί ὁ Γέροντας ἔδωσε διαφορετική ἀπάντηση. Στόν ἕναν εἶπε νά ἀφήνεις τούς λογισμούς νά μπαίνουν στήν καρδιά σου καί μετά νά τούς διώχνεις καί στόν ἄλλον εἶπε νά τούς διώχνεις ἀμέσως. Γιατί; Γιατί ὑπῆρχε διαφορετική πνευματική κατάσταση στόν καθένα. Γι’ αὐτό τά φάρμακα τοῦ ἑνός μπορεῖ νά εἶναι φαρμάκι γιά τόν ἄλλον. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά φάρμακα τοῦ σώματος. Γι’ αὐτό πᾶμε στόν γιατρό καί δέν παίρνουμε ἀπό μόνοι μας ὅ,τι νομίζουμε ἤ ὅ,τι λένε τά βιβλία, γιατί κάθε φάρμακο πρέπει νά προσαρμόζεται στήν κράση, στή σωματική κράση τοῦ ἀσθενοῦς καί κάθε πνευματικό φάρμακο στήν πνευματική κατάσταση πού ἔχει κάθε ἄνθρωπος.
            Νά δοῦμε τί ἀπάντησε στήν ἐρώτηση ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
«- Ἀπό τήν ἀπάντηση αὐτή», πού ἦταν διαφορετική στόν ἕναν καί διαφορετική στόν ἄλλον, στόν ἕναν εἶπε ἄσε τούς λογισμούς νά μπαίνουν στήν καρδιά σου καί μετά νά τούς διώχνεις καί στόν ἄλλον εἶπε νά τούς διώχνεις ἀμέσως, «εἶναι φανερό πώς μερικοί Πατέρες εἶχαν αὐτή τήν τακτική στόν πνευματικό πόλεμο. Ἄφηναν δηλαδή τόν λογισμό νά μπεῖ στήν καρδιά καί μετά τόν πολεμοῦσαν. Ἐδῶ, ὅμως, εἶναι δυνατές δύο περιπτώσεις: Ἡ πρώτη, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔμαθε ἀκόμη νά φυλάγει τόν νοῦ του καί οἱ λογισμοί οὕτως ἤ ἄλλως μπαίνουν μέσα στήν καρδιά, ὁπότε ὑπάρχει κίνδυνος νά ἡττηθεῖ». Δέν ἔχει καλή φύλαξη καί οἱ λογισμοί μπαινοβγαίνουν. Μπαίνουν μέσα στήν καρδιά καί νικιέται ὁ ἄνθρωπος.
            «Ὁ ἀδελφός, πού πῆρε ἀπό τόν Γέροντα τήν ἐντολή νά ἀποκλείει ἀμέσως τόν λογισμό καί νά μή συνομιλεῖ μαζί του, ἦταν μᾶλλον ἀδόκιμος καί αὐτή ἡ ἐντολή τόν εἰσήγαγε στήν μεγάλη ἐπιστήμη τοῦ πολέμου κατά τῶν λογισμῶν». Δέν ἤξερε νά φυλάξει τήν καρδιά του καλά, ὥστε νά μή νικηθεῖ, ὁπότε τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας νά κόβεις ἀμέσως τόν λογισμό. Αὐτό εἶναι βέβαια τό ἀσφαλέστερο καί γιά μᾶς. Τό ἄλλο πού εἶπε στόν δεύτερο, εἶναι γιά προχωρημένους πνευματικά ἀνθρώπους.    «Στήν δεύτερη περίπτωση, ὁ μοναχός ἐπιτρέπει στόν λογισμό νά μπεῖ στήν καρδιά ὄχι ἀπό ἀδυναμία ἀλλά ἐνσυνείδητα - μέ σκοπό νά μελετήσει ὅλες τίς ἐνέργειές του». Εἶναι σάν ἕναν ἐπιστήμονα γιατρό, πού ξέρει πολύ καλά πῶς θά ἐλέγξει τό μικρόβιο καί τό ἀφήνει νά προχωρήσει κάπως, γιά νά τό παρατηρήσει καλύτερα, νά δεῖ πῶς λειτουργεῖ, πῶς δρᾶ. «Ἀλλά κι αὐτός ὁ τρόπος παρεμποδίζει πάλι τή θεωρία» ἐμποδίζει δηλαδή τήν θέα τοῦ Θεοῦ. «Συνεπῶς τό προτιμότερο κατά τή γνώμη μου εἶναι νά μή δέχεται καθόλου ὁ ἀσκητής τούς λογισμούς, ἀλλά νά προσεύχεται μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του, γιατί νοῦς πού προσεύχεται καθαρά, φωτίζεται ἀπό τόν Κύριο.
- Πῶς εἶναι δυνατό νά διατηρῶ τόν νοῦ καθαρό; ρώτησε ὁ μοναχός.
- Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἄφησαν τήν διδασκαλία γιά τήν νοερά καρδιακή προσευχή. Μ’ αὐτή φυλάγεται ὁ νοῦς», ἐννοεῖ καθαρός. Ὅταν ὁ νοῦς κολλήσει στόν Χριστό, τότε ξεκολλάει ἀπό ὅλα τά ἄλλα. Ἄν θέλεις νά ξεφύγεις ἀπό κάποιον λογισμό, δέν πρέπει νά πολεμήσεις τόν λογισμό, ἀλλά πρέπει νά κολλήσεις τόν νοῦ σου στόν Χριστό, ὁπότε ξεκολλάει ἀπό τόν λογισμό πού δέν θέλεις. «Καί ἐγώ δέν βλέπω ἄλλη ὁδό πού θά ἔδινε μεγαλύτερη δυνατότητα νά τηρεῖ κανείς γενικά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ».
            Ἡ ἀδιάλειπτη νοερά καρδιακή προσευχή, λοιπόν, εἶναι καί ὁ τρόπος νά τηρήσουμε ὅλες τίς ἐντολές. Γιατί ὅλες οἱ ἐντολές ξεκινᾶνε ἀπό μία ἐντολή, τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» (Μαρκ. 12,30) πραγματώνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπήσει τόν Θεό ἔτσι, μετά ὅλες τίς ἄλλες ἐντολές θά τίς τηρήσει. Γιατί; Γιατί ἀγαπάει τόν Θεό καί μέ τή Χάρη πού ἔχει ἀπό τήν προσευχή, ἀπό τήν συνεργασία του μέ τήν βαπτισματική Χάρη πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά θά μπορεῖ νά τηρήσει καί τίς ἄλλες ἐντολές. Γιατί εἶπε ὁ Κύριος, χωρίς Ἐμένα δέν μπορεῖτε νά τηρήσετε καμία ἐντολή, δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτα. Χρειάζεται λοιπόν νά ἐνεργοποιηθεῖ ἡ βαπτισματική Χάρη κι αὐτό γίνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὁπότε μετά ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τηρήσει ὅλες τίς ἐντολές καί νά μήν ἁμαρτάνει. Σ’ αὐτό ἔχουμε κληθεῖ, νά φτάσουμε στήν κατάσταση νά μήν ἁμαρτάνουμε καί ὄχι μόνο, νά πᾶμε καί πιό ψηλά καί νά ἀποκτήσουμε καί περίσσεια Χάρης. Αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος «ἦλθα ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν» (Ἰω. 10,9), νά ἔχουν καί περίσσεια Χάρης. Νά ἔχουν ὄχι μόνο τήν κάθαρση, νά μήν ἔχει μέσα ἡ καρδιά ἁμαρτία, ἀλλά καί τόν φωτισμό, μερικές φορές καί τήν θέωση.
            «Ὅταν πολλές φορές τόν ρωτοῦσαν οἱ νέοι ποιόν δρόμο πρέπει νά διαλέξουν, ὁ Γέροντας τούς ἀπαντοῦσε διαφορετικά. Ἄλλους τούς συμβούλευε νά σπουδάσουν Θεολογία, γιά νά προσφέρουν μελλοντικά στήν πνευματική διακονία τῆς Ἐκκλησίας». Μήν ξεχνᾶμε εἴμαστε στόν 20ο αἰῶνα. Ὑπάρχει Θεολογική Σχολή καί συμβούλευε ὁ Γέροντας αὐτό, ὅταν ἔβλεπε ὅτι κάποιος ἄνθρωπος θά μποροῦσε ὡς στέλεχος νά βοηθήσει κάπου μέσα στήν Ἐκκλησία. «Σέ ἄλλους «ἔδωσε εὐλογία» νά σπουδάσουν, ἔτσι ὥστε οἱ σπουδές τους νά συνδυάζονται μέ τήν προσευχή καί τήν ἀσκητική ἐγκράτεια καί ἄλλους συμβούλευσε νά μήν ἐπιδιώξουν ἐπιστημονική μόρφωση, ἀλλά νά ἀφιερώσουν ὅλες τίς δυνάμεις τους στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση. Ἡ τελευταία συμβουλή ἦταν ἡ πιό σπάνια, γιατί ὁ Γέροντας Σιλουανός πίστευε πώς ἦλθε ὁ καιρός γιά τόν ὁποῖο προεῖπε ὁ Πατήρ Στρατόνικος», ἕνας μεγάλος ἀσκητής πού εἶχε ἔρθει ἀπό τή Ρωσία, «πώς πολλοί «διανοούμενοι» θά ζοῦν ἀσκητικά μέσα στόν κόσμο. Γενικά ὁ Γέροντας πίστευε πώς οἱ γνωστές ἀπό τό παρελθόν συνθῆκες καί μορφές τοῦ μοναχικοῦ βίου μεταβάλλονται καί γίνονται μᾶλλον δυσμενεῖς, ἀλλά ποτέ δέν θά χαθεῖ ἡ κλήση καί ὁ πόθος γιά τόν μοναχισμό». Βλέπουμε σήμερα πόσο πολεμεῖται ὁ μοναχισμός. Ὑπάρχει τό ἀντιμοναχικό πνεῦμα, τό ὁποῖο ἔχει ξεκινήσει ἀπό τή Δύση, ἀπό τούς Προτεστάντες κυρίως. Καί οἱ Παπικοί ἔχουν ἀλλοιώσει τόν μοναχισμό καί τόν ἔχουν κάνει ἀκτιβισμό, οἱ μοναχοί νά τρέχουν σέ νοσοκομεῖα, σέ σχολεῖα κ.λ.π. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό ἡ οὐσία τοῦ μοναχισμοῦ καί ὁ σκοπός τοῦ μοναχισμοῦ, εἶναι ἡ προσευχή, ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, ἡ θέωση καί ἡ μετοχή τῆς Θείας Χάρης στόν μέγιστο δυνατό βαθμό. Στή συνέχεια αὐτός ὁ φωτισμένος καί θεωμένος μοναχός μπορεῖ νά βοηθήσει πολύ ἀποτελεσματικά ὅλη τήν Ἐκκλησία.
            «Παρατηρήσαμε ὅτι ὁ Γέροντας εἶχε τήν σταθερή πεποίθηση ὅτι ἡ πνευματική ζωή, δηλαδή ἡ ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλη ἐνέργεια τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Γι’ αὐτό, ὅποιος τοῦ δόθηκε αὐτή ἡ χάρη, ὀφείλει νά τήν προτιμήσει ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀκόμα καί ἀπό τίς «σπουδές», φυλάγοντάς την σάν τό πολύτιμο μαργαριτάρι (βλ. Ματθ. 13,46).
            Εἶχε τήν γνώμη πώς, ἄν ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἐγκαταλείψει τήν πνευματική ζωή καί στραφεῖ στήν ἐπιστήμη, παρουσιάζει λιγότερες ἐπιστημονικές ἱκανότητες ἀπό ἕναν λιγότερο προικισμένο πνευματικῶς. Μέ ἄλλα λόγια, δηλαδή, ὁ «πνευματικός ἄνθρωπος» ζεῖ σέ μιά σφαίρα ὑψηλότερη καί μέ μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τήν σφαίρα τῆς λογικῆς διανοήσεως καί τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως. Ἔχοντας ἔτσι ὑψηλότερη μορφή ὑπάρξεως καί κατεβαίνοντας σέ χαμηλότερο ἐπίπεδο, δείχνει καί σ’ αὐτό τήν ἀνωτερότητά του, ἔμμεσα βέβαια. Ἔλεγε ὅτι «οἱ υἱοί τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι ὑπέρ τούς υἱούς τοῦ φωτός εἰσιν» (Λουκ. 16,8), ὄχι γιατί εἶναι πράγματι φρονιμότεροι, ἀλλά γιατί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἀσχολεῖται μέ τόν Θεό καί ἐλάχιστα φροντίζει γιά τά ἔργα τοῦ κόσμου τούτου». Ἔτσι, ἀπό τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, θεωρεῖται καί λίγο ἀνόητος, πού δέν ἀσχολεῖται μέ αὐτά πού ἀσχολεῖται ἡ πλειοψηφία τῆς ἀνθρωπότητας, πῶς θά βγάλει χρήματα, πῶς θά σταδιοδρομήσει ἐπαγγελματικά κ.λ.π.
            «Οἱ συνομιλίες μας μέ τόν Γέροντα πολλές φορές ἔπαιρναν θεωρητικό χαρακτήρα. Στίς συνομιλίες του μέ τούς μοναχούς ὅμως, γιά νά γίνεται κατανοητός, ἐξέφραζε πολύ ἁπλά τίς ἀπόψεις του σχετίζοντάς τες μέ συγκεκριμένα περιστατικά. «Δέν εἶναι καθόλου ἐκπληκτικό τό ὅτι ὁ μή πνευματικός ἄνθρωπος ρυθμίζει καλύτερα τίς βιοτικές του ὑποθέσεις παρά ὁ πνευματικός. Ὁ πρῶτος -ὁ μή πνευματικός- ἀσχολεῖται μέ αὐτές τίς ὑποθέσεις, ἐνῶ ὁ ἄλλος προσπαθεῖ μέ τόν νοῦ του νά μένει κοντά στόν Θεό». Ὅλα τά ἄλλα ἔρχονται δεύτερα, γι’ αὐτό καί δέν τά ρυθμίζει τόσο καλά. «Αὐτό συμβαίνει πολλές φορές ἀκόμα καί στούς κοσμικούς. Ὁ ἐπιτήδειος ἔμπορος περιγελᾶ τόν μορφωμένο, γιατί δέν ξέρει ἀπό ἐμπόριο, αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἔμπορος εἶναι καί εὐφυέστερος …».
            Ἄς ἀναφέρουμε ἐδῶ μία συνομιλία χαρακτηριστική γιά τόν Γέροντα. Ἀμέσως
μετά τόν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο τοῦ 1914-1918 ἄρχισαν νά ὀργανώνουν στή Μονή τήν ἐκμετάλλευση τοῦ μοναστηριακοῦ δάσους καί ἀγόρασαν ἕνα ἀτμοκίνητο πριονιστήριο», γιά νά ἀξιοποιοῦν τήν ξυλεία τους. Ὁ οἰκονόμος, πατήρ Θ., φύσει ἱκανός καί προικισμένος, ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε ἡ μηχανή καί ἄρχισε νά λειτουργεῖ, ἐνθουσιασμένος ἀπό τήν ἀπόδοσή της, ἄρχισε νά ἐπαινεῖ τήν γερμανική μεγαλοφυΐα (ἡ μηχανή ἦταν γερμανικῆς κατασκευῆς). Ἐξυμνώντας τούς Γερμανούς, μιλοῦσε μέ περιφρόνηση γιά τήν ρωσική ἀμάθεια καί ἀνικανότητα. Ὁ Γέροντας Σιλουανός, πού, ὅταν εἶχε ἐλεύθερο χρόνο ἀπό τήν ἐργασία του στό κατάστημα, πήγαινε νά βοηθήσει στό πριονιστήριο, ἄκουγε σιωπηλός τόν π. Θ. Τό βράδυ, ὅταν οἱ ἐργάτες-μοναχοί κάθισαν στήν τράπεζα νά δειπνήσουν, ρώτησε τόν π. Θ.
- Πάτερ Θ., γιατί οἱ Γερμανοί ξέρουν καλύτερα ἀπό τούς Ρώσους νά κάνουν μηχανές καί ἄλλα πράγματα; Τί νομίζεις;
            Ἀπαντώντας ὁ π. Θ. ἄρχισε καί πάλι νά ἐπαινεῖ τούς Γερμανούς, ὡς ἱκανότερο, ἐξυπνότερο καί πιό προικισμένο λαό, ἐνῶ «ἐμεῖς οἱ Ρῶσοι δέν ἀξίζουμε τίποτα», ἔλεγε.
            Ὁ π. Σιλουανός ἀποκρίθηκε:
- Ἐγώ νομίζω πώς ἡ αἰτία εἶναι τελείως διαφορετική καί ὄχι πώς οἱ Ρῶσοι εἶναι ἀνίκανοι. Οἱ Ρῶσοι ἀφιερώνουν τήν πρώτη τους σκέψη καί τήν πρώτη τους δύναμη στόν Θεό καί λίγο σκέφτονται τά γήινα. Ἄν ὅμως ὁ ρωσικός λαός στρεφόταν μέ ὅλη τή δύναμή του στή γῆ καί ἄρχιζε νά ἀσχολεῖται μόνο μ’ αὐτή, ὅπως κάνουν οἱ ἄλλοι λαοί, τότε γρήγορα θά τούς ξεπερνοῦσε, γι’ αὐτό εἶναι λιγότερο δύσκολο». Ἀπό τό νά κάνεις προσευχή πιό εὔκολο εἶναι νά ἀσχολεῖσαι μέ μηχανές καί μέ σίδερα.
            «Μερικοί ἀπό τούς παρόντες, ὅσοι ἤξεραν ὅτι τίποτε στόν κόσμο δέν εἶναι ἀνώτερο καί δυσκολότερο ἀπό τήν προσευχή, συμφώνησαν μέ τόν Γέροντα.
            Ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἦταν μία ἀπό τίς μεγαλύτερες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶχε πλούσια βιβλιοθήκη, πάνω ἀπό 20.000 τόμους, πολλά ἀρχαῖα χειρόγραφα, ἑλληνικά καί σλαβονικά, πολλά πολύτιμα καί σπάνια βιβλία, κυρίως θεολογικά, ἱστορικά καί ἄλλα ξενόγλωσσα. Στά μεγάλα καί καλά ἐπιπλωμένα δωμάτια τοῦ ξενώνα τῆς Μονῆς ἔμεναν συχνά ἐπισκέπτες, κυρίως ξένοι. Ἡ ἐπικοινωνία μέ αὐτούς εἶχε ἀνατεθεῖ στόν π. Β., ἄνθρωπο μέ θεολογική μόρφωση πού ἤξερε πολλές ξένες γλῶσσες.
            Τό 1932 ἐπισκέφθηκε τήν Μονή ἕνας ρωμαιοκαθολικός διδάκτορας, ὁ Πατήρ Χρ. Μπ. Συζήτησε πολύ μέ τόν π. Β. γιά διάφορα προβλήματα τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί κοντά στά ἄλλα τόν ρώτησε:
- Καί τί βιβλία διαβάζουν οἱ μοναχοί σας;
- Τόν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τόν Ἀββᾶ Δωρόθεο, τόν Θεόδωρο Στουδίτη, τόν Κασσιανό τόν Ρωμαῖο, τόν Ἐφραίμ τόν Σύρο, τόν Βαρσανούφιο καί τόν Ἰωάννη, τόν Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, τόν Ἰσαάκ τόν Σύρο, τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν Νικήτα τόν Στηθάτο, τόν Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, τόν Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν Ἡσύχιο, τόν Διάδοχο, τόν Νεῖλο καί τούς ἄλλους Πατέρες, πού περιλαμβάνονται στήν «Φιλοκαλία», ἀπάντησε ὁ π. Β.
- Διαβάζουν οἱ μοναχοί σας αὐτά τά βιβλία! … Σέ μᾶς μόνο οἱ καθηγητές τά διαβάζουν, εἶπε ὁ διδάκτορας χωρίς νά κρύψει τήν ἔκπληξή του.
- Εἶναι τά μόνιμα βοηθήματα τῶν μοναχῶν μας, ἀπάντησε ὁ π. Β. Διαβάζουν ἐπίσης καί ἄλλα ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί συγγράμματα μεταγενεστέρων συγγραφέων ἀσκητῶν, ὅπως τοῦ Ἐπισκόπου Ἰγνατίου Μπραντζιανίνωφ, τοῦ Ἐπισκόπου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου», πού κι αὐτοί σήμερα εἶναι ἐπίσημα ἀναγνωρισμένοι ὡς Ἅγιοι, «τοῦ Ὁσίου Νείλου Σόρσκυ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης καί ἄλλων.
            Ὁ π. Β. διηγήθηκε αὐτή τήν συζήτηση στόν π. Σιλουανό, τόν ὁποῖο ἐκτιμοῦσε βαθιά. Ὁ Γέροντας ἀπαντώντας παρατήρησε:
- Μπορεῖτε νά πεῖτε στόν διδάκτορα Μπ. πώς οἱ μοναχοί μας ὄχι μόνο διαβάζουν αὐτά τά βιβλία, ἀλλά θά μποροῦσαν νά γράψουν καί οἱ ἴδιοι παρόμοια … Οἱ μοναχοί δέν γράφουν, γιατί ὑπάρχουν ἤδη πολλά ὡραῖα βιβλία καί ἱκανοποιοῦνται μ’ αὐτά. Ἄν ὅμως γιά ὁποιονδήποτε λόγο ἐξαφανίζονταν αὐτά τά βιβλία, τότε οἱ μοναχοί θά ἔγραφαν καινούρια». Τί θέλει νά πεῖ ὁ Ἅγιος; Ὅτι τά ἔχουμε μέσα στήν καρδιά μας αὐτά πού γράφουν τά βιβλία, γιατί τά ζοῦμε. Ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων εἶναι ἡ ἐμπειρία τους καί τήν ἴδια ἐμπειρία ἔχουμε καί ἐμεῖς σήμερα, λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός. Ὁπότε, μποροῦμε κι ἐμεῖς νά γράψουμε τά ἴδια ἤ παρόμοια βιβλία. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι δέν εἶναι μία βιβλιοθήκη γνώσεων ἤ ἕνα  «think tank» πού λέμε σήμερα, νά ἔχουμε μιά δεξαμενή γνώσεων καί νά ἀντλοῦμε... ἀλλά εἶναι μία ἐμπειρία, εἶναι ζωντανό νερό τό ὁποῖο ξεπηδάει ἀπό μέσα μας, ἀπό μέσα ἀπό αὐτούς πού ἔχουν τό Ἁγιοπνευματικό βίωμα. Ὁπότε μποροῦν νά γράψουν καινούρια βιβλία, ἀκόμα κι ἄν χαθοῦν τά παλιά, μέ τό ἴδιο περιεχόμενο πού ἔχουν τά παλιά.
            «Σ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς μακρόχρονης ζωῆς του στόν Ἄθωνα ὁ Γέροντας συναντήθηκε μέ πολλούς μεγάλους ἀσκητές. Μερικοί ἀπό αὐτούς ἤξεραν ἀπό τήν πείρα τους τίς καταστάσεις πού περιγράφουν οἱ μεγάλοι ἀσκητές, ὅπως ὁ Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος καί ἄλλοι, γι’ αὐτό τά λόγια τοῦ Γέροντα μᾶς φαίνονται ἀπόλυτα δικαιολογημένα».

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου