Σελίδες

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

«Ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου»

Δ΄ Διδασκαλία
ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΙΟ ΦΟΒΟ

Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά

«Ἡ ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110 : 10). Καί πάλι λέει: «Ἀρχή καί τέλος εἶναι φόβος τοῦ Θεοῦ» (Παροιμ. 1, 7 : 9, 10 : 22, 4). Ἀρχή ἐννοεῖ τόν ἀρχικό φόβο πού τόν διαδέχεται τέλειος, φόβος τῶνγίων. ἀρχικός λοιπόν φόβος ταιριάζει στό δικό μας πνευματικό ἐπίπεδο. Αὐτός προφυλάσσει τήν ψυχή ἀπό κάθε κακία, ὅπως τό γάνωμα προφυλάσσει τό χάλκωμα. Γιατί λέει: «Μέ τό φόβο τοῦ Κυρίου ξεφεύγει καθένας ἀπό κάθε κακό» (Παροιμ. 15, 27). Ἐάν λοιπόν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό κακό, μέ τό φόβο τῆς τιμωρίας, σάν τό δοῦλο πού φοβᾶται τό ἀφεντικό του, φτάνει σιγά-σιγά νά κάνει τό καλό, καί κάνοντας τό καλό ἀρχίζει λίγο -λίγο νά ἐλπίζει καί σέ κάποια ἀμοιβή τῆς ἐργασίας, ὅπως ἀκριβῶς καί μισθωτός.
Ὅταν λοιπόν ἐπιμείνει στήν ἀποφυγή τοῦ κακοῦ, ὅπως εἴπαμε, ἀπό φόβο σάν τό δοῦλο, καί πάλι, ὅταν συνεχίσει νά κάνει τό καλό μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀμοιβῆς, ὅπως ἀκριβῶς μισθωτός, παραμένοντας, μέ τή Χάρη Θεοῦ, στήν προσπάθεια τοῦ καλοῦ γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα καί προσεγγίζοντας τό Θεό, ἀνάλογα μέ τήν πρόοδό του, γεύεται τελικά τή Θεϊκή παρουσία καί δέν θέλει πιά ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό Θεό. Γιατί «ποιός μπορεῖ πιά νά τόν χωρίσει», ὅπως εἶπε Ἀπόστολος, «ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ»; (Ρωμ. Η΄: 35). Τότε φτάνει στήν κατάσταση τοῦ υἱοῦ καί ἀγαπάει τό καλό γιά τό ἴδιο τό καλό καί φοβᾶται ἐπειδή ἀγαπάει1. Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι μεγάλος καί τέλειος φόβος.


Γι᾿ αὐτό Προφήτης διδάσκοντάς μας τή διαφορά αὐτῶν τῶν φόβων ἔλεγε: «Ἐλᾶτε, παιδιά μου, ἀκοῦστε με, θά σᾶς διδάξω τό φόβο τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμ. 33 : 12). Προσέξτε σέ κάθε λόγο τοῦ Προφήτη, προσέξτε ὅτι κάθε λέξη του ἔχει δύναμη. Πρῶτα-πρῶτα λέει: «Ἐλᾶτε κοντά μου», προσκαλώντας μας στήν ἀρετή. Προσθέτει καί τή λέξη «παιδιά»2. Παιδιά ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι ἐκείνους πού μέ τό λόγο τους μεταμορφώνονται ἀπό τήν κακία στήν ἀρετή, ὅπως λέει Ἀπόστολος: «Παιδιά, πού γιά χάρη σας ξαναδοκιμάζω τίς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, μέχρι νά μορφωθεῖ Χριστός μέσα σας» (Γαλ. Δ΄: 19). Μετά, ἀφοῦ μᾶς προσκάλεσε καί μᾶς παρακίνησε γιά μιά τέτοια μεταμόρφωση, λέει: «Θά σᾶς διδάξω τό φόβο τοῦ Κυρίου». Βλέπετε τήν παρρησία τοῦ Ἁγίου; Ἐμεῖς ὅταν θέλουμε νά ποῦμε κάτι καλό, πάντα λέμε: «Θέλετε νά μιλήσουμε λίγο καί νά ἐμβαθύνουμε στό τί σημαίνει φόβος τοῦ Θεοῦ κάποια ἄλλη ἀρετή»; Ἅγιος ὅμως δέν μίλησε ἔτσι, ἀλλά μέ παρρησία ἔλεγε: «Ἐλᾶτε, παιδιά μου, ἀκοῦστε με, θά σᾶς διδάξω τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος ἄνθρωπος, πού θέλει νά ζήσει, πού ἐπιθυμεῖ νά δεῖ καλές ἡμέρες» (Ψαλμ. 33 : 13). Μετά σάν κάποιος ν᾿ ἀπάντησε: «Ἐγώ θέλω. Μάθε με πῶς νά ζήσω, ὥστε νά δῶ καλές ἡμέρες», τόν διδάσκει λέγοντας: «Σταμάτησε τή γλώσσα σου νά λέει ἀνάρμοστα λόγια καί τά χείλη σου νά μιλᾶνε μέ τρόπο δόλιο» (Ψαλμ. 33 : 14). Νά, ἀμέσως κόβει τήν ἐνέργεια τοῦ κακοῦ μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Τό νά σταματήσεις τή γλώσσα σου νά λέει ἀνάρμοστα λόγια, σημαίνει νά μήν πληγώσεις μέ κάποιο λόγο τή συνείδηση τοῦ πλησίον, νά μήν κακολογήσεις, νά μήν κάνεις κανέναν νά ὀργιστεῖ. Τό δέ «τά χείλη σου νά μή μιλᾶνε μέ τρόπο δόλιο» σημαίνει νά μήν ἐξαπατήσεις τόν πλησίον.
Μετά προσθέτει: «Ἀπομακρύνσου ἀπό τό κακό». Ἀνέφερε πρῶτα μερικές ἁμαρτίες, τήν καταλαλιά, τή δολιότητα, καί συμπλήρωσε γενικά γιά κάθε ἄλλη κακία τό «ἀπομακρύνσου ἀπό τό κακό». Δηλαδή, μ᾿ ἕνα λόγο, ἀπόφυγε κάθε κακό, ἀπομακρύνσου ἀπό κάθε πράγμα πού ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία. Καί δέν εἶπε μόνον αὐτό καί σιώπησε ἀλλά πρόσθεσε: «Κάνε τό καλό».
Γιατί πολλές φορές δέν κάνει κανείς τό κακό, ἀλλ᾿ ὅμως δέν κάνει οὔτε καλό.
Δέν ἀδικεῖ, ὅμως οὔτε καί ἐλεεῖ.
Δέν μισεῖ, ὅμως οὔτε ἀγαπάει.
Καλά λοιπόν εἶπε Προφήτης: «Ἀπομακρύνσου ἀπό τό κακό καί κάνε τό καλό». Ἔτσι μᾶς δείχνει μέ τή σειρά τίς τρεῖς ἐκεῖνες καταστάσεις πού προείπαμε. Μέ τό φόβο δηλαδή τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τήν ψυχή μακριά ἀπό τό κακό καί τήν παροτρύνει νά ἀνυψωθεῖ στό χῶρο τοῦ καλοῦ. Γιατί, ἄν ἀξιωθεῖ ἀπ᾿ αὐτό, μέ φυσικό τρόπο πιά κάνει τό καλό, μέ τήν καθοδήγηση τῶν ἁγίων. Ἀφοῦ εἶπε πολύ καλά αὐτά, στή συνέχεια πρόσθεσε: «Ζήτησε τήν εἰρήνη καί ἐπιδίωξέ την», καί δέν εἶπε: «Ζήτησε» μόνον, ἀλλά «κυνήγησέ την», γιά νά τήν ἀποκτήσεις.
Προσέξτε πολύ αὐτό τό ρητό καί παρατηρῆστε τήν ἀκρίβεια τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἀξιωθεῖ κανείς ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό κακό καί ἀγωνιστεῖ, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά κάνει συνέχεια τό καλό ἀμέσως ἀρχίζουν οἱ ἐχθροί του νά τόν πολεμοῦν. Ἀγωνίζεται λοιπόν, κοπιάζει, συντρίβεται, ὄχι μόνον ἐπειδή φοβᾶται νά μήν ξαναγυρίσει στό κακό, ὅπως εἴπαμε γιά τό δοῦλο, ἀλλά ἐλπίζοντας ὅτι θά πάρει τό μισθό του γιά τό καλό, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μισθωτός. Μέ τό νά πολεμιέται λοιπόν καί νά πολεμάει καί νά κτυπιέται μέ τόν ἐχθρό, κάνει τό καλό, ἀλλά μέ πολλή θλίψη, μέ πολλή συντριβή. Ὅταν λοιπόν πάρει βοήθεια ἀπό τό Θεό καί ἀρχίζει νά συνηθίζει νά κάνει τό καλό, τότε βλέπει τήν ἀνάπαυση, τότε γεύεται προοδευτικά τήν εἰρήνη, τότε αἰσθάνεται ποιά εἶναι ἡ θλίψη τοῦ πολέμου καί ποιά ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη τῆς εἰρήνης. Τότε λοιπόν τή ζητάει, ἀγωνίζεται καί τήν καταδιώκει τρέχοντας γιά νά τήν κερδίσει, γιά νά τήν κατακτήσει τέλεια, γιά νά τήν ἐγκαταστήσει στήν ψυχή του. Ποιός λοιπόν εἶναι πιό μακάριος ἀπό τήν ψυχή ἐκείνη, πού ἀξιώθηκε νά φτάσει σ᾿ αὐτό τό μέτρο; Αὐτός, ὅπως πολλές φορές εἴπαμε, βρίσκεται στήν κατάσταση τοῦ υἱοῦ. Γιατί, πραγματικά, εἶναι μακάριοι αὐτοί πού ἐπιδιώκουν τήν εἰρήνη, «Γιατί αὐτοί θά ὀνομαστοῦν παιδιά τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. Ε΄: 9). Ποιός λοιπόν μπορεῖ νά πείσει πλέον τήν ψυχή ἐκείνη νά κάνει τό καλό γιά κάποιον ἄλλο λόγο, ἐκτός ἀπό τήν ἀπόλαυση αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀγαθοῦ; Ποιός ἄλλος γνωρίζει αὐτή τή χαρά, παρά ἐκεῖνος πού τή γεύτηκε; Τότε αὐτός γνωρίζει, ὅπως πολλές φορές εἴπαμε, τόν τέλειο φόβο.
Ἀκούσαμε λοιπόν ποιός εἶναι ὁ τέλειος φόβος τῶν ἁγίων καί ποιός εἶναι ὁ ἀρχικός φόβος τῆς δικῆς μας καταστάσεως καί ἀπό ποῦ ξεκινάει κανείς καί ποῦ φτάνει μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ.

Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα
καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!



1Κλήμης Ἀλεξ. S. C. 38, 77.

2Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι παράλληλα πρός τό φαινόμενο τῆς βιολογικῆς καί σωματικῆς τεκνογονίας ὑπάρχει καί τό γεγονός τῆς πνευματικῆς γεννήσεως ἀναγεννήσεως, ἀκόμη καί ἔξω ἀπό τό χῶρο τόν ἀπόλυτα χριστιανικό.
Καί ἡ βιολογική καί ἡ Πνευματική γέννηση προϋποθέτουν τούς γονεῖς καί τά τέκνα. Τό ἕνα δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τό ἄλλο.
Μέσα στήν Ἁγ. Γραφή μαρτυρεῖται καί ἡ ἀπόλυτη Πνευματική Πατρότης τοῦ Θεοῦ καί ἡ σχετική πνευματική Πατρότης τῶν μεγάλων μορφῶν (π.χ. Ἀβραάμ, Προφῆτες, Ἀπ. Παῦλος κτλ.).
Ὅπως ἀπό τό φυσικό πατέρα ἄνθρωπος κληρονομεῖ τήν ὑλική ὑπόσταση ἔτσι καί ἀπό τόν πνευματικό πατέρα κληρονομοῦνται οἱ παράγοντες δημιουργίας τοῦ προσώπου «ἐν Χριστῷ»οἱ ὁποῖοι γεννῶνται κατά τό βάπτισμα καί προάγονται μέ τήν μυστηριακή ζωή καί ἀναγεννητική ἀγωγή, πού ἀσκεῖ πνευματικός πατέρας.
σχέση τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι σχέση «προσλήψεως» τῆς προσωπικότητας τοῦ πνευματικοῦ τέκνου καί χειραγωγήσεως αὐτοῦ στά μονοπάτια τῆς Χάριτος, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖον ἐνεργεῖ τήν υἱοθεσίαν μετά τοῦ Πατρόςχάριν τοῦ Ὁποίου δικαιώνεται καί καταξιώνεται κάθε ἄλλη πνευματική πατρότητα (Ἐφεσ. Γ΄: 14-15)διά τοῦ λειτουργοῦ Του.
Ἀρχικά τίτλος τοῦ πνευματικοῦ πατέρα ἀποδόθηκε στούς ἐπισκόπους (Ἰγν. Θεοφ. ΒΕΠΕΣ 2, 272). Ἀργότερα ὅμως χρησιμοποιήθηκε καί γιά κάθε ἄλλο προηγμένο στήν πνευματική ζωή μέ μοναχική καθιέρωση πρόσωπο, κυρίως δέ στούς πατέρες τῆς ἐρήμου γιά τούς ὁποίους χρησιμοποιήθηκε ὅρος Ἀββάς (P.G. 65, 77-440).
Ὅπως χαρακτηριστικά ὁρίζουν οἱ Διαταγές τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων τά πνευματικά τέκνα ὀφείλουν νά τιμοῦν τούς πνευματικούς γεννήτορες, διότι τούς ἀναγέννησαν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», τούς ἔθρεψαν μέ τό λόγο, τούς ἐλευθέρωσαν ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τούς κατέστησαν κοινωνούς καί κληρονόμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δέ νά ἀγαποῦν τά πνευματικά τους τέκνα «θέλοντες καί θερμαίνοντες τῇ σπουδῇ τῆς ἀγάπης, ὡς ὠἀ εἰς περιποίησιν νοσσίων ὡς νοσσία ἀγκαλιζόμενοι εἰς περιποίησιν ὀρνίθων». (ΒΕΠΕΣ 2, 35).
πνευματική πατρότητα εἶναι ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί δέν τήν καταξιώνει οὔτε ἡλικία οὔτε τό ἱερατικό λειτούργημα, οὔτε τό μορφωτικό ἐπίπεδο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ἀλλά εἶναι θεοδίδακτη κατάσταση πού σχετίζεται μέ τήν προσωπική ἁγιότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας (Πρβλ. Καί Βεν. Χριστοφορίδου: πνευματική πατρότης κατά Συμεών τόν Ν. Θεολ. Θεσ/κη 1977).

Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (Ε΄ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σελ. 147-153)
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,
Ἱερά Μ. Τμίου Προδρόμου Καρέα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου