Σελίδες

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

«Ἡ Μέλλουσα Κρίση καί ἡ Αἰώνια Ζωή» Εὐεργετινός, Τόμος 1ος, Ὑπόθεση ε΄- στ΄, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Ἡ Μέλλουσα Κρίση καί ἡ Αἰώνια Ζωή»


Συνεχίζουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ε΄ Ὑπόθεση τοῦ πρώτου τόμου τοῦ Εὐεργετινοῦ πού ἔχει τίτλο «Ὅτι πρέπει πάντοτε νά ἐνθυμούμεθα τόν θάνατον καί τήν μέλλουσαν κρῖσιν· διότι ἐκεῖνοι πού δέν ἀναμένουν διαρκῶς τόν θάνατον καί τήν μέλλουσαν κρῖσιν εὐκόλως κυριεύονται ἀπό τά πάθη»1. Αὐτός εἶναι ὁ τίτλος τῆς Ὑποθέσεως καί εἴχαμε μείνει στό Γεροντικό.
«Ἕνας Γέροντας ἀσκητής εἶπε: ἐάν ἦταν δυνατόν μετά τήν κοινή ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση κατά τήν Δευτέρα Παρουσία νά ἐξέλθουν καί πάλι ἀπό τά σώματα οἱ ψυχές ἀσφαλῶς θά ἀπέθνησκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν φόβο, τή φρίκη καί τήν τρομερά κατάπληξη»2. Κάνει μιά ὑπόθεση ὁ Γέρων ἀσκητής καί λέει, ἔφυγαν οἱ ψυχές μας μιά φορά, ὅταν πεθάναμε. Στήν Δευτέρα Παρουσία θά ἑνωθοῦν πάλι μέ τά σώματα. Ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ξαναβγοῦνε πάλι, τότε λέγει, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά πέθαιναν ἀπό τόν φόβο τους, τή φρίκη τους καί τήν κατάπληξή τους.
«Γιατί πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν τρομάζει κανείς μέχρι θανάτου, ὅταν δεῖ νά σχίζονται οἱ οὐρανοί καί νά φανερώνεται μετ’ ὀργῆς καί ἀγανακτήσεως ὁ Θεός; Πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν τρομάζει κανείς τίς ἀναρίθμητες στρατιές τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων νά κατεβαίνουν μαζί μέ τόν Θεό καί νά συγκεντρώνεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα στό ἴδιο μέρος; Αὐτά λοιπόν ἄς σκεφτόμαστε πάντοτε, αὐτά ἄς ζοῦμε καί ἄς ζοῦμε μέ τή σκέψη ὅτι σ’ ἕναν τέτοιο Κριτή, ἐνώπιον ἑνός τόσο φρικτοῦ δικαστηρίου, πρόκειται νά παρασταθοῦμε καί νά λογοδοτήσουμε γιά τίς πράξεις μας»3. Μᾶς διδάσκουν οἰ Ἅγιοι Πατέρες νά θυμόμαστε τήν Δευτέρα Παρουσία, τήν Κρίση καί φυσικά τό φοβερό αὐτό δικαστήριο καί τήν ἀπόφαση. Τήν λογοδοσία πού θά κάνουμε καί τήν ἀπόφαση πού θά βγεῖ.
«Ἕνας εὐλαβέστατος καί ἐνάρετος ἀδελφός ἦλθεν εἰς τό ὄρος Σινά ἀπό μακρινό μέρος καί ἐγκαταστάθηκε σ’ ἕνα μικρό κελί»4. Τό ὄρος Σινά ξέρουμε ὅτι βρίσκεται εἰς τήν Πετραία Ἀραβία, ἀνήκει γεωγραφικά στήν Ἀσία, πολιτικά ἀνήκει στήν Αἴγυπτο κι ἐκεῖ εἶχαν συρρεύσει ἀπό τούς ἀρχαιοτάτους χρόνους πλῆθος ἀσκητῶν διότι ἀφενός μέν ἐκεῖ ἐδόθησαν οἱ ἐντολές, στό ὄρος Χωρήβ, στόν προφήτη Μωυσῆ καί ὅλο τό ὄρος εἶναι ἁγιασμένο ἀπό τήν Θεοφάνεια πού συνέβη. Καί βεβαίως οἱ ἀσκηταί ἕλκονται ἀπό τέτοια μέρη πού ἔχουν συμβεῖ Θεοφάνειες. Ὑπῆρχαν λοιπόν καί ὑπάρχουν καί σήμερα πολλοί μοναχοί ἐκεῖ. Παλαιότερα ὑπῆρχαν πολλοί περισσότεροι καί ὑπάρχει ἀπό τά χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ μέχρι σήμερα ἡ Μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ἡ ὁποία καί σήμερα ἔχει ὀρθόδοξους μοναχούς καί ὑπάρχουν ἀπό τότε κελιά γύρω-γύρω ἀπό τό μοναστήρι ἀλλά καί σέ μακρινές ἀποστάσεις.

Σ’ ἕνα τέτοιο κελί λέει, ἐγκαταστάθηκε κι ἕνας ἀδελφός καί «τήν πρώτη μέρα τῆς ἐγκαταστάσεώς του βρῆκε ἕνα μικρό ξύλο πάνω στό ὁποῖο εἶχε ἀναγραφεῖ ἀπό τόν ἀδελφό πού ἔμενε κάποτε ἐκεῖ, καί τώρα δέν ὑπῆρχε πλέον, ἡ ἑξῆς φράση: «Μωυσῆς πρός Θεόδωρον, πάρειμι καί μαρτυρῶ». Γράφει δηλαδή ὁ π. Μωυσῆς πρός τόν Θεόδωρο, εἶμαι παρών καί παρακολουθῶ καί μαρτυρῶ. «Αὐτό λοιπόν τό γραμμένο ξύλο ἔφερνε καθημερινά μπρός στά μάτια του καί ἐρωτοῦσε τόν γράψαντα σάν νά παραβρισκότανε μπροστά του στό κελλί: Ἄραγε ἄνθρωπε ποῦ εἶσαι τώρα;», πού γράφεις ἐδῶ πώς εἶσαι παρών καί μαρτυρεῖς; «Γιατί λέγει ὅτι εἶμαι παρών καί παρακολουθῶ. Ἄραγε σέ ποιόν κόσμο ἤ τόπο ὑπάρχεις; Ποῦ εἶναι τώρα τό χέρι πού ἔγραψε αὐτά;… Αὐτό ἔκανε καθημερινῶς»5 καί ἔτσι θυμόταν καθημερινά τόν θάνατο. Διήρχετο ἔτσι τή ζωή του καί κρατοῦσε τόν ἑαυτό του μ’ αὐτή τήν πνευματική ἐργασία σέ ἐγρήγορση πνευματική. Εἶχε μέσω τῆς ἐργασίας μνήμη θανάτου καί φυσικά καί μνήμη τῆς φοβερᾶς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου καί τῆς Κρίσεως.
«Ὁ ἀδελφός αὐτός εἶχε ὡς ἐργόχειρο τήν καλλιγραφία». Τότε τά βιβλία ἦσαν χειρόγραφα καί κόστιζαν μιά ὁλόκληρη περιουσία, γιατί δέν ἦταν εὔκολο νά γράψεις μέ τό χέρι ἕνα βιβλίο! Καί ὑπῆρχε ἐπάγγελμα καλλιγράφος. «Πρός τόν σκοπό αὐτό ἔλαβε ἀπό τούς διάφορους μοναχούς τῆς περιοχῆς τεμάχια χάρτου μέ τήν παραγγελία ν’ ἀναγράψει σ’ αὐτά διάφορα θέματα κατ’ ἀντιγραφή ἀπό ἄλλα κείμενα». Εἶχε πάρει παραγγελίες ἀπό πατέρες. «Κοιμήθηκε ὅμως χωρίς νά γράψει τίποτε γιά κανέναν. Αὐτό μόνο ἔγραψε στά χαρτιά τοῦ καθενός «κύριοί μου καί ἀδελφοί μου, νά μέ συγχωρήσετε διότι μέ ἀπασχολοῦσε μιά μικρή ἐργασία μέ κάποιον καί γι’ αὐτό δέν εὐκαίρησα νά σᾶς γράψω αὐτά πού θέλετε»6. Ἡ μικρή ἐργασία ἦταν ἀκριβῶς αὐτή ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, τῆς κρίσεως καί τῆς μέλλουσας ζωῆς. Ἦταν τόσο ἀπορροφημένος πού δέν βρῆκε χρόνο γιά νά κάνει τό ἐργόχειρό του.
«Ἕνας Γέροντας ἐπισκέφθηκε ἕναν ἀσκητή πού παρέμενε στή Ραϊθώ καί τοῦ λέει, πάτερ ὁσάκις ἀποστέλλω τόν ὑποτακτικό μου σέ μία ὑπηρεσία στενοχωριέμαι», ὅσες φορές στέλνω τόν μαθητή μου ἐκτός κελιοῦ. «Ἡ στενοχώρια μου πάλι αὐξάνει, ὅταν ὁ ὑποτακτικός ἀργεῖ νά ἐπιστρέψει. Καί τοῦ ἀπάντησε ὁ ἄλλος ἀσκητής: ὅταν ἐγώ στέλνω τόν διακονητή μου σέ μιά ὑπηρεσία, κάθομαι κοντά στήν πόρτα καί βλέπω στόν δρόμο. Ὅταν δέ ὁ λογισμός μου μέ βάζει σέ ἀνησυχία καί λέει «ἄραγε πότε θά ’ρθει ὁ ἀδελφός;», ἀπαντῶ ὡς ἑξῆς στόν λογισμό μου, ἐάν μέ προλάβει ἕνας ἄλλος ἀδελφός γιά νά μέ ὁδηγήσει πρός τόν Κύριο; Δηλαδή ὁ ἄγγελος Κυρίου; Τότε τί θά γίνει; Εἶμαι ἄραγε ἕτοιμος γιά τή συνάντηση αὐτή; Ἔτσι κάθομαι κάθε μέρα καί παρακολουθῶ τήν θύρα κλαίγοντας γιά τίς ἁμαρτίες μου καί φροντίζοντας γιά τή διόρθωσή μου. Ἐνῶ δέ κλαίω, λέω στόν ἑαυτό μου: ἄραγε ποιός ἀδελφός θά προλάβει καί θά ’ρθει νωρίτερα; Ὁ ἐπίγειος ἤ ὁ οὐράνιος; Δηλαδή ὁ ὑποτακτικός μου ἤ ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου; Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτά ὁ ἐπισκέπτης τοῦ ἀσκητοῦ, κατενύγη, καί ἀνεχώρησε. Καί ἀπό τότε ἐφάρμοσε στή ζωή του κι αὐτός τήν ἐργασία τοῦ ἀσκητοῦ»7. Βλέπουμε ἐδῶ μία πνευματική ἀξιοποίηση ἑνός γεγονότος. Καί μία ἄλλη κοσμική -ἄς ποῦμε- ἀπό τόν ἄλλον ἀδελφό… ἔμπαινε σέ ἀγωνία, σέ ἄγχος.. ἄραγε μήπως ἔπαθε κάτι;.. γιατί ἄργησε;.. κ.λ.π. Ἐνῶ ὁ ἄλλος μοναχός, πού ἦταν πιό προοδευμένος, ἔλεγε, ἄραγε θά ἔλθει πρῶτα ὁ ἄγγελος ἤ αὐτός ὁ ἀδελφός; Ἄς ἑτοιμάζομαι ἐγώ, μή τυχόν καί ἔρθει πρῶτος ὁ ἄγγελος, νά εἶμαι ἕτοιμος ν’ ἀναχωρήσω. Φυσικά ὄχι ὅτι ἀδιαφοροῦσε γιά τόν μαθητή του, τόν διακονητή του, ἀλλά τόν ἄφηνε στόν Θεό, κατά τό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»8.
«Ἕνας ἄλλος Γέροντας ζοῦσε στά μέρη τῆς Ραϊθῶ. Αὐτός πάλι καταγινόταν στήν ἑξῆς ἐργασία μέ τήν ὁποία ὑπενθύμιζε στόν ἑαυτό του τό τέλος του. Καθόταν πάντοτε σκεπτικός στό κελί του καί τό βλέμμα του ἦταν κατεβασμένο πρός τή γῆ. Ἐν τῶ μεταξύ κουνοῦσε συνεχῶς τό κεφάλι του καί ἔλεγε ἀναστενάζοντας: ἄραγε τί θά γίνει μέ μένα; Ἐσώπαινε πρός στιγμήν καί ἡσύχαζε, γιά νά ἀρχίσει καί πάλι ἀμέσως τό ἴδιο πράμγα καί νά πεῖ τίς ἴδιες λέξεις. Συγχρόνως ἔκανε καί τό ἐργόχειρό του πλέκων τό σκοινί. Μέ τόν τρόπο αὐτό διῆλθε τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς του φροντίζοντας νά εἶναι ἕτοιμος κατά τή στιγμή τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα»9. Εἶχε διαρκή μνήμη θανάτου μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Ἄραγε τί θά γίνει μέ μένα;… Ποῦ θά πάω; Ὅλο αὐτό τόν ἀπασχολοῦσε καί φυσικά ἔλεγε μέσα του τό Κύριε ἐλέησον, Κύριε συγχώρεσέ με. Διατελοῦσε σέ συνεχή νήψη καί προσευχή. Αὐτό εἶναι πού θά πρέπει κι ἐμᾶς νά μᾶς ἀπασχολεῖ:
- Ἄραγε τί θά γίνει μέ μᾶς; Τί θά γίνει ἡ ψυχή μας; Θά σωθοῦμε; Ἄραγε ἔχουμε ἐργαστεῖ ὅσο πρέπει; Ἔχουμε μετανοήσει ὅσο πρέπει; Θυμόμαστε ὅσο πρέπει τήν Κρίση; Τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Τήν Ἀνάσταστη τῶν νεκρῶν; Τήν ἔξοδό μας;
Αὐτά εἶναι πολύ ὠφέλιμα νά τά θυμόμαστε. Βλέπετε φαινομενικά αὐτά, ὅταν τά θυμᾶται ὁ ἄνθρωπος, φέρνουν μία λύπη, ἀλλά εἶναι πηγή χαρᾶς. Γιατί; Γιατί ὁδηγοῦν στήν κατάνυξη. Ὅλοι αὐτοί οἱ γέροντες, πού διαβάσαμε τώρα, ἐνθυμούμενοι τόν θάνατο καί τό δικαστήριο τό μεγάλο τοῦ Θεοῦ, πού θά ἀκολουθήσει μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἐρχόντουσαν σέ κατάνυξη, δηλαδή σέ μετάνοια, εἶχαν δάκρυα, ζητοῦσαν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί αὐτό τούς ἔκανε μακαρίους καί χαρούμενους κατά τό «μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται»10. Αὐτή ἡ φαινομενική λύπη πού ἔχει ὁ πιστός, ὁ χριστιανός, γιατί θυμᾶται τήν Κρίση, θυμᾶται τίς ἁμαρτίες του, θυμᾶται τήν αἰώνια κόλαση κ.λ.π. τελικά εἶναι πηγή χαρᾶς. Καί ἐνῶ ὁ κόσμος νομίζει ὅτι ὁ χριστιανός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος λυπημένος, ἡ πραγματικότητα εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Ὁ χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τή χαρμολύπη, δηλαδή τή λύπη γιά τίς ἁμαρτίες του ἀλλά καί τή χαρά πού πηγάζει ἀπό τή μετάνοια. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ὁ κοσμικός, πού φαίνεται ὅτι εἶναι χαρούμενος, ἐπειδή δέν ἔχει μετάνοια, δέν ἔχει ἑπομένως καθαρότητα καί δέν ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα πού εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς, ζεῖ μέσα στή μελαγχολία καί μέσα στήν κατάθλιψη, ὅσο κι ἄν φαίνεται ἐξωτερικά ὅτι εἶναι χαρούμενος. Προσπαθεῖ πάρα πολύ νά δείχνει ἐξωτερικά ὅτι εἶναι εὐτυχισμένος. Ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀντίστροφη κατάσταση στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου καί στούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανός ζεῖ φαινομενικά λυπημένος, ἀλλά εἶναι πραγματικά χαρούμενος καί εἰρηνικός μέ τή χαρμολύπη, ἐνῶ ὁ κοσμικός ζεῖ φαινομενικά χαρούμενος, ἀλλά οὐσιαστικά καταλυπημένος, μελαγχολικός καί καταθλιπτικός.
Περνᾶμε στήν ἕκτη ὑπόθεση, ἡ ὁποία εἶναι σχετική καί μᾶς λέει τά ἑξῆς ὁ τίτλος τῆς ὑπόθεσης: «Ἡ χαρά στούς οὐρανούς εἶναι ἀνέκφραστη, ὅπως καί ἡ δόξα, πού ἀναμένει -περιμένει- τούς Ἁγίους, γι΄ αὐτό πρέπει νά ἐπιθυμοῦμε μέ ὅλη μας τήν ψυχή τήν ἐπουράνια χαρά καί τή δόξα τῶν Ἁγίων. Ἀπό ὅσα ὑπάρχουν ἤ ἀπό ὅσα πράττουμε ἐμεῖς, τίποτε δέν εἶναι ἀντάξιο τῆς χαρᾶς καί τῆς δόξης ἐκείνης»11.
Ἀρχίζουμε μέ τό πρῶτο κείμενο πού εἶναι ἀπό τόν βίο τῆς Ἁγίας Συγκλητικῆς. Θά μᾶς μιλήσει σ’ αὐτή τήν ὑπόθεση ὁ Εὐεργετινός γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν χαρά πού ὑπάρχει ἐκεῖ καί γιά τή δόξα τήν ἀνέκφραστη τήν ὁποία περιβάλλονται ὅσοι θά ἀξιωθοῦν νά μποῦνε στή Βασιλεία.
«Ἡ μακαρία Συγκλητική», σπουδαία, καί ἀσκήτρια, ἀλλά καί μέ πολύ ὡραῖο λόγο, «ἔλεγε, ὅτι σ’ αὐτή τή γῆ βρισκόμαστε σάν νά εἴμαστε μέσα σέ μιά δεύτερη μητρική κοιλία». Εἶναι σάν νά εἴμαστε μέσα σέ μιά κοιλία μητρική ὅσο ζοῦμε σ’ αὐτή τή γῆ. «Ὅταν βρισκόμαστε μέσα στήν κοιλία τῆς μητρός μας δέν ζούσαμε ὅπως ζοῦμε μετά τή γέννησή μας, οὔτε τίς στερεές τροφές πού τώρα ἀπολαμβάνουμε τρώγαμε τότε κατά τήν ἐμβρυακή μας περίοδο, ἀλλά οὔτε καί μέσα στήν κοιλία τῆς μητρός μας μπορούσαμε νά ἐνεργοῦμε ὅπως τώρα», νά κινούμαστε, νά δραστηριοποιούμαστε, νά κάνουμε αὐτά πού κάνει ἔνας ἄνθρωπος «καί τοῦτο διότι, ὡς γνωστό, στήν μητρική κοιλία ἤμαστε μακράν τοῦ ἡλιακοῦ φωτός καί καμία ἀνταύγεια δέν μᾶς πλησίαζε ἐκεῖ. Ἐν γένει, ὑστερούμαστε ἀπό πολλά ἐπίγεια ἀγαθά τά ὁποῖα φέρνουν καί κάποια ἀπόλαυση. Ἔτσι ζῶντας σ’ αὐτόν τόν παρόντα κόσμο», ἀκριβῶς τό ἴδιο εἶναι, λέει ἡ Ἁγία, «δέν μποροῦμε νά ἀπολαύσουμε ὁρισμένα μεγάλα καί ἀξιοθαύμαστα ἀγαθά πού βρίσκονται ἀποκλειστικά καί μόνο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν»12, γιατί εἶναι τέτοιες οἱ συνθῆκες, ἐκ τῶν πραγμάτων. Ὅπως τό ἔμβρυο δέν μπορεῖ ν’ ἀπολαύσει αὐτά πού ἀπολαμβάνει ἕνας ὁ ὁποῖος ἔχει γεννηθεῖ, ἔχει βγεῖ ἀπό τήν κοιλία τῆς μητέρας του καί ἔχει μεγαλώσει, ἔτσι καί ἕνας πού ζεῖ σ’ αὐτόν τόν κόσμο δέν μπορεῖ νά μετέχει σέ κάποια ἀπό τά θαυμαστά ἀγαθά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἤ τά βλέπει «δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»13, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Πολύ-πολύ λίγο τά βλέπει καί τά αἰσθάνεται.
«Ἐφόσον λοιπόν γνωρίσαμε λεπτομερῶς τήν παροῦσα ζωή, εἶναι πλέον καιρός νά ἐπιθυμήσουμε καί τά οὐράνια». Φτάνει, σάν νά λέει ἡ Ἁγία, τόσα πού ζήσαμε ἐδῶ, νά προσπαθήσουμε νά ζήσουμε τά οὐράνια. «Δοκιμάσαμε τίς ἐπίγειες τροφές, ἄς ὀρεχθοῦμε», ἄς μᾶς κάνει ὄρεξη, ἄς ἐπιθυμήσουμε «τίς θεῖες» τροφές. «Χορτάσαμε τό προσωρινό ἡλιακό φῶς, ἄς ποθήσουμε τώρα τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἄς συγκλονιστοῦμε ἀπό τήν ἰσχυρή νοσταλγία τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ καί ἄς ποθήσουμε νά τή δοῦμε σάν μητέρα μας καί πατρίδα»14. Ποθοῦνε οἱ ἄνθρωποι τήν τάδε πόλη, νά πᾶνε στό τάδε κράτος κ.λ.π.
- Τήν οὐράνια Ἱερουσαλήμ ποθεῖς νά πᾶς νά τή δεῖς;
Αὐτό εἶναι πού πρέπει νά νοσταλγήσουμε. «Τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας ἄς τόν διανύσουμε κατευθυνόμενοι ἀπό τίς ἐλπίδες τῆς ἐπουρανίου μακαριότητας γιά νά δυνηθοῦμε ἔτσι νά ἀπολαύσουμε καί τά αἰώνια ἀγαθά»15. Νά ζοῦμε μέ τήν ἐλπίδα τῆς οὐράνιας χαρᾶς πού μᾶς περιμένει στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
«Ὅπως ἀκριβῶς τά βρέφη διαμορφώθηκαν λίγο μέσα στή μήτρα ἀπό ἀτελέστερη τροφή καί ζωή, καί ἔτσι τέλειοι πλέον ὀργανισμοί μεταπηδοῦν σέ τελειότερη ζωή καί ἀπολαμβάνουν ἐκλεκτότερη δίαιτα, ἔτσι καί οἱ δίκαιοι, ἀφοῦ τελειοποιήθηκαν μέ τόν τρόπο πού πολιτεύτηκαν σ’ αὐτόν τόν κόσμο, μεταβαίνουν στήν οὐράνια πολιτεία, προχωρώντας, σύμφωνα μέ τό γεγραμμένο, «ἀπό δυνάμεως εἰς δύναμιν»16»17. Ὑπάρχει δηλαδή ἡ ζωή αὐτή, ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη ζωή. Αὐτή ἡ ζωή εἶναι ἕνα προστάδιο, ὅπου κανείς ὡριμάζει πνευματικά γιά νά γίνει ἔτσι ἱκανός νά μετέχει καί στήν στερεότερη τροφή, στά ἐπουράνια ἀγαθά. Ὁ χρόνος καί ἡ παραμονή μας ἑπομένως στή ζωή, πρέπει νά ἀξιοποιηθεῖ σ’ αὐτή τήν κατεύθυνση τῆς ὡριμάνσεως τῆς πνευματικῆς. Τήν γέννηση στήν πνευματική ζωή μᾶς τή χαρίζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό ἅγιο Βάπτισμα. Τήν δύναμη τῆς κίνησης τῆς πνευματικῆς μᾶς τή δίνει πάλι μέ τό ἅγιο Χρίσμα, παίρνουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν τροφή τήν πνευματική μᾶς τή δίνει μέ τή Θεία Εὐχαριστία, μέ τή Θεία Κοινωνία. Ἑπομένως, δέν λείπει τίποτε παρά μόνο ἡ δική μας ἡ συγκατάθεση, ἡ δική μας βούληση εἰς τήν προκοπή τήν πνευματική μέχρι νά φτάσουμε «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»18, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, δηλαδή μέχρι νά ὡριμάσουμε πνευματικά καί νά μεταβοῦμε ἀπό δόξης εἰς δόξα καί στήν ἄλλη ζωή ἐκτυπώτερον -καθαρότερα- νά ἀπολαύσουμε τόν Νυμφίο τῶν ψυχῶν μας, τόν Κύριο.
«Τό ἀντίθετο συμβαίνει μέ τούς ἁμαρτωλούς. Αὐτοί μοιάζουν μέ τά ἔμβρυα, πού συνελήφθησαν μέν κανονικά στήν μήτρα, πέθαναν ὅμως πρίν γεννηθοῦν, πορευόμενα τοιουτοτρόπως ἀπό τό ἕνα σκότος στό ἄλλο». Ἔτσι εἶναι ὅταν κανείς ζεῖ σ’ αὐτή τή ζωή ἀμετανόητος, ἁμαρτωλός, χωρίς νά μετανοεῖ. Αὐτός εἶναι σάν τό νεκρό βρέφος μέσα στήν κοιλία τῆς μητέρας του. «Ἀκριβῶς λοιπόν οἱ ἁμαρτωλοί εὑρισκόμενοι στή γῆ, περνοῦν τή ζωή τους μέσα στήν πολυμέριμνη προσπάθεια τῶν γηίνων». Γεμάτη μέριμνες ἡ ζωή τους, γεμάτη ἄγχη, γεμάτη φροντίδες ἀνούσιες, ἀγωνίες γιά τό τίποτα. «Αἰχμαλωτιζόμενοι κυριολεκτικῶς ἀπό τό σκότος τῶν ἐπιγείων μεριμνῶν»19. Ἐνῶ βλέπετε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τί λέει; «Πᾶσαν νῦν βιωτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν ὡς τόν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι»20, ἔτσι ὥστε νά ὑποδεχτοῦμε τόν Βασιλέα τῶν ὅλων. Πρέπει νά ἀποβάλλουμε κάθε βιοτική μέριμνα. Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος ὄχι μόνο δέν ἀποβάλλει, ἀγαπάει τίς μέριμνες καί ζεῖ μία πολυμέριμνη ζωή.
Αὐτοί λοιπόν οἱ κοσμικοί ζοῦνε σέ μία κατάσταση συνεχοῦς ἄγχους καί πολλῶν μεριμνῶν καί «ὅταν ἀποθάνουν χωρίς νά συνοδεύονται ἀπό τούς θησαυρούς τῶν καλῶν ἔργων καί τῆς μετανοίας ὁδηγοῦνται βιαίως στούς σκοτεινοτέρους καί ταρταρώδεις τόπους τῶν κολάσεων»21. Ὁδηγοῦνται στή κόλαση. Ἄθλια ζωή, ἀθλιότερο τέλος.
«Ἐκ τῶν ἀνωτέρω λοιπόν συμπεραίνουμε ὅτι τρεῖς φορές γεννιόμαστε, κατά τό διάστημα τοῦ βίου μας. Μία καί ἀνεπανάληπτη φορά ἀπό τή μητέρα μας». Μία καί μοναδική φορά ἀπό τή μητέρα μας. «Στήν περίπτωση αὐτή ἀπό γῆ προερχόμαστε καί στή γῆ πορευόμαστε». Εἶναι ἡ βιολογική γέννηση, ἡ -θά λέγαμε- ἀπό χῶμα δημιουργία μας ἀπό τό σῶμα τῆς μητέρας καί τοῦ πατέρα. Αὐτός πού γεννιέται ἔτσι σαρκικά καταλήγει στή γῆ. Μᾶς γεννάει ἡ μητέρα μας κατά σάρκα. «Ὑπάρχουν ὅμως καί δύο ἄλλες γεννήσεις, οἱ ὁποῖες δέν καταλήγουν στήν γῆ, καί διαμέσου αὐτῶν μετατιθέμεθα ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀπ’ αὐτές ἡ μία γέννησις εἶναι τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται μέ τό ἅγιο βάπτισμα καί τήν ὀνομάζουμε πραγματικά «παλιγγενεσία». Πάλιν-γένεσις, καινούρια γέννησις, πνευματική γέννησις, ἡ ὁποία εἶναι τό ἅγιο βάπτισμα. Ξαναγεννιέται, ἀναγεννιέται πραγματικά ὁ ἄνθρωπος ὅταν βαφτίζεται καί παίρνει τήν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὅταν χρίεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη γέννησις, μετά τή γέννηση, ἡ ὁποία δέν καταλήγει στή γῆ ἀλλά στόν οὐρανό. «Ἡ δευτέρα πάλι γέννηση ἐπιτυγχάνεται μέ τήν μετάνοια καί τήν πράξη -τήν ἐξάσκηση- τῶν κόπων γιά τόν Χριστό καί τῶν καλῶν ἔργων γιά τόν Χριστό, στήν ὁποία καί ἐμεῖς τώρα σταθήκαμε»22.
Κι ἄν θέλετε νά βάλουμε καί μιά τρίτη γέννηση πού πάει στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ θάνατος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει κατά Θεόν, κοιμᾶται, καί ἡ κοίμησίς του εἶναι γιορτή. Ὅπως ἔχουμε τίς γιορτές τῶν Ἁγίων. Καθημερινά γιορτάζουμε τήν κοίμηση τῶν Ἁγίων, γιατί εἶναι ἡ γέννησή τους στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτά λοιπόν μᾶς διδάσκει ἡ μακαρία Συγκλητική πολύ παραστατικά. Στή ζωή αὐτή εἴμαστε σάν τά ἔμβρυα, γι’ αὐτό καί δέν μποροῦμε νά ἀπολαύσουμε καί νά χαροῦμε πολλά ἀπό τά πνευματικά ἀγαθά, λόγω τοῦ ὅτι εἴμαστε σέ ἕναν κάποιο περιορισμό. Ἡ παροῦσα ζωή δέν μᾶς δίνει τήν δυνατότητα τῆς ἄνετης προσέγγισης τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναχωρήσει ἀπό τό σῶμα, τότε πολύ περισσότερο ἀπολαμβάνει, ὅταν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Μία, ἄς ποῦμε, πρώτη γεύση γίνεται τήν ὥρα τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ στό μεταίχμιο πού βγαίνει ἡ ψυχή, ἀρχίζει νά βλέπει ἡ ψυχή τόν πνευματικό κόσμο. Ἀντίστοιχα, ἄν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ βλέπει τά ἀγαθά, τά οὐράνια, τούς ἀγγέλους καί χαίρεται, φεύγει χαρούμενη, καί ὅταν εἶναι ἀτακτοποίητη, ἀμετανόητη, βλέπει δυστυχῶς τούς δαίμονες καί ταράζεται καί ἔχουμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις πού λέει, δέν βγαίνει ἡ ψυχή τους, δέν θέλουν, τρέμουν, γιατί βλέπουν τήν φρικώδη παρουσία τῶν δαιμονικῶν ὄντων. Κατά τά ἔργα τους θά ἀπολαύσουν καί οἱ μέν καί οἱ δέ. Οἱ μέν θά ἀπολαύσουν τήν αἰώνια χαρά, οἱ δέ θά βασανίζοναι.
«Στό Γεροντικό: εἶπε γέρων· μή θαυμάσεις εἰ ἄνθρωπος ὤν, ἄγγελος γενέσθαι δυνήση». Μήν ἀπορεῖς λέει, πῶς εἶναι δυνατόν, ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος, νά μπορέσεις νά γίνεις ἄγγελος, «γιατί βρίσκεται ἐνώπιόν μας γιά νά μπορέσουμε νά τήν ἀπολαύσουμε δόξα ἴση μέ τήν δόξα τῶν ἀγγέλων καί αὐτή τήν δόξα τήν ὑπόσχεται ὁ ἀγωνοθέτης στούς ἀγωνιζομένους»23. Δέν θά τό κάνεις ἐσύ, ὁ Θεός τό κάνει. Ἐσύ ὅμως νά τό ἁρπάξεις, νά τό ἐπιθυμήσεις, νά τό ποθήσεις, νά τό ζητήσεις, νά γίνεις ἐπίγειος ἄγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος.
«Ὁ ἀββάς Ὑπερέχιος εἶπε ὅτι ἡ ἐνθύμησή σου πρέπει νά εἶναι συνεχῶς στή Βασισιλεία τῶν οὐρανῶν». Πάντοτε νά σκέπτεσαι δηλαδή τόν Παράδεισο, τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, «ὁπότε γρήγορα καί ἀσφαλῶς θά τήν κληρονομήσεις»24, γιατί ὅταν εἶναι ἡ σκέψη σου ἐκεῖ, θά φροντίσεις ὥστε καί οἱ πράξεις σου νά εἶναι τέτοιες πού νά σέ πᾶνε ἐκεῖ πού ἐπιθυμεῖς νά πᾶς.
«Κάποτε μερικοί ἀδελφοί παρακαλοῦσαν ἕναν γέροντα νά σταματήσει τούς μεγάλους κόπους στούς ὁποίους ὑπεβάλλετο». Γέροντα, φτάνει πιά... τόσα χρόνια κουράζεσαι, κάνεις ἄσκηση, νηστεύεις, κακοπαθεῖς... σταμάτα καί λίγο! «Καί ὁ γέροντας τούς ἀπάντησε: τέκνα μου, -παιδιά μου- σᾶς διαβεβαιώνω, πώς ὁ Ἀβραάμ ἀσφαλῶς θά μετανοήσει ὅταν θά δεῖ τόν πλοῦτο τῶν ἐπουρανίων δωρεῶν, γιατί δέν ἀγωνίστηκε περισσότερο ὅταν ζοῦσε»25. Ὁ Ἀβραάμ ἔζησε πολλά περισσότερα χρόνια ἀπό μᾶς, καί πάλι λέει ὁ Ἅγιος αὐτός, θά μετανοήσει γιατί δέν ἐργάστηκε περισσότερο. Καί αὐτό τό βλέπουμε καί στήν συνομιλία τοῦ Ἁγίου Παϊσίου μέ τήν Ἁγία Εὐφημία. Ὅταν τή ρώτησε ὁ Ἅγιος πῶς μπόρεσες νά ἀντέξεις τόσα μαρτύρια, εἶπε ὅτι ἄν γνώριζα τί δόξα μέ περιμένει στόν οὐρανό, θά ἤθελα νά περάσω πολύ-πολύ περισσότερα. Ἀλλά βλέπετε, οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε φίλαυτοι, εἴμαστε δειλοί καί μένουμε στά λίγα, καί δέν δινόμαστε ἔτσι μέ μία ἀνδροπρέπεια, μέ ἕνα ὁλοκληρωτικό δόσιμο στόν Χριστό.
«Τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ: ἀδελφοί ἡ δόξα τήν ὁποία πρόκειται νά ἀπολαύσουν οἱ Ἅγιοι εἶναι μεγάλη καί ἀκατάληπτη. Ἐνῶ ἡ δόξα τοῦ ἐπίγειου αὐτοῦ βίου μοιάζει πρός τό ἄνθος», πρός τό λουλούδι, «τοῦ ὁποίου ἡ ὡραιότητα σύντομα παρέρχεται». Ἡ δόξα αὐτῆς τῆς ζωῆς μοιάζει μέ τά τρυφερά χόρτα, τά ὁποῖα πολύ γρήγορα κι αὐτά ξηραίνονται. «Βλέπουμε στήν ἱστορία ὅτι πολλοί τύραννοι καί βασιλεῖς κυρίευσαν ἀπέραντες χῶρες καί πολλές πόλεις καί ἐντός ὀλίγου αὐτοί οἱ νικηταί ἐξαφανίσθηκαν σάν νά μήν ὑπῆρξαν ποτέ»26. Ποῦ εἶναι ὁ μέγας Ναπολέων; Ποῦ εἶναι ὁ Στάλιν; Ὁ Χίτλερ; Ὁ Διοκλητιανός; Ὅλοι αὐτοί οἱ ὑποτιθέμενοι μεγάλοι πού κυριαρχοῦσαν στόν κόσμο καί τούς ἔτρεμαν οἱ ἄνθρωποι. Πολύ γρήγορα ἐξαφανίστηκαν.
«Καί πόσοι ἀπό αὐτούς τούς βασιλεῖς πού κατεξουσίασαν ἔθνη πολλά, άνήγειραν γιά νά ἀποθανατίσουν τό ὄνομά τους εἰκόνες καί ἀναμνηστικές στῆλες, νομίζοντας ὅτι μέ αὐτά θά γίνουν ὀνομαστοί!»27. Ἄν εἶναι δυνατόν! Δυστυχῶς αὐτό τό πράγμα μπαίνει τώρα καί μέσα στήν Ἐκκλησία καί φτιάχνουν μερικοί ἀρχιερεῖς στίς ἁγιογραφίες καί τόν ἑαυτό τους, ἐνῶ εἶναι ἀκόμα ζῶντες. Μά αὐτό τί εἶναι; Μιά προσπάθεια ὑστεροφημίας.
- Νομίζεις ὅτι ἔτσι θά γίνεις μεγάλος; Ἔτσι θά μείνει τό ὄνομά σου;
Τό ὄνομά σου καί ἡ προσωπικότητά σου θά μείνει πρός ἀποφυγή, ὄχι πρός μίμηση. Γιατί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος σημαίνει πώς εἶναι κενόδοξος, ὅτι εἶναι ἐγωιστής, ὅτι εἶναι ὑπερήφανος. Ἔτσι καί τότε φτιάχνανε στῆλες, φτιάχνανε τά ἀγάλματά τους οἱ αὐτοκράτορες καί ἀπαιτοῦσαν προσκύνηση, νά πηγαίνει ὁ λαός καί νά προσκυνεῖ τό ἄγαλμα τοῦ αὐτοκράτορα καί νά προσφέρει θυσία στό ἄγαλμα. Καί ὅποιος δέν τό ἔκανε, θεωρεῖτο παράνομος, ἀντάρτης καί ἐπαναστάτης. Γι’ αὐτό καί οἱ χριστιανοί πού δέν τό ἔκαναν, γιατί φυσικά αὐτό εἶναι εἰδωλολατρία, καταδιώκοντο ἀπό τή ρωμαϊκή ἐξουσία.
Παρόλα τά ἀγάλματα ὅμως καί ὅλα αὐτά, «μετά τόν θάνατό τους κατέλαβαν ἄλλοι τήν ἐξουσία, οἱ ὁποῖοι καί κατέστρεψαν τίς ἀναμνηστικές εἰκόνες καί συνέτριψαν τά άγάλματά τους». Βλέπουμε εἰκόνες τώρα ἀπό τή Ρωσία πού κατεβάζουν τά ἀγάλματα τοῦ Λένιν, τοῦ Στάλιν καί τῶν διαφόρων αὐτῶν μεγάλων, πού γιά τήν ἐποχή τους ἦταν φοβεροί καί τρομεροί! Καί τώρα βλέπεις ἕναν γερανό νά τό κατεβάζει... «Μερικοί μάλιστα ἀπό αὐτούς τούς ἐπιδρομεῖς ἐξαφάνισαν τά πρόσωπα τῶν προκατόχων βασιλέων καί ἀποτύπωσαν πάνω στίς ἀναμνηστικές στῆλες τή δική τους μορφή». Ἔβγαλαν τόν προκάτοχο καί ἔβαλαν τό δικό τους πρόσωπο. «Ἀλλά κι αὐτῶν τῶν ἐπιδρομέων τά ἔργα κατελήφθησαν ἀπό ἄλλους»28. Ἦρθαν οἱ ἑπόμενοι τούς ἔβγαλαν κι αὐτούς... Μιά ματαιότητα! Γι’ αὐτό ξέρετε ὑπῆρχαν καί κάποια ἀγάλματα τά ὁποῖα δέν εἶχαν κεφάλι, ὑπῆρχε μόνο ὁ κορμός ἄς ποῦμε καί ἔβαζαν πάνω ὅποιο κεφάλι θέλανε! Ἀνάλογα μέ τό ποιός θά ἦταν ὁ ἐπισκέπτης τους... Σέ μιά πόλη ἐρχόταν ἕνας αὐτοκράτορας ἔβαζαν πάνω στό ἀκέφαλο ἄγαλμα τό κεφάλι αὐτοῦ, μετά τό κατέβαζαν αὐτό τό κεφάλι καί ἔβαζαν τό ἑπόμενο.. Αὐτή εἶναι ἡ ματαιότης τοῦ κόσμου.
«Ἄλλοι πάλι κατασκεύασαν γιά τούς ἑαυτούς τους περίφημους τάφους καί περίβλεπτους, καί ἀνέγραψαν πάνω στούς τάφους τά ὀνόματά τους καί τή μορφή τους, νομίζοντας ὅτι μ’ αὐτά θά καταστήσουν τό ὄνομά τους αἰώνιο». Φοβερή προσπάθεια ὑστεροφημίας μέσω τοῦ θανάτου, μέσω τοῦ τάφου... καί κατασκευάζανε λαμπρούς τάφους. Μά τί εἶναι αὐτό τό πράγμα! «Καί ἦρθε ἡ ἑπόμενη γενιά καί παρέλαβε ὑπό τή δικαιοδοσία της τούς τάφους αὐτούς καί οἱ ἄνθρωποι τῆς γενιᾶς αὐτῆς θελήσαντες νά καθαρίσουν τάς σαρκοφάγους», τίς μαρμάρινες αὐτές θῆκες πού ὑπῆρχαν τά ὀστᾶ, «ὅπως ἦταν φυσικό, πέταξαν τά ὀστᾶ ἐκείνων τῶν βασιλέων σάν νά ἦταν χαλίκια. Τί τούς ὠφέλησε, λοιπόν, τούς φιλόδοξους αὐτούς βασιλεῖς ἡ πολύτιμος σαρκοφάγος ἤ ἡ πυραμίδα;»29. Ὁλόκληρες πυραμίδες φτιάξανε στήν Αἴγυπτο...
«Τό συμπέρασμα λοιπόν εἶναι ὅτι τά ἔργα τῆς ματαιότητος σέ τίποτα δέν ὠφελοῦν τόν ἄνθρωπο. Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο μέ ὅσους δοξάζει ὁ Θεός. Γιατί ὁ Θεός ἑτοίμασε πρός χάρην τους ζωήν αἰώνιον καί δόξαν άκατάληπτον. Ὅπως ἀκριβῶς τό φῶς τοῦ ἡλίου καί τῆς σελήνης καί τῶν ἀστέρων ἀπό τότε πού δημιουργήθηκαν μέχρι τώρα δέν ἐλαττώθηκε, οὔτε ἔπεσε σέ παρακμή, ἀλλά διατηρεῖ συνεχῶς τήν ἴδια ἔνταση καί ἀκτινοβολία, παραμένει νέο, ἀκμάζει καί διαρκῶς λάμπει, ἐξαιτίας τοῦ ὅρου ὑπάρξεως πού ὅρισε στά οὐράνια αὐτά σώματα ὁ Δημιουργός, νά ἐξουσιάζουν τήν ἡμέρα καί τήν νύχτα, τοιουτοτρόπως ὁ ἴδιος Θεός καθόρισε γι’ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν ἀτελείωτη τή Χάρη καί συνεχή τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν»30. Εἶναι ἀστέρες διαλάμποντες σταθερά εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων οἱ Ἅγιοι. Ἡ δόξα τους ποτέ δέν θά ἐλαττωθεῖ, δέν θά χαθεῖ. Ἐνῶ ἡ ἐπίγεια δόξα πολύ γρήγορα χάνεται καί αὐτούς πού τώρα ζητωκραυγάζουν, μετά ἀπό λίγο τούς ὑβρίζουν καί τούς καταρῶνται.
«Καί ὅπως ἀκριβῶς στά φυσικά αὐτά φαινόμενα ὁ Θεός δέν ἐψεύσθη, τοιουτοτρόπως θά ἐκπληρώσει καί τίς ὑποσχέσεις Του σ ́ ἐκεῖνα τά τῆς μελλούσης ζωῆς, τά ὁποῖα νοοῦνται ὑπό τῶν ἀνθρώπων». Λέει ὁ Ψαλμός «καί γάρ ἐστερέωσε τήν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσεται»31. Κύριος ὁ Θεός στερέωσε τήν οἰκουμένη ὅλη, ἔχει στερεώσει τό σύμπαν ὁλόκληρο. Τίποτα δέν θά πάθει τό σύμπαν, ὄσο κι ἄν ἀπειλοῦν κι ἄν προειδοποιοῦν οἱ οἰκολόγοι καί οἱ μελλοντολόγοι κ.λ.π. Ὁ Κύριος εἶναι πού τά ἔχει στερεώσει αὐτά καί ποτέ δέν διαψεύδεται οὔτε διαψεύδει τίς ὑποσχέσεις του ὁ Κύριος. Λοιπόν, μέσα ἀπό τίς ὑποσχέσεις πού ἐκπληρώνονται μέσω τῶν κτισμάτων, μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι καί γιά τίς ὑποσχέσεις πού ἔχει δώσει σέ μᾶς. Ὅπως τό σύμπαν ἔχει στερεωθεῖ, ἔτσι καί ἡ δόξα τῶν Ἁγίων ἔχει στερεωθεῖ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων καί ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσει κάθε ὑπόσχεση πού δίνει στόν ἄνθρωπο πού Τόν ὑπακούει.: «Ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου, τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε»32, ὑπόσχεται ὁ Θεός ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἐάν θελήσετε καί Μέ ἀκούσετε, καί ὑπακούσετε στά προστάγματά Μου, λέει ὁ Θεός, θά φᾶτε τά ἀγαθά τῆς γῆς. Θά ἀπολαύσετε τά ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλά καί τή βασιλεία Μου, τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τήν οὐράνια βασιλεία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. «Ἐάν μή θέλητε, μηδέ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται»33. Ἐάν δέ θελήσετε νά Μέ ὑπακούσετε, θά σᾶς φάει μαχαίρι, θά καταστραφεῖτε. Αὐτά λέει ὁ ἀψευδής λόγος τοῦ Θεοῦ καί καθημερινά βλέπουμε πώς ἐκπληρώνεται αὐτός ὁ λόγος.
Ἡ δόξα λοιπόν τῶν Ἁγίων οὐδέποτε θά ἔχει τέλος. «Τά φυσικά σώματα, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά παρέλθουν κάποια στιγμή». Πότε; Ὅταν θέλει ὁ Θεός. «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι»34 καί θά παρέλθουν, γιατί τό θέλει ὁ Θεός. «Ἡ δόξα ὅμως τῶν ἁγίων, τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ πού τούς περιβάλλει, δέν θά τούς ἐγκαταλείψει ποτέ. Ἄς φροντίσουμε λοιπόν νά κάνουμε καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας, γιά νά μήν ἀποκλειστοῦμε ἀπό ἐκείνη τή χαρά καί παραπεμφθοῦμε στό αἰώνιο σκοτάδι, ὅπου ἡ ὀδύνη εἶναι ἀνυπόφορη»35.
«Εἴσελθε, ἐάν θέλεις», λέει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, «στόν κοιτῶνα σου». Μπές, στό δωμάτιο πού κοιμᾶσαι «καί κλεῖσε τελείως τίς πόρτες καί τά παράθυρα. Ἀκόμα νά φράξεις καί κάθε σχισμή ἀπό τήν ὁποία μπορεῖ νά εἰσχωρήσει φῶς, καί κάθισε μέσα σ’ αὐτό τό σκοτάδι καί θά ἀντιληφθεῖς τότε μόνος σου πόσο φοβερό βάσανο εἶναι τό σκοτάδι», τό σκότος τό ἐξώτερον, γιά τό ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ Κύριος. Ἡ αἰώνια κόλαση ἔχει κι αὐτή τήν ἰδιότητα, εἶναι σκότος. «Ἄν λοιπόν τόσο πολύ θλίβεσαι ὅταν μένεις ἐδῶ χωρίς πόνους καί βασανιστήρια, ἄν καί ἔχεις ἐξουσία ἐντός ὀλίγου νά ἐξέλθεις στό φῶς, σκέψου πόση φοβερή κόλαση θά ἔχει ἐκεῖνο τό ἐξώτερον σκότος στό ὁποῖο κυριαρχεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων. Μαζί δέ μέ τό ἄσβεστο πῦρ τιμωροῦν αἰωνίως τούς μία μόνο ἀλλά ἀμετάκλητη φορά παραπεμφθέντας σ’ αὐτά ἁμαρτωλούς»36. Ἐσύ τώρα, λέει, κάθεσαι γιά λίγο στό σκοτάδι, ξέρεις ὅτι θά βγεῖς καί πάλι ὑποφέρεις. Σκέψου, πόσο βάσανο ἀνυπόφορο θά εἶναι νά ξέρεις ὅτι θά μπεῖς στό σκοτάδι καί δέν θά βγεῖς ποτέ. Θά εἶναι αἰώνιο καί μαζί μ’ αὐτό θά ὑπάρχει καί τό ἄσβεστο πῦρ τῆς κολάσεως.
«Πρέπει ἀκόμα νά σκεφτοῦμε καί ποιά ντροπή θά δοκιμάσουμε ὅταν, πρίν ἀπό τίς κολάσεις πού μᾶς περιμένουν, δούμε τούς μέν ἁγίους νά ντύνονται τήν ὑπέρλαμπρη στολή, τῆς ὁποίας τήν ἀπαστράπτουσα ὡραιότητα δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει ἀνθρώπινη γλώσσα», πόσο ὡραία θά εἶναι ἡ στολή τῶν ἁγίων, «καί τήν ὁποία κατασκεύασαν μέ τά καλά τους ἔργα, ἐνῶ τούς ἑαυτούς μας θά τούς βλέπουμε ὄχι μόνο γυμνούς, ἀλλά καί μελανιασμένους καί σκοτεινούς καί ἀναδίδοντας ἀποπνικτική δυσοσμία, ὅπως ἀκριβῶς ἀπό ἐδῶ ἑτοιμαστήκαμε μέ τά σκοτεινά μας ἔργα, τή σπατάλη καί τήν ἁμαρτωλή ἀπόλαυση». Ὁ κάθε ἄνθρωπος, μᾶς τό λέει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων -ἑρμηνεύοντας τήν Ἁγία Γραφή- θά εἶναι ντυμένος μέ τά ἔργα του. Ἄν εἶναι καλά τά ἔργα, θά εὐωδιάζει, θά ἀστράφτει, θά λάμπει. Ἄν εἶναι πονηρά τά ἔργα, θά εἶναι γεμάτος δυσοσμία καί θά εἶναι σκοτεινός, μαῦρος. «Ἄς κλάψουμε λοιπόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας, γιά νά βροῦμε τό ἔλεός Του»37.
«Ὁ ἀγώνας μας δέν γίνεται γιά τά χρήματα, τά ὁποῖα κι ἄν κανείς χάσει, μπορεῖ πάλι ν᾿ ἀποκτήσει ἄλλα, εἰς ἀντικατάσταση αὐτῶν πού ἔχασε. Ὁ κίνδυνος πού ἀντιμετωπίζουμε ἀναφέρεται στήν ψυχή μας, τήν ὁποία ὅταν χάσουμε, ποτέ πλέον δέν μποροῦμε νά τήν ξαναβροῦμε, σύμφωνα μέ τό ἁγιογραφικό: «Τί ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήση, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῆ; ἤ τί μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του;»38. Ἄς σκεφτοῦμε λοιπόν, πῶς οἱ στρατιῶτες τοῦ κόσμου αὐτοῦ, φιλοτιμούμενοι ἀπό τά εὐτελῆ δῶρα πού ἀπολαμβάνουν ἀπό τόν ἐπίγειο βασιλέα, κινδυνεύουν μέχρι καί θανάτου γιά χάρη του», γιά ἕνα τίποτα! «Πόσο λοιπόν περισσότερο ἐμεῖς, πού λάβαμε τόσο σπουδαῖες ὑποσχέσεις ἀπό τόν Θεό, νά μήν ὑποχωρήσουμε καθόλου ἀπό τήν ἐπίμονη προσπάθεια τοῦ ἔργου τῆς ἀρετῆς, ὥστε καί ἀπό τή μέλλουσα κρίση νά διασωθοῦμε ἀλλά καί τά ἐπουράνια ἀγαθά νά ἐπιτύχουμε;»39. Βλέπετε; Ἀπό μία πολύ ἁπλή σκέψη ξεκινάει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ καί λέει, νά ἐδῶ στή γῆ σοῦ κάνει ἕνα δῶρο κάποιος ἀνώτερος, ἀξιωματοῦχος καί προσπαθεῖς νά κάνεις ὅ,τι μπορεῖς γιά νά τοῦ δείξεις τήν εὐγνωμοσύνη σου, νά τόν εὐχαριστήσεις.
- Πολύ περισσότερο δέν πρέπει νά δείξουμε εὐγνωμοσύνη στόν Κύριό μας πού ἔκανε τό πᾶν γιά τή σωτηρία μας;
«Ἄς ἐνθυμούμαστε δέ διαρκῶς καί τοῦτο: δέν ἠμποροῦμε νά ὑποφέρουμε τήν ζέστη τοῦ ἥλιου ἤ τόν σφοδρό πυρετό. Πῶς λοιπόν θά ὑποφέρουμε τήν φλόγα τοῦ αἰωνίου πυρός πού διαρκῶς καίει χωρίς νά μᾶς κατακαίει μέ τίς φλόγες του; Κι ἄν θέλεις, ἀγαπητέ μου, ἀπό δῶ, δοκίμασε τή σφοδρότητα τοῦ πάθους καί θά ἀντιληφθεῖς ἀπό τό σφοδρό πῦρ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τά ἀνυπόφορα βασανιστήρια τῆς κολάσεως. Ἄναψε δηλαδή τό λυχνάρι σου καί βάλε στή φλόγα τήν ἄκρη τοῦ δαχτύλου σου. Ἐάν θά μπορέσεις νά βαστάξεις τόν πόνο, τότε ἀσφαλῶς θά μπορέσεις κι ἐκείνη τήν αἰώνια φλόγα νά ὑπομένεις. Ἐάν ὅμως δέν μπορέσεις νά ὑποφέρεις τούς πόνους ἑνός μικροῦ ἐγκαύματος, τότε τί θά κάνουμε ὅταν ὁλόκληρο τό σῶμα μας μέ τήν ψυχή θά ριφθοῦν μέσα στό φοβερό ἐκεῖνο καί ἄσβεστο πῦρ;»40.
«Τοῦ ἀββά Ἡσαΐου: νά ἔχεις συνεχῶς στόν λογισμό σου τήν τιμή τήν ὁποία ἔλαβαν ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ὁ ζῆλος πού ἔδειξαν θά σέ ἑλκύσει λίγο κατ’ ὀλίγο στό ἀγαθό. Νά θυμᾶσαι ἐκ παραλλήλου πάλι καί τούς ἐξευτελισμούς πού ἐπιφυλάχτηκαν στούς ἁμαρτωλούς καί τότε ὁ λογισμός σου θά σέ περιφρουρήσει ἀπό τά πονηρά»41. Νά θυμᾶσαι τήν τιμή πού θά πάρει ὁ δίκαιος καί τήν ἀτιμία πού θά δεχθεῖ ὁ ἁμαρτωλός καί ἔτσι ἀνάλογα κι ἐσύ θά κινεῖσαι στό καλό καί θά ἀποφεύγεις τό κακό, τήν ἁμαρτία.
«Τοῦ Ἁγίου Μαξίμου». Τό τελευταῖο κείμενο αὐτῆς τῆς ὑπόθεσης πού ἀναφέρεται στή μέλλουσα ζωή. «Ἐάν ὁ Θεός καί Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Πατρός ἔγινε πρός τοῦτο ἄνθρωπος καί υἱός ἀνθρώπου, γιά νά καταστήσει δηλαδή τούς ἀνθρώπους θεούς καί υἱούς Θεοῦ, θά πρέπει νά πιστεύσουμε ὅτι ὁ σκοπός αὐτός τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας θά πραγματοποιηθεῖ ἐκεῖ, ὅπου τώρα εἶναι ὁ Χριστός ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν, ὡς κεφαλή ὅλου τοῦ σώματος, καί ἀνεδείχθη χάριν ἡμῶν πρόδρομος πρός τόν ἐπουράνιο Πατέρα. Διότι σέ ἐκείνη τήν ὑπερκόσμια καί πνευματική συγκέντρωση τῶν σωζομένων καί ὡς θεῶν καταστάντων διά τῆς χάριτος, θά δεσπόζει στό μέσον ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος θά διανέμει -θά μοιράζει- στούς σωζομένους τάς ἀξίας τῆς ἐπουρανίου μακαριότητος καί δέν θά βρίσκεται σέ τοπική ἀπόσταση ἀπό τούς ἀξίους»42. Θά εἴμαστε πρόσωπο πρός πρόσωπο μέ τόν Χριστό.
«Μερικοί ἀπό τούς βαθυστοχάστους ἑρμηνευτές λέγουν ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἡ κατοίκησις τῶν ἀξίων στούς οὐρανούς. Ἄλλοι πάλι ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μέ τήν κατάσταση τῶν ἀγγέλων, τήν ὁποία θά ἀπολαύσουν οἱ σωζόμενοι. Ἄλλοι, τέλος, ἔχουν τήν γνώμη ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι αὐτή αὕτη ἡ θεϊκή ὡραιότης ὅσων φόρεσαν «τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου»43. Αὐτοί πού ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό. «Ἐγώ πάντως φρονῶ, ὅτι καί οἱ τρεῖς περί τῆς βασιλείας ἀντιλήψεις συμφωνοῦν μεταξύ τους. Γιατί σέ ὅλους τούς σωζομένους ἡ μέλλουσα χάρις, θά δοθεῖ ἀναλόγως τῆς ποιότητος καί τῆς ποσότητος τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἐπιτελεσθέντων ἔργων πίστεως καί ἀρετῆς κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους»44. Ἀνάλογα δηλαδή μέ τό τί ἔκανε ὁ καθένας, τί καλά ἔργα ἔκανε, πόσα καλά ἔργα ἔκανε, ἀλλά καί πόσο καλά τά ἔκανε, τήν ποιότητα, θά ἀπολαύσει εἰς τήν οὐράνια ζωή καί βασιλεία. Αὐτά λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος.
Ἑπομένως, σήμερα μᾶς εἶπαν οἱ Ἅγιοι, ἀφενός μέν ὅτι πρέπει νά θυμόμαστε τήν Κρίση, τήν μέλλουσα Κρίση, τό φοβερό δικαστήριο, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τήν Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία, νά τρέμουμε, νά ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν λογοδοσία καί ἔτσι θά ἀποφεύγουμε ν΄ ἁμαρτάνουμε, καί ἀφετέρου νά θυμόμαστε καί τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Νά θυμόμαστε τά ἐπουράνια ἀγαθά «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη»45, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Δηλαδή, μάτι ἀνθρώπου δέν εἶδε, αὐτί δέν ἄκουσε καί καρδιά ἀνθρώπου δέν μπόρεσε νά φανταστεῖ, νά νοήσει. Αὐτά τά ἀγαθά νά σκεφτόμαστε καί ἔτσι, ὅπως λέει ἕνας ἅγιος πού διαβάσαμε, θά ἀπολαύσουμε αὐτά τά ἀγαθά. Γιατί, ὅταν τά σκέφτεσαι, τά ἐπιθυμεῖς, τά ἀγαπᾶς καί κάνεις ὅ,τι χρειάζεται γιά νά τά ἀπολαύσεις. Εἶναι οἱ λεγόμενοι καλοί λογισμοί, οἱ πνευματικές μελέτες, οἱ πνευματικές θεωρίες, ὅλα αὐτά τά ὁποῖα βοηθοῦνε πάρα πολύ τόν χριστιανό στήν πνευματική του ζωή.
Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Κύριο καί ἄς θυμόμαστε πάντα τήν Κρίση καί τήν λογοδοσία στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τά οὐράνια ἀγαθά καί ἄς τά ἐπιθυμήσουμε, γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
1 Εὐεργετινός, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001 (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός).
2 Ὅ.π.
3 Ὅ.π.
4 Ὅ.π.
5 Ὅ.π.
6 Ὅ.π.
7 Ὅ.π.
8 Θεία Λειτουργία, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
9 Ὅ.π.
10 Ματθ. 5, 4.
11 Εὐεργετινός.
12 Ὅ.π.
13 Α΄Κορ. 13, 12.
14 Εὐεργετινός.
15 Ὅ.π.
16 Ψαλμ. 83, 8.
17 Εὐεργετινός.
18 Ἐφεσ. 4, 13.
19 Εὐεργετινός.
20 Θεία Λειτουργία, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
21 Εὐεργετινός.
22 Ὅ.π.
23 Ὅ.π.
24 Ὅ.π.
25 Ὅ.π.
26 Ὅ.π.
27 Ὅ.π.
28 Ὅ.π.
29 Ὅ.π.
30 Ὅ.π.
31 Ψαλμ. 92, 1.
32 Ἡσ. 1, 19.
33 Ὅ.π.
34 Ματθ. 24, 35.
35 Εὐεργετινός.
36 Ὅ.π.
37 Ὅ.π.
38 Ματθ. 16, 26.
39 Εὐεργετινός.
40 Ὅ.π.
41 Ὅ.π.
42 Ὅ.π.
43 Α΄Κορ. 15, 49.
44 Εὐεργετινός.
45 Α΄Κορ. 2, 9.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου