Σελίδες

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

«Ποῦ πηγαίνουν οἱ Ψυχές μετά τόν Χωρισμό τους ἀπό τό Σῶμα» Εὐεργετινός, Ὑπόθεση Θ΄, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Συνεχίζουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν θ΄ ὑπόθεση ἀπό τόν Εὐεργετινό, ἡ ὁποία ἔχει τόν ἑξῆς τίτλο: «Ἀπόδειξις περί τοῦ ποῦ πηγαίνουν οἱ ψυχές τῶν ἀποθνησκόντων καί πῶς εἶναι μετά τόν χωρισμό τους ἀπό τό σῶμα»1. Θά δοῦμε ἱστορίες πού πράγματι εἶναι συγκλονιστικές, μαρτυρίες τῶν ἁγίων μέσα ἀπό τούς βίους τους, περί τοῦ ποῦ πηγαίνουν οἱ ψυχές, πῶς φαίνονται κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου ἀπό τό σῶμα καί ποῦ καταλήγουν.
Ἀρχίζουμε μέ τόν βίο τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Θηβαίου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπό τούς πρώτους ἀναχωρητές πού πῆγε πρός συνάντησή του ὁ Μέγας Ἀντώνιος. «Ὁ Μέγας Ἀντώνιος γυρίζοντας πίσω πρός τόν Ἅγιο Παῦλο τόν Θηβαῖο, ὅταν τοῦ μετέφερε καί τή στολή τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, σύμφωνα μέ τήν διαταγή πού εἶχε πάρει ἀπό τόν ἴδιο, καθώς προχωροῦσε στήν ἔρημο καί πλησίαζε στό σπήλαιο, βλέπει, ἐνῶ ἦταν ἡ τρίτη ὥρα (9 π.μ.) τῆς ἡμέρας, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, μέ τά ὁποῖα βλέπουν μόνο οἱ ἄξιοι, τάγματα Ἀγγέλων, ὁμάδες Ἀποστόλων, χορούς Προφητῶν, φάλαγγες Μαρτύρων καί στό μέσον ὅλης αὐτῆς τῆς ἱερᾶς παρατάξεως τήν ψυχή τοῦ Παύλου, ὑπερβάλλουσα σέ λαμπρότητα», πού εἶχε πολύ μεγάλη λαμπρότητα, «καί αὐτή τήν λευκότητα τῆς χιόνος». Μάλιστα πιό λευκή καί ἀπό τό χιόνι ἦταν ἡ ψυχή τοῦ Παύλου καί αὐτό συνέβη διότι ἡ ψυχή τοῦ Ἁγίου ἦταν κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Θείας Χάριτος. Συνέβαινε ἀκριβῶς αὐτό πού βλέπουμε καί στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, πού καί τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἐξέπεμπε τό ἄκτιστο Φῶς. Ἔτσι κι ἐδῶ, ἠ ψυχή τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἐπειδή εἶχε ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, ἦταν ὁλόφωτη. Μάλιστα βλέπουμε ὅτι κάνει καί τήν ἴδια παρομοίωση. Ὅπως στή Μεταμόρφωση λέει ὁ Εὐαγγελιστής ὅτι τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά σάν χιόνι2, ἔτσι κι ἐδῶ λέει σέ σχέση μέ τή λευκότητα τοῦ χιονιοῦ ἡ λευκότητα τῆς ψυχῆς τοῦ Παύλου ἦταν ἀνώτερη. Τήν βλέπει, λοιπόν, «νά λάμπει καί νά ἀνέρχεται μέ πολλή εὐφροσύνη στούς οὐρανούς»3. Καί εἶναι πολύ ἀξιοσημείωτη ἡ δορυφορία, οἱ δορυφόροι τῆς ψυχῆς, πού εἶναι, ὅπως λέει ἐδῶ, τάγματα Ἀγγέλων, ὁμάδες Ἀποστόλων, χοροί Προφητῶν καί φάλαγγες Μαρτύρων. Μία πολύ μεγάλη χορεία, θά λέγαμε, ἀπό τήν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Ὅλοι αὐτοί ἦρθαν γιά νά παραλάβουν τήν ψυχή τοῦ Ἁγίου Παύλου. Βλέπουμε, δηλαδή, πόση παρρησία ἔχει στόν Θεό ἕνας Ἅγιος καί μάλιστα ἕνας ἀναχωρητής, ὅπως ὁ Ἅγιος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἔζησε στήν ἀφάνεια πολλές δεκαετίες. Δέν τόν γνώριζε κανείς, παρά μόνο στά τελευταῖα του τόν συνάντησε, ἔπειτα ἀπό ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ Μέγας Ἀντώνιος.
«Στόν βίο τοῦ Ἁγίου Παχωμίου». Δεύτερο περιστατικό. «Κάποτε ὁ Μέγας Παχώμιος πληροφορήθηκε, ὅτι κάποιος ἀδελφός, πού διέμενε σ’ ἕνα ἀπό τά πολλά Μοναστήρια πού ἵδρυσε, στήν Μονή τῶν Χηνοβοσκιῶν ὅπως λεγόταν, ἀσθένησε καί ὑπέφερε. Βρισκόμενος κάτω ἀπό τό κράτος τῆς ἀσθένειας ζήτησε νά ἀπολαύσει τήν εὐλογία, πού ὡς Γέροντας διένειμε στούς Μοναχούς του ὁ Μέγας Παχώμιος». Ζήτησε λοιπόν κι αὐτός ὁ Μοναχός τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός του. «Μόλις πληροφορήθηκε τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀσθενοῦντος ἀδελφοῦ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως ξεκίνησε γιά νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Ὅταν ὅμως ἀπεῖχε δύο ἤ τρία σημεῖα ἀπό τόν τόπο πού διέμενε ὁ ἀσθενής ἀδελφός, ἄκουσε στόν ἀέρα, μία φωνή ἱερᾶ, πού συνοδευόταν ἀπό θαυμαστή ψαλμωδία.
Ὁ Μέγας Παχώμιος ὕψωσε τούς ὀφθαλμούς του πρός τόν οὐρανό καί εἶδε τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ νά ὁδηγεῖται, χαρούμενα στήν πορεία της, πρός τήν μακαρία ζωή ἀπό Ἀγγέλους πού ἔψαλλαν. Οἱ Μοναχοί πού συνόδευαν τόν Μέγα Παχώμιο οὔτε τήν φωνή ἄκουσαν, ἀλλ’ οὔτε καί εἶδαν τίποτε ἄλλο ἀπό ὅσα παρατηροῦσε ὁ Ἅγιος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό, καθώς τόν ἔβλεπαν νά στέκεται πολλή ὥρα μέ ὑψωμένο τό βλέμμα πρός Ἀνατολάς, εἶπαν στόν Γέροντά τους: - Ἐσταμάτησες, Πάτερ; Ἄς τρέξουμε, γιά νά προφθάσουμε». Νά τόν προφθάσουν ζωντανό. «Τότε ὁ Μέγας Παχώμιος τούς ἀπάντησε: - Ἄδικα τρέχουμε, παιδιά μου, γιατί τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ παρακολουθῶ τόση ὥρα, καθώς ὁδηγεῖται στήν αἰώνια ζωή. Οἱ ἀδελφοί παρακάλεσαν τόν ἀββά Παχώμιο, νά τούς πεῖ πῶς εἶδε τήν μακαρία αὐτή ψυχή καί ἐκεῖνος διηγήθηκε σ’ αὐτούς, ὅλα ὅσα εἶδε καί ἄκουσε»4.
Βλέπουμε ἑπομένως ἀπό αὐτά, καί ἀπό τά ἄλλα πού θά δοῦμε στή συνέχεια, ὅτι ὄντως ὑπάρχει ἡ ψυχή καί ἔχει μία οὐσία, ἔχει μία ὑπόσταση, ἡ ὁποία φανερώνεται στούς ἁγίους καί ἀνάλογα μέ τό ἄν εἶναι κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα στό φῶς καί συνοδεύεται -ὅταν φεύγει ἀπό τό σῶμα- ἀπό ἁγίους Ἀγγέλους, ὅπως βλέπουμε στήν περίπτωση τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καί ἐδῶ στήν περίπτωση τοῦ μοναχοῦ αὐτοῦ πού ἦταν ὑποτακτικός τοῦ Μεγάλου Παχωμίου. Ἄν ἔχει καί μεγαλύτερη ἀκόμα ἀρετή, συνοδεύεται ἀπό Ἀποστόλους, ἀπό Προφῆτες, ἀπό Μάρτυρες, ἀπό Ἁγίους καί πολλές φορές καί ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο. Ὅπως στήν περίπτωση τοῦ ἀββά Σισώη, πού μᾶς λέει ὁ βίος του, ἔλαμψε τό πρόσωπό του σάν τόν ἥλιο καί ἀφοῦ πρῶτα ἦρθανε ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἦρθε τελικά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί παρέλαβε τήν ψυχή του καί εἶπε «φέρετέ Μου τό σκεῦος τῆς ἐρήμου», τόν Ἅγιο Σισώη!
«Μερικοί δέ ἀπό τούς ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι συνόδευαν τόν Παχώμιο», μόλις τούς εἶπε ὁ Γέροντάς τους ὅτι ἔφυγε ἡ ψυχή του, ἐνῶ αὐτοί δέν εἶχαν δεῖ τίποτα καί ὁ Ἅγιος Παχώμιος εἶχε δεῖ ὅλα ὅπως εἴπαμε, «ἔτρεξαν στό Μοναστήρι τῶν Χηνοβοσκιῶν καί ρώτησαν νά μάθουν ἀκριβέστερα τήν ὥρα, κατά τήν ὁποία κοιμήθηκε ὁ ἀδελφός.. Μέ κατάπληξη δέ ἔμαθαν, ὅτι κοιμήθηκε τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή πού εἶδε τήν ψυχή του ὁ Πατήρ νά ἀνέρχεται μέ δόξα στούς οὐρανούς»5. Ἑπομένως, δέν ἦταν ἕνα ὅραμα, ἕνα ὄνειρο, μιά φαντασία, ἀλλά ἦταν πραγματικότητα αὐτό πού ἔβλεπε ὁ Ἅγιος Παχώμιος.
«Ἀπό τό Γεροντικό: Ἕνας Γέροντας Ἀσκητής διηγήθηκε τά ἑξῆς· Ζοῦσε κάποτε μία ἡλικιωμένη καλογραία, ἡ ὁποία πρόκοψε πάρα πολύ στήν ἀρετή καί τήν εὐσέβεια. Ὅταν τήν ρώτησα, γιά ποιό λόγο ἀνεχώρησε ἀπό τόν κόσμο, μοῦ διηγήθηκε τήν ζωή της. Ὅταν ἤμουν ἀκόμη παιδί, σεβαστέ μου πάτερ, ἄρχισε νά λέγει, ἐνθυμοῦμαι, ὅτι ὁ πατέρας μου ἦταν πάρα πολύ ἤπιος καί καλός ἄνθρωπος· κατά τό σῶμα ἦταν ἀδύνατος καί ἀρρωστιάρης, ὥστε τόν περισσότερο καιρό του περνοῦσε καθηλωμένος στό κρεβάτι του. Τόν διέκρινε δέ τόση ἁπλότητα, ὥστε μόλις καί μετά βίας μιλοῦσε. Ὅταν ἦταν καλά ἀφοσιωνόταν στήν καλλιέργεια τῆς γῆς καί ἐκεῖ ἀσχολοῦνταν, μεταφέροντας στό σπίτι μας τά προϊόντα τῆς καλλιέργειάς του. Τόσο δέ ὀλιγομίλητος ἦταν, ὥστε ὅσοι δέν τόν γνώριζαν, τόν νόμιζαν γιά μουγγό.
Ἐντελῶς ἀντίθετος πρός τόν πατέρα μου ἦταν ἡ μητέρα μου. Ἦταν τόσο φιλοπερίεργη καί ἀργόσχολη, ὥστε ἤθελε νά μαθαίνει καί πράγματα ἔξω ἀπό τό χωριό μας. Ἦταν τόσο φλύαρη πρός ὅλους, ὥστε κανείς ποτέ δέν τήν εἶδε, ἔστω καί γιά λίγο, νά σιωπᾶ, ἀλλ’ ἄλλοτε μέν τήν ἔβλεπαν νά λογομαχεῖ καί νά φιλονικεῖ, ἄλλοτε πάλι νά λέγει ἄσεμνα καί ἀπρεπῆ λόγια, χάριν ἀστεϊσμοῦ», βρώμικα ἀνέκδοτα, θά λέγαμε. «Τόν περισσότερο δέ χρόνο τῆς ζωῆς της τόν δαπανοῦσε νά μεθᾶ καί νά κάνει συντροφιά μέ διεφθαρμένους ἄνδρες. Ἦταν δέ πολυέξοδος καί διεφθαρμένη, ὡς πόρνη, καί κυβερνοῦσε πολύ κακῶς τό σπίτι μας», δέν ἔκανε σωστή διαχείριση, «ὥστε νά μή μποροῦμε νά ζήσουμε, ἄν καί τά ὑπάρχοντά μας δέν ἦσαν ὀλίγα». Τά σπαταλοῦσε. «Σ’ αὐτήν ὁ πατέρας μου εἶχε παραχωρήσει τήν οἰκονομική διαχείριση τοῦ σπιτιοῦ». Τόσο ἁπλός καί ἄκακος ἦταν. «Μολονότι δέ ζοῦσε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἐντούτοις ποτέ της δέν ἀρρώστησε, ἀλλ’ οὔτε καί ἔνιωσε τόν παραμικρότερο πόνο. Παρ’ ὅλη δέ τήν ἀθλία ζωή, πού ἔζησε, διατήρησε τό σῶμα της ὑγιές»6.
Εἶναι αὐτό ἕνα από τά σκάνδαλα, πού σκανδαλίζει πολλούς, πῶς συμβαίνει μερικοί ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ νά ἔχουν τόση κατά κόσμο εὐδοκίμηση, νά τούς πηγαίνουν καλά οἱ ἐργασίες, νά ἔχουν ὑγεία καί νά ζοῦνε πολλά χρόνια. Κάποιοι ἄλλοι πού εἶναι εὐλαβεῖς, ἀντίθετα, νά ἔχουν ἀσθένειες, νά ἔχουν πτωχεία, νά ἔχουν προβλήματα κ.λ.π.
«Κάποτε λοιπόν ὁ πατέρας μου πέθανε, κατεξαντληθείς ἀπό τίς πολυχρόνιες ἀρρώστιες». Ἀπό τίς πολλές ἀρρώστιες ἐξαντλήθηκε καί πέθανε ὁ ἄνθρωπος. «Τί ἦταν, ὅμως, ἐκεῖνο πού συνέβη στόν θάνατό του; Ἀμέσως σηκώθηκε ἕνας φοβερός ἀέρας, ὥστε νά σείεται ὁ τόπος. Ἀστραπές καί βροντές γίνονταν συνεχῶς, καί ἔπιπτε βροχή τόσο ραγδαία, ὥστε δέν τολμούσαμε οὔτε γιά λίγο νά ξεμυτίσουμε ἀπό τό δωμάτιο. Τό κακό αὐτό διήρκεσε τρεῖς ἡμέρες, καί κατ’ ἀνάγκη κρατούσαμε ἄταφο τόν πατέρα μας μέσα στό δωμάτιο.
Οἱ συγχωριανοί μας, βλέποντας ὅλα αὐτά τά ἐμπόδια καί κατηγοροῦντες γιά πολλά τόν νεκρό, ἔλεγαν: πώ, πώ, τί μεγάλο κακό ζοῦσε ἀνάμεσά μας, καί δέν τό εἴχαμε ἀντιληφθεῖ! Φαίνεται, ὅτι ὁ νεκρός θά ἦταν ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δέν ἐπιτρέπει οὔτε καί τόν ἐνταφιασμό του ἀκόμη»7.
- Βλέπετε πῶς ὁ κόσμος κρίνει ἐπιφανειακά;
Συνδυάζει πράγματα τά ὁποῖα δέν συνδυάζονται ἤ δέν ξέρει νά τά ἑρμηνεύσει σωστά, καί ἀποδίδει ὅλη αὐτή τήν κακοκαιρία σέ μία κατάσταση, ἡ ὁποία δέν εἶναι πραγματική. Κατηγορεῖ τόν νεκρό ὁ κόσμος, ὅτι καί τά στοιχεῖα τῆς φύσεως δέν τόν θέλουν κ.λ.π. ἀλλά συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, ὅπως θά δοῦμε.
«Γιά νά μήν ἀρχίσει ἡ ἀποσύνθεσις τοῦ πτώματος μέσα στήν οἰκία, καί ἀπό τήν δυσοσμία καταστεῖ ἀκατοίκητος, ἀποτολμήσαμε, παρά τήν ραγδαιότατη βροχή, νά συνοδεύσουμε τόν νεκρό στό νεκροταφεῖο καί νά τόν θάψουμε»8. Παρόλο πού ἔβρεχε καταρρακτωδῶς.
«Ἔκτοτε ἡ μητέρα μου, ἔχουσα περισσότερη ἐλευθερία, ἐπιδόθηκε μέ περισσότερη ἀναίδεια στά ὄργια καί τήν ἀσωτία. Τόσο μάλιστα ἀποθρασύνθηκε, ὥστε μετέβαλε τό σπίτι μας σέ πορνεῖο καί μέ τίς ἀδιάκοπες ἀπολαύσεις της κατασπατάλησε ὅλη μας τήν περιουσία, καί σέ λίγο χρονικό διάστημα δέν μᾶς ἔμεινε πλέον τίποτε. Μετά ἀπό ἀρκετό χρόνο ἀπό τόν θάνατο τοῦ πατέρα μου, πέθανε καί ἡ μητέρα μου. Τῆς ἔγινε δέ τόσο λαμπρή καί ἐπιβλητική κηδεία, ὥστε θά ἔλεγε κανείς, ὅτι καί αὐτή ἡ φύσις βοηθοῦσε». Ἀκριβῶς ἀνάποδα ἀπ’ ὅ,τι στόν δίκαιο! Ἐκεῖ στήν γυναίκα αὐτή, τήν τόσο κακή καί διεφθαρμένη, ὅλα πηγαίναν καλά, ἀκόμα καί ἡ κηδεία! Ὅλα εἶναι τέλεια!
«Ἀφοῦ λοιπόν πέθανε καί ἡ μητέρα μου, καί ἐγώ εἶχα πλέον περάσει τήν παιδική ἡλικία καί ἄρχισαν νά ἐξεγείρονται οἱ σωματικές ὁρμές, ἕνα βράδυ μοῦ ἦλθε μία σκέψις καί ἔλεγα μέσα μου: ποιόν δρόμο νά ἐκλέξω στή ζωή μου; Ἀπασχολημένη δέ μέ τήν σκέψη αὐτή ἔλεγα μόνη μου: Νά προτιμήσω, ἄραγε, τόν βίο τοῦ πατέρα μου καί νά ζήσω μέ καλοσύνη, μέ σεμνότητα καί μέ σωφροσύνη; Ἀλλ’ ἐκεῖνος, ἄν καί ἔζησε ἐνάρετα, ἐντούτοις κανένα ἀγαθό δέν ἀπόλαυσε ποτέ, ἀλλά πάντοτε τόν ἔτρωγαν οἱ ἀσθένειες καί οἱ θλίψεις· τόσο μάλιστα κακότυχος ἦταν, ὥστε ὁ κατατρεγμός δέν τόν ἄφησε οὔτε καί ὅταν πέθανε νά ἐνταφιασθεῖ ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι»9. Τίποτα δέν τοῦ πῆγε καλά στή ζωή του οὔτε ἀκόμα ὁ θάνατός του. Δέν ἔγινε μέ ἠρεμία, μέ τάξη… Ἐπεισοδιακός ὁ θάνατος καί ἡ ταφή.
«Ἐάν λοιπόν ἦταν στόν Θεό ἀρεστή ἡ διαγωγή καί ἡ συμπεριφορά τοῦ πατέρα μου, γιατί νά δοκιμάσει τόσες συμφορές;»10. Βλέπετε πῶς συσχετίζουμε πράγματα, τά ὁποῖα δέν πρέπει. Ἐκεῖνο πού θά ἔπρεπε νά ἐξετάζουμε εἶναι αὐτός καθαυτός ὁ βίος, ὁ τρόπος πού ἔζησε ὁ ἄνθρωπος. Ἀπό ἐκεῖ κρίνεται ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ἄν βρέχει τήν ὥρα πού πᾶνε νά τόν κηδέψουν κ.λ.π. Αὐτά σκεφτόταν λοιπόν αὐτή ἡ κόρη, ἄν ἦταν ἡ ζωή του ἀρεστή στόν Θεό, γιατί νά δοκιμάσει τόσες θλίψεις καί στή ζωή του καί κατά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του...
Κι ὅμως οἱ θλίψεις εἶναι ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Οἱ θλίψεις εἶναι εὐλογία γιά τόν ἄνθρωπο. «Ὅν γάρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται»11. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού πρεσβεύει ὁ κόσμος. Εἶναι ἰουδαϊκή ἡ ἀντίληψη ὅτι ἅμα εἶσαι καλά μέ τόν Θεό, σοῦ πηγαίνουν ὅλα καλά. Ὄχι δέν εἶναι ἔτσι. Δέν σοῦ πηγαίνουν καλά κοσμικά τά πράγματα, γιατί ὁ Θεός, ἐπειδή σ’ ἀγαπάει, σοῦ δίδει θλίψεις γιά νά σέ κλαδέψει, ὅπως κλαδεύει ὁ ἀμπελουργός τό ἀμπέλι, καί νά φέρεις καρπό. Γιατί ἄν δέν κλαδευτεῖ τό ἀμπέλι, δέν φέρει καρπό. Ἔτσι καί ὁ χριστιανός κλαδεύεται μέ τίς θλίψεις, κλαδεύονται οἱ ἀδυναμίες του καί ἀποβάλλει σιγά-σιγά ἔτσι τήν ὑπερηφάνειά του κατεξοχήν, τό κυρίαρχο πάθος, τόν ἐγωισμό, καί τά ἄλλα πάθη, τά ὁποῖα τόν ἐμποδίζουν νά καρποφορήσει. Ἕνας ὑπερήφανος ποτέ δέν καρποφορεῖ. Γι’ αὐτό λένε καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες: Ποιά κλαδιά καρποφοροῦν στά δέντρα; Αὐτά πού γέρνουν πρός τά κάτω. Αὐτά πού πᾶνε ὑπερήφανα πρός τά πάνω, δέν καρποφοροῦν. Ἀντίθετα, τρῶνε καί ἀπό τόν χυμό τοῦ δέντρου, τά λεγόμενα λαίμαργα, καί τό δέντρο μένει ἄκαρπο. Γι’ αὐτό καί οἱ ἐπιδέξιοι φροντισταί-καλλιεργητές δένουν ἕνα βάρος, ὥστε νά ταπεινωθεῖ τό κλαδί, νά γείρει πρός τά κάτω καί νά γίνει καρποφόρο.
Ἔτσι καί ὁ Χριστός μας μᾶς ταπεινώνει μέσω τῶν θλίψεων, μέσω τῶν πειρασμῶν, μέσω τῶν δυσκολιῶν, ὥστε νά καμφθεῖ ὁ τράχηλός μας, νά ταπεινωθοῦμε καί νά φέρουμε καρπό πνευματικό. Ἀλλά βλέπετε πῶς, ἄν κανείς λειτουργεῖ καί σκέφτεται κοσμικά, αὐτά πού εἶναι εὐλογία τά σκέφτεται σάν κατάρα καί ἀντίθετα αὐτά πού εἶναι κακά τά βλέπει σάν καλά. Ὅταν ὅλα σοῦ πᾶνε κοσμικά καλά καί ἐσύ δέν ἔχεις σχέση μέ τόν Θεό, αὐτό δέν εἶναι καθόλου καλό. Σημαίνει ὅτι σ’ ἔχει ἐγκαταλείψει ὁ Θεός, δέν ἀσχολεῖται πλέον μαζί σου. Εἶναι σάν τό ἀμπέλι πού τό ἔχει παρατήσει πλέον ὁ ἀμπελουργός, οὔτε τό κλαδεύει οὔτε τίποτα καί αὐτό φυσικά θά ἀγριέψει ἀκόμα περισσότερο καί θά μένει πάντοτε ἄκαρπο.
Σκεφτόταν, λοιπόν, αὐτή ἡ κόρη κοσμικά. Ποιόν βίο νά προτιμήσω; Ἄν ὁ πατέρας μου ἦταν εὐάρεστος στόν Θεό, δέν θά εἶχε τόσες συμφορές. «Καί ποιός ὑπῆρξε ὁ βίος τῆς μητέρας μου; Μήπως δέν ἔζησε ὑγιής, ἄν καί εἶχε ριφθεῖ στίς ἀπολαύσεις καί τίς ἡδονές; Αὐτόν λοιπόν τόν βίο, τῆς μητέρας μου, πρέπει νά ζήσω καί ἐγώ. Γιατί εἶναι προτιμότερο νά πιστέψω στά μάτια μου παρά στά λόγια τῶν ἄλλων»12. Δέν εἶναι ἁπλῶς λόγια τῶν ἄλλων, εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ζεῖ μέ ἠθική, μέ σωφροσύνη, μέ ἁγνότητα, μέ ταπείνωση. Ἀλλά βλέπετε, πῶς πολλές φορές ξεγελιόμαστε ἀπό τόν διάβολο καί σκεφτόμαστε κοσμικά καί συμπλέουμε μέ τό κοσμικό μοντέλο ζωῆς. Νά, τώρα στήν πατρίδα μας ἔχει ἐπικρατήσει πάρα πολύ ἡ ἀθεΐα καί πάρα πολλοί, ἔτσι ἀπό ἐλαφρότητα, παρασύρονται καί λένε, μήπως ξέρουμε ἄν ὑπάρχει Θεός, μήπως ἦρθε κανένας ἀπ’ τόν ἄλλο κόσμο νά μᾶς πεῖ κ.λ.π. Αὐτές οἱ ἀνοησίες ἀναπαράγονται καί ὁ διάβολος βέβαια καταπίνει πολλούς μέσω αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων στήν κόλαση.
«Μέ τήν ἀπόφαση», λέει ἡ κόρη αὐτή, «λοιπόν νά ἀκολουθήσω τά ἴχνη τῆς μητέρας μου μέ βρῆκε ἡ νύκτα. Ὅταν ἔπεσα νά κοιμηθῶ, παρουσιάζεται ἐνώπιόν μου ἕνας ἄνθρωπος μέ τεράστιες σωματικές διαστάσεις καί μέ ἀγριεμένο πρόσωπο. Ἀφοῦ μέ κοίταξε μέ ὀργή καί ἄγριο βλέμμα, μέ ρώτησε μέ τρομακτική φωνή: ποιός εἶναι ὁ διαλογισμός τῆς καρδιᾶς σου; Ἐγώ τόσο πολύ τρόμαξα, ὥστε οὔτε στό πρόσωπο δέν τολμοῦσα νά τόν κοιτάξω.
Ὁ φοβερός ἐκεῖνος ἄνθρωπος, μέ τήν ἴδια αὐστηρότητα, μέ ρωτησε ἐκ νέου - Πές μου λοιπόν, τί ἀποφασίζεις; Καθώς δέ μέ εἶδε νά ἔχω παραλύσει ἀπό τόν φόβο μου καί νά κινδυνεύω νά τρελαθῶ, τότε ὁ ἴδιος μοῦ ὑπενθύμισε λεπτομερῶς ὅσα προηγουμένως ἐγώ ἡ ἴδια εἶχα σκεφθεῖ»13. Τῆς εἶπε ὅλα ὅσα εἶχε σκεφθεῖ, τόν λογισμό της.
«Ἐγώ μόλις συνῆλθα λίγο ἀπό τόν φόβο καί τήν κατάπληξη, ἐπειδή δέν μποροῦσα νά ἀρνηθῶ τά ὅσα μοῦ ἔλεγε», ἀφοῦ ὄντως αὐτά εἶχε σκεφτεῖ, «ἄρχισα νά τόν παρακαλῶ καί νά τόν ἱκετεύω νά μέ συγχωρέσει. Τότε ἐκεῖνος, σάν νά ἡμέρωσε λίγο, μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί μοῦ εἶπε: - Ἔλα, νά δεῖς ποῦ βρίσκονται ὁ πατέρας σου καί ἡ μητέρα σου. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα διάλεξε ποιόν τρόπο ζωῆς θέλεις γιά τόν ἑαυτό σου»14. Τῆς κάνει μιά ἰδιαίτερη χάρη ὁ Θεός νά τῆς δείξει ποῦ βρίσκονται οἱ ψυχές τοῦ πατέρα της καί τῆς μητέρας της. Ἔλα λοιπόν νά δεῖς...
«Ἀφοῦ μέ ἔβγαλε ἀπό ἐκεῖ πού ἤμουν, μέ ὁδήγησε σ’ ἕναν ἀπέραντο κῆπο, ὅπου ἦσαν φυτεμένα διάφορα ὡραῖα δένδρα, ἀνώτερα κατά τό κάλλος ἀπό κάθε περιγραφή καί γεμάτα ἀπό διαφόρους καρπούς. Ἐκεῖ δέ, καθώς βάδιζα μαζί μέ τόν φοβερό ἐκεῖνο ἄνθρωπο, μέ συναντάει ὁ πατέρας μου, μέ ἀγκαλιάζει καί μοῦ λέγει, καταφιλώντας με τρυφερά, «ἀγαπημένο μου παιδί».
Ἐγώ τότε, ἀγκάλιασα μέ χαρά τόν πατέρα μου. Παρακαλοῦσα νά μείνω κοντά του. Ὁ πατέρας μου μέ γλυκύτητα μοῦ ἀπαντάει: - Τώρα, παιδί μου, δέν εἶναι δυνατό νά γίνει αὐτό. Ἐάν ὅμως θελήσεις νά ἀκολουθήσεις τόν δικό μου τρόπο ζωῆς, δέν θά πέρασει πολύς καιρός καί θά ἔλθεις καί ἐσύ ἐδῶ.
Καθώς δέ ἐγώ ἐξακολουθοῦσα νά παρακαλῶ νά μείνω μαζί του, μέ ἔσυρε ἀπό τό χέρι ὁ Ἄγγελος, πού μέ συνόδευε, καί μοῦ λέγει· - Ἔλα τώρα νά δεῖς καί τήν μητέρα σου, γιά νά πληροφορηθεῖς ἀπό τά ἴδια τά πράγματα, ποιόν δρόμο ἔχεις συμφέρον νά ἀκολουθήσεις στή ζωή σου»15. Βλέπουμε τώρα τήν πραγματική πραγματικότητα, ὄχι τήν πραγματικότητα ὅπως μᾶς τήν παρουσιάζει ἡ κοσμική λογική μας. Γιατί σύμφωνα μέ τήν κοσμική λογική εἴδαμε τί εἶχε ἀποφασίσει. Ἀλλά τώρα βλέπει τήν ἀληθινή πραγματικότητα, αὐτό πού συμβαίνει στίς ψυχές, ποῦ εἶναι ἡ κάθε ψυχή.
«Ἀφοῦ λοιπόν μέ ὁδήγησε σ’ ἕνα κατασκότεινο τόπο, ἀπό ὅπου ἀκουγόταν μεγάλη ταραχή καί βογγητά, μοῦ δείχνει ἕνα καμίνι ἀναμμένο, τοῦ ὁποίου κάθε τόσο δυνάμωνε ἡ φωτιά του καί ἔβραζε, ἔξω δέ ἀπό αὐτό τό καμίνι στέκονταν μερικοί ἀπαίσιοι καί φοβεροί στήν ὄψη.
Καθώς κοιτοῦσα καταφοβισμένη τόν φοβερό ἐκεῖνο τόπο τῶν βασάνων, βλέπω τήν μητέρα μου, βυθισμένη μέχρι τόν λαιμό μέσα στήν φλογισμένη κάμινο καί ἀναρίθμητα σκουλήκια νά τήν κατατρώγουν ἀπό παντοῦ. Ἀπό τόν πόνο δέ καί τήν φρίκη ἔτρεμε, ἐνῶ τά δόντια της κτυποῦσαν καί ἔτριζαν.
Μόλις σήκωσε τά μάτια της καί μέ εἶδε καί ἐκείνη, ἄρχισε νά κλαίει σπαρακτικά καί νά μοῦ λέει: - Ἀλλοίμονο, παιδί μου! Οἱ πόνοι μου εἶναι ἀνυπόφοροι! Ἀτελείωτα εἶναι τά βασανιστήριά μου! Ἀλλοίμονο σέ μένα τήν δυστυχισμένη! Γιά ὀλιγοχρόνιο ἡδονή καί ἁμαρτωλή ἀπόλαυση, πόσο φοβερές τιμωρίες προκάλεσα στόν ἑαυτό μου! Ἀλλοίμονο σέ μένα τήν ἀθλία! Ἀντί τῶν πρόσκαιρων ἀπολαύσεων τῆς προσωρινῆς ζωῆς, βασανίζομαι τώρα αἰωνίως. Ἀλλά, παιδί μου, ἐλέησον τήν μητέρα σου, ἡ ὁποία, ὅπως μέ βλέπεις, φλέγομαι καί κατατρώγομαι ἀπό τή φωτιά. Θυμήσου, παιδί μου, πώς σέ θήλασα καί σέ μεγάλωσα καί ἐλέησέ με, δῶσε μου τό χέρι σου καί βγάλε με ἀπ’ ἐδῶ.
Ἐνῶ δέ ἐγώ παρέμενα ἄπρακτος καί δέν τολμοῦσα οὔτε καί νά πλησιάσω πρός τήν μητέρα μου, ἀπό ντροπή γι’ αὐτούς πού ἦσαν κοντά, ἐκείνη πάλι μέ δάκρυα κραύγαζε δυνατά: - Παιδί μου, βοήθησέ με καί μή περιφρονήσεις τήν μητέρα σου καί τούς θρήνους της. Μή παραβλέψεις τήν δυστυχισμένη, πού τόσο φοβερά βασανίζεται στήν γέεννα τοῦ πυρός καί κατατρώγεται συνεχῶς ἀπό τόν ἀκοίμητο σκώληκα.
Ἐγώ τότε παρακινηθεῖσα ἀπό συμπάθεια ἅπλωσα πρός αὐτή τό χέρι μου, γιά νά τήν βγάλω ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη κόλαση. Μόλις ὅμως ἡ φλόγα τῆς φωτιᾶς ἄγγιξε λίγο τό χέρι μου, πόνεσα πάρα πολύ καί ἄρχισα νά κραυγάζω ὀδυνηρά καί νά κλαίω μέ στεναγμούς. Ἀπό τούς θρήνους καί τίς οἰμωγές ξύπνησαν ὅσοι κοιμόντουσαν στό σπίτι, σηκώθηκαν, ἄναψαν φῶς, ἔτρεξαν κοντά στό κρεβάτι μου καί μέ ἐπανειλημμένες ἐρωτήσεις ζητοῦσαν νά μάθουν γιατί ἔκλαιγα στόν ὕπνο μου καί ἀναστέναζα. Τότε ἐγώ, ἀφοῦ συνῆλθα λίγο, ἄρχισα νά διηγοῦμαι σ’ αὐτούς ὅσα εἶδα στό ὅραμά μου»16. Δέν ἦταν ὄνειρο. Ἦταν ὅραμα, τῆς ἔκανε ξενάγηση ὁ φοβερός ἐκεῖνος, πού προφανῶς ἦταν ἕνας ἄγγελος.
«Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ἀποφάσισα πλέον ὁριστικά νά ζήσω, ὅπως ὁ πατέρας μου, τοῦ ὁποίου τόν βίο ζήλωσα»17, ζήλεψα. Τόν ταπεινό, τόν ἁπλό, τόν προσευχητικό. Γιατί προφανῶς ὁ πατέρας σιωποῦσε, γιατί προσευχόταν καί γι’ αὐτό εὐαρέστησε τόσο πολύ στόν Θεό. Καί ὅταν βρέθηκε ἡ κόρη του κοντά του, ἐκεῖ πού ἦταν, στόν παράδεισο, κι αὐτή ἤθελε νά μείνει ἐκεῖ. Γιατί ὁ Θεός εἶναι πού ἀναπαύει, ἑλκύει, δίνει χαρά, δίνει τά πάντα στόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ἀποφάσισε μετά ἀπό αὐτό τό ὅραμα νά γίνει μοναχή.
«Εὔχομαι δέ» λέει «νά μέ ἀξιώσει ὁ Θεός νά τό ἐπιτύχω καί νά συναντηθῶ μαζί του, γιά νά ζήσουμε μαζί, διότι, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τά ἴδια τά πράγματα πληροφορήθηκα ποιές δόξες καί τιμές ἔχουν ἑτοιμασθεῖ γιά ὅσους προτίμησαν νά ζήσουν μέ εὐσέβεια καί ἀρετή, καί, ἀντίθετα, πάλι, ποιές φοβερές τιμωρίες καί κολάσεις περιμένουν ὅσους δαπανοῦν τή ζωή τους στά πάθη καί τίς ἡδονές»18, γιά τίς ὁποῖες μᾶς μίλησε καί ὁ Κύριος καί τίς εἴδαμε τώρα ἐδῶ, τόν ἀκοίμητο σκώληκα, τό πῦρ, τό σκότος... Ὅλα αὐτά τά βλέπουμε κι ἐδῶ τώρα στό ὅραμα τῆς μετέπειτα εὐλαβοῦς αὐτῆς μοναχῆς. Ἔτσι καί ἐγώ, λέγει, ἐπιθυμῶ νά εἶμαι μέ τόν πατέρα μου, ἀφοῦ πληροφορήθηκα ὅσα καλά ἔχουν ἑτοιμαστεῖ σ’ αὐτούς πού ζοῦνε μέ εὐσέβεια καί ἀρετή καί ποιές φοβερές τιμωρίες καί κολάσεις περιμένουν ὅσους δαπανοῦν τή ζωή τους στά πάθη καί τίς ἡδονές, τίς μάταιες ἡδονές αὐτοῦ τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖες διαρκοῦν πάρα πολύ λίγο καί ὁδηγοῦν στήν αἰώνια κόλαση.
Νά, μιά ἀκόμα ἐπιβεβαίωση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου μέσα πλέον ἀπό ἐμπειρίες τῆς Ἐκκλησίας. Θά πεῖτε, ἐγώ δέν τά εἶδα. Τά εἶδε αὐτή ἡ γυναίκα ὅμως. Καί ἐπειδή ἔστω καί ἕνας τό ἔχει δεῖ, εἶναι γεγονός πού ἀφορᾶ σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἑνός εἶναι ἐμπειρία ὅλων μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ἄλλωστε παραχώρησε ὁ Θεός νά γραφτοῦν κιόλας αὐτά τά πράγματα γιά νά πληροφορούμαστε ὅλοι τήν ἀλήθεια, τήν πραγματικότητα, αὐτά πού μᾶς ἔχει πεῖ ὁ Κύριος ὅτι ὄντως ὑπάρχουνε καί τά ἔχουν ζήσει καί τά ἔχουν δεῖ καί οἱ Ἅγιοι.
«Ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Διάλογο: Μία ἡμέρα ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ Βενέδικτος, καθώς στεκόταν στό κελί του, ὕψωσε τά μάτια του πρός τόν οὐρανό καί εἶδε τήν ψυχή τῆς ὁσίας ἀδελφῆς του νά ἀνέρχεται στόν οὐρανό, σάν μία ὁλόλαμπρος λευκή περιστερά». Ἐδῶ ὁ Ἅγιος βλέπει τήν ψυχή σάν ἕνα ὁλόλευκο περιστέρι καί πάλι γεμάτο φῶς, πού εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ψυχή του τότε γέμισε ἀπό πνευματική χαρά καί ἀγαλλίαση καί εὐχαρίστησε τόν Θεό»19, διότι ἀξιώθηκε ἡ ἀδελφή του νά τελειωθεῖ ἐν εἰρήνῃ, ἐν μετανοίᾳ, ἐν εὐσεβείᾳ. Αὐτό ἀποδεικνύεται μέ τό ὅτι ἡ ψυχή της ἦταν γεμάτη λαμπρότητα καί ἀνέβαινε στόν οὐρανό σάν πάνλευκο περιστέρι.
«Κατόπιν» ὁ Ἅγιος «ἀνήγγειλε στούς ὑποτακτικούς του τόν θάνατό της καί τούς ἔστειλε ἀμέσως στό μέρος ὅπου ἀσκήτευε, γιά νά παραλάβουν τό τίμιο καί σεμνό σῶμα της καί νά τό φέρουν στό Μοναστήρι, γιατί τό μέρος στό ὁποῖο ἀσκήτευε ἡ Παρθένος αὐτή δέν βρισκόταν μακριά ἀπό τό Μοναστήρι τοῦ ὁσίου Βενεδίκτου». Ἦταν ἀσκήτρια. «Πράγματι λοιπόν μετέβησαν οἱ ἀδελφοί, τήν βρῆκαν νεκρή καί ἔφεραν τό ἅγιο σῶμα της. Τότε ὁ ὅσιος Βενέδικτος τήν ἔθαψε στό μνῆμα, πού εἶχε ἑτοιμάσει γιά τόν ἑαυτό του. Διότι ἐκείνων τῶν ὁποίων ὁ νοῦς ἦταν ἑνωμένος μέ τόν σύνδεσμο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτῶν καί τά πανίερα σώματα οὔτε κατά τόν ἐνταφιασμό δέν χωρίσθηκαν». Δέν ἦταν μόνο κατά σάρκα ἀλλά καί κατά πνεῦμα ἀδελφοί, ὁ Ἅγιος Βενέδικτος καί ἡ ἀδελφή του, καί εἴχανε αὐτό τόν σύνδεσμο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί λέει ἐδῶ ὁ βιογράφος ὅτι ἔτσι θέλησε ὁ Θεός καί τά σώματά τους νά εἶναι μαζί, ὅπως ἦταν μαζί καί οἱ ψυχές τους.
«Ἄλλοτε πάλι ὁ ἄνθρωπος αὐτός τοῦ Θεοῦ», ὁ Ἅγιος Βενέδικτος πού εἶναι ὁ θεμελιωτής τοῦ Μοναχισμοῦ στή Δύση, «στάθηκε μία νύκτα στό παράθυρο τοῦ κελιοῦ του καί παρακαλοῦσε τόν παντοδύναμο Θεό», προσευχόταν. «Ξαφνικά ὕψωσε τούς ὀφθαλμούς του πρός τόν οὐρανό καί εἶδε κάτι παράδοξο. Ἐντελῶς ἀπροσδόκητα φάνηκε ἀπό τόν οὐρανό μία τόσο ἔντονη φωτοχυσία, ὥστε, διά μιᾶς, ἐξαφανίσθηκε τό νυκτερινό σκοτάδι, καί ἔλαμψε τόσο πολύ ὁ ἀέρας, ὥστε φωτίσθηκε ἡ περιοχή περισσότερο καί ἀπό τό φῶς τῆς ἡμέρας. Σέ συνέχεια πρός τήν θαυμαστή αὐτή φωτοπλημμύρα, -καθώς διηγεῖτο μετέπειτα ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος - ἐπακολούθησε καί ἄλλο θαῦμα, τήν ἴδια ἀκριβῶς ὥρα τοῦ ὁράματος, θαῦμα γεμάτο μυστήριο.
Εἶδα -διηγεῖται- σάν ὅλος ὁ κόσμος νά συγκεντρώθηκε κάτω ἀπό μιά ἡλιακή ἀκτίνα. Ἐνῶ δέ ἡ προσοχή μου ἦταν στραμμένη πρός τήν λαμπρότητα τοῦ οὐρανίου αὐτοῦ φωτός, βλέπω τήν ἁγία ψυχή τοῦ Ἐπισκόπου Καπούης Γερμανοῦ ὡς πύρινη σφαῖρα νά ἀνυψώνεται ἀπό τούς Ἀγγέλους στόν Οὐρανό»20. Μέσα στό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ βλέπει ὁ Ἅγιος ὅλο τόν κόσμο. Βλέπει ἔτσι καί τί συμβαίνει ἐκείνη τήν ὥρα στήν Κάπουα. Ἡ Κάπουα εἶναι ἀρχαία πόλις στήν Ἰταλία, πρωτεύουσα τῆς ἀρχαίας Καμπανίας. Ἐκεῖ -εἶναι γνωστή ἀπό τήν ἱστορία- εἶχε νικήσει ὁ Ἀννίβας τούς Ρωμαίους, τό 216 π.Χ. Σ’ αὐτήν εἰσήχθη ὁ Χριστιανισμός πολύ νωρίς. Μάλιστα ἀναφέρεται ὅτι στά χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὑπῆρχε Βασιλική τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων σ’ αὐτή τήν πόλη. Καταστράφηκε τό 840 μ.Χ. ἀπό τούς Σαρακηνούς καί μέ τά ὑλικά της χτίστηκε καινούρια πόλη Κάπουα, 4 χλμ βορειοδυτικά ἀπό τήν ἀρχαία πόλη.
Εἶδε λοιπόν τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, τόν Ἅγιο Γερμανό, νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό - ἡ ψυχή του. Ὄχι ὅπως στό προηγούμενο ὅραμα σάν περιστέρι ἀλλά σάν μιά φωτεινή σφαῖρα, καί πληροφορήθηκε ὁ Ἅγιος Βενέδικτος ὅτι τήν ἴδια ὥρα συνέβη ἡ τελείωσις τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ, διότι, «τήν ἄλλη μέρα ἔστειλε ὑποτακτικό του στήν Καπούη καί πληροφορήθηκε, ὅτι τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή, πού εἶδε τό ὅραμα, συνέβη ἡ τελείωσις τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ»21.
Ρωτάει ὁ Πέτρος τώρα τόν Ἅγιο Γρηγόριο.
«Ἐρώτηση: Πές μου πάτερ, πῶς εἶναι δυνατόν ὅλος ὁ κόσμος νά συγκεντρωθεῖ κάτω ἀπό μία ἡλιακή ἀκτῖνα, πρίν ἀπό τήν κοινή ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν; Ἤ πῶς εἶναι δυνατόν ὁλόκληρος ὁ κόσμος νά γίνει ὁρατός ἀπό ἕναν ἄνθρωπο;»22.
Καί τοῦ ἀπαντάει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος: «Πρόσεξε καλά, Πέτρε, σ’ αὐτό πού θά σοῦ πῶ. Γιά τήν ψυχή πού ἀξιώθηκε νά βλέπει τόν Κτίστη», τόν Δημιουργό, «ὅλος ὁ κόσμος εἶναι στενός». Εἶναι πολύ λίγος, πολύ μικρός. Ἀφοῦ βλέπεις τόν ἄπειρο Θεό! Μέσα στό ἄκτιστο Φῶς ὅταν μπεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν φτάσει στή θέωση, στή θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός ὁρᾷ τόν Θεό, ὅσο εἶναι δυνατό στόν ἄνθρωπο. Ὁπότε, ὁ κόσμος εἶναι πολύ λίγος μπροστά στόν ἄπειρο Θεό, πολύ μικρός. Δηλαδή, δέν εἶναι κάτι ἐντυπωσιακό, τό ὅτι μέσα στό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ, μέσα στόν Θεό δηλαδή, εἶδε ὁ Ἅγιος ὅλο τόν κόσμο συγκεντρωμένο. Γιά τήν ψυχή πού ἀξιώθηκε νά βλέπει τόν Κύριο, ὅλος ὁ κόσμος εἶναι στενός, «γιατί αὐτή ἡ θεωρία τοῦ θείου φωτός μεγαλώνει τόσο πολύ μέσα στόν νοῦ μας καί τόσο πολύ ὁ νοῦς ἁπλώνεται καί διευρύνει τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς του ἀπό τήν μυστική αὐτή θεωρία, ὥστε γίνεται ἀνώτερος ἀπό ὅλη τήν κτίση»23. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, ὁ νοῦς του δηλαδή ἔχει μετοχή στήν ἄκτιστη θεία δόξα -γι’ αὐτό καί γίνεται ὅλος φῶς- διευρύνεται, πλατύνεται καί ὁ ἄνθρωπος, γίνεται ὅ,τι καί ὁ Θεός κατά χάρη. Ὁ Θεός εἶναι κατά φύση ἄπειρος, ἀτελεύτητος, αἰώνιος κ.λ.π., ἔτσι γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος κατά χάριν ἄπειρος. Ὁπότε βλέπει ὅλο τόν κόσμο καί ἀντιλαμβάνεται αὐτά πού βλέπει καί ὁ Θεός, στό μέτρο βέβαια πού τοῦ ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν Θεό, πού τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά δεῖ.
Ἔτσι βλέπει μέσα στό ἄκτιστο Φῶς ὅλο τόν κόσμο, βλέπει καί τήν ψυχή τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ πού ἀνεβαίνει στόν Θεό. «Ὅταν δέ φθάσει στήν κατάσταση αὐτή» ὁ νοῦς, πλατυνθεῖ δηλαδή καί διευρυνθεῖ διά τοῦ Χριστοῦ, «τότε ἐννοεῖ πόσο μικρό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο, ὅταν βρισκόταν μέσα στό ταπεινό σῶμα του, δέν μποροῦσε νά ἐννοήσει ἤ νά δεῖ. Ποῦ λοιπόν βλέπεις τό παράξενο;»24.
Ὅταν εἴμαστε μέσα στό σῶμα μας μᾶς φαίνεται πάρα πολύ μεγάλος ὁ κόσμος καί δέν μποροῦμε νά τόν δοῦμε φυσικά ὅλον μέ τό ἀνθρώπινο μάτι, μέ τούς βιολογικούς ὀφθαλμούς. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς πλατυνθεῖ μέσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλος ὁ κόσμος εἶναι πολύ μικρός.
«Ποῦ βλέπεις λοιπόν τό παράξενο; Ἐάν καί αὐτός ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, βρισκόμενος ὑπό τόν φωτισμό τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ, καί ὑπό τοῦ θείου αὐτοῦ φωτισμοῦ ὑψωθείς καί πλατυνθείς τόσο πολύ, εἶδε ὅλο τόν κόσμο σάν νά εἶχε συγκεντρωθεῖ ἐνώπιόν του; Αὐτό βεβαίως συνέβη ὄχι γιατί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ συγκεντρώθηκαν στό ἴδιο μέρος, ἀλλά γιατί ὁ νοῦς αὐτοῦ ἀνηρπάγη ἀπό τό νοερό ἐκεῖνο φῶς καί ἀνυψώθηκε πρός τόν Θεό, ὁπότε ἐπλατύνθη τόσο πολύ, ὥστε νά θεωρήσει μέ εὐκολία αὐτά πού εἶδε, γιατί κάθε ἕνα ἀπό τά ὄντα βρίσκεται μέσα στήν περιοχή τοῦ Θεοῦ! Μέ αὐτό λοιπόν τό θαυμαστό φῶς, πού θάμπωσε τούς ἐξωτερικούς του ὀφθαλμούς, φῶς ἐσωτερικό φώτισε τούς νοερούς ὀφθαλμούς του, διά τοῦ ὁποίου φανερώθηκε σ’ αὐτόν πῶς ἡ ψυχή τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ Καπούης ἀνηρπάγη ἀπό τούς Ἀγγέλους πρός τά ὕψη, ἀλλά καί πόσο στενά καί περιορισμένα εἶναι ὅλα τά κατώτερα μέρη»25.
Καί ὁ Πέτρος λέει: «Εἶμαι σύμφωνος μέ ὅσα λέγεις»26.
Καί λέει πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος: «Κατά τήν ἐποχή πού ἐπρόκειτο ὁ Ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος, δηλαδή ὁ Ὅσιος Βενέδικτος, νά ἀπέλθει ἀπό τήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή καί νά διαμείνει πλέον αἰωνίως πλησίον τοῦ Θεοῦ, προέβλεψε τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του καί τήν προανήγγειλε στούς ὑποτακτικούς του, καθώς καί στούς μαθητές πού εὑρίσκοντο μακριά του»27. Βλέπουμε ἐδῶ κάτι ἄλλο τώρα, ὅτι ὁ Θεός τούς Ἁγίους τούς προειδοποιεῖ, τούς ἀποκαλύπτει τήν ἡμέρα, καί τήν ὥρα πολλές φορές, τῆς κοιμήσεώς τους, γιά νά προετοιμαστοῦν ἀκόμα καλύτερα. Καί εἶναι πολύ καλό κι ἐμεῖς νά προσευχόμαστε νά μᾶς ἀποκαλύψει ὁ Θεός τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, ἔτσι ὥστε νά μή μᾶς βρεῖ ξαφνικά, ἀπροετοίμαστους.
Ὁ Ἅγιος, λοιπόν, τούς εἶπε ὅτι τότε θά ἀπέλθω. «Σέ ὅλους αὐτούς φανέρωσε, ὅτι κατά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του θά γίνει κάποιο σημεῖο, μέ τό ὁποῖο θά ἀντιληφθοῦν ὅλοι ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα.
Ἕξι μέρες, λοιπόν, πρίν ἀπό τήν ὁσία του κοίμηση διέταξε τούς ὑποτακτικούς του νά ἀνοίξουν τόν τάφο του. Ἀμέσως δε, καταλήφθηκε ἀπό ἰσχυρότατο πυρετό, ἀπό τόν ὁποῖο, ἐπί ἕξι μέρες, ψηνόταν κυριολεκτικά τό σῶμα του. Τήν ἕκτη ἡμέρα διέταξε πάλι τούς ὑποτακτικούς του νά τόν σηκώσουν καί νά τόν πᾶνε στόν Ναό. Ἀφοῦ λοιπόν τόν μετέφεραν στόν Ναό καί μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, στάθηκε στό μέσο τῶν ὑποτακτικῶν του, οἱ ὁποῖοι τόν ὑποβάσταζαν καί τόν συγκρατοῦσαν γιά νά παραμείνει ὄρθιος, ὕψωσε τά μάτια του πρός τόν οὐρανό καί ἄρχισε μέ θερμότητα νά προσεύχεται. Ἔτσι, σ’ αὐτή τήν κατανυκτική στάση, μέ ὑψωμένα τά βλέμματα πρός τόν οὐρανό καί προσευχόμενος μετά θερμότητος παρέδωσε στόν Θεό τήν ἁγιασμένη ψυχή του»28. Ὁσιακό τέλος! Μέσα στήν ἐκκλησία, ἐν ὥρᾳ προσευχῆς, ὑποβασταζόμενος, μέ τήν παρουσία καί τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, παρέδωσε τήν ψυχή του.
«Τήν στιγμή ἀκριβῶς ἐκείνη δύο ἀδελφοί, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας ἡσύχαζε στό κελί του καί ὁ ἄλλος κατοικοῦσε πολύ μακριά, εἶδαν ἀκριβῶς τό ἴδιο ὅραμα. Εἶδαν λοιπόν καί οἱ δύο, ἀλλά καθένας χωριστά, ἕναν δρόμο θαυμαστό, πού ὁδηγοῦσε ἀπό τό κελί τοῦ Ὁσίου πρός Ἀνατολάς μέχρι τοῦ Οὐρανοῦ». Δέν εἶναι κι ἐδῶ ὄνειρο ἀλλά ὅραμα. Βλέπουν καί οἱ δύο τό ἴδιο, ἐνῶ εἶναι μακριά ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο. Καί τί βλέπουν; Ἕναν θαυμαστό δρόμο πού νά ξεκινάει ἀπό τό κελί τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου καί νά φτάνει στόν οὐρανό. «Ὁλόκληρος ὁ δρόμος ἦταν στρωμένος ἀπό λαμπρά ἐνδύματα καί μεταξωτά. Σ’ αὐτόν τόν δρόμο ἀνέβαιναν καί μερικοί ἐξαίσιοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν λαμπάδες καί βάδιζαν μέ τάξη. Ἔξαφνα σ’ αὐτή τήν ὡραία καί ἐπιβλητική σκηνή παρουσιάζεται ἕνας ἄλλος λευκοφορεμένος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ἀστραποβολοῦσε καί αὐτός καί στάθηκε κοντά σ’ ἐκείνους, πού βάδιζαν καί τούς ρωτάει: - Γνωρίζετε, ἄραγε, γιά ποιόν ἔχει στρωθεῖ ὁ δρόμος αὐτός πού βλέπετε μέ τόσο θαυμασμό; - Ὄχι, δέν γνωρίζουμε, ἀπάντησαν ἐκεῖνοι. - Ὁ δρόμος αὐτός, εἶπε τότε πρός αὐτούς ὁ λευκοφόρος, εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο θά βαδίσει ὁ ἀγαπημένος τοῦ Θεοῦ Βενέδικτος καί θά ἀνεβεῖ στόν οὐρανό.
Μόλις συνῆλθαν καί οἱ δύο ἀπό τό καταπληκτικό αὐτό ὅραμα, ἀντιλήφθηκαν ἀμέσως, ὅτι ἀναφερόταν στήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου ἀνθρώπου· ἦσαν δέ τόσο βέβαιοι γι’ αὐτό, σάν νά ἦταν παρόντες καί νά τόν ἔβλεπαν στίς τελευταῖες στιγμές του»29. Αὐτό ἦταν καί τό σημεῖο πού εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Ἅγιος Βενέδικτος ὅτι θά συμβεῖ στήν κοίμησή του.
Ἔχουμε καί ἄλλα πράγματα στήν κοίμηση τῶν ἁγίων. Δίνει ὁ Θεός καί σημεῖα ὑπερφυσικά γιά νά γνωριστεῖ ἡ ἁγιότητα. Ἕνας καταπληκτικός δρόμος μέ μία συνοδεία ἀγγελική, ὁ ὁποῖος εἶχε ἑτοιμαστεῖ γιά τόν Ἅγιο τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ φοβερή ὥρα τοῦ θανάτου καί ἡ ἄνοδος τῆς ψυχῆς πρός τόν οὐρανό γιά τούς Ἁγίους εἶναι ἡ ἀρχή τῆς δόξας καί τῆς μακαριότητας καί τῆς ἀπόλαυσης. Ποῦ νά πλησιάσει αὐτούς τούς Ἁγίους ὁ διάβολος καί νά τούς ἐμποδίσει νά ἀνεβοῦν στόν Θεό...
«Στό Γεροντικό: Ὁ ἀββάς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος διηγήθηκε στούς ὑποτακτικούς του τό ἑξῆς περιστατικό. Κάποτε, καθώς βάδιζα στήν ἔρημο, βρῆκα ἕνα κρανίο πεθαμένου, κάτω στό ἔδαφος. Τό μετακίνησα ἐλαφρά μέ τό ραβδί μου καί, κατάπληκτος, ἀκούω φωνή ἀπό τό κρανίο αὐτό. Τότε μέ θάρρος καί χωρίς φόβο ρωτῶ τό κρανίο: - Ἐσύ, ποιός εἶσαι; Τό κρανίο μοῦ ἀπαντᾶ, σάν νά ἦταν ἄνθρωπος ζωντανός: - Ἐγώ ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδώλων καί τῶν Ἑλλήνων, πού ἔμεναν κάποτε σ’ αὐτόν τόν τόπο. Ἐσύ δε, εἶσαι ὁ πνευματοφόρος Μακάριος. Μάθε λοιπόν ὅτι ὁποιαδήποτε ὥρα λυπηθεῖς τούς κολασμένους καί προσευχηθεῖς χάριν αὐτῶν, παρηγοροῦνται λίγο»30. Οἱ Ἅγιοι κάνουν προσευχή καί γιά τούς κολασμένους καί δίνουν ἀναψυχή μέ τίς εὐχές τους σ’ αὐτούς.
«Ὁ ἀββάς Μακάριος ρωτᾶ πάλι τό κρανίο: - Ποιά εἶναι ἡ παρηγοριά; Καί ποιά εἶναι ἡ κόλαση; - Ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανός ἀπό τή γῆ, τόσο βάθος ἔχει καί ἡ φωτιά, πού βρίσκεται ἀπό κάτω μας», ἀπαντάει τό κρανίο, ὁ πρώην ἀρχιερέας τῶν εἰδώλων. «Σ’ αὐτή λοιπόν τήν φωτιά στεκόμαστε ὄρθιοι καί χωμένοι ὁλόκληροι». Γι’ αὐτό πολλές φορές τά εἰκονίζουμε αὐτά τά πράγματα στήν παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, πού ἐκεῖ φαίνεται καί ἡ κόλαση. Ἔχουμε τέτοιες παραστάσεις, γιατί ἀκριβῶς τά ἔχουμε δεῖ, τά ἔχει δεῖ ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων της. «Εἴμαστε δέ ἔτσι τοποθετημένοι», λέει τό κρανίο, ἡ ψυχή δηλαδή τοῦ πρώην αὐτοῦ ἀρχιερέως τῶν εἰδώλων, «ὥστε ὁ ἕνας κολασμένος νά μή βλέπει τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ἀλλά τά ὀπίσθια. Ὅταν λοιπόν προσεύχεσαι γιά μᾶς, βλέπει λίγο ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Αὐτή δέ εἶναι ἡ παρηγοριά, πού δοκιμάζουμε»31. Ἐδῶ ἔχουμε καί ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, ὅτι ἡ κόλαση εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀκοινωνησία. Ἀκοινωνησία ὄχι μόνο μέ τόν Θεό, γιατί οἱ κολασμένοι δέν ἀγαπᾶνε τόν Θεό, ὁπότε δέν ἔχουν κοινωνία μέ τόν Θεό παρόλο πού ὁ Θεός τούς προσφέρεται, εἶναι κι ἐκεῖ παρών καί ὑπάρχει κι ἐκεῖ τό ἄκτιστο φῶς Του, ἀλλά αὐτοί δέν τό δέχονται ὡς γλυκό φῶς πού φωτίζει, ἀλλά ὡς ἕνα ὀδυνηρό πῦρ πού καίει. Ὄχι μόνο μέ τόν Θεό ἔχουν ἀκοινωνησία, ἀλλά καί μεταξύ τους ἔχουν ἀκοινωνησία οἱ κολασμένοι. Ὅταν ὅμως προσεύχεται κάποιος Ἅγιος, βλέπουν, λέει, λίγο ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Ὑπάρχει δηλαδή μία ἀναψυχή.
«Ὁ ἀββάς Μακάριος μόλις ἄκουσε αὐτά βαριαναστέναξε καί εἶπε: Ἀλλοίμονο, πόση δυστυχία ἔφερε στόν ἄνθρωπο, δηλαδή τόν ἁμαρτωλό, ἡ ἡμερα τῆς γεννήσεώς του· προτιμότερο νά μήν εἶχε γεννηθεῖ, ὅπως εἶπε καί γιά τόν Ἰούδα τόν προδότη ὁ Κύριος! Μετά τόν μονόλογο αὐτό ρωτᾶ πάλι τό κρανίο ὁ Γέροντας: - Ὑπάρχουν στήν κόλαση ἄλλα χειρότερα βάσανα ἀπό αὐτά, πού μοῦ περιγράφεις;»32. Βλέπετε πῶς οἱ Ἅγιοι βιώνουν τόν πόνο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας καί τῶν κολασμένων! Καί λένε τά ἴδια λόγια πού εἶπε ὁ Κύριος γιά τόν Ἰούδα33, καλύτερα νά μή γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος πού θά κολαστεῖ. Θά πεῖτε:
- Γιατί ὁ Θεός τό παραχωρεῖ;
Ὁ Θεός ἀφήνει τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καί μέσα στήν αὐτεξουσιότητά του ὁ ἄνθρωπος αὐτοτοποθετεῖται στόν παράδεισο ἤ στήν κόλαση. Γιατί ὅλοι μετά θάνατο θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ἀλλά μέ διαφορετικό τρόπο οἱ καλοί ἀπό τούς κακούς. Οἱ καλοί θά δοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς γλυκύτατο, ἐνῶ οἱ ἀμετανόητοι ὡς «πῦρ καταναλίσκον»34. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν ἔζησε μέ μετάνοια καί δέν ἀγάπησε τόν Κύριο, ἔζησε, θά λέγαμε, μιά ζωή «τσάμπα», μιά ζωή ἡ ὁποία πῆγε χαμένη. Γιατί αὐτή ἡ ζωή δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μιά προετοιμασία γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά εἶναι μιά ζωή συνεχοῦς μετανοίας καί δακρύων, προσοχῆς καί προσευχῆς καί καλλιέργειας τῶν ἀρετῶν.
Τόν ρωτάει ὁ Ἅγιος λοιπόν, ὑπάρχουν κι ἄλλα χειρότερα βάσανα ἀπ’ αὐτό; καί ἀπαντάει αὐτός ὁ ἀρχιερέας: «- Ἀπό κάτω μας βρίσκεται φοβερότερη κόλαση»35. Ἀπό αὐτό βλέπουμε καί ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, ὅτι στήν κόλαση ὑπάρχουν διαβαθμίσεις. Δέν ἔχουν ὅλοι οἱ κολασμένοι τήν ἴδια ὀδύνη, τόν ἴδιο πόνο. Ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους ἀπολαμβάνουν, δηλαδή ὑποφέρουν.
«- Καί ποιοί τιμωροῦνται ἐκεῖ; ρώτησε ὁ Γέροντας», πού εἶναι πιό κάτω ἀπό σᾶς; Αὐτός ἦταν, ξαναλέω, ἱερέας τῶν εἰδώλων, δηλαδή ὅ,τι χειρότερο. Ἀλλά ὑπάρχει καί κάτι ἀκόμα χειρότερο... «- Ἐμεῖς, ἐπίτέλους, ἀπάντησε τό κρανίο, ἐλεούμαστε λίγο ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν Τόν γνωρίσαμε» καί εἴμαστε ὅ,τι εἴμαστε γιατί εἴχαμε ἄγνοια. «Ἐκεῖνοι ὅμως πού γνώρισαν καλά τόν Θεό καί μετά ταῦτα τόν ἀρνήθηκαν, εἶναι κάτω ἀπό ἐμᾶς καί κολάζονται πολύ χειρότερα»36. Αὐτό εἶναι ἀκόμα πιό φοβερό, νά πιστέψεις ὑποτίθεται στόν Θεό καί μετά ν’ ἀρνηθεῖς τόν Θεό. Νά γευτεῖς λίγο τί εἶναι ὀ Θεός, τί ἄπειρη γλυκύτητα, τί ἄπειρη χαρά εἶναι καί μετά νά Τόν ἐγκαταλείψεις. Αὐτοί κολάζονται πολύ χειρότερα.
«Ἀφοῦ τελείωσε ὁ διάλογος, πῆρε ὁ Γέροντας τό κρανίο, τό ἔχωσε κάτω ἀπό τό ἔδαφος καί συνέχισε τόν δρόμο του»37.
«Ἄς ἀκούσουμε», λέει τώρα τό σχόλιο τοῦ Γεροντικοῦ, «καί ἄς φοβηθοῦμε ὅσοι μάθαμε αὐτή τή διήγηση, γιατί ἐφόσον αὐτοί πού ἀρνοῦνται τόν Θεό κολάζονται χειρότερα καί ἀπό τούς ἄπιστους, πρέπει νά φροντίσουμε νά μήν ἀρνηθοῦμε Αὐτόν μέ τά ἔργα τοῦ σκότους, γιά νά ἀποφύγουμε τήν φοβερή αὐτή τιμωρία. Γιατί ἀρνητής τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνος πού Τόν ἀρνεῖται μέ λόγια ἤ ἔργα, ἀλλά καί ἐκεῖνος πού διαπράττει ἁμαρτωλές πράξεις, ἔστω καί ἐάν φαινομενικά μέ τά λόγια φαίνεται νά ὁμολογεῖ πίστη πρός τόν Θεό»38. Κάθε ἁμαρτία οὐσιαστικά εἶναι μιά ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ Πρωτόπλαστοι μιά ἁμαρτία ἔκαναν, μιά παρακοή. Αὐτό ἦταν ἄρνηση. Καί ἐπειδή παρέμειναν σ’ αὐτή καί δέν ζήτησαν συγγνώμη, ἔχασαν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἔπεσαν σ’ αὐτή τή ζωή πού εἶναι γεμάτη πόνο καί ὀδύνη. Ἐάν λοιπόν κι ἐμεῖς, πού ἀκοῦμε αὐτή τήν ἱστορία, δέν φροντίσουμε, θά πέσουμε στά ἴδια.
«Μάρτυς δέ, ὅτι αὐτά πού λέγω εἶναι ἀληθή, ὑπάρχει ὁ Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος διακηρύττει «Ὁμολογοῦν ὅτι γνωρίζουν τόν Θεό, μέ τά ἁμαρτωλά τους ὅμως ἔργα Τόν ἀρνοῦνται»39»40. Αὐτή εἶναι ἡ φοβερή κατάσταση πού λέγεται ὑποκριτικός χριστιανισμός. Πολλοί σήμερα λένε κι ἐγώ πιστεύω βέβαια… κι ἐγώ… κι ἐγώ… ἀλλά στήν πράξη Τόν ἀρνοῦνται τόν Χριστό. Στίς καθημερινές τους δραστηριότητες δέν ἐφαρμόζουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ἐπαληθεύεται ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος λέει «ἐάν κανείς νομίζει ὅτι εἶναι θρῆσκος, δηλαδή πιστός, καί δέν χαλιναγωγεῖ τήν γλώσσα του, ἀλλά ἐξαπατᾶ τήν καρδία του μέ τό νά στηρίζει τό θάρρος του εἰς τήν τοιαύτην πίστιν, αὐτός δέν σκέπτεται καλά»41. Αὐτή τήν πίστη ἔχουν καί οἱ δαίμονες.. καί οἱ δαίμονες πιστεύουνε ὅτι ὑπάρχει Θεός, δέν ἀρνοῦνται. Ἐμεῖς σήμερα μέ τήν ἀθεΐα ἔχουμε ξεπεράσει καί τούς δαίμονες. Οἱ δαίμονες, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «πιστεύουν καί φρίσσουν»42, ἀλλά αὐτή ἡ πίστη εἶναι θεωρητική καί δέν σώζει, ὅταν δέν συνοδεύεται μέ τά ἔργα τῆς πίστεως, δηλαδή μέ τήν μετάνοια καί μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ. Ὁπότε, λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, «ἐάν κανείς νομίζει ὅτι εἶναι θρῆσκος, δηλαδή πιστός, καί δέν χαλιναγωγεῖ τήν γλώσσα του», προσέξτε ἕνα κριτήριο, ἄν δέν μιλάει σωστά, «ἀλλά ἐξαπατᾶ τήν καρδία του μέ τό νά στηρίζει τό θάρρος του εἰς τήν τοιαύτην πίστιν, αὐτός δέν σκέπτεται καλά καί δι’ αὐτό καί δέν ὠφελεῖται ἀπό τήν θρησκεία, διότι ἡ πίστις χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρά»43. Βλέπετε ἑστιάζει στήν γλώσσα, ἐπειδή ἡ γλώσσα, ὅπως τό εἶπε καί ὁ Κύριος, λαλεῖ «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας»44.
- Τί ξεχειλίζει ἀπ’ τήν καρδιά;
Αὐτό βγαίνει στή γλώσσα. Ὁπότε, ἀπό τά λόγια μπορεῖς νά καταλάβεις τί ἔχει ἡ καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό δέν εἶναι ἀθῶο πού λένε, τόν ἔβρισα… αἰσχρολογῶ… ἔτσι εἶναι ἡ γλώσσα μας σήμερα... Δέν εἶναι ἡ γλώσσα μας, εἶναι ἡ καρδιά μας πού ἔχει βρωμίσει καί τό ἀποτέλεσμα τῆς βρώμικης καρδιᾶς εἶναι τά αἰσχρά λόγια, πού ἀντί νά πεῖ τόν ἄλλον φίλο, τόν ἀποκαλεῖ μέ μία παλιοκουβέντα, τάχατες χάριν φιλίας! Αὐτό ἐκφράζει τόν μολυσμό πού ἔχουμε σήμερα.
Ἔτσι, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ἐξαπατᾶ τόν ἑαυτό του μέ τό νά νομίζει ὅτι εἶναι θρῆσκος καί αὐτή ἡ θρησκευτικότητά του δέν τόν ὠφελεῖ καθόλου. Εἶναι πίστις νεκρή. Πίστις χωρίς ἔργα νεκρά ἐστι.
«Ὁ λόγος αὐτός ἔχει καί τό δίκαιο μέ τό μέρος του. Γιατί ὁ Θεός, μέ τό στόμα τοῦ Προφήτου, λέει· «ἀλλοίμονο σέ αὐτούς, πού γίνονται αἰτία νά βλασφημεῖται τό ὄνομά μου εἰς τά ἔθνη»! Ἐάν λοιπόν ἐμεῖς, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, καί κλῆρος Ἅγιος καί οἱ μέ ἄλλα τοιαῦτα ἔντιμα ὀνόματα ὀνομαζόμενοι, ἐξυβρίζουμε, μέ τά ἔργα τῆς ἁμαρτίας τόν Θεό καί γινόμαστε ἔτσι αἴτιοι νά βλασφημοῦν οἱ ἄπιστοι τό καλό ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, μέ τό ὁποῖο μᾶς χαρακτηρίζει ὁ κόσμος, πῶς δέν θά εἶναι δίκαιο νά κολασθοῦμε βαρύτερα ἀπό τούς ἄπιστους ἐμεῖς οἱ αἴτιοι αὐτῆς τῆς βλασφημίας καί ὕβρεως;»45.
- Ἐσύ πού ἐπαγγέλεσαι μιμητής τοῦ Χριστοῦ, γιατί αὐτό θά πεῖ χριστιανός, πῶς πράττεις αὐτά πού κάνουν καί οἱ ἄπιστοι καί ἀκόμα χειρότερα; Ἄρα δέν πρέπει νά κολαστεῖς χειρότερα ἀπ’ αὐτούς;
«Ἄλλωστε, ὅπως λέγει καί ὁ Σωτήρ, ὁ δίκαιος Κριτής, πού δέν λογαριάζει πρόσωπο ἀνθρώπου, «ἐκεῖνος πού γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Κυρίου καί δέν τό ἐκτελεῖ δαρήσεται πολλές φορές (δηλαδή θά τιμωρηθεῖ περισσότερο) - ἐκεῖνος ὅμως πού δέν γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό δέν τό ἐφαρμόζει, δαρήσεται ὀλίγες φορές»46 (δηλαδή θά τιμωρηθεῖ λιγότερο)»47. Βέβαια καί οἱ μέν καί οἱ δέ κόλαση θά ἔχουν. Ἁπλῶς αὐτός πού ἔχει ἄγνοια, θά ἔχει λιγότερη κόλαση. Γι’ αὐτό δέν εἶναι σωστό κι αὐτό τό ἀνόητο πού λένε κάποιοι, καλύτερα νά μή μαθαίνεις, νά μή διαβάζεις πολλά βιβλία, νά μήν ἀκοῦς πολλά κηρύγματα, νά μήν ξέρεις πολλά πράγματα.. δέν χρειάζεται… λίγα πράγματα εἶναι καλύτερα. Ὄχι, δέν εἶναι καλύτερα. Κόλαση εἶναι πάλι. Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο εἶναι κόλαση. Δέν σώζεσαι. Ἡ ἄγνοια δέν μᾶς σώζει, γιατί ἡ ἄγνοια εἶναι ἁμαρτωλή. Ἔχει μέσα της ἁμαρτία ἡ ἄγνοια. Δέν ἐπιτρέπεται νά ἀγνοεῖς αὐτά τά πολύ βασικά πράγματα, γιά τό πῶς θά πρέπει νά λειτουργήσεις, νά χειριστεῖς τήν ψυχή σου καί τό σῶμα σου. Παίρνεις ἕνα ἁπλό μηχάνημα καί φροντίζεις νά μάθεις τά πάντα, πῶς λειτουργεῖ, γιά νά μήν τό καταστρέψεις. Αὐτό τό δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού ἔχεις πάρει χωρίς νά κάνεις τίποτε, πού λέγεται ψυχή, πού λέγεται σῶμα, δέν πρέπει νά μάθεις ἀπό Αὐτόν πού στό δώρισε πῶς νά τό λειτουργήσεις, πῶς νά τό χρησιμοποιήσεις; Εἶναι ἀχαριστία, εἶναι μεγάλη ἁμαρτία αὐτή ἡ ἀδιαφορία πού ἔχουμε, ἡ ἀκηδία πού ἔχουμε στό νά μάθουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ὁ τρόπος πού πρέπει νά λειτουργήσουμε αὐτά τά δῶρα τοῦ Θεοῦ γιά νά τά σώσουμε, δηλαδή νά τά διασώσουμε εἰς τόν αἰῶνα. Αὐτό σημαίνει σώζομαι, ὑπάρχω γιά πάντα.
- Ἀλλά ποιός ὑπάρχει γιά πάντα;
Αὐτός ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ ἔτσι τό σῶμα του καί τήν ψυχή του, ὅπως λέει ὁ Δημιουργός, ὁπότε δέχεται μέσα του τόν Δημιουργό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ἀεί ὤν, ὁ πάντοτε ὤν, ὁ αἰώνιος. Ἔτσι γίνεσαι κι ἐσύ αἰώνιος, ὑπάρχεις πάντα καί σώζεσαι. Ἄν δέν λειτουργήσεις σωστά τό σῶμα καί τήν ψυχή, δέν μπορεῖ νά κατοικήσει μέσα σου ὁ αἰώνιος Θεός, ἄρα δέν μπορεῖς νά ἔχεις κι ἐσύ αἰώνια ζωή καί χαρά καί μακαριότητα, νά σωθεῖς δηλαδή.
«Γιά αὐτόν τόν λόγο, ἀδελφοί μου, ἀναλογιζόμενοι τίς φρικτές τιμωρίες τῆς κολάσεως, ἄς φρίξουμε καί ἄς ἀγωνισθοῦμε, κατά τό μέτρο τῆς δυνάμεως πού μᾶς δίνεται ἀπό τόν Θεό, καί νά φαινόμαστε πιστοί προπαντός ἀπό τά καλά καί ἐνάρετα ἔργα, καί νά ἐργαζόμαστε τά πάντα πρός δόξαν Θεοῦ, ὥστε νά δοξάζεται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὑπό τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι βλέπουν τά καλά μας ἔργα»48.
Καί τό τελευταῖο: «Κάποτε ὁ ἀββάς Σιλουανός καθόταν μέ μερικούς ἀδελφούς. Ξαφνικά ἔπεσε σέ ἔκσταση καί ἔπεσε κάτω μέ τό πρόσωπο πρός τό ἔδαφος. Μετά ἀπό λίγο σηκώθηκε καί ἔκλαιγε. Οἱ ἀδελφοί τόν παρακαλοῦσαν ἐπίμονα καί τοῦ ἔλεγαν: - Εἰπέ σέ μᾶς, Πάτερ, τί ἔχεις; Ἐκεῖνος, ὅμως , σιωποῦσε καί ἐξακολουθοῦσε νά κλαίει. Ἀλλά καί οἱ ἀδελφοί μέ περισσότερη ἐπιμονή τόν παρακαλοῦσαν καί τόν πίεζαν νά τούς πεῖ»49. Καταλάβαμε ὅτι κάτι εἶδες. Τί εἶδες;
«Τότε ὁ ἀββάς Σιλουανός μέ συγκίνηση τούς ἀπάντησε: - Ἐγώ ἁρπάχτηκα στό φοβερό Κριτήριο τοῦ Θεοῦ καί εἶδα πολλούς Μοναχούς νά ὁδηγοῦνται στήν Κόλαση καί πολλούς κοσμικούς νά ἀπέρχονται στόν Παράδεισο.
Γι’ αὐτό καί ὁ ἀββάς Σιλουανός πενθοῦσε πάντοτε καί ποτέ δέν ἤθελε νά ἐξέλθει ἀπό τό κελί του. Ἐάν δέ ἀναγκαζόταν νά ἐξέλθει, βιαζόμενος ἀπό κάποια ἀναγκαία ὑπόθεση, σκέπαζε τό πρόσωπό του μέ τό κουκούλι»50, γιά νά μή χάσει τήν καλή αὐτή κατάσταση τοῦ κλαυθμοῦ, τοῦ κατά Θεόν πένθους, τῆς συνεχοῦς προσευχῆς. Γι’ αὐτό ἔβαζε τό κουκούλι, σκέπαζε δηλαδή τά μάτια, τό πρόσωπό του, γιά νά μή διασπαστεῖ. Γιατί ἔχοντας δεῖ αὐτό τό φοβερό ὅραμα -καί ὄχι μόνο- κατάλαβε ὅτι δέν μᾶς σώζει ἡ ἰδιότητα. «Εἶμαι μοναχός, ἄρα θά σωθῶ», «εἶμαι κληρικός, ἄρα θά σωθῶ», «εἶμαι χριστιανός ὀρθόδοξος -στήν ταυτότητα- ἄρα θά σωθῶ». Δέν θά σωθοῦμε, ἐπειδή ἔχουμε τήν ἰδιότητα. Θά σωθοῦμε, ἄν ἔχουμε τά σωστά ἔργα, ἄν ζήσαμε ἐν μετανοίᾳ. Γι’ αὐτό, λέει ἐδῶ ὀ Ἅγιος, εἶδα μία ἀντιστροφή, πολλοί κοσμικοί νά πηγαίνουν στόν παράδεισο καί πολλοί μοναχοί νά πηγαίνουν στήν κόλαση. Δέν εἶναι τό σχῆμα πού μᾶς σώζει, τό ἐξωτερικό σχῆμα, ἀλλά τό περιεχόμενο τῆς καρδίας ἄν εἶναι εὐάρεστο στόν Θεό καί ἄν ἡ καρδιά μας εἶναι πράγματι κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό καί ἄς τά ἔχουμε αὐτά ὑπόψη μας, γιά τό ποῦ ἐπέρχονται οἱ ψυχές ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους. Καί πρέπει νά γνωρίζουμε, ἐν κατακλείδι τό λέμε αὐτό, ὅτι οἱ ψυχές, ὅταν φεύγουν ἀπό ἐδῶ, δέν πᾶνε στήν ὁριστική τους θέση, ἀλλά προγεύονται εἴτε τόν παράδεισο εἴτε τήν κόλαση καί ἡ τελική τοποθέτηση θά γίνει μετά τήν Δευτέρα Παρουσία. Στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά πᾶνε αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι καλοί καί τώρα προγεύονται τόν παράδεισο καί στήν κόλαση αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τώρα εἶναι κακοί καί πηγαίνουν στόν ἅδη περιμένοντας αὐτή τήν αἰώνια καταδίκη. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό αὐτή καί νά μᾶς ἀξιώσει ὅλους τῆς βασιλείας Του.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

1 Εὐεργετινός, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001 (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός).
2 Πρβλ. Μάρκ. 9, 3.
3 Ὅ.π.
4 Ὅ.π.
5 Ὅ.π.
6 Ὅ.π.
7 Ὅ.π.
8 Ὅ.π.
9 Ὅ.π.
10 Ὅ.π.
11 Ἑβρ. 12, 2.
12 Εὐεργετινός.
13 Ὅ.π.
14 Ὅ.π.
15 Ὅ.π.
16 Ὅ.π.
17 Ὅ.π.
18 Ὅ.π.
19 Ὅ.π.
20 Ὅ.π.
21 Ὅ.π.
22 Ὅ.π.
23 Ὅ.π.
24 Ὅ.π.
25 Ὅ.π.
26 Ὅ.π.
27 Ὅ.π.
28 Ὅ.π.
29 Ὅ.π.
30 Ὅ.π.
31 Ὅ.π.
32 Ὅ.π.
33 Ματθ. 26, 24.
34 Ἑβρ. 12, 29.
35 Εὐεργετινός.
36 Ὅ.π.
37 Ὅ.π.
38 Ὅ.π.
39 Τίτ. 1, 16.
40 Εὐεργετινός.
41 Ἰακ. 1, 26.
42 Ἰακ.2, 19.
43 Ἰακ. 2, 17.
44 Ματθ. 12, 35.
45 Εὐεργετινός.
46 Λουκ. 12, 47-48.
47 Εὐεργετινός.
48 Ὅ.π.
49 Ὅ.π.
50 Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου