Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Ἡ Θεία Ἐπισκίαση στήν Κοίμηση τῶν Δικαίων»
Εἴμαστε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν ζ΄ ὑπόθεση τοῦ Εὐεργετινοῦ τοῦ πρώτου τόμου, ἡ ὁποία ἔχει τίτλο: «Ὅτι πολλάκις αἱ τῶν ἐναρέτων ψυχαί ἐν τῷ θανάτῳ θείᾳ τινί ἐπισκιάσει παρακαλούμεναι, οὕτω τοῦ σώματος διαζεύγνυνται»1. Πολλές φορές οἱ ψυχές τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων παρακαλούμεναι-ἐνθαρρυνόμεναι, κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου, ἀπό κάποια θεία ἐπισκίαση, ἔτσι ἀποχωρίζονται ἀπό τό σῶμα. Ὁ Θεός δηλαδή γλυκαίνει τό πικρό τοῦ θανάτου, τό ὁποῖο γνωρίζει ὅτι εἶναι πολύ ὀδυνηρό γιά ὅλους μας, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν πλάστηκε γιά νά πεθάνει, ἀλλά πλάστηκε γιά νά ζήσει αἰώνια σέ κοινωνία μέ τόν Θεό, σέ αἰωνία μακαριότητα. Γλυκαίνει αὐτό τό πικρό ποτήρι τοῦ θανάτου μέ ὡραιότατους τρόπους, θεϊκούς τρόπους ὅπως θά δοῦμε.
Πρῶτο περιστατικό ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Διάλογο. Ἔχει ἀρκετά περιστατικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καί διαβάζουμε τό πρῶτο: «Εἰς τήν πόλιν τῆς Νουρσίας ζοῦσε κάποτε ἕνας Πρεσβύτερος». Ἡ Νουρσία εἶναι μιά μικρή πόλη στήν Κεντρική Ἰταλία. «Αὐτός ὁ Πρεσβύτερος ἐποίμαινε μέ μέγιστο φόβο Θεοῦ τήν Ἐκκλησία». Εἶχε δηλαδή πολλή εὐλάβεια, πολύ μεγάλη συναίσθηση τοῦ ρόλου του, τῆς ἀποστολῆς του. «Αὐτός λοιπόν ὁ Πρεσβύτερος ἀπό τότε πού χειροτονήθηκε ἀγαποῦσε τήν πρεσβυτέρα του ὡς ἀδελφή͘ ͘ τήν ἐφοβεῖτο ὅμως ὡς ἐχθρό καί δι’ αὐτό οὐδέποτε τήν ἄφησε νά τόν ἐγγίση ἀλλ΄ ἀπέκοψε τελείως ἐξ αὐτῆς καί αὐτήν ἀκόμα τήν σχέση τῆς συζυγικῆς ἐπικοινωνίας»2. Προφανῶς καί μέ τή δική της συγκατάθεση, γιατί δέν ἐπιτρέπεται νά τό κάνει κάποιος μονομερῶς μέσα στό ζευγάρι αὐτό τό πράγμα. Κι ἐκείνη ἦταν ἑπομένως ἐνάρετη καί σώφρων καί ἤθελε νά προχωρήσουν πνευματικά καί ὁ ἴδιος γιά λόγους πνευματικούς, γιά νά ἀρέσει στόν Θεό, ἑκούσια, χωρίς νά εἶναι ὑποχρεωτικό αὐτό, ἄφησε τήν συζυγική σχέση καί εἶχε τήν πρεσβυτέρα του ὡς ἀδελφή.
«Οἱ ἅγιοι ἄνδρες», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, «μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα καλά πού ἔχουν καί στολίζουν τήν ψυχή τους, ἔχουν κι αὐτό τό γνώρισμα, ὅτι δηλαδή ἀπέχουν ὄχι μόνο ἀπ’ αὐτά πού δέν ἁρμόζουν, ἀλλά ἀποκόπτουν ἀπό τίς συνήθειές τους πολλές φορές καί αὐτά πού ἁρμόζουν»3 καί αὐτά δηλαδή πού ἐπιτρέπονται καί τά νόμιμα καί κάνουν περισσότερα ἀπ’ ὅσα ὁρίζει ὁ νόμος, ὁ χριστιανικός νόμος. Γιατί δέν εἶναι παράνομη ἡ συζυγική σχέση μέσα στόν γάμο, ὅμως αὐτός ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος τό ὑπερέβη αὐτό γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.
«Ὁ εὐλογημένος λοιπόν αὐτός Πρεσβύτερος φοβούμενος μήν ὑποπέσει δι’ αὐτῆς», ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς σχέσης, «σέ ὁποιοδήποτε πταῖσμα» καί παρασυρθεῖ σέ κάποια ἁμαρτία, «δέν ἄφηνε νά ἐξυπηρετηθεῖ ἀπό τήν πρεσβυτέρα του οὔτε καί σ’ αὐτές τίς στοιχειώδεις ἀνάγκες τῆς ζωῆς του»4. Ἀπό τή στιγμή πού ἀποφάσισε καί κατά κάποιο τρόπο ἔδωσε ὑπόσχεση στόν Θεό νά κρατήσει ἁγνή καί παρθενική τήν ζωή καί τό σῶμα του, πῆρε ὅλα τά μέτρα γιά νά μήν παρασυρθεῖ μαζί της σέ κάποια σχέση.
«Μέ τέτοια προσοχή καί ἐπαγρύπνηση πέρασε τή ζωή του». Δέν τήν ἄφηνε οὔτε καί στίς στοιχειώδεις ἀνάγκες νά τόν ἐξυπηρετεῖ, τά ἔκανε ὅλα μόνος του. «Καί ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας ͘ τεσσαράκοντα ἔτη μετά τήν χειροτονία του κατελήφθη ἀπό ὑψηλό πυρετό καί ἔφθασε στά τελευταῖα του. Ὅταν εἶδε ἡ σύζυγός του ὅτι ὅλα πλέον τά μέλη του νεκρώθηκαν καί πλησίασε πλέον στόν θάνατο, πλησιάσασα στήν μύτη αὐτοῦ προσπαθοῦσε μέ τήν ἀκοή της νά ἀντιληφθεῖ ἐάν ἀνέπνεε. Μόλις ὁ ἑτοιμοθάνατος Πρεσβύτερος ἀντελήφθη τήν ἐπαφή της, ἄν καί ἐλαχίστη πλέον πνοή τοῦ ἀπέμενε, συγκέντρωσε ὅλη τήν ἐναπομένουσα δύναμη καί θερμαινόμενος μᾶλλον ἀπό τήν φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού φλόγιζε τήν καρδιά του, λέγει στήν πρεσβυτέρα του: - Γυναίκα, φύγε ἀπό κοντά μου γιατί τό πῦρ ζεῖ ἀκόμα μέσα μου ͘ πάρε λοιπόν τό ἄχυρο»5. Τό πῦρ εἶναι ὁ ἴδιος, τό ἄχυρο ἡ γυναίκα καί μπορεῖ νά ἀνάψει φωτιά. Δέν ἐμπιστευόταν τόν ἑαυτό του παρόλα τά χρόνια καί τήν προχωρημένη του ἡλικία.
«Φοβισμένη δέ ὑποχώρησε ἡ πρεσβυτέρα. Ὁ δέ Πρεσβύτερος αἰσθανθείς αἰφνιδίως αὔξηση τῆς σωματικῆς του δυνάμεως, ἄρχισε νά κραυγάζει μέ μεγάλη χαρά: - Καλῶς ὡρίσατε οἱ κύριοί μου! Καλῶς ἤλθατε οἱ κύριοί μου! Πῶς καταδεχθήκατε νά ἔλθετε πρός τόν ἀνάξιο δοῦλο σας; Ἔρχομαι… εὐχαριστῶ… εὐχαριστῶ…
Ὅσοι λοιπόν ἐκ τῶν γνωστῶν του παρευρίσκοντο, τόν ρωτοῦσαν μέ περιέργεια, ἐφ’ ὅσον τόν ἤκουον νά ἐπαναλαμβάνει τίς ἴδιες λέξεις: - Τί σοῦ συμβαίνει; Τότε τούς ἀπαντοῦσε ἐκπλησσόμενος πῶς κι ἐκεῖνοι δέν ἀντιλαμβάνονται τά γινόμενα. - Δέν βλέπετε τούς ἁγίους Ἀποστόλους πού ἔχουν ἔλθει ἐδῶ; Δέν βλέπετε τούς κορυφαίους, τόν μακάριο Πέτρο καί τόν μακάριο Παῦλο;»6. Εἶχε ἀξιωθεῖ νά δεῖ τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ὡς ἕνα ἀντιμίσθιο -θά λέγαμε- στήν ὅλη του προσοχή, προσεκτική ζωή, στά τόσα χρόνια τῆς ἄσκησης καί τῆς εὐάρεστης ζωῆς πού ἔκανε.
«Αἰφνιδίως δέ, ὡς νά ἀπευθύνεται πρός τούς κορυφαίους, τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο, ἔλεγε: - Νά, ἀμέσως… ἔρχομαι… Μέ τίς λέξεις δέ αὐτές παρέδωσε καί τήν ψυχή του. Πράγματι, λοιπόν, ὁ εὐσεβής αὐτός ἄνθρωπος εἶδε τούς Ἀποστόλους καί ὀρθῶς τούς ἐβεβαίωσε ὅτι τούς ἀκολουθεῖ»7. Κάπου λέει ὁ Χριστός μας ὅτι «ὅποιος ἀφήσει πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναίκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει»8. Ἔτσι βλέπουμε ἐδῶ σ’ αὐτόν τόν πρεσβύτερο αὐτό πού λέει ὁ Κύριος, πού μακαρίζει αὐτόν πού ἄφησε τή γυναίκα του, δηλαδή ἄφησε τή συζυγική σχέση καί προχώρησε, παρότι ἔγγαμος, σέ μία ζωή αὐστηρῆς ἐγκράτειας.
«Ἀπό αὐτό λοιπόν τό περιστατικό γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ προσφέρει κάτι στούς δικαίους κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου». Πῆρε ὠς καρπό, ὡς ἀντιμίσθιο ὅπως εἴπαμε, αὐτή τήν μεγάλη παρηγορία, εἶδε τούς ἁγίους κορυφαίους καί τούς ὑπολοίπους Ἀποστόλους κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου. «Φαίνεται ὅτι ὅταν οἱ δίκαιοι προσεγγίσουν πρός τήν στιγμή τοῦ θανάτου, βλέπουν, κατ’ οἰκονομία Θεοῦ, ὀπτασίες μερικῶν ἁγίων, γιά νά μή δειλιάσουν κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου πού ἀπεφασίσθη δι’ αὐτούς». Γιατί κάποια στιγμή γιά ὅλους μας θά ἔρθει αὐτή ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Καί βλέπετε πῶς ὁ Κύριος παρηγορεῖ τούς ἀνθρώπους Του! Στέλνει κάποιους ἁγίους, ἡ θέα τῶν ὁποίων γεμίζει μέ γλυκύτητα, μέ παρηγοριά, μέ χαρά τούς ἑτοιμοθάνατους. «Ἀπεναντίας, μέ τό νά φανερώνεται σ’ αὐτούς, στά βάθη τῆς ψυχῆς τους, μέ ποιούς ἁγίους ἄνδρες θά συναγάλλονται ἐντός ὀλίγου, ἀπελευθερώνονται εὐκόλως, χωρίς πόνο καί κόπο ἀπό τόν δεσμό τῆς σαρκός»9. Ἐνῶ εἶναι φοβερό τό μυστήριο τοῦ θανάτου καί αὐτή ἡ διάζευξη ψυχῆς καί σώματος, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, γλυκαίνεται πάρα πολύ μέ τήν θέα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, πού παραχωρεῖ ὁ Κύριος στούς δικαίους καί εὔκολα τότε χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Γιατί; Λαχταράει πλέον νά πάει μ’ αὐτούς τούς ἁγίους πού βλέπει καί νά ζήσει τή δική τους μακαριότητα. Ὁ κόσμος δηλαδή ὁ πνευματικός ἕλκει τούς δικαίους καί χαρούμενοι βγαίνουν ἀπό τό σῶμα. Ἐνῶ ἀντίθετα, βλέπετε, στούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ, δέν θέλει νά βγεῖ ἡ ψυχή τους. Τό λέει καί ὁ λαός, δέν θέλει νά βγεῖ ἡ ψυχή του… γιατί ἀκριβῶς βλέπουνε ἀπαίσια θεάματα, βλέπουν τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τούς περιμένουν καί δέν θέλουν νά πᾶνε ἐκεῖ.
«Τό ἴδιο πράγμα, ὅπως ἔμαθα, συνέβη καί στόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Ρεάτης». Δεύτερο περιστατικό ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Διάλογο. Ἡ Ρεάτη εἶναι ἀρχαία πόλη τῆς Ἰταλίας, 40 μίλια βορειοανατολικά τῆς Ρώμης. Αὐτό τό περιστατικό ἔγινε στόν Πρόβο, τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ρεάτης. «Ὅταν λοιπόν ὁ Πρόβος ἔφτασε στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του, κατελήφθη ἀπό βαρυτάτη νόσο. Ὁ πατέρας τότε τοῦ Πρόβου, ὁ Μάξιμος, ἔστειλε καί κάλεσε γιατρούς ἀπό τά γειτονικά μέρη, γιά νά βοηθήσουν σέ ὅ,τι μποροῦσαν τόν ἄρρωστο. Ἦλθαν λοιπόν πράγματι πολλοί γιατροί. Μόλις ὅμως εἶδαν τόν σφιγμό τοῦ ἀσθενοῦς καί τόν ἠκροάσθησαν, ἐβεβαίωσαν τούς παρισταμένους ὅτι πλησιάζει ὁ θάνατος. Ἐν τῷ μεταξύ πέρασε ἡ ὥρα καί ἔφθασε ἡ στιγμή τοῦ γεύματος. Ὁ ἀσθενής Ἐπίσκοπος τότε, ἐνδιαφερόμενος περισσότερο γιά τήν ἀνάπαυση τῶν παρευρισκομένων παρά γιά τή δική του παρακάλεσε καί τούς γιατρούς νά ἀνέβουν μέ τόν γέροντα πατέρα του στό ἀνώγειο τοῦ Ἐπισκοπείου γιά νά φάγουν ὀλίγο φαγητό. Πράγματι, ὅλοι ἀνέβηκαν γιά νά γευματίσουν καί ἄφησαν κοντά στόν ἄρρωστο ἕνα σεμνό παιδί γιά νά τοῦ κάνει συντροφιά. Αὐτό μάλιστα τό παιδί βρίσκεται στή ζωή μέχρι σήμερα»10, λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος.
«Καθώς λοιπόν τό παιδί ἐστέκετο κοντά στό κρεβάτι τοῦ ἀρρώστου, ἔξαφνα εἶδε μερικούς ἄνδρες νά εἰσέρχονται στό δωμάτιό του, ἐνδεδυμένους λευκά φορέματα. Τόσο δέ λαμπρό ἦταν τό φῶς τοῦ προσώπου τους ὥστε νικοῦσε κι αὐτή τήν λαμπρότητα τῶν ἐνδυμάτων τους». Πιό πολύ καί ἀπό τά ἐνδύματα ἄστραφτε τό πρόσωπό τους. «Ἀπό τήν ἀπροσδόκητη θέα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν καί προπαντός ἀπό τήν ἐξαστράπτουσα ἀκτινοβολία τους, ἐξεπλάγη τό παιδί καί ἄρχισε περίφοβο νά κραυγάζει, ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι. Ἀπό τήν κραυγή αὐτή τοῦ παιδιοῦ ταράχθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Πρόβος καί στράφηκε πρός τούς εἰσερχομένους». Προφανῶς δέν τούς εἶχε δεῖ. «Μόλις τούς εἶδε, ἀμέσως τούς ἀνεγνώρισε. Γεμάτος δέ ἀπό χαρά καί εὐφροσύνη συμβούλευσε τό παιδί πού ἀπό τόν φόβο του φώναζε: Μή φοβᾶσαι παιδί μου, μή φοβᾶσαι, διότι ἦλθαν νά μέ ἐπισκεφθοῦν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰουβενάλιος καί Ἐλευθέριος»11. Νά κι ἐδῶ θεία ἐπίσκεψη.
«Ὡστόσο τό παιδί ζαλισμένο ἀπό τήν ἐξαστράπτουσα ἀκτινοβολία τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, βγῆκε τρέχοντας ἀπό τό δωμάτιο τοῦ ἀσθενοῦς καί πῆγε ἐκεῖ πού βρίσκονταν ὁ πατέρας τοῦ Ἐπισκόπου καί οἱ γιατροί καί τούς διηγήθηκε ὅσα εἶχε δεῖ. Ἀμέσως τότε ἐκεῖνοι κατῆλθαν στό δωμάτιο τοῦ ἀσθενοῦς καί βρῆκαν τόν Ἐπίσκοπο πλέον νεκρό. Εἶναι δηλαδή φανερό, ὅτι οἱ προσελθόντες Ἅγιοι Μάρτυρες, τῶν ὁποίων τήν ἐξαστράπτουσα ἀκτινοβολία δέν μποροῦσε νά ἀντικρύσει τό παιδί, πῆραν μαζί τους τήν ψυχή τοῦ Ἐπισκόπου»12. Τί ὡραῖα καί τί τιμητική συνοδία! Πόση τιμή ἀξιώνονται οἱ δίκαιοι, οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν εὐάρεστο βίο!
Ἡ ὀδυνηρότερη στιγμή τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ στιγμή τοῦ θανάτου, πού χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα -αὐτός εἶναι ὁ θάνατος- καί διασπᾶται αὐτή ἡ συμφυΐα. «Ὤ, ποία ὥρα τότε…», ἀκοῦμε καί στά τροπάρια. Ὅμως αὐτή ἡ ὥρα γίνεται πάρα πολύ γλυκιά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀγωνιστεῖ πνευματικά σ’ ὅλη του τή ζωή, ἐξαιτίας τῶν θείων παρηγοριῶν πού χαρίζει ὁ Κύριος.
Τρίτο περιστατικό. «Εἶναι ἀνάγκη νά γίνει γνωστό καί τοῦτο», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, «πολλές φορές, ὅταν οἱ ψυχές τῶν ἐκλεκτῶν ἀνθρώπων ἐξέρχονται ἀπό τό σῶμα ἀκούγεται στούς οὐρανούς ὕμνος. Αὐτό συμβαίνει ἀπό τήν φιλάνθρωπο πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀκούσουν οἱ ψυχές τόν ὕμνο κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπιθανατίου ἀγωνίας καί νά μήν αἰσθάνονται τόν χωρισμό τους ἀπό τό σῶμα.
Τό περιστατικό, τό ὁποῖο ἀμέσως τώρα πρόκειται νά ἀφηγηθῶ», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, «ἐνθυμοῦμαι ὅτι τό ἔχω διηγηθεῖ καί στίς ὁμιλίες μου ἐπί τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Κάποτε λοιπόν στή στοά, πού φθάνει μέχρι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ζοῦσε κάποιος δυστυχής πού λεγόταν Σέρβουλος. Αὐτός, τόν ὁποῖο κι ἐσύ νομίζω γνωρίζεις», λέει στόν συνομιλητή του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἦτο παράλυτος καί ζητοῦσε ἐλεημοσύνη στόν δρόμο. Ὁ Σέρβουλος λοιπόν, ἄν καί πάμπτωχος ἀπό ὑλικά ἀγαθά τοῦ παρόντος βίου, ἐντούτοις ἦταν πάρα πολύ πλούσιος σέ ἀρετές. Τό σῶμα του τό εἶχε παραλύσει πολυχρόνια ἀρρώστια. Ἀπ’ ὅσα δέ γνωρίζουμε περί αὐτοῦ παρέμενε σ’ ὅλη του τή ζωή παράλυτος καί δέν μπόρεσε ποτέ νά σταθεῖ ὄρθιος στά πόδια του ἤ νά ἀνακαθίσει λίγο στό κρεβάτι του ἤ ἔστω νά κινήσει γιά λίγο τό χέρι του ἤ τό πόδι του.
Τόν δυστυχισμένο αὐτόν παράλυτο ἐπεριποιοῦντο ἡ μητέρα του καί ὁ ἀδελφός του. Ἐάν δέ εἰσέπραττε κάτι ἀπό τήν ἐλεημοσύνη τῶν χριστιανῶν, τό ἔδιδε πάλι ἐλεημοσύνη μέ τά χέρια τῆς μητέρας του καί τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὁ Σέρβουλος δέν γνώριζε καθόλου γράμματα, ἐντούτοις ὅμως εἶχε ἀγοράσει τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὁσάκις τόν ἐπεσκέπτοντο γιά νά τοῦ κρατήσουν συντροφιά διάφοροι εὐλαβεῖς ἄνθρωποι, τούς παρακαλοῦσε μέ ἐπιμονή νά διαβάζουν ἐνώπιόν του ἀπό τήν Ἁγία Γραφή». Τί πιό ὡραῖο! Ἀντί νά λένε ἄλλα κι ἄλλα, τούς ἔβαζε νά διαβάζουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. «Μέ τόν τρόπο αὐτό κατόρθωσε, ἄν καί δέν ἤξερε καθόλου γράμματα, νά μάθει ἀπ’ ἔξω τήν Ἁγία Γραφή καί νά τή χρησιμοποιεῖ γιά ψυχική του ὠφέλεια». Πόση ἀγάπη εἶχε στόν Κύριο! «Μέ ψυχική δέ εὐχαρίστηση καί γενναιότητα ὑπέμεινε τόν πόνο καί τήν δοκιμασία ὑμνώντας καί δοξολογώντας νύχτα καί μέρα τόν Θεό»13. Πόσο γλυκαίνει καί ἡ ζωή καί τά βάσανα τῆς παρούσης ζωῆς καί οἱ ταλαιπωρίες καί οἱ δυσκολίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀναπόφευκτες, γιατί εἴμαστε μέσα στήν κατάσταση τῆς φθορᾶς, μέσα στήν κατάσταση τοῦ κλαυθμῶνος, τῆς κοιλάδας τοῦ κλαυθμῶνος, καί εἶναι ἑπόμενο νά ἔχουμε πολλές δυσκολίες. Ἀλλά γλυκαίνουν πάρα πολύ κι αὐτές οἱ δυσκολίες μέ τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί προπάντων μέ τήν δοξολογία καί τήν εὐχαριστία στόν Θεό, μέ τήν προσευχή, αὐτό πού ἔκανε καί ὁ μακάριος αὐτός Σέρβουλος.
«Ὅταν ἔφτασε ὁ καιρός νά ἀνταμειφθεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τήν μεγάλη του αὐτή ὑπομονή..». Ὁ κόσμος θεωρεῖ τούς ἀναπήρους καί τούς κατακοίτους δυστυχισμένους, ἐνῶ εἶναι πανευτυχεῖς, ὅταν ζοῦνε μ’ αὐτή τήν ὑπομονή καί τήν δοξολογία στόν Θεό. Πολλές φορές ὁ Θεός ἀκινητοποιεῖ κάποιους ἀνθρώπους, τούς ἀφήνει νά εἶναι στό κρεβάτι γιά χρόνια, γιά νά τούς βοηθήσει νά μάθουν νά προσεύχονται ἐκτενέστερα καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Καί μπορεῖ νά γίνουν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀπό τό κρεβάτι τοῦ πόνου πολύ μεγάλοι εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητας μέ τήν προσευχή τους.
Ὅταν, λοιπόν, ἦρθε ἡ ὥρα νά πάρει τόν μισθό τῆς ὑπομονῆς του, γιατί δέν γόγγυσε, δέν γκρίνιαξε, δέν τά ἔβαλε μέ τόν Θεό γιά τήν κατάστασή του, «ἀπερχόμενος ἀπό τά πρόσκαιρα στά αἰώνια σταμάτησε κατ’ ἀρχήν ὁ πόνος τῶν μελῶν του». Θεραπεύτηκε σχεδόν θά λέγαμε καί ἔφυγε ὁ πόνος. «Μόλις δέ ἀντιλήφθηκε ὅτι τόν ἔχει πλησιάσει ὁ θάνατος, παρακάλεσε τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού δέχθηκε νά φιλοξενήσει νά σηκωθοῦν ἀπό τά καθίσματά τους καί νά ψάλλουν μαζί του πρός τόν Θεό, ἐν ἀναμονῇ τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς του». Περίμενε τήν ἔξοδό του καί λέει, ἐλάτε νά ψάλλουμε, νά δοξάσουμε τόν Θεό. «Ἔξαφνα δέ, καθώς ὁ μελλοθάνατος συνέψαλλε μαζί τους, τούς σταμάτησε ἀπό τήν ψαλμωδία καί μέ φωνή γεμάτη φόβο εἶπε πρός αὐτούς: Σιωπᾶτε! Δέν ἀκοῦτε πῶς ἀντηχοῦν ἀπό τόν οὐρανό ὕμνοι;.. Ἔχοντας λοιπόν στραμμένη τήν προσοχή του ὁ ψυχορραγών σέ ἐκείνους τούς ὕμνους, τούς ὁποίους ζωηρῶς καί μεθ’ ἡδονῆς ἀπελάμβαναν τά ὦτα τῆς καρδίας του, ἡ ψυχή του ἀπελευθερώθηκε ἐκ τοῦ σώματος. Μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ὁ τόπος γέμισε τόση εὐωδία, τήν ὁποία ὅλοι οἱ παριστάμενοι αἰσθάνθηκαν. Ἀπό αὐτό ἔγινε φανερό ὅτι τήν ψυχή πού ἐκδήμησε, τήν ὑποδέχθηκαν στόν οὐρανό ἐκεῖνοι πού προηγουμένως ἔψαλλαν.
Σ’ αὐτό τό συγκινητικό γεγονός παρευρέθη καί ἕνας δικός μας μοναχός, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόμη καί μέ δάκρυα, ὁσάκις ἐρωτᾶται, λέγει: μέχρι νά ἐνταφιαστεῖ τό σῶμα τοῦ εὐλογημένου ἐκείνου ἀνθρώπου δέν ἔφυγε καθόλου ἀπό τή μύτη μας ἡ γλυκύτητα τῆς εὐωδίας ἐκείνης»14.
Πράγματι, ἕνα ἀνάλογο περιστατικό, θά σᾶς ἐξομολογηθῶ, τό ἔχω ζήσει κι ἐγώ προσωπικά μέ τήν κοίμηση τοῦ πατρός Παρθενίου στό Ἅγιο Ὄρος. Ἦταν ἕνας ἱερομόναχος πολύ εὐλαβής, πάρα πολύ εὐλαβής -καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος τό ἔλεγε ὅτι ἦταν πολύ εὐλαβής λειτουργός- ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα ἀτύχημα, μέ δύο ζῶα ἔφυγε στόν γκρεμό. Παρέσυρε τό πίσω ζῶο τό μπροστά καί ἔφυγαν ὅλοι στόν γκρεμό. Ὁ ἄνθρωπος δέν πέθανε ἀμέσως, ἀλλά μετά ἀπό λίγη ὥρα. Τόν βρήκαμε κάτω στόν γκρεμό καί σιγά-σιγά τόν ἀνεβάζαμε μ’ ἕνα φορεῖο. Κάποια στιγμή ἀνακάθισε πάνω στό φορεῖο καί ἀκούστηκαν πράγματι ψαλμωδίες. Καί μετά ἔφυγε, ξεψύχησε. Ἑπομένως, ἦταν ἄνθρωπος πράγματι τοῦ Θεοῦ καί ἀπό ἄλλα γεγονότα βεβαιώθηκε αὐτό καί βλέπουμε πῶς ὁ Θεός τόν παρηγόρησε γιά νά ἔχει ἔτσι καί μία εὔκολη ἔξοδο ἡ ψυχή.
Ἄλλο περιστατικό. «Στήν Ρώμη κατοικοῦσε κάποτε μία Μοναχή, πού ὀνομαζόταν Ρεδέμπτα. Κοντά της παρέμεναν καί δύο μαθήτριαι ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία λεγόταν Ῥωμίλλα. Καί οἱ τρεῖς Μοναχές διέμεναν στήν ἴδια οἰκία, πτωχότατες ἀπό ὑλικά ἀγαθά, πλουσιότατες ὅμως σέ εὐσέβεια καί ἀρετή. Ἡ Ῥωμίλλα "ὑπερέβαλλε τήν συμμαθήτριά της στήν ἄσκηση καί τό ἔργο τῆς ἀρετῆς· διακρινόταν γιά τήν ἀξιοθαύμαστη ὑπομονή της καί τήν ἄκρα ὑπακοή της. Κρατοῦσε μετά προσοχῆς τό στόμα της κλειστό καί παρέμενε σιωπηλή ἀσκουμένη στήν σιωπή καί ἐπέμενε καρτερικῶς στήν προσευχή.
Εἶναι ὅμως γεγονός, ὅτι οἱ ἄνθρωποι, κρίνοντες ἀπό τά φαινόμενα, θεωροῦν μερικούς ἀνθρώπους τελείους, ἐντούτοις ὅμως αὐτοί ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Δημιουργοῦ ἔχουν κάποια ἀτέλεια. Ἄς λάβουμε ὡς παράδειγμα τίς σφραγίδες. Συμβαίνει, δηλαδή, μερικές σφραγίδες νά μήν έχουν σκαλισθεῖ καλῶς ἀπό τόν τεχνίτη καί ἐντούτοις, ἀπό τούς μή γνωρίζοντας τά πράγματα, θεωροῦνται τέλειες. Ἀλλ’ ὁ τεχνίτης ὅμως, ὅσους ἐπαίνους καί ἐάν ἀκούει γιά τό κατασκεύασμά του, δέν παύει νά χρησιμοποιεῖ τήν λίμα, νά τήν κτυπᾶ μέ τήν σφῦρα γιά νά κάνει τήν σφαγίδα ὡραιότερη καί τελειότερη. Κάτι ἀνάλογο συνέβη καί ἀπό τόν Δημιουργό τῶν ὅλων στήν Ῥωμίλλα. Περιέπεσε δηλαδή σέ μία σωματική νόσο, τήν ὁποια οἱ γιατροί τήν ὀνομάζουν παράλυση, ἐκ τῆς ὁποίας κατέστη ἀκίνητη καί παρέμενε κατάκοιτη ἐπί πολλά ἔτη. Ἐντούτοις ὅμως οἱ μάστιγες τῆς νόσου δέν μπόρεσαν νά κάμψουν τήν εὐσέβειά της καί νά σύρουν τόν λογισμό της σέ ἀνυπομονησία, ἀπεναντίας πρόσθεσαν σέ αὐτή πνευματική δύναμη. Ὅσο περισσότερο ἀδυνάτιζε λόγω τῆς ἀσθένειας, στά σωματικά ἔργα καί τήν σωματική ἄσκηση, τόσο σπουδαιότερη γινόταν στήν εὐσέβεια καί στήν προσευχή τήν ἀδιάλειπη»15. Προσευχόταν ἀδιαλείπτως. Ὁ Κύριος πολλές φορές παραχωρεῖ μιά ἀσθένεια γιά νά τελειοποιήσει τόν ἄνθρωπο. Μπορεῖ νά φαίνεται στούς ἀνθρώπους πολύ καλός ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Θεός πού βλέπει ὅλα τά κρυπτά τοῦ ἀνθρώπου γνωρίζει τί χρειάζεται στόν καθένα. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά λέμε: γιατί αὐτός, τόσο καλός ἄνθρωπος ἀρρώστησε;...
Ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη περίπτωση βέβαια, νά μήν ἔχει κάποιος ἀτέλειες ἀλλά νά δίνει ὁ Θεός τίς ἀσθένειες γιά χάρη τῶν ἄλλων, δηλαδή γιά νά γίνουν παραδείγματα καί πρότυπα ὑπομονῆς στούς ἄλλους. Ὅπως συνέβη μέ τόν Ἰώβ, πού ἀρρώστησε μέ φοβερή νόσο ἐνῶ ἦταν ἄμεμπτος, δίκαιος, γιά νά γίνει πρότυπο ὑπομονῆς σέ μᾶς. Καί ὑπάρχει καί ἡ περίπτωση νά ζητήσει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος νά πάρει ἀπό κάποιον ἄλλον τήν ἀσθένεια, ὅπως ἔγινε μέ τόν Ἅγιο Παΐσιο πού ζήτησε νά πάρει τόν καρκίνο -πού εἶχε στό τέλος- ἀπό μία μητέρα γιά νά βοηθηθοῦν ἡ μητέρα καί τά παιδιά της.
«Μία νύκτα» ἡ Ῥωμίλλα λοιπόν, «κάλεσε πλησίον της τήν Γερόντισσα καί διδάσκαλό της Ρεδέμπτα, καθώς καί τήν συμμαθήτριά της. Κατά τά μεσάνυκτα λοιπόν, ἐνῶ στέκονταν ὄρθιες κοντά στήν κλίνη της, εἶδαν θέαμα καταπληκτικό καί θαυμάσιο. Ἐντελῶς ξαφνικά κατέβηκε φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί γέμισε μέ τήν λάμψη του ὅλο τόν χῶρο τοῦ κελλιοῦ. Τόσο δέ ἐκτυφλωτική ὑπῆρξε ἡ λάμψη ἐκείνη, ὥστε οἱ καρδιές τῶν παρισταμένων, δηλαδή τῆς Γερόντισσας καί τῆς ἀδελφῆς, νά δοκιμάσουν μεγάλο φόβο καί νά παγώσουν τά μέλη τους, καθώς μετά ταῦτα διηγήθηκαν.
Ἐνῶ, λοιπόν, στέκονταν κατάπληκτοι, ἄρχισε νά ἀκούγεται συγχρόνως μεγάλος ἦχος», πολύς θόρυβος «σάν νά εἰσήρχετο στό κελλίον πλῆθος πολύ καί νά τρίζουν οἱ πόρτες ἀπό τόν συνωστισμό τῶν εἰσερχομένων. Ἡ Γερόντισσα καί ἡ συμμαθήτριά της ἀπό τόν ὑπερβολικό φόβο πού δοκίμασαν καί τήν ἐκτυφλωτική λάμψη τοῦ φωτός, δέν μποροῦσαν νά δοῦν κανένα, διότι ἀπό τόν φόβο ἔκλειναν οἱ ὀφθαλμοί τους καί ἀπό τήν ἐκτυφλωτική λάμψη τοῦ φωτός θαμπώνονταν. Τό δέ ἐκτυφλωτικό ἐκεῖνο φῶς συνόδευε μία περίεργος καί ἀξιοθαύμαστη εὐωδία, ὥστε οἱ ψυχές τους, ἄν καί φοβήθηκαν ἀπό τήν λάμψη, ἐντούτοις ἀπό τήν ὄσφρηση τῆς εὐωδίας εὐχαριστοῦντο.
Βλέπουσα ἡ Ρωμίλλα, ὅτι ἡ Γερόντισσα καί ἡ ἀδελφή δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τήν ἐκτυφλωτική λαμπρότητα τοῦ περίεργου ἐκείνου φωτός καί ὅτι ἡ Γερόντισσά της στεκόταν φοβισμένη καί τρέμουσα, τήν παρηγοροῦσε μέ γλυκιά φωνή: - Μή φοβᾶσαι, μητέρα, τῆς ἔλεγε· δέν πεθαίνω τώρα.
Ἐνόσω δέ ἡ Ῥωμίλλα ἐπανελάμβανε συνεχῶς αὐτά τά παρηγορητικά λόγια, τό περίεργο ἐκεῖνο φῶς, πού ἐστάλη ἐκεῖ, ὑπεχώρησε σιγά-σιγά, ἀλλά ἡ ἄρρητη ἐκείνη εὐωδία παρέμεινε. Ἐν τῷ μεταξύ πέρασε ἡ δευτέρα καί ἡ τρίτη ἡμέρα, καί ἡ ὀσμή τῆς μυστηριώδους εὐωδίας, πού εἶχε γεμίσει τό κελλί, παρέμενε μέ τήν ἴδια ἔνταση. Κατά δέ τήν τετάρτη νύκτα, φώναξε κοντά της τήν Γερόντισσά της καί τήν παρεκάλεσε νά τῆς δώσει, διά τῆς Θείας Μεταλήψεως, τό Δεσποτικό Σῶμα, ὡς συνοδοιπόρο γιά τό ταξίδι τῆς αἰωνιότητας, τό ὁποῖο βεβαίως καί ἔλαβε. Ἔξαφνα δέ στήν πλατεία, ἐμπρός στίς θύρες τοῦ κελλίου, παρουσιάσθηκαν δύο χοροί καί ἄρχισαν νά ψάλλουν.
Καθώς δέ διηγεῖτο ἀργότερα ἡ Γερόντισσά της, ἀλλά καί ἡ συμμαθήτριά της, διέκριναν, ἐκ τῆς ψαλμωδίας τῶν ἀσμάτων, ὅτι ἔψαλλαν καί ἄνδρες καί γυναῖκες κατ’ ἀντιφωνία, δηλαδή πότε ἡ ὁμάδα τῶν ἀνδρῶν καί πότε ἡ ὁμάδα τῶν γυναικῶν. Κατά τό διάστημα δέ πού ἀκουγόταν ἡ κατανυκτική καί ὑπερκόσμιος αὐτή ψαλμωδία ἔξω ἀπό τό κελλί, ἡ ἁγία ἐκείνη ψυχή τῆς Ῥωμίλλα ἐλευθερώθηκε ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος. Ἐνόσω δέ ἀνερχόταν ἡ μακαρία της ψυχή πρός τόν οὐρανό, ἐπί τοσοῦτο ἀνήρχοντο καί οἱ χοροί τῶν ψαλλόντων», τήν συνόδευαν δηλαδή, «ὥστε ἡ ψαλμωδία νά ἀκούγεται ἀπό ψηλά πλέον, ἕως ὅτου ἀπεμακρύνθησαν τελείως καί ἔσβησαν καί οἱ φωνές καί ἡ εὐωδία»16.
Βλέπουμε μιά καταπληκτική ἐκδήλωση τῆς θείας Χάριτος. Ὁ Θεός εἶναι Φῶς, εἶναι καί εὐωδία καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο εἶναι εὐωδία ἄρρητη. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού αἰσθανόντουσαν οἱ τρεῖς αὐτές ἅγιες ψυχές γιά μέρες. Καί βλέπουμε πῶς παρηγορήθηκε ἡ ψυχή της κατά τήν ἔξοδό της. Τί ὡραία συνοδία εἶχε αὐτή ἡ ψυχή καί ὅταν ἔβγαινε ἀπ’ τό σῶμα καί στή συνέχεια, ὅπως πορευόταν πρός τόν οὐρανό!
«Πολλές φορές, ἐπίσης», ἄλλο περιστατικό τώρα λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, «γιά παρηγοριά καί ἐνθάρρυνση τῆς ἐξερχόμενης ἐκ τοῦ σώματος ψυχῆς, παρουσιάζεται καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχηγός τῆς ζωῆς καί ἀνταποδότης τῶν πράξεων, πού ἐπιτελέσαμε κατά τήν ἐπίγειά μας ζωή», ὁ ἴδιος ὁ Χριστός δηλαδή. «Αὐτό καί ἄλλοτε τό ἔχω ἐνθυμηθεῖ, ὅταν διηγούμην τήν περίπτωση τῆς θείας μου τῆς Ταρσίλας. Αὐτή λοιπόν ζοῦσε μέ δύο ἀγαπητούς ἀδελφούς της, πλήν προσηύχετο ἀδιαλείπτως καί περνοῦσε τόν καιρό της ἀπομονωμένη. Ἀνελθοῦσα δέ εἰς τό ὕψος τῆς ἐγκρατείας μεγάλωνε καταπληκτικῶς κατά τήν ἁγιωσύνη. Μία νύκτα λοιπόν παρουσιάσθηκε σ’ αὐτήν, δι’ ὀπτασίας, ὁ προπάππος μου ὁ Φήλιξ, ὁ ἄλλοτε Πατριάρχης στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, καί ἀφοῦ τῆς ὑπέδειξε ἕναν τόπο αἰωνίου λαμπρότητος, τῆς λέγει μέ πατρική στοργή: - Ἔλα σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ὁλόφωτη διαμονή, σέ περιμένω.
Μετά ἀπό λίγο ἡ Ταρσίλα κατελήφθη ἀπό πυρετό καί πλησίαζε πλέον πρός τόν θάνατο. Κατά τήν ἐπικρατοῦσα δέ συνήθεια, ὅταν ἀσθενοῦν βαρέως εὐγενεῖς ἄνδρες καί γυναῖκες, νά ἔρχονται πολλοί στό σπίτι τοῦ μελλοθανάτου γιά νά παρηγοροῦν τούς συγγενεῖς, συνέβη νά παρευρίσκονται πολλοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, γύρω ἀπό τό κρεβάτι τῆς Ταρσίλας κατά τίς τελευταῖες στιγμές της.
Ἔξαφνα ἡ ἡμιθανής Ταρσίλα σήκωσε τό βλέμμα της ψηλά καί βλέπει νά ἔρχεται πρός αὐτήν ὁ Ἰησοῦς· ἡ ψυχή της τότε κατελήφθη ἀπό ἀνεκλάλητη χαρά καί, μέ δύναμη ἀνεξήγητη ἀπό τήν ἐπιθανάτια ἀγωνία της, ἄρχισε νά κραυγάζει πρός τούς ἐπισκέπτες της· - Πηγαίνετε, τώρα πηγαίνετε, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς! Καθώς δέ ἡ Ταρσίλα πρόσεχε σ’ Αὐτόν πού ἔβλεπε, τόν Ἰησοῦ, ἐξῆλθε ἡ ἁγία ψυχή της ἀπό τό σῶμα. Συγχρόνως μία ἀξιοθαύμαστη ἰσχυρή εὐωδία σκορπίσθηκε ὁλόγυρα, τήν ὁποία ὅλοι ἀντελήφθησαν καί ἡ ὁποία ἔδειξε ὁλοφάνερα στούς ἐπισκέπτες, ὅτι εἶχε προσέλθει ἡ πηγή πάσης ἀρρήτου εὐωδίας, ὁ Ἀρχηγός τῆς πίστεως Ἰησοῦς»17. Ὅπου Χριστός ἐκεῖ καί εὐωδία. Γι’ αὐτό βλέπουμε καί τά ἅγια λείψανα νά εὐωδιάζουν, γιατί ἔχουν τόν Χριστό, ἔχουν τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τήν Χάρη τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.
«Ὅταν δέ, κατά τήν ἐπικρατοῦσα συνήθεια νά πλύνουν τούς νεκρούς, τήν γύμνωσαν γιά νά τήν λούσουν, εἶδαν ὅτι τό δέρμα στά γόνατα καί στούς ἀγκῶνες εἶχε σκληρύνει, ὅπως τό δέρμα τῆς καμήλου, ἀπό τήν ἐντατική προσευχή καί τίς γονυκλισίες. Τοιουτοτρόπως τό νεκρό σῶμα ἀποκάλυψε σέ ὅλους τά λαμπρά ἔργα πού ἔπραττε τό πνεῦμα, ὅταν ἡ Ταρσίλα ζοῦσε»18. Βλέπουμε πῶς ὑπάρχουν Ἅγιοι πού κρύβουν ἐπιμελῶς τά ἔργα τους τά πνευματικά καί οἱ πέριξ δέν τούς ἀντιλαμβάνονται, ἀλλά ὁ Θεός ὅταν θέλει καί ὅπως θέλει τούς ἀποκαλύπτει γιά διδασκαλία ὅλων ἡμῶν πού ζοῦμε μέ ἀμέλεια καί ραθυμία.
«Ἐξίσου θαυμαστό εἶναι καί αὐτό, πού μοῦ διηγήθηκε ἕνας εὐλαβής ἄνθρωπος, ὁ Πρόβος, γιά τήν ἀδελφή του Μοῦσα», ἔτσι λεγόταν. «Ἡ Μοῦσα, μικρά καί ἀθώα κόρη, εἶδε μία νύκτα, δι’ ὀπτασίας, τήν Θεοτόκο καί ἀειπάρθενο Μαρία, νά ὑποδεικνύει σ’ αὐτήν συνομήλικά της κορίτσια, τά ὁποῖα ἤθελε νά πλησιάσει ἡ Μοῦσα, ἀλλά δέν τολμοῦσε. Ἠρωτήθη δέ ἀπό τήν Θεοτόκο, ἐάν θέλει νά εἶναι μαζί μέ τίς παρθένες ἐκεῖνες καί νά καταταγεῖ στή συνοδεία της. Ὅταν δέ ἡ Μοῦσα ἀπήντησε ὅτι αὐτό τό ἐπιθυμοῦσε σφοδρῶς, ἡ Θεοτόκος ἔδωσε σ’ αὐτήν ἐντολή στό ἑξῆς νά μή πράττει τίποτε παιδικό ἤ ἄκαιρο, ἀλλά καί ἀπό γέλια καί ἀπό παιγνίδια νά ἐγκρατεύεται, καί νά γνωρίζει καλά, ὅτι μετά τριάντα ἡμέρες, μαζί μέ τίς κόρες ἐκεῖνες, τίς ὁποῖες εἶδε, θά ἔλθει στή συνοδεία της.
Πράγματι, ἀπ’ τήν ἡμέρα ἐκείνη ἡ νέα μετέβαλλε ὅλες τίς συνήθειές της, καί συμπεριεφέρετο μέ φρόνηση. Οἱ γονεῖς τῆς νέας, ὅταν εἶδαν τόσο ξαφνικά ὅτι ἡ κόρη τους ἄλλαξε τελείως, τήν ρωτοῦσαν μέ ἀπορία, ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς μεταβολῆς αὐτῆς». Ἕνα μικρό κοριτσάκι νά πάψει νά παίζει καί νά γελάει πολύ... νά εἶναι σοβαρή, νά προσεύχεται... «Ἡ νέα τότε ἀνέφερε στούς γονεῖς της τί τήν διέταξε ἡ Θεοτόκος κατά τήν νυκτερινή ὀπτασία, καί φανέρωσε σ’ αὐτούς τήν ἡμέρα, πού πρόκειται νά ἀπέλθει, γιά νά καταταχθεῖ στή συνοδεία τῶν παρθένων, πού τήν ἀκολουθοῦν», στή συνοδεία τῆς Θεοτόκου. «Κατά τήν εἰκοστή πέμπτη λοιπόν ἡμέρα κατελήφθηκε ἀπό πυρετό. Κατά δέ τήν τριακοστή, ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπό τοῦ σώματος, ἡ νέα εἶδε πάλι τήν Θεοτόκο νά ἔρχεται πρός αὐτή, συνοδευομένη ἀπό τά κορίτσια, πού εἶχε δεῖ τήν πρώτη φορά, καί νά τήν προσκαλεῖ κοντά της.
Ἡ μικρή κόρη μέ κόκκινο ἀπό σεβασμό τό πρόσωπο καί μέ ἤρεμη φωνή ἀπεκρίθη: - Ἰδού, Κυρία, ἔρχομαι· ἰδού, Κυρία, ἔρχομαι! Μέ αὐτές δέ τίς λέξεις παρέδωσε τό πνεῦμα της· ἔτσι ἡ ἁγνή ψυχή ἐξῆλθε ἀπό τό παρθενικό σῶμα καί κατατάχθηκε στόν χορό τῶν Παρθένων»19.
Βλέπουμε πόσα ὡραῖα πράγματα ἔχουμε μέσα στή ζωή τῶν ἁγίων μας. Γιατί ὁ θάνατος δέν εἶναι κάτι κακό. Κι αὐτά πού λένε μερικοί, ὅτι νωρίς ἔφυγε καί πρόωρα κ.λ.π. εἶναι ἀπαράδεκτα πράγματα. Ὁ Θεός δέν κάνει τίποτε πρόωρο καί τίποτε ἄκαιρο. Ὁ Θεός μᾶς παίρνει ὅλους στήν καλύτερή μας ὥρα καί ἔκρινε γιά αὐτό τό παιδάκι ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ὥρα του. Καί βλέπετε πῶς τό προετοίμαζε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί χαρούμενη κι αὐτή εἶδε τόν πνευματικό κόσμο, ἑλκύστηκε ἀπ’ αὐτόν καί πῆγε μέ χαρά στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
«Ἀκόμη θά σοῦ διηγηθῶ καί αὐτό πού συνέβη στόν εὐλαβέστατο πατέρα Στέφανο. Αὐτός ἦταν στό ἔπακρο ἀκτήμων καί ἀνεξίκακος καί ἀσχολεῖτο συνεχῶς μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἕνα μόνο περιστατικό ἀπό τή ζωή του θά διηγηθῶ, γιά νά ἐννοήσεις ἀπό αὐτό καί τίς ὑπολοίπες ἀρετές του»20. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ζοῦσε στούς πρώτους αἰῶνες, ὅταν καί ἡ Δύση καί ἡ Ρώμη ἦταν Ὀρθόδοξη καί βλέπουμε πῶς οἱ χριστιανοί ἀσκοῦσαν τήν νοερά, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Αὐτή ἡ προσευχή μαζί μέ τίς ἄλλες ἀρετές εἶναι πηγή ἁγιασμοῦ γιά τόν ἄνθρωπο.
Αὐτός ὁ μακάριος λοιπόν Στέφανος προσηύχετο ἀδιάλειπτα. «Κάποτε λοιπόν θέριζε σιτάρι, τό ὁποῖο εἶχε σπείρει καί τό μετέφερε στό ἀλώνι, γιά νά τό ἀλωνίσει. Ἐκτός ἀπό τό σιτάρι αὐτό δέν εἶχε τίποτε ἄλλο γιά νά διατραφεῖ ὁλόκληρο τό ἔτος αὐτός καί οἱ μαθητές του. Κάποιος ὅμως κακός ἄνθρωπος, ὄργανο τοῦ διαβόλου, ἔβαλε φωτιά στό ἀλώνι καί ἔκαψε τό σιτάρι τοῦ πατρός Στεφάνου», ὁπότε θά ἔμεναν χωρίς ψωμί ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι γιά ἕναν χρόνο. «Κάποιος περαστικός, πού ἔτυχε νά δεῖ τό γεγονός, φανέρωσε τοῦτο στόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ προσθέσας· ἀλλοίμονο, πάτερ Στέφανε, τί ἦταν αὐτό τό κακό, πού σοῦ συνέβη!
Ὁ Στέφανος ὅμως, μέ ἤρεμο πρόσωπο καί ἀτάραχο βλέμμα, ἀπάντησε σ’ αὐτόν: Ἀδελφέ μου, ἀλλοίμονο στόν ἐμπρηστή γιά τήν ἁμαρτία πού διέπραξε καί ζημίωσε τήν ψυχή του· γιατί σέ μένα τί συνέβη; Ἀπό αὐτό λοιπόν τό περιστατικό μπορεῖς νά ἀντιληφθεῖς σέ ποιό ὕψος δυνάμεως καί σέ ποιό βαθμό ἀδιαφορίας πρός τά ὑλικά εἶχε φθάσει ὁ λογισμός καί ἡ σκέψις του, ὥστε ἔχασε ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε γιά τή διατροφή ἑνός ὁλοκλήρου ἔτους, καί ἐντούτοις παρέμεινε τόσο ἀδιάφορος καί ἀτάραχος καί πόνεσε μᾶλλον γιά τήν ψυχική ζημία, πού ὑπέστη ὁ ἐμπρηστής, παρά γιά τήν ὑλική ζημία πού ἔπαθε ὁ ἴδιος.
Ὅταν λοιπόν ὁ Στέφανος ἔφθασε στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του καί ἐπρόκειτο νά πεθάνει, συγκεντρώθηκαν κοντά του πολλοί, γιά νά παρασταθοῦν ψυχικῶς στήν εὐλογημένη καί ἁγία ψυχή τοῦ Στεφάνου, πού ἐντός ὀλίγου θά ἐξήρχετο ἀπό τό σῶμα. Περιεκύκλωσαν λοιπόν τήν κλίνη του καί παρακολουθοῦσαν μετά προσοχῆς τίς τελευταῖες στιγμές τοῦ ὁσίου. Ἄλλοι μέν ἀπ’ αὐτούς, μετά τόν θάνατο τοῦ ὁσίου, διηγοῦντο ὅτι εἶδαν νά εἰσέρχονται Ἄγγελοι, χωρίς νά μπορέσουν νά ποῦν τίποτε, ἄλλοι πάλι δέν εἶδαν τίποτε, κατελήφθησαν ὅμως ἀπό ἰσχυρό φόβο.
Πάντως, καί αὐτοί πού εἶδαν τούς Ἀγγέλους, καί αὐτοί πού δέν εἶδαν τίποτε, τόσο πολύ φοβήθηκαν, ὥστε ἔφυγαν ἀπό τό δωμάτιο τοῦ ἀποθνήσκοντος καί κανείς δέν μπόρεσε νά παραμείνει ἐκεῖ κατά τήν ὥρα πού ἐξήρχετο ἡ ἁγία ἐκείνη ψυχή. Ἀπεκαλύφθη δέ ὁλοφάνερα ποιοί ὑποδέχθηκαν τήν ἐξερχομένη ἁγία ψυχή, ὥστε κανείς ἀπό τούς θνητούς νά μή μπορέσει νά παρακολουθήσει τήν λαμπρή καί ἔνδοξο ἔξοδό της.
Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτά, πρέπει νά γνωρίζεις καί τοῦτο, ὅτι ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς δέν φαίνεται πάντοτε κατά τήν ἔξοδό της ͘ φανερώνεται ὅμως ἀσφαλῶς μετά τόν θάνατο. Αὐτό τό βλέπουμε στήν περίπτωση τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ὑπέμειναν τήν πολλή ὠμότητα τῶν ἀπίστων. Καθημερινά δέ, μετά τόν μαρτυρικό τους θάνατο δοξάζονται καί λαμπρύνονται μέ τά θαύματα τῶν νεκρῶν ὀστέων αὐτῶν»21. Βλέπουμε δηλαδή, λέει ὁ Ἅγιος, ὅτι πολλοί ἅγιοι ἄνθρωποι ἔχουν οἰκτρό τέλος. Φαινομενικά εἶναι μία πλήρης ἀποτυχία ἡ ζωή τους ὅλη καί ὁ θάνατός τους ἐπίσης εἶναι πανάθλιος. Ἀλλά τό ποιοί εἶναι πραγματικά, φαίνεται μετά τόν θάνατό τους, ὅπου καί τά ὀστᾶ τους, τά λείψανά τους, θαυματουργοῦν καί τούς δοξάζει ὁ Θεός.
«Ἄλλοτε πάλι συμβαίνει τό ἀντίθετο, καί ὁ Παντοδύναμος Θεός ἐπιστηρίζει μέ μερικές ἀποκαλύψεις τίς ψυχές ἐκείνων πού δειλιάζουν πρό τῆς τελευτῆς τους, γιά νά μή φοβηθοῦν ὅταν θά ἔλθει ἡ στιγμή τοῦ θανάτου.
Θά ἀναφέρω μία περίπτωση. Κάποτε παρέμενε μαζί μου στό Μοναστήρι ἕνας ἀδελφός ὀνόματι Ἀντώνιος. Αὐτός λοιπόν, μέ καθημερινό πένθος καί ἀκαταπαύστα δάκρυα, ἠγωνίζετο νά ἐπιτύχει τήν ἀνεκλάλητη χαρά, πού ὑπάρχει στήν ἐπουράνια πατρίδα, γι’ αὐτό δέ καί μελετοῦσε μέ πολύ πόθο καί ἐπιμονή τά ἱερά λόγια. Μέ τή μελέτη αὐτή δέν ἐπιζητοῦσε νά πλουτισθεῖ μέ γνώσεις, ἀλλά μέ κατανυκτικά δάκρυα. Μελετοῦσε δηλαδή γιά νά ἀνανήψει ὁ λογισμός του, νά ἐγκαταλείψει τά ἐπίγεια καί νά μεταρσιωθεῖ μέ τήν μυστική θεωρία στήν ἐπουράνιο πατρίδα.
Σ’ αὐτόν λοιπόν τόν λαμπρό ἀγωνιστή κατά μία νυκτερινή ὀπτασία ἔλέχθη: Ἑτοιμάσου, γιατί ὁ Κύριος διέταξε νά φύγεις ἀπό αὐτόν τόν κόσμο. Ὅταν δέ ὁ Μοναχός Ἀντώνιος ἀπήντησε, ὅτι δέν εἶναι ἕτοιμος γιά τό ταξίδι αὐτό, ἄκουσε ἀμέσως τήν μυστηριώδη φωνή νά τοῦ λέει: Ἐάν ἰσχυρίζεσαι, ὅτι δέν εἶσαι ἕτοιμος, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν σου, μάθε ὅτι συνεχωρήθησαν ὅλες οἱ ἁμαρτίες σου. Μόλις ἄκουσε αὐτά ὁ Μοναχός Ἀντώνιος, περιέπεσε σέ μεγάλο φόβο καί δειλία. Καί μία ἄλλη νύκτα πληροφορήθηκε τό ἴδιο πράγμα μέ τούς ἴδιους λόγους.
Μετά πέντε ἡμέρες κατελήφθηκε ἀπό πυρετό καί ἐνῶ ὅλοι οἱ ἀδελφοί ἔκλαιγαν, διότι θά ἀπεχωρίζοντο τέτοιον ἔκλεκτό καί καλό ἀδελφό καί προσηύχοντο, ἡ ψυχή τοῦ Ἀντωνίου ἀνεχώρησε μέ ἀγαλλίαση πρός τόν Κύριο»22. Πῶς ὁ Κύριος προετοιμάζει καί τούς δειλούς γιά τόν θάνατο!
«Στό ἴδιο Μοναστήρι ζοῦσε καί ἕνας ἄλλος ἀδελφός, πού λεγόταν Μέρουλος. Ὁ Μέρουλος περνοῦσε τίς ἡμέρες τῆς ἐπιγείου ἐξορίας μέ ἀφθονώτατα δάκρυα καί ἐλεημοσύνη. Ἡ προσευχή ποτέ δέν ἔλειπε ἀπό τό στόμα του, ἐκτός ἀπό τίς ὧρες τοῦ ὕπνου καί τοῦ φαγητοῦ. Σ’ αὐτόν λοιπόν φανερώθηκε, κατά μία νυκτερινή ὀπτασία, ὅτι στέφανος ἀπό λευκά ἄνθη κατήρχετο ἀπό τόν οὐρανό στό κεφάλι του. Μετά τήν ἀποκαλυπτική αὐτή ὀπτασία ἀσθένησε ὁ Μέρουλος καί, ἐντός ὀλίγου, μέ ψυχική χαρά καί χωρίς καμία ἀγωνία ἐξεδήμησε ἀπό τά ἐπίγεια πρός τά ἐπουράνια»23. Βλέπουμε κι ἐδῶ πῶς ὁ Κύριος προετοίμασε τήν ψυχή αὐτή τοῦ δικαίου.
«Ἀφοῦ πέρασαν δεκατέσσερα ἔτη ἀπό τοῦ θανάτου τοῦ Μέρουλου ὁ σημερινός Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Πέτρος θέλησε νά σκάψει τόν τάφο πλησίον τοῦ μνήματος τοῦ Μέρουλου. Ὅπως δέ διηγεῖται ὁ ἴδιος, καθώς εἰργάζετο στό μέρος ἐκεῖνο, ἐξῆλθεν ἀπό τόν τάφο τοῦ Μέρουλου μία εὐωδία τόσο ἰσχυρή καί βαθιά, σάν νά εἶχαν μαζευτεῖ ἐκεῖ τά πιό εὐωδιαστά καί μυρίπνοα ἄνθη. Ἀπό αὐτό τό γεγονός γίνεται ὁλοφάνερο, ὅτι ἡ ὀπτασία, πού εἶδε ὁ Μέρουλος, πρίν πεθάνει, ἦταν ἀληθινή»24. Ἦταν πράγματι ἀπό τόν Θεό καί δέν ἦταν μία ἀπάτη τοῦ διαβόλου αὐτό τό στεφάνι μέ τά λευκά ἄνθη πού κατέβαινε ἀπό τόν οὐρανό στό κεφάλι του.
«Στόν βίο τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ζοῦσε κάποτε ἕνας Γέρων ἀσκητής, πού κατήγετο ἀπό τήν Βηθανία καί ὀνομάζετο Ἄνθιμος. Αὐτός ἀσκήτευε σ’ ἕνα κελλί, πού ἔκτισε, πέρα ἀπό τόν χείμαρρο, πρός ἀνατολάς, ἀπέναντι ἀπό τόν Πύργο, πού εἶχε ἱδρύσει ὁ μακάριος Σάββας». Ὁ χείμαρρος προφανῶς εἶναι ὁ χείμαρρος τῶν κέδρων πού ξεκινάει ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί φτάνει μέχρι τήν Νεκρά Θάλασσα καί περνάει μπροστά καί ἀπό τό σπήλαιο πού ἀσκήτεψε ὁ Ἅγιος Σάββας καί τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σάββα. «Σ’ αὐτό τό κελλί πέρασε τριάντα ὁλόκληρα χρόνια», αὐτός ὁ Γέροντας ἀσκητής πού ὀνομαζόταν Ἄνθιμος. «Μετά, κατά τά τελευταῖα του ἀρρώστησε καί ἔπεσε ὁ γέρων στό κρεβάτι τοῦ πόνου. Ὅταν τόν εἶδε σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ θαυμάσιος Σάββας, ἐξαντλημένο ἀπό τήν νόσο καί τά βαθιά γηρατειά, διέταξε νά μεταφέρουν τόν Γέροντα Ἄνθιμο σ’ ἕνα ἀπό τά κελλιά τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μποροῦν οἱ ἀδελφοί νά τόν ἐπισκέπτονται καί νά τόν ἐξυπηρετοῦν χωρίς πολύ κόπο. Καί ὁ μέν Ἅγιος Σάββας αὐτά διέτασσε. Ὁ Γέρων Ἄνθιμος ὅμως δέν συνμφωνοῦσε μέ τήν πρόταση αὐτή τοῦ Σάββα καί τῆς συνοδείας του. Ἰδού δέ τί τούς ἀπάντησε: - Ἔχω στηρίξει τό θάρρος μου στόν Θεό καί ἐπιθυμῶ νά πεθάνω στό μέρος ἐκεῖνο, πού ἀπό τήν ἀρχή κατώκησα γιά ἄσκηση.
Μετά τήν ἀπάντηση αὐτή τοῦ Ἀνθίμου, σηκώθηκε κάποτε τήν νύκτα ὁ Σάββας, γιά τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου. Νόμισε δέ ὅτι ἄκουσε ὑμνωδία σάν νά ἔψαλλαν πολλοί. Ἐπειδή λοιπόν σχημάτισε τή γνώμη, ὅτι ἀνεπέμποντο οἱ καθιερωμένοι κατά τόν ὄρθρο πρωινοί ὕμνοι, ἀποροῦσε καί συλλογιζόταν, πῶς ἄρχισαν νά ψάλλουν τόν ὄρθρο, χωρίς νά πάρουν προηγουμένως τήν εὐλογία του»25. Ἄκουγε μέσα στήν νύχτα ψαλμωδίες καί νόμιζε ὅτι ἄρχισαν οἱ ἀδελφοί τήν ἀκολουθία. Ἀλλά ἀποροῦσε γιατί δέν εἶχαν πάρει τήν εὐλογία του.
«Ἀμέσως τρέχει στόν Ναό, ἀλλά κατάπληκτος βρίσκει κλεισμένες τίς πόρτες τοῦ Ναοῦ καί γι’ αὐτό ἐπιστρέφει στό κελλί του. Ἀλλά καί πάλι ἀκούει τίς προηγούμενες φωνές νά ψάλλουν μέ ἀπερίγραπτη γλυκύτητα. Διέκρινε δέ καθαρά καί τό ψαλλόμενο ἄσμα», τό τί ἔψαλλαν, «τό ὁποῖο ἦταν: «διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καί ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος»26.
Ἀφοῦ ἀντελήφθηκε καλά ἀπό ποιό μέρος προήρχοντο οἱ θαυμαστοί αὐτοί ὕμνοι, ἀμέσως ξυπνάει καί διατάσσει τόν μοναχό, πού εἶχε ὡς ὑπηρεσία νά κτυπᾶ τό τάλαντο, νά συγκαλέσει μέ τά ρυθμικά κτυπήματα τούς μοναχούς, ὅπως ἦταν συνήθεια.
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ μοναχοί, ἀμέσως παίρνει μαζί του ὁ μακάριος Σάββας μερικούς καί ἔρχεται στό κελλί τοῦ Γέροντος Ἀνθίμου μέ θυμιάματα καί λαμπάδες. Οἱ ἀκουόμενοι ὕμνοι προήρχοντο ἀπό τό κελλί τοῦ Γέροντος. Ὅταν εἰσῆλθον στό κελλί, δέν βρίσκουν κανέναν ἄλλο, ἐκτός μονάχα ἀπό τόν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ἤδη εἶχε τελειωθεῖ ἐν Κυρίῳ. Τότε τόν ἐναγκαλίζονται καί τόν ἀσπάζονται μέ εὐλάβεια καί ἀφοῦ ἐπετέλεσαν τήν κανονική ἀκολουθία εἰς ἀποθανόντα Μοναχό, ἐνεταφίασαν μέ συγκίνηση τό ἱερό σῶμα τοῦ Γέροντος Ἀνθίμου»27. Ἄλλη μία περίπτωση ἀγγελικῶν ὕμνων πού ἀκουγόντουσαν κατά τήν ἔξοδο εὐλαβοῦς ἁγίου ἀνθρώπου.
«Στόν βίο τοῦ Ἁγίου Δανιήλ τοῦ Στυλίτου. Γιά τόν Ὅσιο Δανιήλ τόν Στυλίτη λέγεται, ὅτι τρεῖς ἡμέρες πρό τοῦ θανάτου του, κατά τά μεσάνυκτα, συγκεντρώθησαν στό κελλί του γιά νά τόν προϋπαντήσουν ὅλοι οἱ ἀπ’ αἰῶνος Ἅγιοι, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες καί ὅλοι οἱ λοιποί Ἅγιοι». Τί μεγάλη τιμή! «Ἀκόμη δέ μαζί μέ αὐτούς συμπαρευρέθησαν καί μερικές οὐράνιες δυνάμεις. Αὐτό λοιπόν τό Ἅγιο πλῆθος τῶν προσδραμόντων ἠσπάζοντο μέ ἀγάπη καί ἐκτίμηση τόν Μέγα καί τόν παρεκίνουν νά ἐπιτελέσει τήν Θεία Μυσταγωγία, τήν ὁποία καί πράγματι ἐθεάθει ὅτι ἐπετέλεσε μεταλαβών καί ὁ ἴδιος τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, μεταδώσας δέ αὐτά καί σέ ὅσους ἔπρεπε.
Ἐνῶ δέ ἀνέπνεε τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του καί ἦλθαν πολλοί πλησίον του νά τόν συντροφεύσουν, ἕνας δαιμονισμένος προχωροῦσε πρός τόν στύλο. Αὐτός λοιπόν φώναζε δυνατά περί τῆς ἐπισκέψεως τῶν Ἁγίων πρός τόν Ὅσιο καί μάλιστα ὀνόμαζε καί τόν κάθε Ἅγιο, ἐκ τῶν ἐπισκεπτῶν, ξεχωριστά μέ τό ὄνομά του. Ἀκόμη δέ ἀνέφερε, ὅτι καί Ἄγγέλοι ἐπισκέφθησαν τόν Ὅσιο. Μετά ἀπό αὐτά ὁ δαιμονισμένος πρόσθεσε, ὅτι τήν τρίτη ὥρα τῆς ἴδιας ἡμέρας ὁ μέν Δανιήλ θά ἀπέλθει πρός τόν Κύριο, τό δέ ἀκάθαρτο πνεῦμα θά ἐκδιωχθεῖ μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί θά φύγει ἀπό μέσα του, μετά τήν πολυχρόνια κατοίκησή του σ’ αὐτόν. Πράγματι δέ, συνέβησαν καί τά δύο στόν ὁρισμένο χρόνο, ὅπως ἀνέφερε ὁ δαιμονισμένος»28. Ὁ διάβολος λέει ψέματα, ἀλλά καμιά φορά λέει καί ἀλήθειες, γιατί ἔτσι θέλει ὁ Θεός. Ἐδῶ λέει ἀλήθεια, πράγματι κατά τήν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας, δηλαδή γύρω στίς ἐννιά τό πρωί θά ἔφευγε τό ἀκάθαρτο πνεῦμα, θά θεραπευόταν ὁ δαιμονισμένος καί ἐπίσης ὁ Ἅγιος Δανιήλ θά ἀπερχόταν πρός τόν Κύριο. Ἔτσι ἔγιναν καί τά δύο. Κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ τά ἀποκάλυψε ὁ δαιμονισμένος. Βλέπουμε κι ἐδῶ πάλι τίς θεῖες, τίς οὐράνιες παρηγοριές, πού ἀπολαμβάνουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ κατά τήν ἔξοδό τους.
Καί τό τελευταῖο ἀπό τό Γεροντικό. «Οἱ πατέρες ἔλεγαν γιά τόν ἀββά Σισώη τά ἑξῆς γιά τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του. Ὅταν ἐπρόκειτο νά πέθανει ὁ ἀββάς Σισώης καί οἱ πατέρες ἐκάθηντο κοντά στό κρεβάτι του, ἔλαμψε ξαφνικά τό πρόσωπό του πάρα πολύ καί λέγει πρός αὐτούς χαρούμενος: Ἰδού, ἦλθεν ὁ ἀββάς Ἀντώνιος», ὁ θεμελιωτής τοῦ μοναχισμοῦ, τήν ὥρα πού ἔβγαινε ἡ ψυχή τοῦ ἀββά Σισώη. «Μετά ἀπό λίγες στιγμές μέ λαμπρό πάλι πρόσωπο εἶπε: Νά, τώρα ἦλθεν ὁ χορός τῶν Προφητῶν», οἱ ἅγιοι-δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «καί τό πρόσωπό του ἔλαμψε περισσότερο. Μετά ἀπό λίγες στιγμές μέ λαμπρό πάλι πρόσωπο εἶπε: Νά τώρα προσῆλθε ὁ χορός τῶν Ἀποστόλων καί ἐφαίνετο σάν νά συνομιλοῦσε μέ μερικούς ἀοράτους ἐπισκέπτες»29. Βλέπετε πόσο διαφορετικά εἶναι τά πράγματα… Στή γῆ οἱ Ἅγιοι δέν τιμῶνται, περιφρονοῦνται κατά κανόνα ἀπό τούς ἀνθρώπους ὅσο ζοῦν. Ἀλλά τιμῶνται ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς Ἁγίους καί ἀπό τούς πολύ μεγάλους Ἁγίους, ὅπως εἶναι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος…
Οἱ παριστάμενοι γέροντες τόν παρεκάλεσαν καί τοῦ ἔλεγαν: - Πάτερ, μέ ποιόν μιλεῖς;». Τόν ἔβλεπαν πού συνομιλοῦσε μέ κάποιους. «Ἐκεῖνος ἀπάντησε: - Τώρα ἦλθαν νά μέ παραλάβουν οἱ Ἄγγελοι καί παρακαλῶ νά μέ ἀφήσουν λίγο νά μετανοήσω»30. Βλέπετε πόσο ταπεινός ἦταν! Παρόλο πού εἶδε τούς ἁγίους Προφῆτες, τούς ἁγίους Ἀποστόλους, τόν Μέγα Ἀντώνιο, δέν εἶπε, ποιός εἶμαι ἐγώ! Ἀλλά θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦσε νά κερδίσει λίγο χρόνο γιά νά μετανοήσει, ὅπως ἔλεγε.
«Οἰ πατέρες τοῦ ἀπαντοῦν: - Πάτερ, σύ δέν ἔχεις ἀνάγκη νά μετανόησες. Μέ βαθιά ταπείνωση τούς λέγει πάλι ὁ Ὅσιος Σισώης: - Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι πραγματικά δέν γνωρίζω, ἐάν ἔβαλα ἀρχή μετανοίας»31. Αὐτό εἶναι τό ὀρθόδοξο πνεῦμα καί φρόνημα. Ἀκόμα δέν ἔχουμε βάλει ἀρχή μετανοίας.
«Ἐν τῷ μεταξύ ὅλοι γνώριζαν, ὅτι ἦταν τέλειος. Ξαφνικά τό πρόσωπό του ἄστραψε ὅπως ὁ ἥλιος καί ὅλοι φοβήθηκαν. Πρός τούς καταπλήκτους Γέροντας ὁ ἀββάς Σισώης λέει: - Βλέπετε; Ἦλθεν ὁ Κύριος καί λέγει, φέρετέ μου τό σκεῦος τῆς ἐρήμου»32. Τό σκεῦος τῆς ἐρήμου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Σισώης. Πόσο ἁπλά τό λέει… ἀλλά καί πῶς λάμπει τό πρόσωπό του, γιατί ἀντανακλᾶ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
«Ἀμέσως δέ μέ τούς λόγους αὐτούς παρέδωσε τό πνεῦμα του. Τή στιγμή δέ τῆς ἐξόδου τῆς μακαρίας ψυχῆς του ἐφάνηκε ὡς μία ἀστραπή καί τό κελλί γέμισε ἀπό εὐωδία»33. Πάλι τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἄρρητη εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά πῶς κοιμῶνται οἱ Ἅγιοι καί νά ἡ ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ὄντως ὑπάρχει Θεός καί ὄντως ὑπάρχει ἡ ἀνταμοιβή τῶν δικαίων, καί σ’ αὐτή τή ζωή καί φυσικά αὐτό δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρά ἕνα μικρό μικρό δεῖγμα, ἕνα προανάκρουσμα τῆς χαρᾶς καί τῆς μακαριότητος πού ἀπολαμβάνουν οἱ Ἅγιοι στόν Παράδεισο ἐν ἀναμονῇ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί φυσικά ἀκόμα περισσότερο ὅταν θά γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ὁπότε θά πάρουν τή θέση τους μέσα στή βασιλεία καί θά προχωροῦν ἀπό ἔκπληξη σέ ἔκπληξη, ἀπό δόξα σέ μεγαλύτερη δόξα μέσα στόν ἄπειρο Θεό.
Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας. Νομίζω εἶναι πάρα πολύ παρηγορητικά καί θριαμβευτικά, θά ἔλεγα, τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία τόσο πολύ ὑψώθηκε ἀπό τόν Χριστό μας καί τόσο πολύ ὠφελήθηκε ἀπό τή Σταυρική Του θυσία καί τήν Ἀνάστασή Του, ὥστε νά μπορεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος νά φεύγει τόσο χαρούμενα. Ἐνῶ ὁ θάνατος ἦταν τό φοβερότερο πράγμα γιά τούς πρό Χριστοῦ ἀνθρώπους, τό ὀδυνηρότερο, τό ἀπαισιότερο, τώρα γίνεται κι αὐτό μία γλυκυτάτη ἀναχώρηση καί ἴσως τό ὡραιότερο περιστατικό τῆς ζωῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά ζήσει ἐν μετανοίᾳ.
Ἄς εὐχαριστήσουμε καί ἄς δοξάσουμε τόν Θεό καί ἄς εὐχόμαστε κι ἐμεῖς λίγο νά γευτοῦμε κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου μας ἀπό αὐτή τήν οὐράνια καί θεία παρηγοριά. Ὅπως θέλει ὁ Κύριος… Πάντως, μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι, εἶναι πολύ καλό νά ἑτοιμαζόμαστε γιά τό τέλος μας, νά προσευχόμαστε γιά τήν ἔξοδό μας νά εἶναι εἰρηνική, νά εἶναι ἐν μετανοίᾳ καί νά ἔχει τή θεία παρηγοριά καί, ἄν θέλει ὁ Θεός, νά μᾶς προετοιμάσει κατάλληλα, νά μᾶς ἀποκαλύψει πότε θά εἶναι αὐτή ἡ στιγμή, γιά νά μή μᾶς ἔρθει αἰφνίδια καί ξαφνικά καί βρεθοῦμε ἀνέτοιμοι.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
1 Εὐεργετινός, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001 (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός).
2 Ὅ.π.
3 Ὅ.π.
4 Ὅ.π.
5 Ὅ.π.
6 Ὅ.π.
7 Ὅ.π.
8 Μάρκ. 10, 29-30.
9 Εὐεργετινός.
10 Ὅ.π.
11 Ὅ.π.
12 Ὅ.π.
13 Ὅ.π.
14 Ὅ.π.
15 Ὅ.π.
16 Ὅ.π.
17 Ὅ.π.
18 Ὅ.π.
19 Ὅ.π.
20 Ὅ.π.
21 Ὅ.π.
22 Ὅ.π.
23 Ὅ.π.
24 Ὅ.π.
25 Ὅ.π.
26 Ψαλμ. 41, 5.
27 Ὅ.π.
28 Ὅ.π.
29 Ὅ.π.
30 Ὅ.π.
31 Ὅ.π.
32 Ὅ.π.
33 Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου